Ο Λέανδρος Μπόλαρης δίνει τα πιο ζωντανά παραδείγματα από τις επαναστατικές στιγμές του εργατικού κινήματος
Η στρατηγική του ενιαίου μετώπου ήταν κομμάτι της προσπάθειας των επαναστατών των αρχών της δεκαετίας του 1920 να διαμορφώσουν κόμματα που θα είναι μαζικά, τμήμα της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα παρεμβατικά, δηλαδή θα κερδίζουν τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια αυτής της τάξης στην επαναστατική θεωρία και δράση.
Τα Κομμουνιστικά Κόμματα που άρχισαν να ιδρύονται από το 1918 και μετά, είχαν καταρχήν να ξεκαθαρίσουν δυο πράγματα. Την ανάγκη για τους επαναστάτες να είναι οργανωμένοι ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τους ρεφορμιστές, τότε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς. Το παράδειγμα των μπολσεβίκων στην Ρωσία αποδείκνυε πόσο αναγκαία ήταν η ύπαρξη ενός επαναστατικού κόμματος που θα παλεύει ανοιχτά για την συντριβή του αστικού κράτους και την εργατική εξουσία. Έπρεπε, όμως, να ξεκαθαρίσουν την σχέση τους με την υπόλοιπη τάξη, τα συνδικάτα και τα κόμματα που εντασσόταν ή στήριζε.
Ο Λένιν και ο «Αριστερισμός»
Σε αυτή την προσπάθεια ήταν κρίσιμη η συμβολή του κόμματος των μπολσεβίκων και του Λένιν. Η μπροσούρα που έγραψε τον Απρίλη-Μάη του 1920 με τίτλο «Αριστερισμός, Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού» ήταν κομμάτι μιας ολόκληρης παρέμβασης για τον προσανατολισμό των νέων κομμάτων.
Ο στόχος του Λένιν ήταν οι πολύ διαδεδομένες απόψεις στους επαναστάτες εκείνη την περίοδο, που υποστήριζαν ότι οι κομμουνιστές δεν πρέπει να συμμετέχουν στις εκλογές και στα «παλιά» συνδικάτα. Τα βασικά επιχειρήματα των «αριστερών κομμουνιστών» όπως τους αποκαλεί ο Λένιν (σε κάθε χώρα είχαν διαφορετικά ονόματα) ήταν δυο: τα αστικά κοινοβούλια και τα συνδικάτα ήταν «ξεπερασμένα ιστορικά» και άρα η συμμετοχή σε αυτά δεν είχε νόημα. Αντίθετα, ήταν σημάδι «συμφιλιωτισμού» με κόμματα όπως το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD) της Γερμανίας που είχε σπάσει –στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου- από το «επίσημο» Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).
Ο Λένιν επιστρατεύει την εμπειρία των μπολσεβίκων με παραδείγματα από την ιστορία τους από το 1903 μέχρι το 1918 για να αποδείξει πόσο λάθος ήταν αυτές οι θέσεις. Αυτό που είναι ξεπερασμένο για τους επαναστάτες δεν σημαίνει ότι είναι ξεπερασμένο για τις μάζες των εργατών και των καταπιεσμένων. Πρέπει να βρίσκονται και να παλεύουν εκεί που «βρίσκονται οι μάζες» όπως στα συνδικάτα που μαζικοποιούνταν με γοργούς ρυθμούς σε όλο τον κόσμο.
Το ίδιο ίσχυε για τη συμμετοχή στις εκλογές και τα αστικά κοινοβούλια. Για τους επαναστάτες, έγραφε ο Λένιν «η δράση των μαζών –λόγου χάρη μια μεγάλη απεργία- είναι πάντοτε σπουδαιότερη από τη κοινοβουλευτική δράση. Αυτό όμως, δεν απαλλάσσει τους επαναστάτες από το να χρησιμοποιούν τις εκλογές και το βήμα του αστικού κοινοβουλίου, για να επικοινωνήσουν με τους εργάτες και τους καταπιεσμένους που έχουν αυταπάτες και «είναι διαποτισμένες από αστικοδημοκρατικές και κοινοβουλευτικές προλήψεις».
Επιτρέπονται συμβιβασμοί στους επαναστάτες και τι είδους; Είναι θεμιτές συμφωνίες, προσωρινές συμμαχίες με άλλα κόμματα και τάσεις στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά και με ποια κριτήρια; Ο Λένιν καταρχήν εξηγεί ότι όλη η πορεία των μπολσεβίκων ήταν γεμάτη από «περιπτώσεις ελιγμών, συμβιβασμών και συμμαχιών με άλλα κόμματα». Είχαν βρεθεί ακόμα και σε κοινό κόμμα με τους μενσεβίκους για μια ολόκληρη περίοδο από το 1906 μέχρι το 1912, συνεργάστηκαν με άλλα αντιπολεμικά αλλά ασυνεπή διεθνιστικά ρεύματα στις Συνδιασκέψεις του Τσίμερβαλντ και του Κίενταλ το 1915 και το 1916. Το κριτήριο, το «πρόβλημα», σύμφωνα με τον Λένιν είναι πώς αυτές οι κινήσεις θα ανεβάζουν «το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας, και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη».
Το βασικό για τον Λένιν ήταν πώς τα επαναστατικά κόμματα θα βοηθούσαν τα πιο πλατιά κομμάτια της τάξης και των καταπιεσμένων να έρθουν προς την επαναστατική προοπτική μέσα από την δικιά τους πολιτική πείρα. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί την επανάσταση δεν την κάνει η πρωτοπορία της τάξης που είναι οργανωμένη στο επαναστατικό κόμμα, αλλά η πλειοψηφία των εργατών και των καταπιεσμένων.
Με αυτή τη λογική συμβούλευε τους κομμουνιστές στην Βρετανία να προτείνουν μια εκλογική συνεργασία στο Εργατικό Κόμμα, διατηρώντας παράλληλα την ανεξάρτητη οργάνωσή τους και το δικαίωμα πλήρους ελευθερίας προπαγάνδας των ιδεών τους και κριτικής των προδοσιών της ρεφορμιστικής ηγεσίας. Έτσι θα μπορούσαν να εξηγούν με κατανοητό τρόπο στους εργάτες και τους φτωχούς που συνέρρεαν στο Εργατικό Κόμμα «όχι μόνο ότι τα σοβιέτ είναι καλύτερα από το κοινοβούλιο και η δικτατορία του προλεταριάτου είναι καλύτερη από τη δικτατορία του Τσόρτσιλ… αλλά και ότι θα ήθελα να στηρίξω τον Χέντερσον [έναν από τους ηγέτες του Εργατικού Κόμματος] με τη ψήφο μου, ακριβώς όπως το σκοινί στηρίζει τον κρεμασμένο».1
Γερμανία: κομμουνιστές και «Ανεξάρτητοι»
Σε διάφορα σημεία της ίδιας μπροσούρας ο Λένιν καταπιάνεται με το ζήτημα της σχέσης των κομμουνιστών με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (USPD). Η ηγεσία αυτού του κόμματος αναζητούσε τρόπους επαναπροσέγγισης με το «επίσημο» SPD. Στην ηγεσία του υπήρχαν άνθρωποι όπως ο Κάουτσκι ο πρώην «πάπας του μαρξισμού» που τώρα ο Λένιν τον αποκαλούσε «αποστάτη».
Ήταν πολύ εύκολο για τους κομμουνιστές να καταγγείλουν αυτό το κόμμα για την ηγεσία του, την στάση του σε συγκεκριμένες φάσεις της Γερμανικής Επανάστασης το 1918-1919, για τις ανεπάρκειες του προγράμματός του και να αρκεστούν να καλούν τον κόσμο του να το εγκαταλείψει και να μπει στο κομμουνιστικό κόμμα. Κάμποσοι Γερμανοί κομμουνιστές έκαναν ακριβώς αυτό. Όμως, ένα κομμάτι της ηγεσίας με την στήριξη του Λένιν και της Κομιντέρν ακολούθησε μια διαφορετική πολιτική. Αντί για καταγγελίες προσπάθησαν να κερδίσουν την αριστερή πτέρυγα αυτού του κόμματος. Αυτό ήταν αναγκαίο ώστε οι επαναστάτες στην Γερμανία να μην μετατραπούν σε μια απομονωμένη ομάδα.
Στις πρώτες εκλογές που είχαν γίνει στην Γερμανία μετά την επανάσταση του 1918 το «επίσημο» Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε κερδίσει περίπου 12 εκατομμύρια ψήφους. Για τεράστια τμήματα των εργατών και των φτωχών που είχαν «ξυπνήσει» πολιτικά στους μήνες της επανάστασης το SPD εμφανιζόταν ως η πιο φυσική επιλογή, ήταν το πιο παλιό και πιο γνωστό αριστερό κόμμα. Στις επόμενες εκλογές, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει.
Η εργατική τάξη είχε ζήσει τις εμπειρίες από τις προδοσίες της ηγεσίας του SPD και είχε πάρει μια γεύση της δικιάς της δύναμης με την γενική απεργία που είχε τσακίσει το πραξικόπημα του Καπ τον Μάρτη του 1920. Όταν έγιναν εκλογές τον Ιούνη το SPD έχασε τους μισούς ψηφοφόρους του και το USPD διπλασίασε τους δικούς του. Σε αυτό το κόμμα συνέρεαν εκατοντάδες χιλιάδες νέα μέλη, και ακόμα πιο σημαντικό, κέρδιζε το ένα συνδικάτο μετά το άλλο, επειδή τα στελέχη του κριτικάριζαν την πολιτική της «κοινωνικής ειρήνης» με τα αφεντικά. Κι όσο προχωρούσε αυτή η διαδικασία, τόσο δυνάμωνε μια αριστερή πτέρυγα που κοιτούσε προς την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν).
Η Κομιντέρν συνδύασε μια πολιτική αταλάντευτη στις αρχές της με την απαραίτητη ευλυγισία. Με άλλα λόγια, έβαλε την ηγεσία αυτού του κόμματος μπροστά στο κριτήριο της πράξης, μπροστά στα μάτια της βάσης της που στρεφόταν αριστερά. Για παράδειγμα, με τους «21 όρους» για την ένταξη στην Κομιντέρν που ενέκρινε το Δεύτερο Συνέδριό της το καλοκαίρι του 1920, απαίτησε από το USPD να διαγράψει ρεφορμιστές ηγέτες όπως ο Κάουτσκι αν θέλει να ενταχτεί στις γραμμές της. Στη συζήτηση για αυτούς τους όρους στο συνέδριο του USPD τον Οκτώβρη του 1920 ήρθε το ξεκαθάρισμα. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων, 236 έναντι 156 ενέκριναν τους 21 όρους. Η δεξιά πτέρυγα προτίμησε να φύγει από το κόμμα (κρατώντας τον τίτλο). Το «Ενωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» έγινε ένα μαζικό κόμμα με περίπου μισό εκατομμύριο μέλη.
Η γενίκευση
Το 1921-22 ήταν σαφές ότι το επαναστατικό κύμα που είχε γεννήσει η Ρώσικη Επανάσταση βρισκόταν προσωρινά σε υποχώρηση. Τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα έπρεπε να προσανατολιστούν στη νέα κατάσταση. Έπρεπε δηλαδή να βρουν δρόμους για να κερδίσουν την πλειοψηφία της τάξης στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής. Η στρατηγική του ενιαίου μετώπου διατυπώθηκε με αυτό τον σκοπό.
Δεν έγινε μια κι έξω. Η αρχή έγινε με τις αποφάσεις του 3ου συνεδρίου της το καλοκαίρι του 1921. Οι συζητήσεις και οι σκληρές αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν στα κόμματα και τα όργανά της –όπως η Εκτελεστική Επιτροπή της. Το 4ο συνέδριο στα τέλη του 1922 έκανε μια ακόμα πιο συστηματική επεξεργασία.
Στην «καρδιά» αυτής της στρατηγικής έμπαινε η κίνηση της ίδιας της εργατικής τάξης, οι αγώνες της. Μόνο μέσα σε τέτοιες μάχες η τάξη μπορεί να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση και την συνείδηση στην ιστορική της αποστολή. Το ενιαίο μέτωπο, δεν ήταν ούτε μια γενική συμφωνία «αρχών» ανάμεσα στους ρεφορμιστές και τους επαναστάτες, αλλά ούτε απλά ένα κόλπο για να «ξεσκεπαστούν» οι ρεφορμιστές ηγέτες. Βασίζεται στην οργανική ανάγκη της εργατικής τάξης να δίνει ενωμένη τις μάχες της, από την πιο «μερική» απεργία, μέχρι τους πιο γενικευμένους πολιτικούς αγώνες. Θα ήταν καταστροφικό οι επαναστάτες να αντιμετώπιζαν ψηλομύτικα και περιφρονητικά αυτή την ανάγκη. Αντίθετα, θα πρέπει να την ενθαρρύνουν να την κεντρίζουν, και με την συνειδητή τους παρέμβαση να ενισχύουν και να ριζοσπαστικοποιούν τους αγώνες.
Ο Τρότσκι διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στη διατύπωση της στρατηγικής του ενιαίου μετώπου και στις αντιπαραθέσεις γύρω από αυτήν. Σε ένα κείμενό του από τον Μάρτη του 1922, είχε διατυπώσει την ουσία:
«Ο σκοπός του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι να αποτελέσει την ηγεσία της προλεταριακής επανάστασης. Για να ξεσηκώσει το προλεταριάτο για την άμεση κατάληψη της εξουσίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να βασίζεται στη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Εφόσον δεν έχει αυτή την πλειοψηφία, το κόμμα πρέπει να παλέψει για να την κερδίσει. Μπορεί να το καταφέρει μόνο παραμένοντας μια εντελώς ξεχωριστή οργάνωση, με σαφές πρόγραμμα και αυστηρή εσωτερική πειθαρχία…
Όμως, είναι απολύτως προφανές ότι η ταξική ζωή του προλεταριάτου δεν αναβάλλεται κατά την περίοδο προετοιμασίας της επανάστασης. Με την πρωτοβουλία της μιας ή της άλλης πλευράς εκτυλίσσονται συγκρούσεις με τους βιομηχάνους, με την αστική τάξη, την κρατική εξουσία.
Σ’ αυτές τις συγκρούσεις –εφόσον αφορούν τα ζωτικά συμφέροντα όλης της εργατικής τάξης, της πλειοψηφίας ή εκείνου ή του άλλου τμήματός της- οι εργαζόμενες μάζες νιώθουν την ανάγκη ενότητας δράσης, για ενότητα στην αντίσταση απέναντι στην επίθεση του καπιταλισμού ή για ενότητα στην επίθεσή εναντίον του. Κάθε κόμμα που αντιπαρατίθεται μηχανιστικά στην ανάγκη της εργατικής τάξης για ενότητα στη δράση οπωσδήποτε θα καταδικαστεί στο νου των εργατών.
Συνεπώς, το ζήτημα του ενιαίου μετώπου δεν αφορά καθόλου – είτε από την σκοπιά της σύλληψής του ή επί της ουσίας του- το ζήτημα των αμοιβαίων σχέσεων της κοινοβουλευτικής ομάδας των κομμουνιστών με εκείνη των σοσιαλιστών ή των κεντρικών επιτροπών των δυο κομμάτων… Το ζήτημα του ενιαίου μετώπου, παρόλο το γεγονός ότι σ’ αυτή την εποχή ο διαχωρισμός των διάφορων πολιτικών οργανώσεων που βασίζονται στην εργατική τάξη είναι αναπόφευκτος- εμφανίζεται στη βάση της επείγουσας ανάγκης να εξασφαλιστεί για την εργατική τάξη η δυνατότητα ενός ενιαίου μετώπου στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό».2
Σε αυτή τη διαδικασία οι επαναστάτες δεν πρέπει να διστάσουν να μπουν σε συμφωνίες δράσης με τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και των συνδικάτων. Ο Τρότσκι εξηγεί:
«Οι ρεφορμιστές τρέμουν τις επαναστατικές δυνατότητες του μαζικού κινήματος. Το αγαπημένο τους πεδίο είναι το κοινοβουλευτικό βήμα, το γραφείο του συνδικάτου, οι επιτροπές μεσολάβησης, οι υπουργικοί προθάλαμοι. Εμείς, αντίθετα, πέρα από όλα τα άλλα, ενδιαφερόμαστε να σύρουμε τους ρεφορμιστές έξω από τα άσυλά τους και να τους βάλουμε δίπλα μας μπροστά στα μάτια των αγωνιζόμενων μαζών. Με τη σωστή τακτική μόνο κερδισμένοι θα βγούμε».
Και σε άλλο σημείο γράφει:
«Αλλά δεν διασπαστήκαμε με αυτούς; Ναι, επειδή διαφωνούμε στα θεμελιώδη προβλήματα του εργατικού κινήματος. Όμως παρόλα αυτά επιδιώκουμε συμφωνία με αυτούς; Ναι, σε όλες τις περιπτώσεις που οι μάζες που τους ακολουθούν είναι έτοιμες να ενωθούν σε ένα κοινό αγώνα μαζί με τις μάζες που ακολουθούν εμάς και όταν αυτοί, οι ρεφορμιστές, αναγκάζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό να γίνουν εργαλεία του αγώνα… Σε πολλές περιπτώσεις και ίσως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι οργανωτικές συμφωνίες δεν θα τηρηθούν ολοκληρωτικά ή δεν θα τηρηθούν καθόλου. Όμως είναι αναγκαίο να δίνεται πάντα στις μαχόμενες μάζες η ευκαιρία να καταλάβουν ότι η ανυπαρξία της ενότητας στη δράση δεν οφείλεται στη δική μας τυπολατρική άρνηση να συνεργαστούμε, αλλά στην πραγματική έλλειψη διάθεση για αγώνα των ρεφορμιστών».
Καρποί
Για το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) το 1922 ήταν η χρονιά ανάρρωσης από την κρίση που το είχε ρίξει ο τυχοδιωκτισμός της Δράσης του Μάρτη3 το 1921. Το κόμμα έκανε μια αποφασιστική στροφή προς το ενιαίο μέτωπο –αν και όχι χωρίς εσωκομματική αντιπολίτευση- και στην οικονομική και στην πολιτική πάλη. «Βομβάρδισε» το SPD και το USPD με προτάσεις συνεργασίας και πρωτοβουλίες κοινής δράσης. Η ηγεσία του πρώτου τρία χρόνια πριν είχε δολοφονήσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Καρλ Λήμπνεχκτ και εκατοντάδες άλλους επαναστάτες. Η ηγεσία του δεύτερου είχε προτιμήσει τη διάσπαση από τη συνεργασία με τους κομμουνιστές. Αυτά όμως δεν εμπόδισαν το ΚPD να εφαρμόσει το ενιαίο μέτωπο.
Τον Ιούνη εκείνης της χρονιάς μια φασιστική συμμορία δολοφόνησε τον υπουργό Εξωτερικών, τον Βάλτερ Ρατενάου (πολιτικά φιλελεύθερος, Εβραίος και βιομήχανος). Το KPD είχε ζητήσει ήδη από τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κοινή δράση ενάντια στις φασιστικές συμμορίες. Η δολοφονία προκάλεσε ένα κύμα οργής στην εργατική τάξη και τελικά η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών συμφώνησε σε κοινές διαδηλώσεις, που ήταν γιγάντιες.
Την ίδια ώρα που έβαζαν την υπογραφή τους, βέβαια, αρνούνταν κάθε σοβαρή συνέχεια στη δράση και σε αιτήματα όπως η εκκαθάριση του στρατού από την ακροδεξιά και η δημιουργία εργατικών πολιτοφυλακών αυτοάμυνας που πρότειναν οι κομμουνιστές. Αυτό που κέρδισε το KPD ήταν η εκτίμηση πλατιών στρωμάτων σοσιαλδημοκρατών ή ανένταχτων εργατών/τριών ότι ήταν η μόνη δύναμη που σκόπευε να παλέψει στα σοβαρά τους φασίστες.
Παράλληλα, οι κομμουνιστές πρωταγωνίστησαν σε οικονομικούς αγώνες, για αυξήσεις –ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να αυξάνει με ταχύτητα. Το έκαναν παρόλο που ήταν αδύναμοι στα συνδικάτα, ακόμα και σε αγώνες όπου οι ίδιοι ήταν εντελώς «εξωτερικοί». Όταν για παράδειγμα ένα «απολίτικο» συνδικάτο σιδηροδρομικών κατέβηκε σε απεργία τον Φλεβάρη του 1922, τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα το κατήγγειλαν και οι κομμουνιστές οργάνωσαν την συμπαράσταση.
Τα εργοστασιακά συμβούλια προορίζονταν από τους σοσιαλδημοκράτες ως διακοσμητικά όργανα «συμμετοχής» στη διοίκηση των επιχειρήσεων στο πλάι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Οι κομμουνιστές τα έκαναν όργανα πάλης. Τα συμβούλια της περιφέρειας Βερολίνου ζήτησαν από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να καλέσουν μια πανεθνική συνδιάσκεψη και όταν αυτές αρνήθηκαν την κάλεσαν τα ίδια τον Νοέμβρη του 1922. Όπως επισημαίνει ο Κρις Χάρμαν:
«Τα εργοστασιακά συμβούλια, υποστήριζαν οι κομμουνιστές, δεν θα έπρεπε να περιοριστούν στις οικονομικές διεκδικήσεις. Θα έπρεπε να αναλάβουν έστω σε εμβρυακό επίπεδο πολιτικές και κοινωνικές λειτουργίες. Πρότειναν ότι τα εργοστασιακά συμβούλια πρέπει να συντονιστούν μεταξύ τους και με τις ενώσεις νοικοκυρών από την εργατική τάξη για να συγκροτήσουν Επιτροπές Ελέγχου οι οποίες θα καταπολεμούσαν τις αυξήσεις στις τιμές και την κερδοσκοπία.
Ουσιαστικά, οι Επιτροπές Ελέγχου επέκτειναν τη δύναμη των συμβουλίων από το εργοστάσιο στη γειτονιά, συνδέοντας στενά τις οργανώσεις της βάσης της εργατικής τάξης σε τοπικό επίπεδο, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο ένα δίκτυο που μπορούσε να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και να οργανώσει άμεσα την αυτοάμυνα των εργατών απέναντι στην ακροδεξιά».4
Αυτά τα όργανα πάλης θα έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο την επόμενη χρονιά. Ήταν αυτά που κάλεσαν την Γενική Απεργία τον Αύγουστο του 1923, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης σε συνθήκες κορύφωσης της επαναστατικής κρίσης.
Ιταλία: τι είδους κόμμα;
Το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ιταλία ιδρύθηκε τον Γενάρη του 1921 μέσα από τη διάσπαση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το 1919 αυτό το κόμμα είχε κάνει αίτηση να μπει στην Κομιντέρν. Όμως, απέτυχε οικτρά στη δοκιμασία της «κόκκινης διετίας» των εργατικών συμβουλίων και των μεγάλων αγώνων που συγκλόνισαν την Ιταλία το 1919-1920. Ο Αντόνιο Γκράμσι έγραφε λίγο μετά:
«Οι καταλήψεις των εργοστασίων από το προλεταριάτο, έπιασαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα απροετοίμαστο. Το τέλος των καταλήψεων δημιούργησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα πλήρες κομφούζιο… η ηγεσία υποστήριζε ότι το να πιστεύεις στην κομμουνιστική επανάσταση στην Ιταλία, σ’ αυτή την περίοδο, ήταν καθαρή τρέλα. Μόνο μια μειοψηφία του κόμματος, που αποτελούνταν από το πιο προχωρημένο και μορφωμένο κομμάτι του προλεταριάτου, δεν άλλαξε τις κομμουνιστικές και διεθνιστικές του πεποιθήσεις. Δεν απογοητεύτηκε απ’ αυτά που συνέβαιναν – και δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από τη φαινομενική δύναμη και πρωτοβουλία του αστικού κράτους. Έτσι δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα, η πρώτη αυτόνομη και ανεξάρτητη οργάνωση του βιομηχανικού προλεταριάτου – η μόνη τάξη του κόσμου που είναι ουσιαστικά και μόνιμα επαναστατική».5
Όμως, το πρόβλημα ήταν ότι οι ιδέες που καθόριζαν την πολιτική αυτού του νέου Κόμματος ήταν εκείνες της «φράξιας της αποχής» με επικεφαλής τον Αμαντέο Μπορντίγκα. Πήρε το όνομά της από την απόρριψη της συμμετοχής στις εκλογές. Το ίδιο εχθρικός ήταν ο Μπορντίγκα και οι υποστηρικτές του απέναντι στην στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Ήταν μια στάση ιδιαίτερα σεχταριστική, τη στιγμή που ο φασισμός έκανε αποφασιστικά βήματα προς την εξουσία και εργατικά κινήματα όπως οι Arditi del Popolo προσπαθούσαν να τον αντιπαλέψουν μαχητικά και ενωτικά6. Το ΚΚΙ στάθηκε έξω από αυτές τις μάχες.
Χρειάστηκε μια επίπονη εσωκομματική πάλη, το 1924-25 για να αλλάξει κατεύθυνση το κόμμα. Η αλλαγή αποτυπώθηκε με σαφήνεια στις «Θέσεις της Λυών» την εισήγηση που ετοίμασε ο Γκράμσι για το τρίτο συνέδριο του κόμματος που έγινε τον Γενάρη του 1926. Είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τους επαναστάτες του σήμερα, γιατί αποτυπώνει τις προσπάθειες του Γκράμσι και των συντρόφων του να συνδυάσουν την υπεράσπιση της επαναστατικής στρατηγικής με την μάχιμη παρέμβαση στις πολιτικές μάχες, με όπλο την στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Αφετηρία της κριτικής στις θέσεις του Μπορντίγκα είναι η διαφορετική αντίληψη για το τι είναι ένα κομμουνιστικό κόμμα:
«Η άκρα αριστερά, αγνοώντας ή υποτιμώντας το κοινωνικό περιεχόμενο του Κόμματος, το ορίζει ως "όργανο” της εργατικής τάξης, που δημιουργείται μέσω της σύνθεσης των ετερογενών στοιχείων της. Στην πραγματικότητα, όταν ορίζουμε το κόμμα, είναι απαραίτητο πάνω απ’ όλα να τονίζουμε ότι αυτό είναι “κομμάτι” της εργατικής τάξης. Το λάθος στον ορισμό του κόμματος οδηγεί σε μια λαθεμένη προσέγγιση των προβλημάτων οργάνωσης και τακτικής.
…Για την άκρα αριστερά, η λειτουργία του Κόμματος δεν είναι να ηγείται της εργατικής τάξης σε όλες τις στιγμές προσπαθώντας να παραμένει σε επαφή μαζί της μέσα σ' όλες τις αλλαγές στην αντικειμενική κατάσταση, αλλά να διαμορφώνει και να προετοιμάζει στελέχη, που θα ηγηθούν των μαζών όταν η εξέλιξη της κατάστασης θα τις έχει οδηγήσει στο κόμμα και θα τις έχει κάνει να αποδεχθούν τις προγραμματικές και αξιακές θέσεις που αυτό έχει προκαθορίσει».
Από κει πήγαζαν οι διαφωνίες για το ενιαίο μέτωπο:
«Όσον αφορά τις τακτικές, η άκρα αριστερά υποστηρίζει ότι αυτές δεν πρέπει να καθορίζονται στη βάση της αντικειμενικής κατάστασης και της θέσης των μαζών, με τέτοιο τρόπο ώστε πάντοτε να είναι σε ευθυγράμμιση με την πραγματικότητα και να οδηγούν σε μια διαρκή επαφή με τα ευρύτερα στρώματα του εργαζόμενου πληθυσμού· τουναντίον, οι τακτικές πρέπει να καθορίζονται στη βάση φορμαλιστικών ενδιαφερόντων».7
Η διαφορά της ηγεσίας του Γκράμσι από την ηγεσία του Μπορντίγκα φάνηκε χειροπιαστά στη διάρκεια της «κρίσης Ματεότι» το καλοκαίρι του 1924. Ο Ματεότι ήταν ένας σοσιαλιστής βουλευτής που δολοφονήθηκε από τους φασίστες. Η δολοφονία του προκάλεσε ένα κύμα οργής, που ανάγκασε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να φύγουν από την βουλή και να συγκροτήσουν μια δικιά τους «κοινοβουλευτική συνέλευση». Το ΚΚΙ υπό την ηγεσία του Γκράμσι συνδέθηκε με τις αντιφασιστικές μάζες που επηρεάζονταν από τα αστικοδημοκρατικά και ρεφορμιστικά κόμματα κάνοντας πολιτικές προτάσεις κοινής δράσης, με αποτέλεσμα να ξεσκεπάζεται στην πράξη η αδράνεια και η ατολμία των ηγεσιών αυτών των κομμάτων. Την ίδια στιγμή, το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να κερδίσει το πιο μαχητικό και συνειδητό κομμάτι των αγωνιστών αυτών στις ιδέες της επαναστατικής στρατηγικής. Η δράση αυτή είχε άμεσα αποτελέσματα, οδηγώντας στον τριπλασιασμό των μελών του λίγο πριν το Συνέδριο της Λυών.
Επικαιρότητα
Έχει γίνει κοινοτυπία να λέγεται ότι οι σημερινές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από αυτές της δεκαετίας του 1920 όταν η Κομιντέρν γενίκευε την εμπειρία των επαναστατών με τη διατύπωση της στρατηγικής του ενιαίου μετώπου. Καμιά από τις αλλαγές όμως δεν αναιρεί την ανάγκη και τη δυνατότητα για να κινηθούν οι επαναστάτες με οδηγό αυτή την στρατηγική.
Για δεκαετίες οι επαναστάτες δεν είχαν το μέγεθος και την σχέση με την τάξη που θα τους επέτρεπε να ριχτούν σε τέτοιες μάχες από θέση ισχύος. Σήμερα αυτό αλλάζει. Τα περιθώρια για τέτοιες πρωτοβουλίες είναι απείρως μεγαλύτερα από προηγούμενες φάσεις της ταξικής πάλης. Το γεγονός ότι τα ρεφορμιστικά κόμματα του σήμερα έχουν πολύ ασθενέστερους οργανωτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς με την εργατική τους βάση, δεν είναι απόδειξη της παρακμής της «παλιάς αριστεράς» και της «παλιάς εργατικής τάξης», αλλά δυνατότητα για τους επαναστάτες να κερδίσουν μαζικά τμήματα της παλιάς και νέας εργατικής τάξης στον αντικαπιταλισμό και την επανάσταση μέσα από τους κοινούς αγώνες.
Για να μπορέσουν οι επαναστάτες να «σύρουμε τους ρεφορμιστές έξω από τα άσυλά τους και να τους βάλουμε δίπλα μας μπροστά στα μάτια των μαζών», χρειάζεται να διαθέτουν την αντίστοιχη ελκτική δύναμη και βάρος. Συνεπώς, η επιμονή στην απόλυτη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία του επαναστατικού κόμματος δεν είναι ούτε σεχταρισμός ούτε «επένδυση» για το μέλλον της διεκδίκησης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Είναι προϋπόθεση για να μπορέσουν να οργανωθούν και να νικήσουν οι σημερινοί αγώνες.
Όμως, δεν αρκεί να καμαρώνουμε για αυτή την ανεξαρτησία. Οι επαναστάτες τη χρειάζονται για ένα σκοπό. Για να μπορούν να παίρνουν πρωτοβουλίες που θα «ανεβάζουν το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας, και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη» όπως έγραφε ο Λένιν το 1920. Σε αυτό τον σκοπό υπακούουν οι συμφωνίες, συνεργασίες, προτάσεις για κοινή δράση, συνολικά η στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Όπως είχε γράψει ο Τρότσκι το 1922, «δεν αρκεί να διαθέτεις ένα ξίφος, πρέπει να είναι και αιχμηρό. Και εκτός από αυτό πρέπει να ξέρεις να το χειρίζεσαι». Το ενιαίο μέτωπο δεν είναι μια σειρά από κανόνες, μια έτοιμη συνταγή. Είναι τέχνη. Κι όπως όλες οι τέχνες μαθαίνεται με το δύσκολο τρόπο: με δοκιμές, αποτυχίες και επιτυχίες. Το επαναστατικό κόμμα είναι ο «συλλογικός τεχνίτης» που μαθαίνει, πράττοντας και συζητώντας.
Σημειώσεις
1. Β.Ι Λένιν, Ο «Αριστερισμός» - Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού, Σύγχρονη Εποχή 2001, σελ. 87. Από την ίδια έκδοση οι φράσεις και τα αποσπάσματα που παρατίθενται παραπάνω.
2. Leon Trotsky, On the United Front, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/ffyci-2/08.htm#f1 Πρόκειται για σημειώσεις για τα «ζητήματα του γαλλικού κομμουνισμού» που αποτέλεσαν τη βάση της εισήγησης του Τρότσκι για το Ενιαίο Μέτωπο στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αποσπάσματα του κειμένου στο Ντάνκαν Χάλας, Ο Μαρξισμός του Τρότσκι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 1999, σ.σ. 73-74.
3. Για τη Δράση του Μάρτη, βλέπε Ντάνκαν Χάλας, οπ, σ.σ. 66-70.
4. Chris Harman, Η Χαμένη Επανάσταση – Γερμανία 1918-1923, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, σελ. 380.
5. Αντόνιο Γκράμσι, «Μάζες και Ηγεσίες», Οκτώβρης 1921, από το Selections from Political Writings (1921-1926), Lawrence and Wishart, London 1978.
6. Βλέπε Tom Behan, Arditi del Popolo Η ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2012.
7. Αντόνιο Γκράμσι, Οι Θέσεις της Λυών, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2011, σελ. 39