Βιβλιοκριτική
Bιβλιοκριτική: Δημήτρης Κουσουρής - Δίκες των δοσίλογων 1944-1949

Πολύτιμη ιστορική εμπειρία

 

Είναι πολλαπλά ενδιαφέρουσα η έκδοση της διδακτορικής διατριβής του ιστορικού Δημήτρη Κουσουρή για τις δίκες των δοσιλόγων. Στο εξώφυλλο του βιβλίου, φιγουράρει ένα πανό της “Εθνικής Αλληλεγγύης”, μετωπικής οργάνωσης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, που γράφει: “Λαϊκά Δικαστήρια για τους Προδότες – Προστατευτικά Ιδρύματα για τα Θύματα”. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η υπ. αριθμόν 1 Συντακτική Πράξη της πρώτης ελληνικής κυβέρνησης μετά την Απελευθέρωση αφορούσε την τιμωρία των συνεργατών των ναζί, καταλαβαίνει πόσο κρίσιμες ήταν οι δίκες που ακολούθησαν.


Το ζήτημα της δικαιοσύνης για τα θύματα των συνεργατών των ναζί κρίθηκε καταρχήν συνολικά μαζί με το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ, αν και είχαν τον έλεγχο της χώρας και του μεγαλύτερου κομματιού της πρωτεύουσας, παρέδωσαν τον Οκτώβρη του 1944 την εξουσία στο παλιό πολιτικό προσωπικό που επέστρεψε από το Κάιρο και στην αστική τάξη, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου. Οι περιπτώσεις “κόκκινης τρομοκρατίας”, όπως αυτή του Μελιγαλά, ήταν μεμονωμένες. Το ΕΑΜ παραχώρησε έτσι τις δικογραφίες που είχε συγκροτήσει το δικαστικό του τμήμα, μαζί με τους συλληφθέντες δοσίλογους και ταγματασφαλίτες, στη νέα εξουσία. Από τότε, το ζήτημα της τιμωρίας των δοσίλογων δεν έπαψε να αποτελεί πρώτο θέμα στον τύπο και στην πολιτική ζωή.

Ο Κουσουρής, έχοντας πρόσβαση στο πολύτιμο αρχείο του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών, μας εξιστορεί όλη την πολυκύμαντη πορεία αυτών των δικών. Όπως το περιγράφει και ο τίτλος τους, τα Δικαστήρια αυτά υπήρξαν “ειδικά”, συστήθηκαν δηλαδή με συγκεκριμένο σκοπό και για τα συγκεκριμένα αδικήματα. Η σημαντικότερη δίκη υπήρξε αυτή των δοσίλογων πρωθυπουργών, του Τσολάκογλου, του Ράλλη και του Λογοθετόπουλου: ο πρώτος καταδικάστηκε σε θανατική ποινή και οι δύο άλλοι σε ισόβια κάθειρξη. Όμως, αυτή δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου: δίκες δοσίλογων διεξήχθησαν περαιτέρω για το ξεκαθάρισμα της δημόσιας διοίκησης, για όσους συνεργάστηκαν οικονομικά με το κατοχικό καθεστώς και, βέβαια, για τις ένοπλες συμμορίες των ταγμάτων ασφαλείας που συνεργάστηκαν με τα κατοχικά στρατεύματα. Για κάθε ένα από αυτά τα πεδία, το βιβλίο αφιερώνει χωριστά κεφάλαια.


Τι έγινε κοντολογίς σ' αυτές τις υποθέσεις; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κουσουρή, περίπου το 85% απαλλάχτηκαν από την προανάκριση (οι υποθέσεις τους δηλαδή δεν έφτασαν στο ακροατήριο). Από όσους δικάστηκαν, παραπάνω από τους μισούς αθωώθηκαν. Από τους καταδικασθέντες, οι πιο πολλοί έπεσαν στα μαλακά. Τελικά εκτελέστηκαν συνολικά είκοσι πέντε δοσίλογοι, αριθμός σκανδαλώδης συγκριτικά με τους πάνω από τρεις χιλιάδες κομμουνιστές που εκτελέστηκαν την ίδια περίοδο από τα έκτακτα στρατοδικεία. Αλλά το νόημα της μελέτης του Κουσουρή δεν είναι μόνο να καταδείξει ότι το κράτος έριξε στα μαλακά τα “δικά του παιδιά”. Είναι κυρίως να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο η δικαστική αντιμετώπιση του δοσιλογισμού χρησίμεψε ως μηχανισμός επανανομιμοποίησης του αστικού κράτους στα “νάματα” του αντιφασιστικού αγώνα.


Τον Οκτώβρη του '44, το ελληνικό αστικό κράτος έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με την πρόθεση όλων των νικητών του Παγκοσμίου Πολέμου και να δικάσει τους συνεργάτες των φασιστών. Όμως, πολύ σύντομα (στην ελληνική περίπτωση, πριν καν τελειώσει ο Πόλεμος), η αντιφασιστική ενότητα κομμουνιστών και φιλελεύθερων θα ράγιζε εν όψει των νέων ανταγωνισμών, του “Ψυχρού Πολέμου” μεταξύ Δύσης και ΕΣΣΔ, πεδίο του οποίου ήταν και η ελληνική τραγωδία. Το ελληνικό αστικό κράτος, που αντλούσε τη νομιμοποίησή του από το “αντιφασιστικό” στρατόπεδο των νικητών έπρεπε, την ώρα που δίκαζε τους συνεργάτες των ναζί, να συγκρουστεί με τους κομμουνιστές, οι οποίοι αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά της αντίστασης στον κατακτητή.


Οι συνεργάτες των ναζί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την αλλαγή που συνέβαινε έξω από τις δικαστικές αίθουσες (τη σύγκρουση και, στη συνέχεια, τον εμφύλιο κατά των υποστηρικτών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ) και να τη μεταφερουν μέσα σ' αυτές. Σε έναν μνημειώδη ιστορικό αναχρονισμό, παρουσίασαν τη συνεργασία τους με τον κατακτητή ως τον “πρόδρομο” της μάχης που έδινε το ελληνικό κράτος ενάντια στους κομμουνιστές. Και φυσικά έσπευσαν να δηλώσουν τις πολεμικές υπηρεσίες τους στον νέο αντικομμουνιστικό αγώνα. Η δικαστική εξουσία, καταδικάζοντας έτσι κάποιες ελάχιστες σάπιες κεφαλές του δοσιλογισμού, έδωσε την απαιτούμενη νομιμοποίηση στο νέο ελληνικό κράτος, που συγκροτούταν την ίδια περίοδο σε αντικομμουνιστική βάση, εντάσσοντας στους κόλπους του τα κοινωνικά στρώματα που συνεργάστηκαν με τους ναζί. Αυτή είναι η ιστορία που μας λέει ο Κουσουρής, και γι' αυτό είναι ιδιαίτερη σε σχέση με μια απλή χρονολογική αφήγηση.


Ένα τελευταίο σημείο: απέναντι στη δεξιά αναθεωρητική σχολή της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του '40, που επιχείρησε να νομιμοποιήσει τη βία των ταγμάτων ασφαλείας φέρνοντας σαν απόδειξη τις ταξικές συγκρούσεις την περίοδο της Κατοχής, συνήθως αντιτάσσεται μια αριστερή εκδοχή της εθνικής αφήγησης για την Αντίσταση (που εξέφρασε το “έθνος”) απέναντι στη μικρή προδοτική μειοψηφία των συνεργατών των ναζί. Ο Κουσουρής δεν φοβάται να συγκρουστεί με αυτή την αφήγηση, αναφερόμενος στις κοινωνικές ρίζες και τη μαζική βάση του δοσιλογισμού. Αποδεικνύει έτσι ότι είναι δυνατή η συγγραφή μιας ιστορίας της δεκαετίας του '40, ευαίσθητης στους κοινωνικούς και ταξικούς ανταγωνισμούς, που δεν χαρίζεται στους Καλύβες και τα λοιπά φρούτα της δεξιάς ιστοριογραφίας, αλλά ταυτόχρονα αναμετριέται με τις ανεπάρκειες της εθνικής αφήγησης, ακόμα και στις πιο αριστερές εκδοχές της.


Το βιβλίο του Κουσουρή είναι καίριο και καλοδουλεμένο, έστω κι αν η γαλλική του διαπαιδαγώγηση άφησε τα ίχνη της στο στυλ της γραφής του (φυσικά τα γούστα είναι προσωπικά). Είμαστε τυχεροί που οι τραμπούκοι της Χρυσής Αυγής δεν κατόρθωσαν να κόψουν το νήμα της ζωής του Κουσουρή το 1998 και έχουμε σήμερα μια τόσο πλούσια μελέτη της δικαστικής αντιμετώπισης των πολιτικών προγόνων των νεοναζιστών. Αυτών που εξακολουθούμε να παλεύουμε μέχρι και σήμερα.