Το κίνημα των Μαύρων στις ΗΠΑ
Ο Μοχάμετ Αλι είναι σήμερα γνωστός σαν ο μεγαλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών, έχει περιληφθεί στο πάνθεον των 100 πιο διάσημων ανδρών, κλπ. κλπ.. Αρκετοί τον θυμούνται προσκεκλημένο του Μπιλ Κλίντον στην Ατλάντα να ανάβει τη φλόγα των Ολυμπιακών αγώνων του 1996. Μια σχεδόν άγνωστη εικόνα του έρχεται στην επιφάνεια διαβάζοντας τη βιογραφία του από τον Ντέιβιντ Ρέμνικ, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Αυτήν του ανθρώπου που στην αυγή της καριέρας του, στη φοβερή δεκαετία του '60, σύνδεσε το όνομα και τη φήμη του με τους αγώνες των μαύρων στις ΗΠΑ ενάντια στο ρατσισμό και την καταπίεση. Τι σχέση έχει όμως η πυγμαχία με την πολιτική; Τεράστια, όπως βγαίνει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Ο Αλι γεννήθηκε το 1942 στο Λούιβιλ του Κεντάκι, κατά κόσμον σαν Κάσιους Μαρσέλους Κλέι. Παιδί της λεγόμενης «μαύρης μεσαίας τάξης», αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν λιμοκτονούσε ζώντας σε παραπήγματα ή στο δρόμο όπως η πλειοψηφία των μαύρων στις ΗΠΑ, όμως βίωνε καθημερινά και με άμεσο τρόπο τι σήμαινε να είσαι μαύρος στον ανοιχτά ρατσιστικό αμερικανικό νότο: Το θέαμα της μητέρας του στην οποία αρνιόνταν ένα ποτήρι νερό στα εστιατόρια στο κέντρο της πόλης, οι λευκοί που τους προσπερνούσαν στις ουρές στην έκθεση αγροτικών προϊόντων του Κεντάκι-οαν να ήταν δικαίωμα τους εκχωρημένο από το θεό, το αίσθημα ντροπής όταν η μητέρα του πήγαινε στο άλλο άκρο της πόλης για να καθαρίσει πατώματα και τουαλέτες για οικογένειες λευκών. «Μαμά, ο μανάβης είναι λευκός, ο ψιλικατζής είναι λευκός, ο οδηγός λεωφορείου λευκός. Οι έγχρωμοι άνθρωποι με τι ασχολούνται;» ρώτησε σε ηλικία τεσσάρων.
Γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα στη «χώρα της ελευθερίας». Η δουλεία είχε τυπικά καταργηθεί από την εποχή του εμφύλιου πολέμου, το 1 865, όχι όμως ο ρατσισμός, ούτε οι διακρίσεις. Στις πολιτείες του Νότου ίσχυαν οι διαβόητοι νόμοι του Τζιμ Κρόου, που θεσμοθετούσαν ανοικτά και κυνικά τις διακρίσεις ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους. Σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής οι μαύροι ήταν ξεκάθαρα πολίτες β'κατηγορίας.
Από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά όμως, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Η βιομηχανική ανάπτυξη του αμερικανικού καπιταλισμού σπρώχνει χιλιάδες μαύρους στο βορρά. Αποτελούν τώρα
οργανικό τμήμα της εργατικής τάξης, κι αυτό έχει αποτελέσματα σε δύο επίπεδα. Ο ρατσισμός εξακολουθεί να τους σπρώχνει στα γκέτο των μεγαλουπόλεων, στον υπόκοσμο, σαν διάσπαση της ίδιας της εργατικής τάξης, παράλληλα όμως αποκτούν κοινές εμπειρίες, οι προσδοκίες ενός ολόκληρου κόσμου για καλύτερο βιοτικό επίπεδο, για να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή ανεβαίνουν.
Κυρίαρχη πολιτική έκφραση αυτής της διάθεσης αρχικά ήταν οργανώσεις μετριοπαθείς, όπως ο «Εθνικός Σύνδεσμος για την Πρόοδο των Έγχρωμων» (φαίνεται και από το όνομα της) και αργότερα το κίνημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα γύρω από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Στην Αριστερά, η περίοδος των Μακαρθικών διώξεων είχε ουσιαστικά διαλύσει τα πάντα.
Το 1955, στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα μια μαύρη εργάτρια, η Ρόζα Παρκς αρνείται να παραχωρήσει τη θέση της στο μπροστινό κάθισμα του λεωφορείου σε λευκό επιβάτη. Η σύλληψη της πυροδότησε το μποϋκοτάζ των λεωφορείων από τους μαύρους της πόλης, που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο, μέχρι να υποχωρήσουν οι ρατσιστικές αρχές στα αιτήματα της μαύρης κοινότητας. Ο Μ.Λ. Κινγκ ήταν παιδί όλων αυτών των ανακατατάξεων. Κήρυσσε τη μη βία, τη δημοκρατία, την ενσωμάτωση, ένα είδος ριζοσπαστικού ουμανισμού απέναντι στον ωκεανό ρατσισμού των ΗΠΑ.
Αυτή η πραγματικότητα, που δίνεται με τρόπο εξαιρετικό στο βιβλίο του Ρέμνικ, σημάδεψε τον νεαρό Κάσιους. Δεν στήριξε εντούτοις το κίνημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα. Έγινε «μαύρος μουσουλμάνος».
Πρόκειται για μια παλιότερη παράδοση μέσα στις μαύρες κοινότητες, η οποία στις διεκδικήσεις του Μ.Λ.Κινγκ είχε να αντιπαραθέσει τη μαύρη περηφάνεια, την απόσχιση και την επιστροφή στην Αφρική. Ήταν η παράδοση του Μάρκους Γκάρβεϊ και του συνεχιστή του, του Ιλάιτζα Μοχάμετ. Η οργάνωση του, το «Έθνος του Ισλάμ» υιοθέτησε την πιο ακραία απόρριψη στο ρατσιστικό κατεστημένο με ένα λόγο θρησκευτικό-πολιτικό, καταδίκαζε όλους τους λευκούς, σαν «διαβόλους με γαλανά μάτια», σαν συνομώτες για την εγκαθίδρυση του ρατσισμού και των διακρίσεων και κήρυσσε τον διαχωρισμό με τρόπο επιθετικό και μεσσιανικό.
Ο Κλέι στράφηκε προς τα εκεί, σε αναζήτηση της πιο ακραίας μορφής αντίστασης. Το 1964, όταν στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στα βαρέα βάρη, άλλαξε το όνομα του σε Μοχάμετ Αλι και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη φήμη του σαν μεγάφωνο για το Έθνος του Ισλάμ. Αυτό ισοδυναμούσε με σκάνδαλο. Σαν αθλητής υποτίθεται ότι θάπρεπε να παραμείνει αμέτοχος στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνταν γύρω του σε πολιτικό και φυλετικό επίπεδο. Όχι μόνο ανταποκρίθηκε σ'αυτό το κάλεσμα, αλλά δε δίστασε να συγκρουστεί με τους πάντες: από τους λευκούς ρατσιστές μέχρι τους μετριοπαθείς μαύρους. Η κορύφωση αυτής της τρομερής περιόδου ήλθε το 1966, όταν αρνήθηκε να καταταγεί στο στρατό και να πολεμήσει στο Βιετνάμ, εξαγριώνοντας τα Μ.Μ.Ε με δηλώσεις όπως «δεν έχω τίποτα να μοιράσω με τους Βιετκόγκ». Αυτό του στοίχισε την αφαίρεση του τίτλου του παγκόσμιου πρωταθλητή και μια σειρά δικαστήρια, παραγκωνισμούς και ταλαιπωρίες.
Η άρνηση του Αλι να προσαρμοστεί και να γίνει αποδεκτός προερχόταν ουσιαστικά από τις νέες αντιλήψεις που τότε διέδιδε ο Μάλκολμ Χ. Τη σύντομη (δολοφονήθηκε το 1965, σε ηλικία 39 χρονών) αλλά συναρπαστική ζωή του Μάλκολμ πρόλαβε να αφηγηθεί ο ίδιος στον Αλεξ Χάλεϋ και επιτέλους εδώ κι ένα χρόνο κυκλοφορεί και στα ελληνικά.
Ο Μάλκολμ Χ είχε κατά κάποιο τρόπο διαφορετική καταγωγή από τον Αλι. Μεγαλωμένος στο Μίσιγκαν του Βορρά, ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά ενός ιεροκήρυκα, οπαδού του Μάρκους Γκάρβεϊ. Είδε το σπίτι του στις φλόγες από την Κου Κλουξ Κλαν όταν ήταν 4 χρονών, τον πατέρα του να δολοφονείται φρικτά λίγα χρόνια μετά, την οικογένεια να διαλύεται μέσα στο κραχ του '30. Αναζητώντας την τύχη του από την επαρχία στα γκέτο της Βοστώνης και του Χάρλεμ κατέληξε -πού αλλού;- στον υπόκοσμο και από κει στη φυλακή. Υπήρξε λαθρέμπορος οινοπνεύματος και ναρκωτικών, οργανωτής παράνομου τζόγου, μικροδιαρρήκτης. Εκτείοντας την ποινή του διάβασε τις απίστευτες κοσμοθεωρίες του Ιλάιτζα Μοχάμετ και σύντομα προσηλυτίστηκε στο Έθνος του Ισλάμ.
Υπερηφάνια
Αυτό που τον ελκύει, όπως και στην περίπτωση του Αλι είναι η συνολική απόρριψη της «λευκής κοινωνίας», τα κηρύγματα για μαύρη υπερηφάνεια, η αδιαλλαξία απέναντι στην κυβέρνηση. Όταν αποφυλακίστηκε αφοσιώθηκε με πάθος στη διάδοση της αίρεσης. Ανέβηκε γοργά στην ιεραρχία των μουσουλμάνων ιερέων και σύντομα έγινε βασικός ομιλητής, κάτι σαν εκπρόσωπος τύπου του Έθνους. Από «Ντιτρόιτ Ρεντ» (το παρατσούκλι του στο Χάρλεμ) γίνεται ο Μάλκολμ Χ. Αν και έμεινε γνωστός για τις φλογερές ομιλίες του, στην πραγματικότητα είναι ο άνθρωπος που κυριολεκτικά «έχτισε» μια σειρά τοπικές οργανώσεις του Έθνους.
Απέναντη στις υπόλοιπες οργανώσεις του κινήματος των μαύρων ασκεί κριτική για συμβιβασμό, δουλοπρέπεια, ενσωμάτωση. Πρόκειται για πραγματικές αδυναμίες του Μ.Λ.Κινγκ και των άλλων μαύρων ηγετών, να διαχωριστούν από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και το ρεαλισμό των ανώδυνων παραχωρήσεων που τους υπόσχονταν οι ηγέτες του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Μάλκολμ γνώριζε πως ρατσισμός δεν υπήρχε μόνο στον αμερικανικό νότο αλλά και στο «προοδευτικό» βορρά, πως η λύση δε βρισκόταν στις εποικοδομητικές προτάσεις προς το πολιτικό κατεστημένο αλλά στην ίδια την αυτοοργάνωση των μαύρων. «Όποιος θέλει να κερδίσει την ελευθερία του πρέπει να αντισταθεί, ό,τι κι αν κοστίσει αυτό. Με οποιοδήποτε μέσον!» Το σύνθημα αυτό δεν έχει ξεθωριάσει μέχρι και σήμερα.
Παράλληλα όμως αντιλαμβάνεται το κενό ανάμεσα στη ρηξικέλευθρη φρασεολογία του Έθνους και τη φτωχή ως ανύπαρκτη δράση του στους αγώνες που ξεσπούσαν. Η ρήξη ήρθε λίγο μετά τη δολοφονία του Κένεντι, όταν του ζήτησαν να σχολιάσει το συμβάν. Παρά τις ρητές οδηγίες του Ιλάιτζα Μοχάμετ να μην κάνει σχόλια, ο Μάλκολμ δηλώνει ότι πρόκειται για αποτέλεσμα της βίας και του μίσους που έσπειραν οι λευκοί. «Όπως έστρωσαν θα κοιμηθούν», παραφράζεται η δήλωση του. Αυτό ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Ο Ι.Μοχάμετ τον θέτει σε διαθεσιμότητα, η οποία αποδεικνύεται στην ουσία διαγραφή.
Ο Μάλκολμ όμως δεν παραιτείται. Αυτοί οι 1 1 τελευταίοι μήνες της ζωής του αποδείχτηκαν οι πιο παραγωγικοί πολιτικά. Ιδρύει μια νέα οργάνωση, επισκέπτεται τη Μέκκα, την Ευρώπη και την Αφρική, όπου συναντά ηγέτες των ισχυρών τότε εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Αυτό ανοίγει τους ορίζοντες του. Κινείται προς τα αριστερά, αρχίζει να απευθύνεται πιο πλατειά, στην αρχή σε μαύρους μη μουσουλμάνους, στη συνέχεια σε όλη την κοινωνία, ανακαλύπτει τη βαθύτερη ρίζα του κακού, τον καπιταλισμό και μιλάει για επανάσταση, ενώ ταυτόχρονα αναθεωρεί τις απόψεις του για τους λευκούς. Δυο μήνες πριν πεθάνει φτάνει στο σημείο να λέει: «Αν κάποιος θέλει να ενωθεί μαζί μου, δε νοιάζομαι για το χρώμα του δέρματος του αλλά αρκεί να θέλει να αλλάξει αυτή τη θλιβερή κατάσταση που υπάρχει στη γη».
Οι ιδέες του τροφοδότησαν τους αγωνιστές που θα πρωταγωνιστούσαν στο επερχόμενο κίνημα στην Αμερική. Οι Μαύροι Πάνθηρες, η οργάνωση που έχτισε μαζική παρέμβαση μέσα στη φτωχολογιά των γκέτο και σφράγισε τις εξεγέρσεις μιας ολόκληρης δεκετίας ήταν πολιτικά παιδιά του Μάλκολμ Χ., και όχι μόνο. Σαράντα και πλέον χρόνια από τη δολοφονία του παραμένει μια φιγούρα που όχι μόνο δεν έχει φθαρεί, αλλά εξακολουθεί να εμπνέει τους αγωνιστές του νέου κινήματος.
Ντέιβιντ Ρέμνικ: Μοχάμετ Αλι. Ο Βασιλιάς του Κόσμου - Τιμή: 25 ευρώ, 320 σελίδες, Εκδόσεις: Αλκίμαχον
Από τον Αλεξ Χάλεϋ: Μάλκομ Χ - Αυτοβιογραφία - Τιμή: 25 ευρώ, 650 σελίδες, Εκδόσεις: Κουκίδα