Oι μέρες του Ιούλη 1965 στην Ελλάδα ήταν “πρελούδιο” για τα κινήματα του Μάη ’68 που απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Ο Λέανδρος Μπόλαρης δίνει την εικόνα εκείνης της έκρηξης.
Το ρητορικό ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο» αποδίδεται στο γέρο Καραμανλή και υποτίθεται ότι ήταν η αντίδρασή του στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, του βουλευτή της Αριστεράς, τον Μάη του 1963 από παρακρατικούς τραμπούκους που οργανώθηκαν και καλύφτηκαν από τη Χωροφυλακή. Δυο χρόνια μετά οι εργάτες και η νεολαία που είχαν στείλει τον Καραμανλή στο Παρίσι με ψεύτικο όνομα στο διαβατήριό του, έθεταν στις πραγματικές διαστάσεις του αυτό το ερώτημα. Αυτό ήταν τα Ιουλιανά του 1965, οι «100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα».1
Η εμφάνιση αυτού του κινήματος προκάλεσε την πιο βαθιά πολιτική κρίση για την άρχουσα τάξη από το 1944. Η Γενική πολιτική Απεργία της 27 Ιούλη 1965 ήταν σεισμός –στη μέση της έκρηξης των Ιουλιανών. Η τελευταία φορά που είχε κηρυχτεί γενική πολιτική απεργία στην Ελλάδα ήταν καλοκαίρι του 1946.2 Για δυο μήνες όλες οι προσπάθειες να συγκροτηθεί μια «ισχυρή κυβέρνηση» κατέληγαν σε αποτυχία κάτω από το σφυροκόπημα του «πεζοδρόμιου».
Το «βαθύ κράτος» είχε ανατρέψει μια εκλεγμένη, με συντριπτική πλειοψηφία, κυβέρνηση, δείχνοντας που βρίσκεται η πραγματική εξουσία στον καπιταλισμό. Όμως, η απάντηση του κινήματος ταρακούνησε συθέμελα όλο το οικοδόμημα που είχε χτίσει η άρχουσα τάξη με τη βοήθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού από τον εμφύλιο και μετά. Κι οι ορίζοντες αυτού του κινήματος ήταν ανοιχτοί σε ακόμα μεγαλύτερες αμφισβητήσεις. Ο «Μάης του ‘68» ξεκίνησε τρία χρόνια νωρίτερα στην Ελλάδα. Το που (δεν) έφτασε, έχει να κάνει με την Αριστερά και τις επιλογές της.
Ο τυφλοπόντικας σκάβει
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο ελληνικός καπιταλισμός είχε μπει στην περίοδο των μεγάλων επιτυχιών. Γινόταν τοπικό κεφαλοχώρι του ιμπεριαλισμού, ένας υποϊμπεριαλισμός με αξιώσεις για την ευρύτερη περιοχή. Το αίτημα για σύνδεση με την ΕΟΚ το 1959 (τελικά πραγματοποιήθηκε το 1962) αντανακλούσε και τις φιλοδοξίες και τον αναβαθμισμένο ρόλο του. Όπως σημείωνε η Μαρία Στύλλου σε ένα προηγούμενο τεύχος αυτού του περιοδικού:
«Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας το 1960 δεν δίνει την εικόνα ενός υπανάπτυκτου και εξαρτημένου καπιταλισμού αλλά μιας ανερχόμενης οικονομικής δύναμης μέσα στην Ευρώπη. Από το 1952 έως το 1970 για 18 χρόνια, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης ήταν γύρω στο 6%, και ο ρυθμός ανάπτυξης των επενδύσεων ανέβηκε από το 14,3% στο 24,6%. Οι επενδύσεις δεν στηρίζονταν στο «ξένο» κεφάλαιο, αλλά στους Έλληνες εφοπλιστές που επένδυαν τα κέρδη τους στην Ελλάδα, σε τράπεζες, βιομηχανίες, ναυπηγεία, τουρισμό, συγκοινωνίες. Ο Ωνάσης, ο Νιάρχος, ο Ανδρεάδης, ο Μποδοσάκης, δεν περιορίζονταν μόνο στα τάνκερ και στο πετρέλαιο αλλά αγόρασαν ναυπηγεία, διυλιστήρια, σιδηρόδρομους συμμετέχοντας στο ελληνικό μπουμ του ’60».3
Πίσω από αυτό το success story κρύβονταν βέβαια οι συνθήκες σκληρής εκμετάλλευσης και φιμώματος της εργατικής τάξης που είχε εξασφαλίσει η άρχουσα τάξη με τη βοήθεια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού από τον εμφύλιο και μετά. Όμως, αυτό είναι μόνο η μισή ιστορία. Η άλλη μισή είναι η εμφάνιση μιας νέας εργατικής τάξης που άρχισε να οργανώνεται και να διεκδικεί: στην οικοδομή-κατασκευές πρώτα απ’ όλα, αλλά και στις τράπεζες και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, και με πιο αργά βήματα στη βιομηχανία.
Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 είναι η περίοδος της άνθησης της οικοδομής. Μια μελέτη για αυτό το φαινόμενο τονίζει ότι: «Οι απασχολούμενοι στις κατασκευές από 70.000 το 1950 έφτασαν στις 255.000 το 1971, οι απασχολούμενοι με τη βιομηχανία παραγωγής προϊόντων για το σπίτι (από το τσιμέντο και τον οικοδομικό χάλυβα μέχρι τα έπιπλα, το ξύλο, τα ηλεκτρικά καλώδια, τις μεταλλικές κατασκευές κλπ) ξεπερνάνε τις 100.000. Οι απασχολούμενοι με το εμπόριο, τη μεταφορά, κάθε τι που έχει σχέση με την οικοδομή κλπ ξεπερνάν τις 50.000».4
Την ίδια περίοδο για πρώτη φορά οι πύλες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αρχίζουν να ανοίγουν μαζικά σε χιλιάδες αγόρια και κορίτσια που προέρχονται από τα «κατώτερα» στρώματα. Χιλιάδες νέοι αρχίζουν να γεμίζουν τις σχολές που βγάζουν καθηγητές και δασκάλους για να εκπαιδεύσουν τη νέα γενιά των εργατών στα σχολεία, στις τεχνικές σχολές, τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις. Εκεί οι προσδοκίες και οι ιδέες που είχαν για την κοινωνία και το μέλλον τους έρχονταν σε κατάφωρη αντίφαση με την πραγματικότητα. Κι επειδή τα πανεπιστήμια είναι «εργοστάσια ιδεών», όπως σε όλο τον κόσμο εκείνο το διάστημα, έτσι και στην Ελλάδα γίνονται εστίες ριζοσπαστικών αναζητήσεων και αγώνων.
«…από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές»
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, στις εκλογές του 1958 η Αριστερά έκανε την έκπληξη. Η ΕΔΑ, το νόμιμο κόμμα της Αριστεράς που είχε ιδρυθεί το 1951 με πρωτοβουλία του παράνομου ΚΚΕ, πήρε το 24,4% και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, εκλέγοντας 78 βουλευτές. Στις μεγάλες πόλεις ήρθε πρώτο κόμμα με μεγάλες -σε κάποιες περιπτώσεις συντριπτικές- πλειοψηφίες στις εργατογειτονιές. Στη Β’ Αθηνών πήρε το 46,1%, στη Β’ Πειραιά το 60,8%, στην Α’ Θεσσαλονίκης 43,4%.
Αυτό το αποτέλεσμα ήταν τα χειρότερα νέα για την άρχουσα τάξη. Μπορεί ο ελληνικός καπιταλισμός να αναπτυσσόταν οικονομικά, αλλά ταυτόχρονα αντιμετώπιζε μια σειρά προκλήσεις: πως θα συνεχίσει να το κάνει διεκδικώντας την ένταξή του στην ΕΟΚ, το ρόλο του στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής σε μια περίοδο που φούντωναν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ο Νάσερ της Αιγύπτου είχε ταπεινώσει τους αγγλο-γάλλους ιμπεριαλιστές το 1956 στο Σουέζ. Προϋπόθεση για να λειτουργήσουν αυτές οι φιλοδοξίες ήταν η απρόσκοπτη λειτουργία του μετεμφυλιακού κράτους.
Η επιτυχία της ΕΔΑ αντανακλούσε την αντοχή του κόσμου της Αριστεράς μετά την ήττα. Όμως, ακόμα περισσότερο, έκφραζε την άνοδο του κινήματος που τα επόμενα χρόνια θα συγκλόνιζε την Ελλάδα. Οι απεργίες είχαν αρχίσει να αυξάνονται, στα πανεπιστήμια ξεκινούσαν οι πρώτες κινητοποιήσεις. Η εκλογική νίκη έδωσε ώθηση στο κίνημα να βγει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Όπως αναφέρει μια μελέτη για το φοιτητικό κίνημα: «Την Τρίτη και την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 1959 θα δημοσιευθούν ειδήσεις σχετικά με την σαρανταοκτάωρη αποχή των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθήνας. Η κινητοποίηση οργανώνεται από τη ΔΕΣΠΑ5 με αιχμή την ελλιπή χρηματοδότηση με αποτέλεσμα το Ίδρυμα να αναστείλει τις ατελείς εγγραφές των δικαιούχων φοιτητών. Το φοιτητικό κίνημα γοργά μετασχηματίζεται σε κίνημα του 1-1-4, της υπεράσπισης του ακαδημαϊκού ασύλου και των ακαδημαϊκών ελευθεριών, ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου πλάι στο 114 θα εμφανιστεί και το σύνθημα για το 15% για τις δαπάνες για την Παιδεία».
Τότε οι φοιτητές/τριες πλήρωναν για την εγγραφή σε κάθε έτος, για εξέταστρα κάθε μάθημα, για τα συγγράμματα. Όταν σχεδόν τρία χρόνια μετά η κυβέρνηση συνέβαλε στην «αποκατάσταση της βασιλόπαιδος Σοφίας» που παντρευόταν τον Χουάν Κάρλος της Ισπανίας με μια «προίκα» 100-200 χιλιάδων χρυσών λιρών, το σύνθημα των φοιτητών που διαδήλωναν ήταν «προίκα για την παιδεία όχι για την Σοφία». Στους αγώνες, που πρωτοστατούσαν τα μέλη της Σπουδάζουσας της Νεολαίας ΕΔΑ, οι φοιτητές είχαν να αντιμετωπίσουν και τους τραμπούκους της δεξιάς την διαβόητη ΕΚΟΦ που ξυλοκοπούσε φοιτητές, διέλυε συνελεύσεις και νόθευε εκλογικά αποτελέσματα σε στενή συνεργασία με το «Σπουδαστικό» της Ασφάλειας (συγκροτήθηκε το 1959).
Την ίδια περίοδο δυνάμωναν και οι εργατικοί αγώνες. Την 1η Δεκέμβρη 1960 το κέντρο της Αθήνας γίνεται πεδίο οδομαχιών ανάμεσα σε απεργούς οικοδόμους και την αστυνομία. Οι οικοδόμοι είχαν κατέβει κάμποσες φορές σε απεργία από το καλοκαίρι, ενάντια σε νομοσχέδιο της κυβέρνησης που ανέβαζε τον αριθμό των ενσήμων για συνταξιοδότηση. Την πρωτοβουλία την είχαν πάρει μια σειρά πρωτοβάθμια σωματεία7 που η αριστερά είχε καταφέρει να έχει την πλειοψηφία (η Ομοσπονδία ελεγχόταν από διορισμένους «εργατοπατέρες»).
Όταν η αστυνομία προσπάθησε να εμποδίσει τους απεργούς να διαδηλώσουν από το ΕΚΑ (τότε στεγαζόταν σε κτίριο στην Ομόνοια) στο υπουργείο Εργασίας, αυτοί απάντησαν και οι συγκρούσεις ήταν τόσο σφοδρές ώστε η διοίκησή της αναγκάστηκε να στείλει το «μηχανοκίνητο» (πρόδρομοι των ΜΑΤ) να κάνει χρήση χημικών (για πρώτη φορά σε διαδήλωση) ακόμα και να πυροβολήσει στον αέρα. Όμως, αυτό που έμεινε από την σύγκρουση, πέρα από τις περίπου 170 συλλήψεις και τους δεκάδες τραυματισμούς ήταν ότι για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ένας μαχητικός εργατικός αγώνας «κέρδιζε» το κέντρο της πρωτεύουσας.
Ένας απεργός αργότερα περιέγραφε ως εξής την εμπειρία: «Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε τέτοιο πανηγύρι. Βέβαια είχα ζήσει σε έναν εμφύλιο πόλεμο και πολύ έντονα αλλά δεν είχαμε φτάσει ποτέ σε μαζικούς αγώνες. ήταν μια άλλη πρωτόγνωρη εμπειρία, η οποία από ένα σημείο και ύστερα αισθάνεσαι να μεθάς, έτσι; Αισθάνεσαι να μεθάς, να είσαι ικανός για όλα».8
Κι ο «συμβολισμός» δεν διέφευγε της προσοχής της άλλης πλευράς. Στην σχετική συζήτηση στη βουλή, ο υπουργός Εργασίας της ΕΡΕ, ο Καλαντζής τόνιζε ότι: «Τα «οδοφράγματα …μεταφέρουν την σκέψιν του θρησκευτικώς προσηλωμένου Ελληνικού λαού…εις άλλας περιόδους και εποχάς, αι οποίαι είναι εκείναι από τας οποίας εξεπορεύθη το πνεύμα της γενικής ανταρσίας κατά του νόμου και της συστηματικής υπονομεύσεως της αποστολής των οργάνων των Σωμάτων Ασφαλείας.» «‘Δεκέμβριος!’ αναφώνησε από τα έδρανα ένας βουλευτής που δεν καταγράφεται το όνομά του.»9
Δεν ήταν μόνοι οι οικοδόμοι που κατέβαιναν σε απεργίες –για την ακρίβεια δεν ήταν κυρίως οι οικοδόμοι. Το 1958, τη χρονιά της «έκπληξης» της ΕΔΑ έγιναν 113 απεργίες με 92 χιλιάδες απεργούς και 874 χιλιάδες «χαμένες» ώρες εργασίας. Στα επόμενα τρία χρόνια το απεργιακό κίνημα γνώρισε διακυμάνσεις και το 1962 γνώρισε μια νέα ανάπτυξη: 182 απεργίες, 57 χιλιάδες απεργοί και 1.030 χιλιάδες «χαμένες» ώρες εργασίας. Τα αιτήματα αλλάζουν σταδιακά, από καταβολή δεδουλευμένων στη διεκδίκηση αυξήσεων, οι απεργίες γίνονται πιο σκληρές και μακρόχρονες (όπως μαρτυρά η αύξηση στις «χαμένες» ώρες).10
Προϊόν της νέας ανόδου των εργατικών αγώνων ήταν και ο συντονισμός που έχει μείνει στην ιστορία ως η κίνηση των «115 ΣΕΟ» (συνεργαζόμενων εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων) Είχε ξεκινήσει από το 1962 σαν συντονισμός των ομοσπονδιών Τύπου, Ηλεκτρισμού-Κοινής Ωφέλειας και Λογιστών. Σύντομα έγιναν 82 και στην πορεία έφτασαν ξεπέρασαν τις 600.11 Από το 1948 η ΓΣΕΕ ελεγχόταν από διορισμένους από την Ασφάλεια, όπως ο Μακρής, «πρόεδρος» της ΓΣΕΕ, μέσα από στημένα «συνέδρια». Οι εργάτες που δίνανε τις μάχες τους χρειάζονταν οργάνωση και συντονισμό –και αυτή την ανάγκη ήρθε να καλύψει η κίνηση των «115» σωματείων.
Από το 1961 στο 1965
Το κύμα της τρομοκρατίας που ακολούθησε τις εκλογές του 1958 και κορυφώθηκε με τις εκλογές της βίας και της νοθείας του Οκτώβρη 1961 ήταν η προσπάθεια της άρχουσας τάξης να πνίξει αυτό το κίνημα στα πρώτα του βήματα. Αυτή η απόπειρα γύρισε μπούμερανγκ. Αυτό που κατάφερε ήταν να δώσει ένα κοινό πολιτικό στόχο στα διαφορετικά μέτωπα του κινήματος που ξεδιπλωνόταν: να ξηλωθεί η κυβέρνηση της ΕΡΕ, η «καραμανλοκρατία». Η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη του βουλευτή της Αριστεράς τον Μάη του 1963 και η κατακραυγή που ξεσήκωσε ήταν το αποκορύφωμα αυτής της μάχης.
Το σχέδιο της βίας και της νοθείας εκπονήθηκε στην καρδιά του κρατικού μηχανισμού με την «γενικήν έγκριση του Προέδρου της Κυβερνήσεως» δηλαδή του Καραμανλή. Είχε και όνομα «Σχέδιον Περικλής». Το Σχέδιο διαμορφώθηκε σε συνεδριάσεις της «Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Πληροφοριών και Διαφωτίσεως» του ΓΕΕΘΑ μαζί με την ΚΥΠ και την Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας τον Αύγουστο-Οκτώβρη του 1961. Η προεκλογική εκστρατεία σημαδεύτηκε από το ξεσάλωμα κάθε είδους κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού: απειλές, ξυλοδαρμοί, τρομοκρατία σε μαζική κλίμακα που κορυφώθηκε με δυο δολοφονίες. Του στελέχους της Νεολαίας ΕΔΑ Στ. Βελδεμίρη στις 26 Οκτώβρη στην Θεσσαλονίκη και του αριστερού φαντάρου Δ. Κερπινιώτη τη μέρα των εκλογών στην Αρκαδία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πόσο τεράστια ήταν η τρομοκρατία ιδιαίτερα στα χωριά και τις μικρές πόλεις –αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα. Υπήρξαν περιοχές για παράδειγμα που η δύναμη της ΕΔΑ μειώθηκε κατακόρυφα σε σχέση με τα αποτελέσματα του 1958 και οι χαμένοι ψήφοι «μεταφέρθηκαν» σχεδόν «πακέτο» στην …ΕΡΕ.
Το πρωτοσέλιδο της κεντρώας εφημερίδας Ελευθερία λίγο μετά τις εκλογές αποκάλυπτε κι άλλα στοιχεία για την έκταση της νοθείας: «Η νοθεία εις Αθήνας λαμβάνει πελώριας διαστάσεις – 560 άγνωστοι ψηφοφόροι εις τμήμα μόνο του Χαϊδαρίου» είναι ο πρωτοσέλιδος τίτλος με τον υπότιτλο «Εψήφισαν και τρόφιμοι του ψυχιατρείου». Πάλι στην πρώτη σελίδα της έχει ένα διάγραμμα της «οδού Αθηνών» επισημαίνοντας: «το διάγραμμα της οδού Αθηνών φέρει 51 οικίσκους. Εφόρτωσαν εκεί 560 ψηφοφόρους». Γι’ αυτό η εφημερίδα διαπίστωνε ότι «ψήφισαν και τα δέντρα» -μια φράση που έχει μείνει από τότε στην ιστορία. Ο Μπριγκς, ο αμερικάνος πρέσβης, διαπίστωνε όλος χαρά σε ένα εμπιστευτικό τηλεγράφημά του στο Στέητ Ντηπάρντμεντ στις 6 Νοέμβρη ότι «Τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών ήταν ένα τόσο δυνατό χαστούκι για τους κομμουνιστές που έκανε τα δόντια τους να κουνηθούν».13
Η βία και η νοθεία δεν περιορίστηκε μόνο στην Αριστερά. Έπληξε σκληρά και την Ένωση Κέντρου, που είχε ιδρυθεί επίσημα λίγο πριν τις εκλογές. Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο πολλοί αριστεροί ψηφοφόροι είχαν θεωρήσει πιο ασφαλές να κατευθυνθούν προς την Ένωση Κέντρου για να καταψηφίσουν τον Καραμανλή. Βρέθηκαν και αυτοί στο στόχαστρο του κρατικού μηχανισμού και των παρακρατικών. Το αποτέλεσμα ήταν να ψαλιδιστούν άγρια τα ποσοστά της Ένωσης Κέντρου. Γι’ αυτό ο Γ. Παπανδρέου δήλωσε αμέσως μετά τις εκλογές ότι δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητά τους και κάλεσε στον «Ανένδοτο» αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η Ένωση Κέντρου ζήτησε για παράδειγμα άδεια να πραγματοποιήσει συγκέντρωση στις 20 Απρίλη στην πλατεία Κλαυθμώνος την οποία η κυβέρνηση δεν έδωσε απαγορεύοντας όλες τις δημόσιες συναθροίσεις. Ήταν η πρώτη φορά που η Αστυνομία απαγόρευε συγκέντρωση ενός «εθνικού» κόμματος. Και η πρώτη φορά που ένα τέτοιο κόμμα αγνόησε την απαγόρευση με αποτέλεσμα συγκρούσεις με τους 4 χιλιάδες αστυνομικούς και χωροφύλακες που είχε κινητοποιήσει η κυβέρνηση.
Υποτίθεται ότι τα πράγματα έπρεπε να κυλήσουν διαφορετικά. Και η Αμερικάνικη Πρεσβεία και ο Καραμανλής ακόμα και το Παλάτι θέλανε μια ισχυρή «εθνικόφρονα» κεντρώα παράταξη που θα εξασφάλιζε την «ομαλή» λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Αντί για σταθερότητα η άρχουσα τάξη βρέθηκε βυθισμένη στην πολιτική κρίση.
Κι αυτή η εξέλιξη δεν οφειλόταν σε κάποιου είδος ριζοσπαστισμό της ΕΚ. Ο Παπανδρέου είχε κηρύξει «ανένδοτο» ενάντια στην «παράνομη κυβέρνηση» και είχε ξεκινήσει την «πορεία στο λαό» με συγκεντρώσεις στην επαρχία. Όμως, εκτός του γεγονότος ότι ένα μεγάλο μέρος της ΕΚ έστηνε ήδη γέφυρες με το Παλάτι και τον Καραμανλή ακόμα και οι πιο «ανένδοτοι» ούτε καν διανοούνταν να αμφισβητήσουν το ρόλο της μοναρχίας και την ίδια, ή να οργανώσουν πραγματικούς αγώνες.
Όταν τον Απρίλη του 1963 για παράδειγμα η Μπέτυ Αμπατιέλου –βρετανίδα σύζυγος του φυλακισμένου κομμουνιστή Α. Αμπατιέλου- κυνήγησε τη βασίλισσα Φρειδερίκη στο κέντρο του Λονδίνου η ΕΚ και οι εφημερίδες που την στήριζαν έσπευσαν να καταγγείλουν την προσβολή στην «προέκταση της Ελληνικής Πατρίδας».14 Περίπου τις ίδιες μέρες η κυβέρνηση απαγόρευε την πραγματοποίηση της Α’ Μαραθώνιας Πορείας Ειρήνης –κι η ΕΚ το μόνο που βρήκε να πει ήταν ότι η απαγόρευση ήταν «υπερβολική» φροντίζοντας να δηλώσει σαφώς ότι δεν συμμετέχει.
Τελικά, ο Γρ. Λαμπράκης, βουλευτής συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ, ήταν ο μόνος που κατάφερε να σπάσει τον αστυνομικό κλοιό και να φτάσει στο Τύμβο του Μαραθώνα. Ένα μήνα μετά ο Λαμπράκης έπεφτε νεκρός στην Θεσσαλονίκη από τα χτυπήματα των «παρακρατικών» που είχε οργανώσει και διατάξει η ηγεσία της Χωροφυλακής.15 Η δολοφονία του Λαμπράκη, που είχε μπει επανειλημμένα στο «μάτι» της δεξιάς και του κράτους, ήταν η απόπειρα να δοθεί «ένα μάθημα» στο κόσμο που αποκτούσε νέα αυτοπεποίθηση στους αγώνες.
Αντί να προκαλέσει αναδίπλωση, όμως, η δολοφονία λειτούργησε σαν τη σπίθα που ανάβει μια μεγάλη πυρκαγιά. Η κηδεία του Λαμπράκη στις 28 Μάη, ήταν η μεγαλύτερη πολιτική διαδήλωση από τη μέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους ναζί τον Οκτώβρη του 1944. Υπολογίζεται ότι 500.000 με 700.000 συνόδεψαν τη σωρό του Λαμπράκη στο Α΄ Νεκροταφείο. Τον Ιούνη του 1963 ο Καραμανλής παραιτήθηκε. Έφυγε κάτω από την κατακραυγή του κόσμου που έβγαινε στους δρόμους.
Το Νοέμβρη του 1963, η ΕΡΕ χάνει τις εκλογές, και λίγο μετά ο πανίσχυρος αρχηγός της Δεξιάς θα αναγκαστεί να φύγει για τη Γαλλία στα κρυφά, με διαβατήριο στο όνομα Τριανταφυλλίδης. Αλλά η Ένωση Κέντρου δεν είχε καταφέρει να αποσπάσει τον απαιτούμενο αριθμό εδρών, ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το Φλεβάρη του 1964 η Ένωση Κέντρου κερδίζει με σαρωτική πλειοψηφία –52%!– τις εκλογές.
Αδύναμη κυβέρνηση
Η πρωτοφανής εκλογική επιτυχία δεν έφερε μια ισχυρή κυβέρνηση. Η μια πηγή αδυναμίας ήταν οι φαγωμάρες στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης.
Στους μήνες ανάμεσα στις εκλογές του Νοέμβρη και του Φλεβάρη το «Κυπριακό» έμπαινε σε ένα νέο παροξυσμό κρίσης με την προσπάθεια του Μακάριου να αναθεωρήσει το Σύνταγμα στερώντας δικαιώματα από την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η απόπειρα κατέληξε σε αιματηρές μάχες με εκατοντάδες νεκρούς, στη συντριπτική πλειοψηφία τουρκοκυπρίους. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν το Φλεβάρη, και το καλοκαίρι του ’64 η κρίση κορυφώθηκε. Μαζί της εντάθηκαν οι διχογνωμίες ανάμεσα στο «εθνικό κέντρο» –την κυβέρνηση της Αθήνας– και τον Μακάριο στην Κύπρο.
Η άλλη πηγή της αδυναμίας της κυβέρνησης ήταν η αποτυχία της να εκτονώσει το κίνημα που είχε ρίξει την ΕΡΕ. Οι απεργίες κάνουν ένα νέο άλμα: 399 με 164 χιλιάδες απεργούς και 2.771.000 «χαμένες» ώρες16. Οι εργάτες δεν ζητάνε μόνο καλύτερους μισθούς αλλά και δημοκρατία πρώτα απ’ όλα στα συνδικάτα τους.
Στις 6 Απρίλη, 100.000 διαδηλώνουν στο κέντρο της Αθήνας ύστερα από κάλεσμα της «κίνησης των 115» (είναι πλέον 240) απαιτώντας να ξηλωθούν οι δοτοί της Ασφάλειας και των αφεντικών από την ΓΣΕΕ. Όπως γράφει ο Δ. Λιβιεράτος στο βιβλίο του για αυτούς τους αγώνες: «Κύρια συνθήματα: ‘Έξω οι Μακρήδες’, ‘Εκδημοκρατισμός’, ‘20% αυξήσεις’, ‘Ένα ένα πέντε’… Την ώρα που η επιτροπή ήταν στη Βουλή, οι διαδηλωτές φώναζαν ‘θα σε διώξουμε Μακρή όπως τον Καραμανλή’, ‘Πάρε θέση Παπανδρέου’».17
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου διατηρούσε ανέπαφους στη θέση τους τούς διορισμένους από την Ασφάλεια «συνδικαλιστές». Ακόμα και όταν αργότερα αναγκάστηκε να διώξει τους Μακρήδες, περιορίστηκε σε μια αλλαγή στην κορυφή της ΓΣΕΕ, χωρίς να θίξει πραγματικά τον έλεγχο των μηχανισμών των εγκάθετων της Ασφάλειας.
Κι αυτή η κατάσταση δεν ίσχυε μόνο για τα συνδικάτα. Όπως έχει επισημάνει ο Γιάννης Κάτρης:
«Ο Σταύρος Κωστόπουλος που ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών ήταν τραπεζίτης. Ο Πέτρος Γαρουφαλιάς που πήρε το υπουργείο Αμύνης είχε το μονοπώλιο της βιομηχανίας μπύρας. Ο πρώτος διατηρούσε στενούς δεσμούς με την ολιγαρχία. Ο δεύτερος ανήκε σ’ αυτήν. Και οι δυο ήσαν αφοσιωμένοι στο παλάτι και είχαν άμεση εξάρτηση από την αμερικανική πρεσβεία… Στα σώματα ασφαλείας έγιναν μερικές θεαματικές μεταβολές (ιδίως στη χωροφυλακή), αλλά η δομή της διοικήσεως έμεινε αμετάβλητη… Στην κρατική ιεραρχία οι θέσεις κλειδιά εκρατούντο σφιχτά από χέρια εχθρικά προς τη δημοκρατία. Τα βασιλικά ιδρύματα δεν εθίγησαν. Οι ημικρατικοί οργανισμοί διοικούντο στα καλά χρόνια της δεξιάς από απόστρατους στρατηγούς, ναυάρχους και πτέραρχους, που διορίζονταν με σημειώματα της Φρειδερίκης. Επί κυβερνήσεως Παπανδρέου μερικές διοικήσεις άλλαξαν. Αλλά εκείνοι που αντικαταστήσανε τους παλιούς ήσαν πάλι πρόσωπα με αντικομμουνιστικό και αντιδημοκρατικό προσανατολισμό. Το στρατιωτικά επανδρωμένο υπερκράτος λειτουργούσε Δυστυχώς και τώρα ανενόχλητο, κάτω από τη σκιά μιας αναιμικής δημοκρατίας».18
Το βασιλικό πραξικόπημα και η έκρηξη
Στις 15 Ιούλη ο Γ. Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του στο Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ. Ο τέως (σήμερα) βασιλιάς είχε αρνηθεί να υπογράψει το διάταγμα με το οποίο ο Παπανδρέου αναλάμβανε και τα υπουργείο Άμυνας διώχνοντας τον Γαρουφαλιά. Ήταν ένα κανονικό βασιλικό πραξικόπημα. Την ίδια στιγμή που ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του, ορκιζόταν η πρώτη κυβέρνηση ανδρεικέλων με πρωθυπουργό τον Νόβα, τον ανεκδιήγητο πρόεδρο της Βουλής. Οι 25 βουλευτές της ΕΚ που την στήριξαν (μαζί με την ΕΡΕ) ήταν η πρώτη «φέτα» των «αποστατών» -χρειάστηκαν λιγότερο από 10 εκατομμύρια δολάρια σε «δωράκια» για να μετακινηθούν.19
Η κυβέρνηση Νόβα παραιτήθηκε όταν απέτυχε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή δυο βδομάδες μετά. Τη διαδέχτηκε μια παρόμοια με επικεφαλής τον Ηλ. Τσιριμώκο. Έπρεπε να βρει ακόμα 20 βουλευτές τουλάχιστον για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Οπότε: «τώρα χρειάστηκε αύξηση της μερίδας του ‘συσσιτίου’. Οι εφοπλιστές καταθέτανε νέες γενναίες εισφορές. Οι μεγαλοβιομήχανοι το ίδιο. Εκατομμύρια δολάρια κυκλοφορούσαν στο χρηματιστήριο της Βουλής».20 Πάλι όμως, το αποτέλεσμα ήταν η αποτυχία. Στις 28 Αυγούστου, πήρε μόνο 135 ψήφους υπέρ (τέσσερις περισσότερους από του Νόβα). Τελικά χρειάστηκε να φτάσει η 17 Σεπτέμβρη για να μπορέσει μια κυβέρνηση –με επικεφαλής τον Στεφανόπουλο- να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης.
Για δυο μήνες και περισσότερο η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε να αποκτήσει κυβέρνηση και ο πανικός αγκάλιαζε τα επιτελεία της. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής και κοινωνικής έκρηξης που πυροδότησε το βασιλικό πραξικόπημα. Το «πεζοδρόμιο» είχε τον πρώτο λόγο.
«Στη συνεδρίαση της Βουλής της 25 Αυγούστου (1965) ελέχθη […] ότι στο διάστημα των σαράντα ημερών από το μοναρχικό πραξικόπημα είχαν πραγματοποιηθεί τετρακόσιες λαϊκές συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο. Δυο απ’ αυτές, η κάθοδος του Παπανδρέου από το Καστρί και η κηδεία του δολοφονημένου από την αστυνομία φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, ήταν της τάξεως των εκατοντάδων χιλιάδων. Ο ρυθμός δέκα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κάθε μέρα δεν νομίζω ότι έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία».21
Ο Σωτήρης Πέτρουλας δολοφονήθηκε από την αστυνομία στη μεγάλη διαδήλωση της 21 Ιούλη. Ήταν στέλεχος της νεολαίας ΕΔΑ και μετέπειτα της ΔΝ Λαμπράκη (με απόφαση της ηγεσίας της ΕΔΑ η πρώτη αυτοδιαλύθηκε στη δεύτερη) και στις παραμονές της δολοφονίας του είχε διαγραφεί για τις αριστερές διαφωνίες του. Ο Στρατής Τσίρκας δίνει μια λογοτεχνική περιγραφή συγκλονιστική, που όμως θα μπορούσε να είναι και ρεπορτάζ:
«Πότε νύχτωσε, πότε τελείωσε το πρόγραμμα της συγκέντρωσης και τελείωσε άραγε; Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Άξαφνα η λαοθάλασσα έπιασε να βαδίζει αργά, πυκνή και τρικυμισμένη για την οδό Κοραή ή ν’ ανεβαίνει την Πανεπιστημίου προς την πλατεία Συντάγματος. Ακούστηκαν κάτι κρότοι, σα να ξετάπωναν μπουκάλες της σαμπάνιας, αλλά πιο ισχυροί και μεταλλικοί. Ένα κορίτσι φώναξε: “Στη Σταδίου ρίχνουν αέρια, τα τέρατα!” Κι άρχισε ο πανικός. Την ίδια στιγμή, από πολλές μεριές, μεγάλες ομάδες αστυνομικών ρίχνονταν πάνω στα πλήθη που σκορπούσαν, και τυφλά, μανιασμένα κατεβάζαν πάνω στα κεφάλια τους τα κλομπς. Όποιος έπεφτε χάμω δεν έβρισκε λύπηση. Τον κλοτσούσαν, τον ποδοπατούσαν μες στους καπνούς των δακρυγόνων. Χαφιέδες με άσπρα κοντομάνικα πουκάμισα κι οπλισμένοι με κλομπς ήταν οι πιο άγριοι. Κραυγές και κατάρες και στριγκλιές πόνου: “Δολοφόνοι, προδότες”, γέμιζαν τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Πανεπιστημίου, της Κοραή και της Σταδίου. Παντού τραυματίες με πρησμένα πρόσωπα, ματωμένες πλάτες και σπασμένα χέρια, βόγκοι και κλάματα κι ολοφυρμοί, μια κόλαση. Τα μαγαζιά κατεβάζαν γρήγορα τα ρολά τους κι έσβηναν τα φώτα. ‘Στην Ακαδημίας κάνουν συλλήψεις’, φώναξε κάποιος».22
Στις 27 Ιούλη η ΓΣΕΕ (με την «κεντρώα» διορισμένη διοίκηση) αναγκάστηκε να καλέσει Γενική Απεργία. Ο Δ. Λιβιεράτος περιγράφει:
«Την Τρίτη θα γίνει η Γενική Απεργία. Είναι πραγματικά μια μεγάλη μέρα για τους αγώνες του ελληνικού προλεταριάτου. Το εγχείρημα είναι δύσκολο και επικίνδυνο. Από το 1946 έχει να γίνει πανεργατική πολιτική απεργία. Η προετοιμασία δεν είναι επαρκής. Οι απεργιακές επιτροπές δεν έχουν συγκροτηθεί παντού και σε όλη την κλίμακα. Απεργιακές φρουρές δεν υπάρχουν. Και όμως αυθόρμητα, μέσα στα εργοστάσια στα μαγαζιά, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. Ο ένας με τον άλλον, αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από άγνωστους μεταξύ τους εργάτες και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. Η συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στην πλατεία της Δημαρχίας όπου θα γίνει η συγκέντρωση.
Όταν τελειώνει η συγκέντρωση με το διάβασμα του ψηφίσματος, ακούγονται τα συνηθισμένα: ‘διαλυθείτε ησύχως’, ‘Δημοκράτες να πάτε στα σπίτια σας’ και το πιο γελοίο: ‘Να φανούμε πολιτισμένοι’. Με ποιόν; Τον κύριο Τούμπα που σκότωσε τον Σωτήρη και ματοκύλησε την Αθήνα… Μια τεράστια εργατο-θάλασσα ανεβαίνει ορμητικά προς το Σύνταγμα με συνθήματα «Δημοψήφισμα», ‘Ο στρατός με τον λαό’, ‘Ο Σωτήρης Ζει», «I-1-4’, ‘Η Αυλή να μαντρωθεί’. Τα μαγαζιά κλείνουν, τα τελευταία μέσα συγκοινωνίας σταματάνε, τα ταξιά εξαφανίζονται, η απεργία επιβάλλεται. Η τεράστια διαδήλωση γίνεται η μεγαλύτερη και μαχητικότερη απεργιακή φρουρά που έχει δει μέχρι σήμερα η Ελλάδα».23
Μέχρι πού;
Το κίνημα που έριξε δυο κυβερνήσεις ανδρεικέλων και προκάλεσε πανικό στην άρχουσα τάξη και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, μπορούσε να φτάσει πολύ μακριά· στην «έφοδο στον ουρανό». Αυτό το αρνούνταν τότε οι ηγεσίες της Αριστεράς και με διάφορους τρόπους το αρνούνται και σήμερα όταν κάνουν κάποιες, σπάνιες, αναφορές στα Ιουλιανά. Κι όμως. Αυτό το αποδεικνύει η ίδια η δυναμική του κινήματος.
Ούτε η σκληρή καταστολή την σταμάτησε ούτε οι υποσχέσεις της Ένωσης Κέντρου. Ξεκίνησε με αγώνες που έμοιαζαν μικροσκοπικοί, γενικεύτηκε πολιτικά με τον εκλογικό θρίαμβο της Αριστεράς το 1958, γεγονός που με την σειρά του τροφοδότησε μικρούς και μεγάλους χείμαρρους αντίστασης και διεκδίκησης στην εργατική τάξη και στην νεολαία. Ενώθηκαν σε ένα μεγάλο ποτάμι που γκρέμισε τον Καραμανλή και στα Ιουλιανά πήγαινε παραπέρα. Από ένα σημείο και μετά, τα συνθήματα που άρχισαν να έχουν μαζική απήχηση στις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις ήταν αυτά που αναφέρει ο Δ. Λιβιεράτος: «Δημοψήφισμα» (για να φύγει η μοναρχία) ή «η Αυλή να μαντρωθεί». Έβαζε δηλαδή στο στόχαστρό του το ίδιο το κράτος που εξασφάλιζε τα συμφέροντα των καπιταλιστών.
Το κίνημα των Ιουλιανών δεν κατάφερε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Δεν ήταν η «φυσιολογική» κόπωση από τη διαρκή κινητοποίηση που το εξάντλησε επιτρέποντας πρώτα το στήσιμο της τρίτης κυβέρνησης των αποστατών και μετά της «υπηρεσιακής» κυβέρνησης τον Δεκέμβρη του 1966. Όι λόγοι είναι πολιτικοί. Όπως γράφει ο Σερ. Σεφεριάδης: «Στην κρίσιμη συγκυρία της περιόδου μετά τα Ιουλιανά, και σε αντίθεση με ότι είχε συμβεί μετά το 1961, η δυναμική του διεκδικητικού κινήματος δεν θα βρει επαρκή πολιτική στόχευση. Το καθεστωτικό δεν θα τεθεί και αντ’ αυτού, θα καταβληθεί προσπάθεια ώστε το κίνημα να περιχαρακωθεί στο αίτημα περί περιορισμού των βασιλικών παρεμβάσεων στα συνταγματικά όρια».24
Αυτή ήταν η ουσία της πολιτικής του Γ. Παπανδρέου και της ΕΚ (ότι της είχε απομείνει). Θεωρούσε τις εκλογές ως «καταπραϋντικό για το ‘πεζοδρόμιο’» όπως έλεγε στο Συμβούλιο του Στέμματος που κάλεσε ο Κωνσταντίνος στις 1-2 Σεπτέμβρη 1965. Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕΔΑ δεν είχε μια διαφορετική στρατηγική.
Έξι μήνες μετά τα Ιουλιανά, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΔΑ συνεδρίασε τον Γενάρη του 1966, εκτίμησε την κατάσταση και κατέληξε σε προτάσεις που απευθύνονταν προς τα μέλη του κόμματος και προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Ήταν το περίφημο «πρόγραμμα των πέντε σημείων». Αφού καταδίκαζε οποιαδήποτε απειλή πραξικοπήματος και ζητούσε ελεύθερες εκλογές, προχωράει στην δημόσια διαβεβαίωση ότι δεν βάζει θέμα μοναρχίας. «Η 15 Ιουλίου εδημιούργησε σάλο εις την πολιτικήν ζωήν. Αι ενέργειαι του Στέμματος έχουν θέσει εις την συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού ακόμα και προβλήματα πολιτεύματος. Η ΕΔΑ παρά ταύτα,... θεωρεί, εκτιμημένης της καταστάσεως εις το σύνολον της, ότι μπορεί να συμφωνηθεί και να διακηρυχθεί από τα πολιτικά κόμματα ότι δεν θέτουν πολιτειακόν ζήτημα..»25 (η ΕΔΑ ήταν το μόνο κόμμα που διεκδικούσε τυπικά την αβασίλευτη δημοκρατία, οπότε η φράση «να διακηρυχθεί» αφορούσε τον εαυτό της).
Τέτοιες θέσεις ήταν η συνέχεια μιας διαρκούς μετατόπισης προς τον «ρεαλισμό» και την «υπεύθυνη αντιπολίτευση» που ουσιαστικά την μετέτρεψε σε ουρά της Ένωσης Κέντρου. Κάθε απόπειρα της κυρίαρχης τάξης να βάλει χέρι στο κίνημα και την Αριστερά κατέληγε σε μεγαλύτερη δεξιά προσαρμογή της ηγεσίας της ΕΔΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του Φλεβάρη του 1964 η ΕΔΑ δεν κατέβασε υποψηφίους σε 24 εκλογικές περιφέρειες πριμοδοτώντας την ΕΚ.
Στα Ιουλιανά η ηγεσία της EΔA προσπάθησε από την αρχή να σταματήσει τις διαδηλώσεις, στο σύνθημα για «Γενική Απεργία» έστειλε τον κομματικό μηχανισμό να πείσει τους εργάτες ότι ήταν λάθος αίτημα, κι όταν φλεγόταν η Ομόνοια στις 20 Αυγούστου κατάγγελλε τους διαδηλωτές ως «προβοκάτορες».
Αυτές οι επιλογές δεν έπεσαν από τον ουρανό. Η ήττα στον Εμφύλιο έστρεψε την ηγεσία του ΚΚΕ πιο δεξιά ακόμα και από τις θέσεις που είχε στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Το κίνημα της Αντίστασης οδηγήθηκε στη συντριβή εξαιτίας της στρατηγικής που είχε υιοθετήσει το ΚΚΕ από τη δεκαετία του ’30. Μια στρατηγική που έλεγε ότι η εργατική επανάσταση δεν είναι στην ατζέντα και οι εργάτες θα πρέπει να αυτοπεριορίζονται στους αγώνες τους για να μη τρομάξουν τους εν δυνάμει «προοδευτικούς» συμμάχους από την τάξη των καπιταλιστών. Όλοι οι συμβιβασμοί και τα ξεπουλήματα στη διάρκεια της κατοχής, οι συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας, η προδοσία της Βάρκιζας πήγασαν από αυτή τη στρατηγική.
Το συμπέρασμα που έβγαλε η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ από την ήττα της Αντίστασης, ήταν πως αφού ένα τόσο μεγάλο κίνημα, οπλισμένο στην πράξη με την εξουσία στα χέρια του, με το ΚΚΕ στην ηγεσία του, δεν τα κατάφερε, τότε χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερο χαμήλωμα των οριζόντων της Αριστεράς, ακόμα πιο συμβιβαστικές πολιτικές, όχι «τυχοδιωκτισμοί». Άλλωστε την ίδια περίοδο σε όλη την Ευρώπη τα Κομμουνιστικά Κόμματα ακολουθούσαν μια αντίστοιχη διαδρομή, αναζητούσαν τον «εθνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό», μια στρατηγική μεταρρυθμίσεων μέσα από το κοινοβούλιο.
Αυτό που χρειαζόταν το κίνημα για να προχωρήσει ήταν μια Αριστερά επαναστατική, ξεκάθαρη για την στρατηγική της που θα έβαζε στο κέντρο της όχι το «ρεαλισμό» και τις «συμμαχίες» αλλά την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική στήριξη και προώθηση της αυτενέργειας της εργατικής τάξης. Θα «έσπρωχνε» για παράδειγμα την εξέγερση του πεζοδρομίου στους χώρους δουλειάς (απεργίες, επιτροπές) και θα της άνοιγε τους πολιτικούς ορίζοντες.
Τα σπέρματα μιας τέτοιας Αριστεράς είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται πριν την έκρηξη του καλοκαιριού του 1965. Τα Ιουλιανά έδωσαν τη δυνατότητα να εκφραστούν δημόσια οι πρώτες ρήξεις με το ρεφορμισμό, ομάδες που έβλεπαν την προοπτική στα κινήματα στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου όπως οι ΦΝΧ (Φίλοι Νέων Χωρών), ομάδες γύρω από το περιοδικό «Αναγέννηση» που θεωρούσαν την Κίνα του Μάο σαν την εναλλακτική λύση στο ρώσικο μοντέλο, ομάδες όπως του Πέτρουλα που αναζητούσαν έμπνευση στα ρεύματα της «νέας Αριστεράς» που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, τροτσκιστές. Αλλά αυτές οι τάσεις ήταν τότε πολύ νέες και αδύνατες για να καθορίσουν την πορεία των γεγονότων.
Είναι αλήθεια ότι η εργατική τάξη του 2015 είναι πολύ διαφορετική από του 1965. Δεν υπάρχει καμιά αυτόματη διαδικασία μεταφοράς πολιτικών ιδεών και εμπειριών. Τα διδάγματα πρέπει να «μαθαίνονται» ξανά και ξανά. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα επαναστατικό κόμμα που θα λειτουργεί σαν ο καταλύτης αυτής της διαδικασίας. Αυτό έλειψε στα Ιουλιανά –κι όχι μόνο τότε.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η τάξη και το κίνημά της είναι ένα άγραφο χαρτί. Σήμερα, είναι πολύ πιο μεγάλη και δυνατή, έχει δώσει σκληρές μάχες στο χώρο δουλειάς και το πεζοδρόμιο, είναι πολύ πιο οργανωμένη και πολιτικοποιημένη. Και το σημαντικότερο, υπάρχει πια μια αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά που είναι πολύ πιο ριζωμένη και ξεκάθαρη από ότι ήταν οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία του κινήματος. Αυτή μπορεί να κάνει υλική δύναμη την απάντηση στο ερώτημα «ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο;»: Εμείς τον κυβερνάμε, οι εργάτες/τριες. n
Σημειώσεις
1. Ο τίτλος του βιβλίου του Φώντα Λάδη (Καστανιώτης 1985) με το χρονικό και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από τα Ιουλιανά.
2. Ήταν μια 24ωρη γενική απεργία ενάντια στο Γ’ Ψήφισμα, που επέβαλε σκληρά χτυπήματα στα συνδικάτα και την Αριστερά.
3. Μαρία Στύλλου, «40 χρόνια από τη χούντα», Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 62, Μάρτης-Απρίλης 2007, http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=574
4. Ομάδα Μελέτης –Οικοδόμοι και οικοδομή στη μεταπολεμική Ελλάδα –εκδοτική ομάδα εργασία 1975, σ.σ. 18-19.
5. Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών
6. Τότε οι οικοδόμοι ήταν οργανωμένοι κατά ειδικότητα, πχ υδραυλικοί, μπετατζήδες κλπ
7. Δήμητρα Λαμπροπούλου, Οικοδόμοι – Οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα 1950-1967, Βιβλιόραμα 2009, σελ. 349
8. Ο.π. σελ. 327
9. Ροσέτος Ε. Φακιολάς, Ο Εργατικός Συνδικαλισμός στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήση 1978, σελ. 110-114 και 118-119.
10. Περισσότερα στο Δ. Λιβιεράτος, Η Κίνηση των 115 – Κοινωνικοί Αγώνες 1962-67, Προσκήνιο 2003.
11. Αλέξης Παπαχελάς, ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας, Εστία 1997, σε