Πολύτιμη ανατροπή
Η Ρίκα Μπενβενίστε, Εβραία της Θεσσαλονίκης η ίδια και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, μας προσφέρει στο βιβλίο της μια ενδιαφέρουσα ιστορική έρευνα μέσα από μαρτυρίες, προσωπικά αρχεία, επιστολές και φωτογραφικό υλικό Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Στόχος της είναι να δώσει υπόσταση και φωνή στα θύματα μιας από τις μεγαλύτερες βαρβαρότητες που έζησε η ανθρωπότητα, αλλά και να απαντήσει και να φωτίσει από νέες πλευρές κρίσιμα ερωτήματα για να κατανοήσουμε την τραγική όσο και ηρωική δεκαετία του 1940. Δεκαετία καθοριστική για τις εξελίξεις όλα τα επόμενα πολλά χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια.
Η εξιστόρηση της είναι βασισμένη σε εκτενή βιβλιογραφία και γνώση της συζήτησης για το πώς και το γιατί της εξόντωσης εκατομμυρίων εβραίων από το καθεστώς των ναζί και ανάμεσα τους μιας από τις πιο ιστορικές και ακμαίες εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη, αυτήν της Θεσσαλονίκης.
Σε μια πρώτη ανάγνωση μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις διαδρομές κάποιων δεκάδων Σαλονικιών Εβραίων από τις πρώτες μέρες της κατάληψης της πόλης από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και την σταδιακή και στη συνέχεια ραγδαία επιβολή των αντιεβραϊκών μέτρων μέχρι την ολοκλήρωση των δολοφονικών σχεδίων των ναζί και όσα επακολούθησαν το τέλος του πολέμου. Απ’ αυτήν την άποψη το βιβλίο της διαθέτει έναν σχεδόν μυθιστορηματικό χαρακτήρα.
Όλες όμως αυτές οι διαδρομές, ατομικές και οικογενειακές, μέσα από τις σκέψεις, τα αισθήματα, τα διλήμματα και τις επιλογές των ίδιων των πρωταγωνιστών, μας βοηθάνε να διαγνώσουμε καλύτερα τις συνθήκες μέσα στις οποίες υποχρεώθηκαν να ζήσουν, να αντισταθούν ή να οδηγηθούν στον αφανισμό.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου παρακολουθεί τη διαδρομή αυτών που βρέθηκαν αντάρτες στο βουνό να πολεμούν τη ναζιστική βαρβαρότητα μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Περίπου 1.000 Εβραίοι από τους περίπου 13.000 μάχιμους νεαρούς άνδρες που πολέμησαν στο μέτωπο της Αλβανίας εντάσσονται στην ένοπλη αντίσταση καταρρίπτοντας την αντίληψη ότι δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση από τη μεριά των θυμάτων. Άλλοι τόσοι και περισσότεροι βρέθηκαν να διασώζονται κρυμμένοι σε πόλεις και χωριά ανά την Ελλάδα με τη βοήθεια χριστιανών φίλων και γειτόνων και τις περισσότερες φορές κάτω από την προστασία των ένοπλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ.
Δεν θα ήταν αυθαίρετο να υποθέσουμε, με βάση και την επισήμανση της συγγραφέα, ότι εάν γινόταν πράξη η πρόταση της ηγεσίας του ΕΑΜ για οργάνωση της διαφυγής των μελών της κοινότητας από την πόλη και ένταξη της νεολαίας της στις δυνάμεις των ανταρτών, η τύχη των 50.000 εβραίων της Θεσσαλονίκης θα ήταν εντελώς διαφορετική. Ορθά, νομίζουμε, επισημαίνεται η έλλειψη διορατικότητας τόσο από την ηγεσία της κοινότητας όσο και της ίδιας της αντίστασης σχετικά με τον τελικό στόχο της ναζιστικής πολιτικής, που δεν ήταν άλλος από την εξόντωση. Σίγουρα όμως, κρίσιμο αρνητικό ρόλο έπαιξε και η πολιτική νομιμοφροσύνης και κατευνασμού των εκάστοτε κυβερνώντων, που ακολουθούσε παραδοσιακά η εβραϊκή ηγεσία απέναντι σε όλες τις αλλαγές καθεστώτων που έζησε η πόλη από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Το δεύτερο κεφάλαιο μας μεταφέρει στους τόπους του θανάτου αμέσως μετά τον πόλεμο και το άνοιγμα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Περίπου 300.000 Εβραίοι όλων των εθνικοτήτων και ανάμεσα τους κάποιες δεκάδες διασωθέντες έλληνες παραμένουν στο έδαφος της Γερμανίας. Αιωρούνται ανάμεσα σε ένα παρελθόν που για πολλούς έχει πλέον καταστραφεί ολοκληρωτικά και ένα μέλλον που πρέπει να χτιστεί σχεδόν από το τίποτα.
Όπως παραδέχεται η συγγραφέας αυτό το παρόν της σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής αποτέλεσε το πιο πρόσφορο έδαφος για αποκτήσει ελκτική δύναμη το σιωνιστικό όραμα για ένα δικό τους, εβραϊκό κράτος στα εδάφη της Παλαιστίνης. Απ’ αυτήν την άποψη, η ιστορία των εκτοπισμένων εβραίων τα 2-3 πρώτα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου είναι πολύ χρήσιμη καθώς μας δίνει μια εύλογη εξήγηση του πώς κατάφερε να κερδίσει μαζική υποστήριξη μεταξύ των εβραίων το σιωνιστικό σχέδιο σε βάρος όλων των διεθνιστικών παραδόσεων που κουβαλούσαν πολλοί απ’ αυτούς και περισσότερο ίσως ακόμη αυτοί που προέρχονταν από την ακμαία κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Και σίγουρα μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι η εξέλιξη αυτή δεν ήταν μόνο και σίγουρα όχι πρώτιστα θέμα ιδεολογίας. Η καταστροφή όλων σχεδόν των οικογενειακών, κοινωνικών και πολιτικών διχτύων του παρελθόντος, μαζί με τον συμβιβασμό ή την ήττα των κινημάτων της αντίστασης έκανε το όραμα των σιωνιστών να φαντάζει σαν το μόνο ρεαλιστικό για το μέλλον.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε όλη την πορεία αυτών των χρόνων μέσα από την ιστορία των μελών μιας εβραϊκής οικογένειας της Θεσσαλονίκης, φωτίζοντας ακόμη καλύτερα τις ελπίδες και τις ψευδαισθήσεις που οδήγησαν άλλοτε στη διάσωση και τις περισσότερες φορές στον αφανισμό. Η Ρίκα Μπενβενίστε εστιάζει εδώ και στο ρόλο των εβραϊκών συμβουλίων και του κατά πόσο και πώς αυτά μετατράπηκαν σε γρανάζι των ναζιστικού σχεδίου κάτω από το πέπλο της δήθεν αυτοδιοίκησης που τους παραχωρούσε μέσα από το φυλετικό διαχωρισμό και την γκετοποίηση.
Το βιβλίο της Μπενβενίστε αποτελεί μια πολύ χρήσιμη συμβολή στην ιστορία όχι μόνο των Σαλονικιών Εβραίων αλλά και του ίδιου κινήματος αντίστασης στην Ελλάδα. Σ’ αυτό που δεν θα μπορούσε εύκολα να συμφωνήσει κανείς με την οπτική της είναι η αναγωγή στο ρόλο της τύχης για να κατανοήσουμε όλες αυτές τις ατομικές ή συλλογικές διαδρομές. Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι με τις επιλογές και τις αποφάσεις τους είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές που φτιάχνουν την ιστορία, αλλά σίγουρα όχι αγνοώντας τις «απρόσωπες δομές», αλλά στο πλαίσιο που αυτές έχουν ήδη καθορίσει.