Εκατομμύρια προσδοκούσαν ότι το τέλος της χειρότερης πολεμικής σφαγής θα σήμαινε έναν καλύτερο κόσμο. Ο Κώστας Βλασόπουλος εξηγεί ποιές δυνάμεις σταμάτησαν αυτή την προοπτική.
Στις 8 Μαΐου οι κυβερνήσεις γιορτάζουν τα 70 χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτοί οι εορτασμοί προσπαθούν να επιβάλλουν δύο μηνύματα. Το πρώτο είναι ότι ο Β΄ Παγκόσμιος ήταν ένας «καλός» πόλεμος, όπου όλοι, Ανατολικοί και Δυτικοί, πλούσιοι και φτωχοί, βρέθηκαν ενωμένοι ενάντια στο Ναζισμό. Το δεύτερο είναι ότι το μοίρασμα του κόσμου στα δύο στρατόπεδα και η διάψευση των ελπίδων για ένα μεταπολεμικό κόσμο με ισότητα και δημοκρατία ήταν το μόνο εφικτό αποτέλεσμα: η ιστορία γράφεται από τους μεγάλους άνδρες, και αυτοί επέβαλαν αυτό που ήθελαν.
Αυτή η ανάλυση είναι τελείως απατηλή. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος μοιρασιάς μεταξύ των Συμμάχων και του Άξονα. Αλλά ταυτόχρονα ήταν ένας πόλεμος που δημιούργησε τεράστια κινήματα Αντίστασης, που επιδίωκαν όχι μόνο την ήττα των Ναζί, αλλά και την ανατροπή του προπολεμικού κόσμου που είχε γεννήσει τον πόλεμο, το φασισμό και την εξαθλίωση. Το 1945, αν και η τελική νίκη των Συμμάχων ήταν δεδομένη, η μορφή που θα έπαιρνε ο μεταπολεμικός κόσμος ήταν ακόμα ασαφής. Το πότε, το πως, και το υπό ποιές συνθήκες θα τελείωνε ο πόλεμος ήταν τελείως άγνωστο. Όταν Τσώρτσιλ, Ρούζβελτ και Στάλιν συναντήθηκαν στη Γιάλτα το Φλεβάρη του 1945, η οριστική νίκη στο ανατολικό μέτωπο ήταν ακόμα στο μέλλον, ενώ ο πόλεμος στην Ασία έμελλε να τελειώσει μόλις τον Αύγουστο του 1945 με το βομβαρδισμό στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Τα σχέδια των Συμμάχων αντιμετώπιζαν όχι μόνο την ασάφεια της κατάστασης, αλλά και το βασικό πρόβλημα του πως να τσακίσουν τα κινήματα της Αντίστασης, που οραματίζονταν ένα τελείως διαφορετικό μεταπολεμικό κόσμο. Το γιατί χάθηκε αυτή η ευκαιρία έχει τεράστια σημασία για τους αγώνες του σήμερα ενάντια στο φασισμό, τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.
Ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αντιφασιστικός;
O Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος των Συμμάχων δεν είχε τίποτα να κάνει με την πάλη ενάντια στο φασισμό. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1930 κορυφαίοι αστοί πολιτικοί και ιδεολόγοι, όπως ο Τσώρτσιλ, έκφραζαν το θαυμασμό τους για την τάξη και ευνομία που είχαν επιβάλλει ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ και την ικανότητα τους να συντρίψουν το εργατικό κίνημα και την αριστερά.1 Το 1936 η Αγγλία και η Γαλλία είχαν αφήσει αβοήθητη την Ισπανική Επανάσταση, ενώ οι φασίστες του Φράνκο λάμβαναν αμέριστη ενίσχυση από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι· η νίκη του Φράνκο και της αντιδραστικής Καθολικής Εκκλησίας ήταν σαφώς προτιμότερη από μια νίκη των εργατών και της αριστεράς.2
Από την κήρυξη του πολέμου ενάντια στη Γερμανία τον Σεπτέμβρη του 1939 μέχρι τον Ιούνη του 1940, όταν η Ιταλία βγήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, Αγγλία και Γαλλία προσπαθούσαν να επιτύχουν συμμαχία με το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Αλλά και η Σοβιετική Ένωση, παρά τις διακηρύξεις της, δεν πολεμούσε έναν αντιφασιστικό πόλεμο. Τον Αύγουστο του 1939 Στάλιν και Χίτλερ υπέγραφαν το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, που όριζε το διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας και τον ανεφοδιασμό της Γερμανίας με σοβιετικές πρώτες ύλες. Ο Χίτλερ εξεπλάγη που ο Στάλιν δεν ζήτησε ούτε καν την απελευθέρωση του Γερμανού κομμουνιστή ηγέτη Τέλμαν.3
Το πόσο λίγο οι στόχοι των Συμμάχων είχαν να κάνουν με την πάλη ενάντια στο φασισμό φάνηκε και στη διάρκεια του πολέμου. Οι Σύμμαχοι δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να τα βρίσκουν με τμήματα των φασιστικών καθεστώτων που αντιλαμβάνονταν ότι έχαναν τον πόλεμο και προσπαθούσαν να σώσουν το τομάρι τους με συμφωνίες με τους Συμμάχους. Ήδη στα τέλη του 1942 οι Αμερικάνοι συμμαχούσαν με στελέχη του φασιστικού καθεστώτος του Βισύ προκειμένου να πάρουν τον έλεγχο της Γαλλικής Αλγερίας και να αποκτήσουν τους «δικούς τους» Γάλλους συνεργάτες αντί του Ντε Γκώλ, που τον θεωρούσαν πιόνι των Άγγλων. Στην «απελευθερωμένη» Αλγερία, οι ρατσιστικοί νόμοι του Βισύ εξακολουθούσαν να ισχύουν για μήνες. Μετά την εισβολή στη Σικελία το καλοκαίρι του 1943, οι Σύμμαχοι αποδέχτηκαν την κυβέρνηση του Ιταλού βασιλιά και του φασίστα στρατηγού Μπαντόλιο, που αποκήρυξαν το Μουσολίνι για να σώσουν τη μοναρχία και τα προνόμια τους.
Σε κάθε χώρα που απελευθερωνόταν από τους Γερμανούς, Αγγλία και Αμερική δε δίσταζαν να βγάζουν λάδι το μεγαλύτερο μέρος των συνεργατών των ναζί στον κρατικό μηχανισμό, την αστυνομία και το στρατό, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν ως αιχμή του δόρατος για να τσακίσουν τα κινήματα της Αντίστασης και την Αριστερά. Η Ελλάδα είναι βέβαια η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, όπου οι συνεργάτες των Γερμανών και οι ταγματασφαλίτες συνέχισαν ανενόχλητοι, ενώ οι αγωνιστές της Αντίστασης κατέληξαν στο χώμα, τις φυλακές και τα ξερονήσια· η ίδια ιστορία, σε λιγότερο ακραία μορφή, επαναλήφθηκε στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Αυστρία.4
Ενώ οι συμφωνίες με φασίστες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, ταυτόχρονα οι Σύμμαχοι δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να βοηθήσουν τα θύματα των φασιστικών καθεστώτων.
Αντίθετα, ο τρόπος που διεξήγαν τον πόλεμο σήμαινε μαζικό θάνατο και εξαθλίωση για τα εκατομμύρια που αντιμετώπιζαν το φασιστικό ζυγό. Οι εργάτες της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ιταλίας είχαν πληρώσει με ποτάμια αίματος τις αντιφασιστικές και αριστερές τους περγαμηνές: τα πρώτα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν για κομμουνιστές και άλλους αντιφρονούντες.
Για τους Συμμάχους του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, όμως, μπορεί οι συμμαχίες με τους φασίστες και τους Γερμανοτσολιάδες να ήταν ευκταίες, αλλά τα εκατομμύρια των εργατών στις χώρες του Άξονα ήταν μόνο αναλώσιμη ύλη. Η τακτική του «πολέμου των βομβαρδισμών» (bombing war) με τη μαζική ισοπέδωση ολόκληρων πόλεων, έβαζε ως στόχο τις εργατογειτονιές προκειμένου να καταστρέψει τη βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας.5
Δεν ήταν φυσικά τυχαίο ότι οι τεχνικές του μαζικού βομβαρδισμού αμάχων είχαν εφευρεθεί και δοκιμαστεί πάνω στους πληθυσμούς των αποικιών, που οι αποικιοκράτες έβλεπαν ως υπανθρώπους. Μεταξύ 13-15 Φλεβάρη του 1945 οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί σκότωσαν 25.000 ανθρώπους στη Δρέσδη, ισοπεδώνοντας την πόλη. Η μαζική σφαγή των βομβαρδισμών αμάχων πληθυσμών έκανε τους Ναζί να εμφανίζονται ως υπερασπιστές του πληθυσμού και παρέλυε κάθε προσπάθεια οργανωμένης αντίστασης.
Το ίδιο απάνθρωπη ήταν η στάση των Συμμάχων και σε σχέση με το Ολοκαύτωμα. Παρά το γεγονός ότι είχαν σαφείς πληροφορίες για την εφαρμογή της «τελικής λύσης» ήδη από το 1942, οι Σύμμαχοι άφησαν τους Εβραίους στη μοίρα τους, αρνούμενοι να δαπανήσουν πόρους για τη διάσωση τους, ή για να καταστρέψουν τα δίκτυα μεταφοράς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αιτία δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι η σωτηρία των ανθρωπίνων ζωών δεν είχε υψηλή προτεραιότητα για τις συμμαχικές κυβερνήσεις, αλλά και ο ίδιος ο ρατσισμός τους. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας έθεσε βέτο στην επιχείρηση διάσωσης 70.000 Εβραίων της Ρουμανίας με το ακόλουθο επιχείρημα: «αν το κάνουμε αυτό, τότε οι Εβραίοι όλου του κόσμου θα ζητήσουν να κάνουμε παρόμοιες προσφορές στη Γερμανία και την Πολωνία. Ο Χίτλερ μπορεί και να αποδεχτεί μια τέτοια πρόταση...».6 Αντίθετα με τους Συμμάχους, τα κινήματα της Αντίστασης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο κρύψιμο και τη διάσωση χιλιάδων Εβραίων στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Ο Β’ Παγκόσμιος ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Η Αγγλία και η Γαλλία ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι του Α’ Παγκοσμίου, με τεράστιες αποικιακές αυτοκρατορίες σε πλήρη αναντιστοιχία με την οικονομική τους δύναμη. Για τις άρχουσες τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας η βασική προτεραιότητα στον Β’ Παγκόσμιο ήταν η διατήρηση των αυτοκρατοριών τους σε όσο μεγαλύτερο βαθμό δυνατόν. Η Γερμανία και οι σύμμαχοι της ήταν οι χαμένοι της προηγούμενης μοιρασιάς, και στόχευαν να ξαναμοιράσουν την τράπουλα σε βάρος όλων των άλλων δυνάμεων. Η Αμερική διέθετε τη μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομία, αλλά είχε αναντίστοιχη πολιτική ισχύ: η συμμετοχή στον πόλεμο είχε ως στόχο τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ηγεμονίας μέσω της διάλυσης των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών της Αγγλίας και της Γαλλίας και της υπαγωγής τους στην αμερικανική ηγεμονία. Η Σοβιετική Ένωση είχε ξεκινήσει ως εργατικό κράτος, αλλά μετά τη σταλινική αντεπανάσταση είχε μετατραπεί σε μια επιπλέον ιμπεριαλιστική δύναμη, που στόχευε να βγει από τη διεθνή απομόνωση και να επεκτείνει με κάθε μέσο τα εδάφη και τη σφαίρα επιρροής της.7
Τα κινήματα της Αντίστασης
Μπορεί ο πόλεμος να ήταν ιμπεριαλιστικός, αλλά η διεξαγωγή του πυροδότησε τεράστιες κοινωνικές εκρήξεις, κινήματα και εξεγέρσεις. Σχηματικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην κατεχόμενη Ευρώπη διεξάγονταν τρεις ταυτόχρονες συγκρούσεις: ένας απελευθερωτικός πόλεμος ενάντια στη Γερμανική κατοχή, ένας εμφύλιος πόλεμος ενάντια στα φασιστικά καθεστώτα και τους συνεργάτες των Ναζί, και ένας ταξικός πόλεμος ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες αφενός, και τους εργάτες και αγρότες αφετέρου.8
Στην κατεχόμενη Ευρώπη σημαντικά τμήματα της άρχουσας τάξης συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους Ναζί, όχι μόνο για τα τεράστια κέρδη που αποκόμιζαν, αλλά επιπλέον γιατί οι Ναζί προσέφεραν μια μοναδική ευκαιρία να τσακίσουν κάθε μορφή εργατικού κινήματος και αντίστασης. Η εμπειρία της Κατοχής ήταν βαθειά ταξική: ενώ οι μαυραγορίτες βρήκαν μια μοναδική ευκαιρία να πλουτίσουν, για τους εργάτες ο πόλεμος σήμαινε πείνα και εξαθλίωση, βομβαρδισμούς, καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία και εκτελέσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν μια δραματική απονομιμοποίηση του κράτους και των πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Η αντίδραση των από τα κάτω στη φρίκη της Κατοχής εκφράστηκε με μαζικά κινήματα, στα οποία οι απεργίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Στην Ελλάδα, η μεγαλειώδης γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων το Φλεβάρη του 1943, που έφτασε να κάψει το υπουργείο Εσωτερικών, ματαίωσε οριστικά τα σχέδια των Ναζί να επιβάλλουν μαζική καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία. Το Μάρτη του 1943 ξεσπούν μαζικές απεργίες στα μεγάλα εργοστάσια της βόρειας Ιταλίας με αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς και τις μερίδες των συσσιτίων. Το ξέσπασμα μαζικών απεργιών κάτω από τη μύτη του φασιστικού καθεστώτος έδειξε πόσο απομονωμένο ήταν και οδήγησε στην πτώση του λίγους μήνες αργότερα.9
Η εμπειρία της κατοχής και της Αντίστασης γέννησε σε πολλές χώρες μαζικά κινήματα για τα οποία η απελευθέρωση δε σήμαινε μόνο την εκδίωξη των κατακτητών, αλλά και τη δημιουργία μιας κοινωνίας ισότητας και δημοκρατίας που θα διέφερε ριζικά από την προπολεμική κατάσταση. Η Αριστερά μπήκε παντού επικεφαλής αυτών των κινημάτων, και το αποτέλεσμα ήταν η δραματική μαζικοποίηση της. Το 1940 τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν παντού παράνομα, και μέτραγαν στην καλύτερη περίπτωση λίγες χιλιάδες μέλη. Το 1945 βρίσκονταν στην ηγεσία μαζικών κινημάτων με εκατοντάδες χιλιάδες μέλη: στην Ελλάδα το ΚΚΕ είχε φτάσει τα 400.000 μέλη, στη Γαλλία το ΚΚΓ ένα εκατομμύριο, και σχεδόν δύο εκατομμύρια το ΚΚΙ στην Ιταλία.
Μπορούσε να νικήσει η Αντίσταση;
Ο ιμπεριαλιστικός Α’ Παγκόσμιος είχε τελειώσει με μια σειρά επαναστάσεων στη Ρωσία, τη Γερμανία, την Ιταλία: μπορούσε η Αριστερά να επαναλάβει αυτό το σενάριο το 1945, και τι περιθώρια υπήρχαν για τα κινήματα; Τον Οκτώβρη του 1944, στην περίφημη συνάντηση στη Μόσχα, ο Τσώρτσιλ πρότεινε μια μοιρασιά της επιρροής στην Ελλάδα 90%-10% υπέρ της Αγγλίας, και ο Στάλιν το αποδέχτηκε. Αυτή η κυνική μοιρασιά του κόσμου μεταξύ των νικητών δεν αποτελούσε την ταφόπλακα των κινημάτων; Το λάθος με αυτή την ανάλυση είναι ότι χάνει την κρίσιμη σημασία της συγκυρίας. Στη διάρκεια του 1944 η ήττα της Γερμανίας ήταν πια δεδομένη: αλλά το πότε, το πως και οι συνέπειες τους για τη μεταπολεμική κατάσταση, ήταν τελείως αβέβαιες.
Μπορεί Αγγλία, Αμερική και Ρωσία να είχαν ριζικά διαφορετικά συμφέροντα που οδηγούσαν μαθηματικά στη σύγκρουση, αλλά ταυτόχρονα είχαν ακόμα ανάγκη η μια την άλλη στη σύγκρουση με τη Γερμανία. Η Αγγλία ήταν εντελώς εξαρτημένη οικονομικά και στρατιωτικά από την Αμερική και τη Ρωσία για να νικήσει τη Γερμανία και να περισώσει ότι μπορούσε από την αυτοκρατορία της. Ο Στάλιν είχε ανάγκη τον πολεμικό εξοπλισμό και τον ανεφοδιασμό σε τρόφιμα που του παρείχαν οι Αμερικάνοι· ταυτόχρονα, χωρίς το άνοιγμα του Δυτικού μετώπου από τους Άγγλους και τους Αμερικάνους το καλοκαίρι του 1944, η ήττα της Γερμανίας στο Ανατολικό μέτωπο θα είχε πάρει πολύ περισσότερο χρόνο και αίμα.
Χωρίς το Ανατολικό μέτωπο και τα εκατομμύρια φαντάρων της Ρωσίας που απασχολούσαν το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών δυνάμεων, η απόβαση στη Νορμανδία θα ήταν σχεδόν αδύνατη για τους Αμερικάνους· οι Αμερικάνοι είχαν επίσης απόλυτη ανάγκη τη συμμετοχή της Ρωσίας για να κερδίσουν τον πόλεμο ενάντια στην Ιαπωνία στην Άπω Ανατολή. Ταυτόχρονα όμως, η διαφαινόμενη ήττα της Γερμανίας άνοιγε το ζήτημα της μεταπολεμικής μοιρασιάς: το που θα βρίσκονταν τα στρατεύματα κάθε δύναμης όταν θα συνθηκολογούσε η Γερμανία θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο. Αυτό ήταν τελείως άγνωστο ακόμα και στις αρχές του 1945. Το 1944-5 δεν ήταν 1948, όταν ο Ψυχρός Πόλεμος είχε πλέον πάρει οριστική μορφή και τα σύνορα των δύο στρατοπέδων είχαν χαρακτεί με σαφήνεια.10
Ο συνδυασμός αλληλεξάρτησης και σύγκρουσης των Συμμάχων άνοιγε τεράστιες δυνατότητες για τα κινήματα της Αντίστασης. Στις περισσότερες χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης οι Σύμμαχοι έρχονταν αντιμέτωποι με κινήματα που διεκδικούσαν ότι η απελευθέρωση από τους Γερμανούς θα σήμαινε ταυτόχρονα την ανατροπή των προπολεμικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ και τη δημιουργία μιας κοινωνίας με δημοκρατία και ισότητα.
Τον Αύγουστο του 1944 ξέσπαγε η εξέγερση του Παρισιού που το απελευθέρωσε, ενώ η Αντίσταση έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Το Σεπτέμβρη η σκυτάλη πέρασε στην Ελλάδα, όπου με την αποχώρηση των Γερμανών το ΕΑΜ βρέθηκε να ελέγχει τα 2/3 της χώρας. Τον Απρίλη του 1945, στις εργατουπόλεις του Ιταλικού βορρά ένοπλες εξεγέρσεις έδιωχναν τους Γερμανούς και τους φασίστες συνεργάτες τους, έπαιρναν τον έλεγχο και δημιουργούσαν εργοστασιακά συμβούλια στους χώρους δουλειάς.
Λέγεται συχνά ότι η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων στις χώρες που απελευθερώνονταν έκανε αδύνατο για την Αριστερά να πάρει την εξουσία: αλλά αυτό είναι τελείως λάθος. Στα τέλη του 1944 και στις αρχές του 1945, Αγγλία και Αμερική βιάζονταν να καταλάβουν όσο μεγαλύτερο κομμάτι της Γερμανίας γινόταν, πριν ο στρατός του Στάλιν μπει στο Βερολίνο. Αν στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα τα συμμαχικά στρατεύματα αναγκάζονταν να σταματήσουν για να αντιμετωπίσουν στρατιωτικά την Αντίσταση, μέχρι να ξεμπερδέψουν ο στρατός του Στάλιν θα είχε φτάσει στον Ατλαντικό, κάτι που δε μπορούσαν να ρισκάρουν. Ακόμα και το Γενάρη του 1945 το ΕΑΜ έλεγχε το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας: αν είχε αποφασίσει να παλέψει μέχρι τέλους, οι Άγγλοι δε θα μπορούσαν να υπερισχύσουν με 50.000 φαντάρους, και η μεταφορά μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για το δυτικό μέτωπο.11
Ακόμα μεγαλύτερο όμως θα ήταν το πολιτικό κόστος. Οι φαντάροι που σκοτώνονταν για χρόνια στα μέτωπα ήθελαν να τελειώσει η σφαγή και να επιστρέψουν στα σπίτια τους, έχοντας λίγη συμπάθεια για τους «μεγάλους ηγέτες» που τους κυβερνούσαν, όπως έδειξε και η συντριβή του Τσώρτσιλ στις αγγλικές εκλογές του 1945. Αν οι συμμαχικές κυβερνήσεις τους μετέφεραν από το μέτωπο ενάντια στη Γερμανία και τους υποχρέωναν σε ένα παρατεταμένο πόλεμο ενάντια στα κινήματα Αντίστασης στο ναζισμό, η προοπτική εξεγέρσεων δεν ήταν καθόλου απίθανη.12 Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Μπολσεβίκοι είχαν απευθύνει διεθνιστικό κάλεσμα στους Γερμανούς στρατιώτες να ανατρέψουν τη δική τους κυβέρνηση και να σταματήσουν τον πόλεμο, κάτι που τελικά έγινε με το ξέσπασμα της Γερμανικής Επανάστασης το Νοέμβρη του 1918. Αν το ΕΑΜ είχε καλέσει τους Ινδούς φαντάρους του Αγγλικού στρατού σε κοινή πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό, η κατάληξη μπορεί να ήταν τελείως διαφορετική.
Και βέβαια οι εξελίξεις στη μια χώρα θα είχαν καθοριστική επίδραση στις άλλες. Το Νοέμβρη του 1944 η προσπάθεια αφοπλισμού της Αντίστασης στο Βέλγιο συνάντησε την καθολική αντίδραση της βάσης. Στις 25 Νοέμβρη η αστυνομία άνοιξε πυρ ενάντια σε μια μαζική πορεία ενάντια στην παράδοση των όπλων. Η αντίδραση ήταν το κάλεσμα γενικής απεργίας στις 29 Νοέμβρη και η απειλή γενικής σύρραξης: αλλά η ηγεσία συνθηκολόγησε. Τις μέρες που η ηγεσία του ΕΑΜ παζάρευε το συμβιβασμό το Δεκέμβρη του 1944, η ηγεσία της Αντίστασης στην κατεχόμενη βόρεια Ιταλία υπέγραφε τα πρωτόκολλα της Ρώμης και την υπαγωγή των ανταρτών στο συμμαχικό στρατηγείο. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν οι ηγεσίες της Αριστεράς και στις δύο χώρες είχαν επιλέξει τη σύγκρουση αντί του συμβιβασμού;13
Αυτό που καθόρισε ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν οδήγησε σε επαναστάσεις δεν ήταν η διάθεση του κόσμου ή οι αντικειμενικές συνθήκες, αλλά ο Στάλιν και οι ηγεσίες της Αριστεράς. Ο Στάλιν αντιμετώπιζε τα κινήματα αντίστασης ως χρήσιμα πιόνια για τα διπλωματικά του παιχνίδια και τη μοιρασιά της πίττας: η περίπτωση της Ελλάδας ήταν πολύ χρήσιμη για να αντιτείνει στους Άγγλους να μη μπλέκονται στα πόδια του στις επιλογές του στην Πολωνία. Τα κομμουνιστικά κόμματα, που είχαν ιδρυθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως επαναστατικά, είχαν μετατραπεί μέσα από τη σταλινική αντεπανάσταση της δεκαετίας του 1920 σε ρεφορμιστικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 είχαν υϊοθετήσει τη θεωρία των σταδίων και τα λαϊκά μέτωπα: η συνεργασία με τα «προοδευτικά» τμήματα των αστών, και η υποταγή των αναγκών και των στόχων των εργατών σε αυτές τις συμμαχίες, σήμαινε ότι οι ηγεσίες των ΚΚ αντιμετώπισαν τα μαζικά κινήματα της Αντίστασης όχι ως δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής, αλλά ως μέσο να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις.
Σε όλες τις χώρες, οι ηγεσίες των ΚΚ επέβαλαν την υποταγή των κινημάτων Αντίστασης στον έλεγχο και τα σχέδια των συμμαχικών στρατηγείων και των εξόριστων κυβερνήσεων. Στην Αγγλία και την Αμερική τα ΚΚ ανέστειλαν τις απεργίες και οποιαδήποτε κινητοποίηση στο βωμό της «συμαχικής ενότητας». Τα κινήματα που απελευθέρωσαν το Παρίσι, την Αθήνα και το Μιλάνο είδαν παντού τις ηγεσίες τους να παραδίδουν οικειοθελώς την εξουσία στον Παπανδρέου και τον Ντε Γκωλ. Ήταν μια στρατηγική αυταπάτης που οδήγησε στην ήττα και την τραγωδία. Στη Γαλλία και την Ιταλία τα ΚΚ συμμετείχαν στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, και αφού έβγαλαν τα κάστανα από τη φωτιά για τις άρχουσες τάξεις, εκδιώχτηκαν ντροπιαστικά από αυτές στις αρχές του 1947. Στην Ελλάδα, όπου η άρχουσα τάξη είχε δει το χάρο με τα μάτια της και είχε αποφασίσει να συντρίψει το κίνημα χωρίς την παραμικρή παραχώρηση, η συμβιβαστική πολιτική του ΚΚΕ οδήγησε στην τραγωδία.14
Πουθενά αυτοί οι συμβιβασμοί δεν πέρασαν χωρίς έντονες αντιδράσεις από τη βάση: ο Βελουχιώτης ήταν κάθε άλλο παρά η εξαίρεση. Αλλά αυτοί οι αγωνιστές δε διέθεταν ούτε ξεχωριστή οργάνωση για να παλέψουν συλλογικά το συμβιβασμό, ούτε συνολική πολιτική και ιδεολογική απάντηση. Οι ιδέες που κυριαρχούσαν στην Αριστερά, ότι ο πόλεμος ήταν αντιφασιστικός και απαιτούσε την ενότητα με τους Συμμάχους, ότι ο Στάλιν ήταν στο πλευρό της Αντίστασης, ότι η «λαοκρατία» μπορούσε να έρθει μέσα από εκλογές και κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, αποτέλεσαν τροχοπέδη για τη νίκη των κινημάτων. Από την άλλη, η σταλινική αντεπανάσταση και η άνοδος του Μουσολίνι και του Χίτλερ είχαν τσακίσει την επαναστατική αριστερά, που περιοριζόταν σε μικρές ομάδες με ελάχιστη επιρροή στο κίνημα: χρειάστηκε ο Μάης του ’68 για να αποκτήσουν οι επαναστατικές ιδέες του Λένιν και του Τρόσκι και πάλι μαζική απήχηση.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι το κορυφαίο παράδειγμα της βαρβαρότητας που γεννάει η κρίση του καπιταλισμού, ο ιμπεριαλισμός και ο φασισμός. Αλλά δείχνει εξίσου καθαρά το πως οι από κάτω, ακόμα και μέσα στη φρίκη του πολέμου και της εξαθλίωσης, μπορούν να δημιουργήσουν κινήματα που κάνουν τους από πάνω να τρέμουν. Η ήττα της Αντίστασης δεν ήταν προδιαγεγραμμένη: αντίθετα, αποδεικνύει το γιατί οι επαναστατικές ιδέες και η επαναστατική οργάνωση είναι απαραίτητες για τη νίκη των αγώνων, τόσο στο χτες, όσο και στο αύριο.
Σημειώσεις
1. C. Bambery, The Second World War: A Marxist History, Λονδίνο, 2014, σσ. 16-20.
2. D. Gluckstein, A People’s History of the Second World War: Resistance versus Empire, Λονδίνο, 2012, σσ. 15-21.
3. Bambery, ο.π., σ. 75.
4. Gluckstein, ο.π., σσ. 131-40.
5. R. Overy, The Bombing War: Europe 1939-1945, Λονδίνο, 2013.
6. Gluckstein, ο.π., σ. 115. D. S. Wyman, The Abandonment of the Jews: America and the Holocaust, Νέα Υόρκη, 1984.
7. Bambery, ο.π., σσ. 12-34.
8. T. Behan, The Italian Resistance: Fascists, Guerrillas and the Allies, Λονδίνο, 2009, σσ. 56-60.
9. Behan, ο.π., σσ. 40-4.
10. G. Kolko, The Politics of War: The World and United States Foreign Policy, 1943-1945, Νέα Υόρκη, 1968.
11. G. Kolko, Century of War: Politics, Conflict and Society since 1914, Νέα Υόρκη, 1994, σσ. 302-9.
12. Λ. Μπόλαρης, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα: Ο Εμφύλιος Πόλεμος, 1946-1949, Αθήνα, 2010, σσ. 44-7.
13. Λ. Μπόλαρης, Αντίσταση: Η Επανάσταση που Χάθηκε, Αθήνα, 2002, σσ. 108-18.
14. Λ. Μπόλαρης, οπ, σσ. 138-57.