Άρθρο
Η νέα μάχη για την ιθαγένεια

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης περιγράφει τη μάχη για την ιθαγένεια στα παιδιά δεύτερης γενιάς χωρίς αποκλεισμούς.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η οριστικοποίηση της ψήφισης του νέου νόμου για την ιθαγένεια των παιδιών “δεύτερης γενιάς” (που γεννήθηκαν δηλαδή ή και μεγάλωσαν στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς) είναι ακόμα στον αέρα. Η ψήφιση κατ' άρθρον δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της προκήρυξης του δημοψηφίσματος και είναι ανοιχτό τι πρόκειται να γίνει, με δεδομένες και τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις.

Η υπόσχεση για την ψήφιση νέου νόμου για την ιθαγένεια ήταν μία από τις πρώτες υποσχέσεις της νέας κυβέρνησης: την συμπεριέλαβε ο Αλέξης Τσίπρας στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή και την επανέλαβε πολλές φορές η νέα αναπληρώτρια Υπουργός Μετανάστευσης, Τασία Χριστοδουλοπούλου. 

Οι προηγούμενοι σταθμοί της υπόθεσης “ιθαγένεια” επιγραμματικά ήταν: η ψήφιση του νόμου 3838/2010 (γνωστού ως νόμου Ραγκούση) τον Μάρτιο του 2010 από την κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου· η ρατσιστική καμπάνια της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς για την κατάργηση του νόμου που εκφράστηκε και με την υποβολή αίτησης ακύρωσης λόγω αντισυνταγματικότητας στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ)· το “πάγωμα” του νόμου από την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά τον Νοέμβρη του 2012 εν όψει της έκδοσης της απόφασης του ΣτΕ· η δημοσίευση της απόφασης 460/2013 της Ολομέλειας του ΣτΕ τον Φλεβάρη του 2013 με την οποία ο νόμος Ραγκούση κηρυσσόταν αντισυνταγματικός· τέλος, η συζήτηση για κατάθεση νέου νόμου “που θα συμμορφώνεται με την απόφαση του ΣτΕ” από πλευράς της προηγούμενης κυβέρνησης, ο οποίος όμως – με εντολή Μπαλτάκου – έμεινε στα συρτάρια και ποτέ δεν εισήχθη στη Βουλή. Τελικά, στις 14 Μαϊου 2015, το νέο νομοσχέδιο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και στις 25 Ιουνίου ψηφίστηκε επί της αρχής στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι (το ΚΚΕ ψήφισε παρών), με τη Δεξιά σε όλες τις της εκφάνσεις (ΝΔ, ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή) να καταψηφίζει σύσσωμη το νομοσχεδιο. [ΣΣ: Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο, η ψήφος κατ' άρθρον εκκρεμεί καθώς η Βουλή έκλεισε μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος].

Τι νομοθέτησε λοιπόν η νέα κυβέρνηση; Όσον αφορά τη λήψη της ιθαγένειας λόγω γέννησης, ο νέος νόμος προβλέπει πως δικαίωμα θεμελιώνουν παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και γράφτηκαν στην Α' Δημοτικού, από νόμιμους γονείς κατά την υποβολή της αίτησης: ο ένας γονέας πρέπει να είναι νόμιμος πέντε χρόνια πριν τη γέννηση, ειδάλλως πρέπει να διαθέτει “ισχυρή” κάρτα (επί μακρόν διαμένοντος, δεκαετούς νόμιμης διαμονής, άσυλο κλπ). Όσον αφορά τη λήψη ιθαγένειας λόγω φοίτησης σε ελληνικό σχολείο, ο νόμος προβλέπει πως δικαίωμα θεμελιώνουν παιδιά που ολοκλήρωσαν “επιτυχώς” εννέα χρόνια φοίτησης, ή έξι χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή από την Α' Γυμνασίου μέχρι την Γ' Λυκείου) ή παιδιά που έλαβαν δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ-ΤΕΙ) αφού είχαν ολοκληρώσει επιτυχώς τη δευτεροβάθμια (απολυτήριο Λυκείου).

Από την πρώτη ματιά, οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι σαφώς συντηρητικότερες από αυτές του νόμου Ραγκούση. Με εκείνον τον νόμο, τα παιδιά έπαιρναν ιθαγένεια είτε με τη γέννησή τους αν και οι δύο γονείς τους ήταν νόμιμοι επί πέντε χρόνια είτε με την εξαετή επιτυχή φοίτησή τους αν οι δύο γονείς τους ήταν νόμιμοι κατά την υποβολή της αίτησης. Η Υπουργός προσδιόρισε τα παιδιά που θα μπορέσουν να κάνουν χρηση των νέων διατάξεων σε λιγότερα από 100.000, τα μισά δηλαδή από τα 200.000 παιδιά δεύτερης (ή “μιάμισης”) γενιάς στην Ελλάδα (σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, τα παιδιά υπολογίζονται σε 170.000, ενώ βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας τα υπολόγιζαν σε 230.000: η αλήθεια είναι κάπου στη μέση). Πού βρίσκεται όμως η ρίζα αυτών των αποκλεισμών, και μάλιστα από μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει υποστηρίξει εμφατικά το δικαίωμα αυτών των παιδιών στην ιθαγένεια;

Μια “εθνοκεντρική” ιθαγένεια

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πρέπει καταρχάς να εξετάσουμε το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης η οποία συνοδεύει κάθε νόμο που εισάγεται προς ψήφιση και που ορίζει τι συνιστά την ελληνική πολιτική κοινότητα και σε τι αντιστοιχεί η ιθαγένεια: “... η ελληνική πολιτική κοινότητα εξ αντικειμένου προκύπτει από τη σύμπτωση των βουλήσεων των ανθρώπων που ενσωματώνονται σε μια εθνική συλλογικότητα που ζει μαζί και συναπαρτίζεται από τον Ελληνισμό της διασποράς. Αυτή η βούληση αφορά σήμερα ένα σημαντικό αριθμό αλλοδαπών που είναι ριζωμένοι στην Ελλάδα. Αφορά πρωτίστως τα παιδιά τους, τα οποία γεννιούνται, ανατρέφονται και εκπαιδεύονται στη χώρα μας, διαμορφώνοντας, με τον τρόπο αυτό, ελληνική εθνική ταυτότητα...”.

Με το κείμενο αυτό, ο νομοθέτης αποδέχεται ολοκληρωτικά την λαθεμένη εκτίμηση της πλειοψηφίας του ΣτΕ ότι ιθαγένεια και εθνικότητα ταυτίζονται αφού: α. η ελληνική πολιτική κοινότητα ισοδυναμεί με το ελληνικό έθνος και κατά συνέπεια β. το δικαίωμα της ιθαγένειας αντιστοιχεί στη διαμόρφωση ελληνικής εθνικής ταυτότητας. 

Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα το “αυτονόητο” σε αυτές τις παραδοχές. Σε αντίθεση με την εθνοκεντρική αντίληψη της Δεξιάς για την ιθαγένεια, υπήρχε και υπάρχει η ριζωμένη δημοκρατική αντίληψη ότι ιθαγένεια σημαίνει υπηκοότητα και πολιτικά δικαιώματα, χωρίς την εξαναγκαστική προσπάθεια της “ενσωμάτωσης σε μια εθνική συλλογικότητα”. Ο ελληνικός λαός, δηλαδή η ελληνική πολιτική κοινότητα, δεν είναι ταυτόσημος με το ελληνικό έθνος, αλλά συγκροτείται από πολίτες που μπορούν να έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση και παρ' όλα αυτά διαθέτουν “γνήσιο δεσμό” με το ελληνικό κράτος, συναποτελώντας την ελληνική κοινωνία (τον ελληνικό “λαό”). Η ιθαγένεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά η τυπική αναγνώριση αυτού του νομικού δεσμού ανάμεσα στον πολιτογραφούμενο πολίτη – ανεξαρτήτως εθνικότητας – και το εκάστοτε κράτος. Αυτή είναι εξάλλου και η άποψη της μειοψηφίας του ΣτΕ στην με αριθμό 460/2013 απόφαση. Αξίζει να την παραθέσουμε καθώς η κυβέρνηση με την αιτιολογική έκθεση υποχώρησε πίσω ακόμα και από τους μειοψηφούντες δικαστές:

“Για την αναγνώριση της ιδιότητας του έλληνα πολίτη και κατά συνεκδοχή την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας, δηλαδή του νομικού δεσμού συγκεκριμένου προσώπου με το ελληνικό κράτος (και όχι με το ελληνικό έθνος), το Συνταγμα διαλαμβάνει ειδική ρύθμιση... Ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη συνταγματική διάταξη απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να θέτει προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την διαπίστωση γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσας εθνικής συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών. Κατά μείζονα δε λόγο, όταν πρόκειται για απονομή ελληνικής ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών, τα οποία αφορούν οι επίμαχες διατάξεις του ν. 3838/2010. Και τούτο διότι, άλλωστε, με την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας ο αλλοδαπός καθίσταται έλληνας πολίτης, συμπολίτης των λοιπών ελληνών πολιτών και όχι ομοεθνής τους, δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα. Είναι σαφής δε κατά το Συνταγμα η διάκριση μεταξύ λαού και έθνους...”.

Οι συνέπειες της υποχώρησης

Οι συνέπειες της υποχώρησης της κυβέρνησης από αυτές τις παραδοχές και της συμμόρφωσης στην απόφαση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι δυστυχώς αισθητές για δεκάδες χιλιάδες παιδιά.1

Αυτό είναι περισσότερο ξεκάθαρο στις διατάξεις για την ιθαγένεια λόγω φοίτησης. Εδώ η κυβέρνηση υιοθέτησε στην ολότητά της τη θέση της Νέας Δημοκρατίας (η οποία υπήρχε ήδη στο νομοσχέδιο που η προηγούμενη κυβέρνηση σχεδίαζε να καταθέσει, αλλά ποτέ δεν κατέθεσε). Η ιθαγένεια συνδέεται ουσιαστικά με την απόδειξη της επιτυχούς ελληνομάθειας, εξού και η αύξηση των χρόνων φοίτησης από 6 σε 9 και η απαίτηση κτήσης απολυτηρίου Λυκείο ή πτυχίου από ΑΕΙ-ΤΕΙ. Με τη διάταξη αυτή, χιλιάδες παιδιά που εγκαταλείπουν το σχολείο (η περίφημη “σχολική διαρροή” που αφορά κυρίως τις φτωχότερες εργατικές οικογένειες) θα στερηθούν – εν είδει τιμωρίας – τα πολιτικά τους δικαιώματα. Πρόκειται για επικίνδυνη εξέλιξη, η οποία μεταφέρει τις διακρίσεις σε βάρος των παιδιών της δεύτερης γενιάς μέσα στο ίδιο το σχολείο, κάτι που ήταν ακριβώς ο στόχος (και σωστά!) να αποφευχθεί. Είναι τέτοια η ταύτιση με την τοποθέτηση της Δεξιάς και η πρόθεση της κυβέρνησης να προσελκύσει τη συναίνεσή της, που η Υπουργός Τασία Χριστοδουλοπούλου δήλωσε ότι στην κατ' άρθρο ψηφοφορία θα σπάσει το ενιαίο άρθρο 1 σε τρία κομμάτια, προκειμένου η Νέα Δημοκρατία να ψηφίσει τη διάταξη για τη φοίτηση (και να καταψηφίσει τις υπόλοιπες). 

Η συμμόρφωση στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας καθιστά τη διάταξη για λήψη της ιθαγένειας λόγω γέννησης στη χώρα ακόμα αυστηρότερη. Η κυβέρνηση σωστά δεν αποδέχτηκε την τοποθέτηση της Δεξιάς ότι η ιθαγένεια θα πρέπει να χορηγείται αποκλειστικά μετά τα 18 έτη. Για να κατευνάσει όμως, τη Δεξιά και τη δικαστική εξουσία, έβαλε πλήθος προϋποθέσεων εκτός της γεννησης του παιδιού: αφενός την εγγραφή στην Α' Δημοτικού αφετέρου τη νομιμότητα των γονέων με την τελική απαίτηση να έχει ο ένας εκ των δύο νομιμοποιητικά έγγραφα που είναι δύσκολο να αποκτηθούν και τα διαθέτει μια μειοψηφία των νόμιμων μεταναστών που ζουν στη χώρα. Η εξάρτηση των πολιτικών δικαιωμάτων των παιδιών δεύτερης γενιάς όχι από τη μονιμότητα της διαμονής των ίδιων, αλλά από τη νομιμότητα των γονιών τους, σημαίνει τον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων παιδιών από την ιθαγένεια. Αν λάβουμε υπόψιν ότι χιλιάδες έχουν χάσει τα χαρτιά τους τα τελευταία χρόνια, αλλά και το γεγονός ότι η τελευταία διαδικασία νομιμοποίησης μεταναστών έλαβε χώρα το 2005, καταλαβαίνουμε ότι ο νέος νόμος δεν λύνει, τουναντίον παρατείνει το πρόβλημα για χιλιάδες παιδιά.  

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι για τα παιδιά που θα αιτηθούν τη λήψη ιθαγένειας μετά τα 18 τους έτη, ισχύουν τα ποινικά κωλύματα που προβλέπονται για όσους αιτούνται την ιθαγένεια μέσω πολιτιγράφησης. Στην ουσία, μια καταδικαστική απόφαση σε βάρος ενός νέου ανθρώπου που μπορεί να οφείλεται ακόμα και σε μια μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση (!) μπορεί να του στερήσει τα πολιτικά δικαιώματα. Το ελληνικό κράτος δείχνει να αποδέχεται απρόθυμα, με τον νέο νόμο, την πραγματικότητα των παιδιών δεύτερης γενιάς, αλλά διατηρεί το προνόμιο να τα περάσει από κόσκινο για να κρατήσει τους “καλούς” μάθητες χωρίς ποινικά κωλύματα. Αυτο το ρατσιστικό κόσκινο καμία σχέση δεν έχει με την βασική δημοκρατική αρχή της κτήσης της ιθαγένειας εξαιτίας της μόνιμης διαμονής και του γνήσιου δεσμού ενός ανθρώπου με μια κοινωνία, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για παιδιά που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στη χώρα.

Ήταν αναγκαία η συμμόρφωση στην απόφαση του ΣτΕ;

Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν είναι άγνωστες στην Υπουργό Τασία Χριστοδουλοπούλου, στο επιτελείο της και στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, τουναντίον πρόκειται για θέσεις που μέχρι πρόσφατα ήταν κοινό κτήμα του αντιρατσιστικού κινήματος. Ο προβαλλόμενος λόγος για τη μη υλοποίησή τους είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η ανάγκη συμμόρφωσης σ' αυτήν, υπό τον φόβο μιας νέας αίτησης ακύρωσης του νέου νόμου (την προηγούμενη φορά, την αίτηση είχε υποβάλει ένας φασίστας δικηγόρος, μετέπειτα επιστημονικός συνεργάτης της Χρυσής Αυγής). Όπως το ανέλυσε χαρακτηριστικά η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ Βασιλική Κατριβάνου:

“Εξ αριστερών, έχει ακουστεί η κριτική ότι το νομοσχέδιο είναι άτολμο και είναι διστακτικό, θα έπρεπε να είναι πολύ πιο ριζοσπαστικό. Θεωρώ αυτή την κριτική ιδεολογικά και αξιακά βάσιμη... Ωστόσο, παρότι αναγνωρίζω τη βασιμότητα μιας τέτοιας κριτικής, πιστεύω ότι το νομοσχέδιο είναι μετρημένο, και όχι άτολμο, αποτελεί έναν ορθό συγκερασμό, για δύο λόγους... δεν είναι δυνατόν μια Πολιτεία να αγνοεί τις αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου της. Αυτό θα διέλυε τη δομή του κράτους δικαίου. Το σχέδιο νόμου ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη να αποδώσει ιθαγένεια στη «δεύτερη γενιά», όπως επιτάσσει μια ανοιχτή αντίληψη για την κοινωνία και όπως συμβαίνει στα ευρωπαϊκά κράτη και, ταυτόχρονα, σέβεται το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ.”2

Οι υποστηρικτές της συμμόρφωσης έχουν υπονοήσει ότι όσοι κριτικάρουν από τα αριστερά το νομοσχέδιο αδιαφορούν για τα παιδιά, στο όνομα μιας “καθαρής” αντιρατσιστικής ατζέντας. Κι όμως, η άποψη υπέρ της συμμόρφωσης στην απόφαση του ΣτΕ είναι λαθεμένη και τελικά βλαπτική για τα παιδιά δεύτερης γενιάς. 

Καταρχάς το πρόβλημα με έναν νόμο που θυσιάζει κάποια παιδιά (ίσως και τα μισά) για να δώσει την ιθαγένεια στα υπόλοιπα δεν είναι απλά “αξιακό”, είναι καθαρά υλικό. Μια πολιτική που διασπά τους ανθρώπους που υφίστανται την ρατσιστική καταπίεση ούτε απελευθερωτική είναι ούτε τελικά λύνει το πρόβλημα. Η θυσία κάποιων ως εγγύηση για κατευνασμό των κυρίαρχων μπορεί να ταιριάζει στον μύθο του Μινώταυρου, όμως δεν ταιριάζει στην αριστερη πολιτική.

Κατά δεύτερον, η συμμόρφωση της κυβέρνησης δεν αποκλείει διόλου μια νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα κρίνει διατάξεις του νέου νόμου αντισυνταγματικές. Ειδικά η διάταξη για την κτήση της ιθαγένειας μέσω γέννησης και εγγραφής στην Α' Δημοτικού είναι η πιο ευάλωτη στις ρατσιστικές πιέσεις, αφού η αιτιολογκή έκθεση του νόμου συσχετίζει την ιθαγένεια με την εθνική συνείδηση, κάτι που προφανώς δεν ισχύει για παιδιά 6 χρόνων. Με τις υποχωρήσεις της, η κυβέρνηση όχι μόνον δεν θωρακίζει τις διατάξεις του νέου νόμου, αλλά αντίθετα προσφέρει στο πιάτο το σκεπτικό μιας νέας κρίσης αντισυνταγματικότητας.

Τελικά, το ΣτΕ (όπως και γενικότερα οι θεσμοί και το κράτος) δεν κατευνάζονται, αλλά εξαναγκάζονται σε υποχώρηση υπό το βάρος ενός κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε την χαρακτηριστική απάντηση του Στέφανου Ματθία, πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου, όταν ρωτηθηκε γιατί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε συνταγματικό τον νομο 1264/1982 για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, παρόλο που επενέβαινε στη διοικητική αυτονομία των σωματείων: “Το 1981 συνέβη μια κυβερνητική αλλαγη με χαρακτηριστικά μεταπολίτευσης και ο Αρειος Πάγος δεν μπορούσε να την αγνοήσει”.3 Οι δικαστές γνωρίζουν πολύ καλά τη γλώσσα της ισχύος. Είναι αυτή τη γλώσσα που πρέπει να μιλήσει το κίνημα – και η οποιαδήποτε κυβέρνηση που επιθυμεί να νομοθετήσει μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση – και όχι τη γλώσσα του κατευνασμού.

Το κίνημα για την ιθαγένεια χωρίς αποκλεισμούς 

Αυτό που ήταν εντυπωσιακό σ' αυτόν τον γύρο της αναμέτρησης για την ιθαγένεια ήταν το πόσο πιο αδύναμο ήταν το στρατόπεδο της άκρας δεξιάς κατά του νομοσχεδίου και πόσο πιο προχωρημένη πολιτικά η τοποθέτηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Η Νέα Δημοκρατία έφτασε να πιέζεται να ψηφίσει – έστω και επιλεκτικά – άρθρα του νομοσχεδίου, για να μην θεωρηθεί ότι αντιτάσσεται εξ ολοκλήρου στην παροχή της ιθαγένειας στα παιδιά δεύτερης γενιάς. Οι φασίστες της Χρυσης Αυγής δεν τόλμησαν να καλέσουν ούτε μία ανοιχτή συγκέντρωση ενάντια στην ψήφιση του νέου νόμου, όταν όλοι καλά θυμόμαστε το μέγεθος της κινητοποίησης ολόκληρου του ακροδεξιού, ρατσιστικού τόξου το 2010.

Αντίθετα, οι κοινότητες των μεταναστών έφτασαν να κριτικάρουν θαρρετά και ανοιχτά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τους αποκλεισμούς, ζητώντας μέχρι τελευταία στιγμή (τώρα και όχι σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον) τροπολογίες που θα αίρουν τα κόσκινα σε βάρος δεκάδων χιλιάδων παιδιών. Αξίζει πραγματικά να παραθέσουμε τις κοινότητες και τις οργανώσεις που συμμετείχαν στην ανοιχτή συγκέντρωση στο Σύνταγμα που οργάνωσε η ΚΕΕΡΦΑ και στην παράσταση διαμαρτυρίας στη Βουλή την Τρίτη 16 Ιούνη: Ομοσπονδία Αλβανικών Συλλόγων στην Ελλάδα, Ενωμένες Γυναίκες της Αφρικής, Πακιστανική Κοινότητα Ελλάδος «η Ενότητα», Ελληνομπαγκλαντεσιανό Επιμελητήριο, Κοινότητα Σενεγάλης, Κοινότητα Γουϊνέας, ASANTE, Αιγυπτιακή Κοινότητα, Ένωση Μεταναστών Εργατών, Πολιτιστικό Κέντρο Αφρικανικής Τέχνης ANASA, «Μηδενική Ανοχή» Κίνηση Χειραφέτησης ΑμεΑ.4 Παρόμοιες τοποθετήσεις έκαναν οργανώσεις με πλούσιο κινηματικό παρελθόν όπως η Ένωση Φιλιππινέζων Μεταναστών KASAPI-Hellas και άλλες.

Η μάχη για την ιθαγένεια δεν έχει τελειώσει: το νομοσχέδιο δεν εχει ακομα ψηφιστεί, αλλά και, όπως είδαμε, δεν αποτελεί οριστική λύση για τα δικαιώματα των παιδιών δεύτερης γενιάς. Η άρνηση της ιθαγένειας στα παιδιά δεν αποτελεί παρά μία μόνο όψη της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και του θεσμικού ρατσισμού που καταδιώκουν τους ξένους εργάτες από την πρώτη στιγμή που πατάνε το πόδι τους στην Ελλάδα, φτάνοντας (κληρονομικώ δικαίω!) μέχρι και στα παιδιά τους. Το ρατσιστικό σύμπλεγμα “FRONTEX και φράχτης – απελάσεις και στρατόπεδα συγκέντρωσης – Ξένιος Δίας – Μανωλάδες – άρνηση χαρτιών στους μετανάστες, ασύλου στους πρόσφυγες και ιθαγένειας στα παιδιά”  πρέπει να ηττηθεί σε όλη τη γραμμή του μετώπου και όχι να “καλλωπιστεί”, όπως το επιχειρεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μόνον ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν έκλεισαν: είναι παραπέρα ότι η κυβέρνηση δεν τολμά να ανοίξει νέα διαδικασία νομιμοποίησης (που έχει να γίνει από το 2005), συνεχίζοντας την μπαλωματού των αδειών για εξαιρετικούς/ανθρωπιστικούς λόγους. 

Σ' αυτή τη μάχη το αντιρατσιστικό κίνημα δεν έχει να παίξει τον ρόλο του κριτικού υποστηρικτή της κυβέρνησης, αλλά του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα που θα κερδίζει χειροπιαστές νίκες στο σήμερα, ανοίγοντας το δρόμο σε μια συνολική εναλλακτική. Απ' αυτή την άποψη η δράση της ΚΕΕΡΦΑ στο μέτωπο της ιθαγένειας αποδείχτηκε για άλλη μια φορά κρίσιμο αγκωνάρι για τους αγώνες των μεταναστών και την ενότητα της τάξης μας. Η μάχη διαρκείας για την καταδίκη των νεοναζί της Χρυσής Αυγής και την απομόνωσή τους στο δρόμο πρέπει να συνοδεύεται από διαρκείς και συγκεκριμένες αντιρατσιστικές αιχμές. Αυτό είναι το δίδαγμα των τελευταίων μηνών και θα μας είναι χρήσιμο στις μάχες που έχουμε μπροστά μας. n

Σημειώσεις

1. Για μια αναλυτικότερη εξέταση, βλέπε το κείμενο της ΚΕΕΡΦΑ: “Το νέο νομοσχέδιο για την ιθαγένεια σε γραμμή “κατευνασμού των θεσμών”, tinyurl.com/q44mkmv.

2. Όλη η ομιλία στο left.gr: “Β. Κατριβάνου για το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια: Είναι δίκαιο και είναι και ορθό”, tinyurl.com/pkh8szd.

3. Οφείλω αυτό το χρησιμο “ανέκδοτο” στον Μιχάλη Κοσμόπουλο, που το ανέφερε στην παρέμβασή του στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Κουσουρή για τις “Δίκες των δοσιλόγων”.

4. Βλ. τη δήλωση που υπέγραψαν οι κοινότητες με την απαίτηση για τροπολογίες στο νομοσχέδιο στο: tinyurl.com/pql44wh