Εξώφυλλο του τευχους 57
Επανάσταση και αντεπανάσταση στην Ελλάδα
Η 31 Μάρτη 1946 έχει μείνει στην ιστορία σαν η μέρα που μια ομάδα ανταρτών επιτέθηκε στον σταθμό Χωροφυλακής του Λιτόχωρου -μια επίθεση που τα επόμενα χρόνια θεωρήθηκε ως η έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου. Ηταν μέρα εκλογών, απ1 τις οποίες η Αριστερά, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ απείχαν επειδή και οι στοιχειώδεις εγγυήσεις για τίμια διεξαγωγή τους δεν είχαν εκπληρωθεί. Την ίδια άποψη είχαν και μια σειρά στελέχη του Κέντρου που τότε είχε τη κυβέρνηση και τα οποία παραιτήθηκαν.
Για δεκαετίες η Δεξιά έλεγε ότι η επέμβαση των Αγγλων και Αμερικάνων έσωσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Η ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτής της «δημοκρατίας» ήταν μια στημένη εκλογική διαδικασία που ήρθε να συμπληρώσει ένα τεράστιο κύμα τρομοκρατίας και διώξεων ενάντια σε δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες της Αντίστασης.
Ο Μιχάλης Λυμπεράτος αποτυπώνει λεπτομερειακά το πώς η Αγγλική και οι άλλες δυτικές κυβερνήσεις επέβαλαν αυτές τις εκλογές. Παρουσιάζει το πώς οργανώθηκαν και το κλίμα μέσα στο οποίο διεξήχθησαν. Εκτός από τη γυμνή βία, κάθε είδους αλχημείες επιστρατεύτηκαν για να περιοριστεί το ποσοστό της αποχής του ΕΑΜ και των κεντρώων συνεργατών του. Για παράδειγμα, ποτέ δεν ανακοινώθηκε ο αριθμός των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους.
Όταν ο ΕΛΑΣ έχασε τη μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944, διατηρούσε άθικτο τον όγκο των δυνάμεων του. Όμως, η ηγεσία της Αριστεράς αποφάσισε ότι δε θα συνεχίσει τη μάχη. Το Φλεβάρη μετά από διαπραγματεύσεις υπέγραψε τη Συμφωνία της Βάρκιζας και ο ΕΛΑΣ αφοπλίστηκε. Από τότε η Βάρκιζα, στην συνείδηση των αγωνιστών της Αριστεράς έχει μείνει ως συνώνυμο της μεγαλύτερης προδοσίας.
Υποτίθεται ότι αυτή η Συμφωνία εξασφάλιζε ότι κανένας δε θα διωχτεί για πολιτικά αδικήματα, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες θα εκκαθαριστούν από τους συνεργάτες των ναζί, και ότι σύντομα θα γίνονταν εκλογές. Στην πραγματικότητα, η Συμφωνία της Βάρκιζας έγινε η «κόλλα χαρτί» που «τυλιγόταν» ο οποιοσδήποτε υποστηρικτής του ΕΑΜ, για να βρεθεί στις φυλακές, να διωχθεί από τη δουλειά του -ή να απειληθεί η ίδια του η ζωή.
Ενας όγκος στοιχείων έχει πια συγκεντρωθεί που δείχνει το όργιο της τρομοκρατίας της δεξιάς από τη Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι τον Εμφύλιο. Αυτό που κάνει ο Μ. Λυμπεράτος, ιδιαίτερα στο 8 Κεφάλαιο με τίτλο «Παρακράτος και τρομοκρατία: ο μηχανισμός του μαζικού πολιτικού εξαναγκασμού», είναι να δείξει ότι αυτή η βία δεν ήταν το έργο κάποιων παρανοϊκών ακροδεξιών, αλλά συστηματική στρατηγική της άρχουσας τάξης για την ανοικοδόμηση της εξουσίας της. Όπως αναφέρει: «Χαρακτηριστική της διαπλοκής ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα, της ανοχής του κράτους και της επιδίωξης να αξιοποιηθούν οι παρακρατικές ομάδες για πολιτικούς λόγους ήταν η περίπτωση των γεγονότων στην Καλαμάτα, στις 21 Ιανουαρίου 1946.» Η συμμορία του Μάγγανα κατέλυσε τις αρχές της πόλης, άρχισε να βασανίζει και να εκτελεί και αποχώρησε ανενόχλητη με τη κάλυψη υπουργών, πολιτικών, της Χωροφυλακής και της Εθνοφυλακής.
Ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν αποτέλεσμα των «λαθών» από τις ηγεσίες των δυο πλευρών, που υποτίθεται ότι δεν έδειξαν ωριμότητα και αυτοσυγκράτηση. Ηταν προϊόν μιας μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης που αναπτύχθηκε στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Ο Μ. Λυμπεράτος προχωράει και ένα βήμα παραπέρα: εντοπίζει τους βασικούς πρωταγωνιστές αυτής της σύγκρουσης: τους καπιταλιστές και την εργατική τάξη. Όπως σημειώνει στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου: «με τις εμπειρίες του κατοχικού αγώνα η αναπαραγωγή των προπολεμικών
μορφών οικονομικής συσσώρευσης θα προσέκρουε αναγκαστικά σε μια πολύ ισχυρή εργατική τάξη διαπαιδαγωγημένη σε πολιτικές πρακτικές που δύσκολα θα αντιμετωπίζονταν μέσω μια τυπικής επιθετικής αστικής πολιτικής. Με άλλα λόγια η επιδίωξη τμημάτων της ελληνικής αστικής τάξης να παρακάμψει την ιδεολογική και πολιτική τομή που επέφερε η Κατοχή, επαναφέροντας τη χώρα στα δεδομένα του προπολεμικού αντικομμουνισμού και των εργασιακών σχέσεων του Μεσοπολέμου, θα οδηγούσε αναγκαστικά σε ανεπίλυτες ρήξεις».
Αυτήν την επιδίωξη της άρχουσας τάξης ήρθε να την ενισχύσει η απόφαση του βρετανικού ιμπεριαλισμού να κρατήσει πάση θυσία υπό τον έλεγχο του την Ελλάδα που θεωρούσε στρατηγικό «φυλάκιο» ελέγχου προς τις κτήσεις της στην Μέση Ανατολή και την Ασία. Αργότερα, από το 1947 και μετά, το ρόλο της στήριξης ανέλαβε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός: η Ελλάδα συμπλήρωνε την Τουρκία στη περικύκλωση του ανατολικού μπλοκ στα πλαίσια του ανταγωνισμού των υπερδυνάμεων.
Ποια ήταν η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ από το 1944 μέχρι το 1946; Η ίδια με αυτή των Κομμουνιστικών Κομμάτων της υπόλοιπης Ευρώπης που συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας»: μια πολιτική ταξικής συνεργασίας. Για να χρησιμοποιήσουμε σημερινή φρασεολογία, η πολιτική του ΚΚΕ ήταν η διαμόρφωση μιας «κεντροαριστερής συμμαχίας» που θα διαχειρίζονταν με «ανθρώπινο πρόσωπο» τον καπιταλισμό. Ο Λυμπεράτος επιμένει ιδιαίτερα, και σωστά, να παραθέτει τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν επεδίωκε τη ρήξη, δεν εφάρμοζε κάποια επαναστατική στρατηγική, αλλά αντίθετα αποζητούσε το συμβιβασμό. Ακόμα και η απόφαση για την αποχή από τις εκλογές του 1946 μπορεί να εξηγηθεί ως μια κίνηση του Ζαχαριάδη που επεδίωκε να εκβιάσει μια συμμαχία με το Κέντρο.
Δεν ήταν μια καινούργια πολιτική για τα σταλινικά κομμουνιστικά κόμματα. Από τη δεκαετία του '30 η πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων», η επιδίωξη μιας συμμαχίας με τα «προοδευτικά» και «αντιφασιστικά» τμήματα της άρχουσας τάξης, είχε οδηγήσει σε βαριές ήττες τους αγώνες της εργατικής τάξης. Σ' αυτό το σημείο, όμως, ο συγγραφέας αποφεύγει να πάρει θέση. Διαβάζοντας το βιβλίο, μένει κανείς με την εντύπωση ότι η πολιτική που εφάρμοσε το ΚΚΕ στη δεκαετία του '30 και του '40 ήταν η μοναδική ρεαλιστική πολιτική, αυτή που εξασφάλισε τη μαζικοποίηση της Αριστεράς.
Από το 1934 το ΚΚΕ επιζητούσε τη συμμαχία των «πατριωτικών», «παραγωγικών» και «δημοκρατικών» τμημάτων της άρχουσας τάξης. Αυτή η επιδίωξη αποδείχθηκε χίμαιρα, που στόμωσε τη δυναμική του κινήματος. Γι1 αυτό είναι πρόβλημα το επιχείρημα του Λυμπεράτου ότι «αν είχαν επιβληθεί στο αστικό στρατόπεδο δυνάμεις με παραγωγικότερους προσανατολισμούς η πολιτική κρίση με τη μορφή μιας εμφύλιας σύγκρουσης θα είχε αποφευχθεί. Γιατί οι οικονομικές προτάσεις του ΕΑΜ δεν ήταν παντελώς ασύμβατες με τα συμφέροντα των δυνάμεων αυτών».
Παρά αυτές τις διαφωνίες με αυτές τις απόψεις του συγγραφέα, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όλους τους αγωνιστές που θέλουν να μάθουν πώς χάθηκε ο μεγαλύτερος αγώνας που έχει δώσει η εργατική τάξη στην Ελλάδα, για να βγάλουν τα συμπεράσματα πως θα νικήσουμε την επόμενη φορά.
Τιμή: 37 ευρώ, 706 σελίδες, Εκδόσεις: Βιβλιόραμα