Άρθρο
Η κρίση στην Τουρκί́α

Προεκλογική συγκέντρωση του HDP

 

Mε νέες πρόωρες εκλογές να έρχονται στην Τουρκία την 1η Νοέμβρη, ο Κώστας Βλασόπουλος αναλύει το υπόβαθρο των εξελίξεων

 

 

Οι εκλογές του Ιουνίου στην Τουρκία αποτέλεσαν ένα θρίαμβο για την Αριστερά. Η ήττα του Ερντογάν, σε συνδυασμό με την τεράστια επιτυχία του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), που απέσπασε 13% και πέτυχε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση αριστερού κόμματος για πρώτη φορά από το 1969, δημιούργησαν κύματα ενθουσιασμού σε μια νέα γενιά αγωνιστών. Λίγες βδομάδες μετά, η σφαγή Κούρδων αγωνιστών στο Σουρούτς της Τουρκίας και η συμφωνία ΗΠΑ-Τουρκίας για επέκταση των βομβαρδισμών σε Συρία-Ιράκ αντικατοπτρίζει την άλλη όψη του νομίσματος: οι χιλιάδες πρόσφυγες που καθημερινά προσπαθούν απεγνωσμένα να διασχίσουν το Αιγαίο κινδυνεύοντας να θαλασσοπνιγούν δείχνουν ανάγλυφα τις συνέπειες της βαρβαρότητας των βομβαρδισμών και των σφαγών. Ο συνδυασμός πολέμων, αστάθειας αλλά και αντίστασης βάζει πιο επιτακτικά καθήκοντα για την Αριστερά και το αντιπολεμικό κίνημα.

Η άνοδος του Ερντογάν και οι συνέπειες των πολιτικών του

Για να καταλάβουμε τις εξελίξεις στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή χρειάζεται να τις εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Όταν το ισλαμικό Kόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές του 2002, βρέθηκε αντιμέτωπο με τρεις θεμελιώδεις προκλήσεις.1 

Η πρώτη αφορούσε την εκτεταμένη οικονομική κρίση της Τουρκίας τη δεκαετία του 1990, που είχε οδηγήσει στην κατάρρευση της λίρας και στην προσφυγή στο ΔΝΤ. 

Η δεύτερη πρόκληση αφορούσε το ρόλο του στρατού και του βαθέος κράτους στο Τουρκικό σύστημα. Από την εποχή της ίδρυσης του τουρκικού κράτους το 1924, ο στρατός έπαιζε θεμελιακό ρόλο ως τοποτηρητής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης και του κεμαλικού κατεστημένου, οργανώνοντας επανειλημμένα πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980) ενάντια στην αριστερά και τα μη κεμαλικά κόμματα. Ακόμα και μετά την επιστροφή εκλεγμένων κυβερνήσεων το 1983, ο στρατός και το βαθύ κράτος διεκδικούσαν τη λήψη όλων των σημαντικών αποφάσεων, και δεν δίσταζαν να απειλούν με πραξικόπημα οποιαδήποτε κυβέρνηση διαφοροποιούνταν έστω και ελάχιστα, όπως έκαναν το 1997 ανατρέποντας την κυβέρνηση του ισλαμιστή Ερμπακάν με το λεγόμενο «ηλεκτρονικό πραξικόπημα». Στην ουσία η Τουρκία βρισκόταν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες εκεί που θα ήταν η Ελλάδα, αν την προσπάθεια φιλελευθεροποίησης της Χούντας το 1973 δεν είχαν ακολουθήσει το Πολυτεχνείο και το κίνημα της Μεταπολίτευσης.

Η κρατική και στρατιωτική καταστολή δεν αφορούσε μόνο την Αριστερά και τους ισλαμιστές: έπαιζε θεμελιακό ρόλο και στην τρίτη πρόκληση, την καταπίεση των μειονοτήτων της Τουρκίας, με πιο σημαντική τους Κούρδους. Οι Κούρδοι αποτελούν την πλειοψηφία σε μια εκτεταμένη περιοχή, που περιλαμβάνει τη νοτιοανατολική Τουρκία, τη βορειοδυτική Συρία, το βόρειο Ιράκ και το βόρειοδυτικό Ιράν. Μετά την κατάρρευση το 1918 της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που συμπεριελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των Κουρδικών περιοχών, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μοίρασαν τα εδάφη της δημιουργώντας τα σημερινά κράτη, χωρίς όμως να επιτρέψουν στους Κούρδους να αποκτήσουν δικό τους κράτος. Η εθνική καταπίεση των Κούρδων αποτέλεσε λοιπόν θεμελιακή πολιτική και των τεσσάρων κρατών της περιοχής. Το τουρκικό κράτος αρνιόταν ακόμα και την ύπαρξη των Κούρδων, βαφτίζοντας τους «ορεσείβιους Τούρκους», και απαγορεύοντας ακόμα και την ομιλία της Κουρδικής σε δημόσιους χώρους: όποιος κατείχε πληκτρολόγιο με γράμματα που είναι αναγκαία για να γραφούν τα Κουρδικά (αλλά όχι τα Τουρκικά), κινδύνευε με πολυετή φυλάκιση.

Οι Κούρδοι δημιούργησαν κινήματα αντίστασης και απελευθέρωσης που πήραν διαφορετικές μορφές σε κάθε χώρα. Στην Τουρκία το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν, κήρυξε ένοπλο αγώνα το 1984, που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1990. Ο τουρκικός στρατός προσπάθησε να επικρατήσει σκοτώνοντας χιλιάδες αντάρτες και αμάχους, καίγοντας αμέτρητα χωριά και εκτοπίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Παρά τη σύλληψη του Οτζαλάν το 1999 (με τη συνεργεία της κυβέρνησης Σημίτη), οι χιλιάδες νεκροί Τούρκοι στρατιώτες και η αδυναμία εξάρθρωσης του PKK έκαναν φανερή την ανάγκη πολιτικής λύσης. Αυτό όμως ήταν αδύνατο με δεδομένο το ρόλο του στρατού, που χρησιμοποιούσε τη συνέχιση του πολέμου ως αφορμή για τη διαιώνιση της παντοδυναμίας του.2

Στο οικονομικό επίπεδο, ο Ερντογάν εφάρμοσε πιστά νεοφιλελεύθερες πολιτικές με στόχο την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Κρατώντας τους μισθούς σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ήταν σε θέση να προσελκύσει ξένες επιχειρήσεις όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες, που μετέφεραν στην Τουρκία τα εργοστάσια συναρμολόγησης αυτοκινήτων, αυξάνοντας την απασχόληση στον τομέα κατά 350% την πενταετία 2009-2014. Για μεγάλο διάστημα ο Ερντογάν πετύχαινε να εμφανίζεται ως προστάτης των φτωχών, παρά τους στενούς δεσμούς με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τα χαμηλά μεροκάματα, εκμεταλλευόμενος ένα συνδυασμό παραγόντων: τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, το φιλανθρωπικό έργο των ισλαμικών οργανώσεων με δεδομένη την ανυπαρξία κοινωνικού κράτους, το τσάκισμα των ανεξάρτητων σωματείων από την εποχή της χούντας του 1980 και την κυριαρχία «κίτρινων», εργοδοτικών σωματείων, στα οποία οι λίγοι συνδικαλισμένοι εργάτες εντάσσονταν υποχρεωτικά.3

Σε πολιτικό επίπεδο, το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν βρέθηκε εξαρχής αντιμέτωπο με την απειλή του στρατού και του κεμαλικού κατεστημένου. Η ανατροπή της προηγούμενης ισλαμικής κυβέρνησης το 1997 από το στρατό έκανε εμφανές ότι χωρίς σύγκρουση ο Ερντογάν θα είχε την ίδια μοίρα. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά μέτρων που σταδιακά περιόρισαν δραστικά τη πολιτική δύναμη του στρατού και του παρακράτους. Η δίκη και καταδίκη δεκάδων ανώτατων αξιωματικών για συνομωσία ανατροπής της κυβέρνησης το 2008 είχε τεράστιο συμβολικό και πρακτικό ρόλο, όπως και η αναθεώρηση πολλών νόμων και άρθρων του συντάγματος, που μείωσε σημαντικά τη δυνατότητα του στρατού να επεμβαίνει στην πολιτική. Η σύγκρουση με το στρατό και το παρακράτος χάρισαν στον Ερντογάν μεγάλη δημοφιλία ως εχθρό του κατεστημένου και υπερασπιστή των καταπιεσμένων· αλλά περιορίζοντας το στρατό στην προσπάθεια να ισχυροποιήσει τη δική του εξουσία, ο Ερντογάν δημιούργησε άθελα του ένα μεγάλο άνοιγμα για τα νέα κινήματα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Αυτές οι εξελίξεις επέτρεψαν στον Ερντογάν να επιδιώξει και μια πολιτική λύση του Κουρδικού ζητήματος μέσω της ενσωμάτωσης των Κούρδων στο Τουρκικό πολιτικό σύστημα. Το πρώτο βήμα ήταν η σταδιακή κατάργηση του καθεστώτος εκτάκτης ανάγκης στις κουρδικές επαρχίες της Τουρκίας: η Κουρδική γλώσσα νομιμοποιήθηκε και διδάσκεται στα σχολεία, τα χωριά ξαναπήραν τα Κουρδικά τους ονόματα, και χιλιάδες Κούρδοι πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν. Επιπρόσθετα, η Τουρκική κυβέρνηση ξεκίνησε μια διαδικασία εκεχειρίας και διαπραγμάτευσης με το PKK, που επιφύλασσε καθοριστικό ρόλο στον φυλακισμένο και καταδικασμένο σε θάνατο Οτζαλάν!4 Ο Ερντογάν παρουσίαζόταν στους Κούρδους ως η μοναδική δύναμη που μπορούσε να λύσει το Κουρδικό, και για σημαντικό διάστημα αποσπούσε μεγάλες πλειοψηφίες στις Κουρδικές περιοχές.

Τα νέα κινήματα στην Τουρκία

Ο καπιταλισμός δημιουργεί τον ιστορικό του νεκροθάφτη, έλεγε ο Μαρξ, και οι πολιτικές του Ερντογάν είχαν το ίδιο αποτέλεσμα στην Τουρκία. Αφενός, η παγκόσμια οικονομική κρίση άγγιξε τελικά και την Τουρκία τερματίζοντας τη δεκαετία οικονομικής ανάπτυξης. Αφετέρου, η κρίση άρχισε να συνδυάζεται με την αντίσταση. Η αρχή ήρθε το καλοκαίρι του 2013 με το κίνημα του πάρκου Γκεζί. Ο περιορισμός του στρατού και του παρακράτους δημιούργησε ανοίγματα για να εκφραστεί η οργή της νεολαίας που σιγόβραζε. 

Η απόφαση της κυβέρνησης να παραχωρήσει το μικρό πάρκο Γκεζί στους μεγαλοεργολάβους αρχικά συνάντησε την αναιμική αντίδραση μιας μικρής πρωτοβουλίας κατοίκων. Αλλά όταν η κυβέρνηση θεώρησε ότι θα ξεμπέρδευε εύκολα με τις αντιδράσεις με μια ελεγχόμενη δόση καταστολής, όπως στο παρελθόν, η μικρή σπίθα προκάλεσε μια έκρηξη αντίστασης. Για βδομάδες οι μεγάλες τουρκικές πόλεις συγκλονίστηκαν από μαζικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών και νεολαίων, που επιχειρούσαν να ξεχειλώσουν τα ανοίγματα ενάντια στο στρατό και το βαθύ κράτος και να τα χρησιμοποιήσουν ενάντια στον ίδιο τον Ερντογάν.5

Όταν ο Ερντογάν κέρδισε άνετα τις δημοτικές εκλογές του 2014, και λίγους μήνες μετά εξελέγη πρόεδρος με καθολική λαϊκή ψηφοφορία, φάνηκε σαν η φλόγα του Γκεζί να είχε σβήσει. Αλλά η σκυτάλη πέρασε στα χέρια της εργατικής τάξης, που είχε διογκωθεί μαζικά στα χρόνια της ανάπτυξης. Ο συνδυασμός οικονομικής ανάπτυξης και μισθολογικής καθήλωσης, και η κατασκευή μεγάλων εργοστασιακών μονάδων με χιλιάδες εργάτες δημιούργησαν μια νέα εργατική τάξη που δεν κουβαλάει τις ήττες του παρελθόντος. Η δολοφονία 311 ανθρακωρύχων στη Σόμα το Μάιο του 2014 πυροδότησε ένα κύμα κατακραυγής για τις συνθήκες εργασίας και οργής για την εγκληματική συμπόρευση κυβέρνησης και εργοδοσίας. Το 2014 σημαδεύτηκε από την προσπάθεια σε μια σειρά εργοστασίων της μεταλλοβιομηχανίας για την υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων με αυξήσεις και αναγνώριση των ανεξάρτητων συνδικάτων, συχνά με το κάλεσμα «άγριων» απεργιών, χωρίς κάλυψη από τους γραφειοκράτες. Το Γενάρη του 2015 η κυβέρνηση αναγκάστηκε να απαγορεύσει «για λόγους εθνικής ανάγκης» μια μαζική απεργία των ανεξάρτητων συνδικάτων στη μεταλλοβιομηχανία– σαφή ένδειξη ότι έχει χάσει πια τη δυνατότητα να ελέγχει ακόμα και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.6

Μετά τη νεολαία και τους εργάτες, το Κουρδικό κίνημα αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για τη μεγάλη νίκη των εκλογών του Ιουνίου. Ο πόλεμος στην νοτιοανατολική Τουρκία δημιούργησε ένα μαζικό κίνημα στις Κουρδικές πόλεις, παράλληλα με τους αντάρτες στα βουνά, ενώ τα Κουρδικά κόμματα κατάφεραν να αποκτήσουν ευρεία απήχηση στην περιοχή. Επιπλέον, μετά από τρεις δεκαετίες πολέμου, η μορφή του κουρδικού κινήματος έχει αλλάξει δραστικά: οι μαζικές εκτοπίσεις που είχε επιβάλλει ο στρατός στη διάρκεια του πολέμου είχαν σαν αποτέλεσμα εκατομμύρια Κούρδοι να μεταναστεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας· η πόλη με το μεγαλύτερο Κουρδικό πληθυσμό είναι πια η Ισταμπούλ!

Η όσμωση ανάμεσα στο κίνημα της νεολαίας, την ανάπτυξη ενός νέου εργατικού κινήματος και του μαζικού κινήματος των Κούρδων οδήγησε στη δημιουργία του HDP, ως ενός κόμματος που βασίζεται μεν στο Κουρδικό κίνημα, αλλά επιδιώκει να εκφράσει το σύνολο της Αριστεράς και των κινημάτων στην Τουρκία: τους εργάτες, τις γυναίκες, τις θρησκευτικές και σεξουαλικές μειονότητες· για πρώτη φορά στην Τουρκία κατέβηκε ανοιχτά ομοφυλόφιλος υποψήφιος με το HDP. Ο εκλογικός νόμος, που προβλέπει Παντουρκικό όριο 10% για την είσοδο στο κοινοβούλιο, επέβαλλε στα Κουρδικά κόμματα να κατεβάζουν λίγους ανεξάρτητους υποψήφιους στις κουρδικές περιοχές, για τους οποίους δεν ίσχυε το όριο. Το ελπιδοφόρο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2014 οδήγησε την ηγεσία του HDP να κατεβάσει στις εκλογές του 2015 κομματικούς συνδυασμούς σε όλη τη χώρα, με κίνδυνο, αν δεν ξεπερνούσε το όριο του 10%, να μην εκλέξει ούτε ένα βουλευτή. 

Το αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος: όχι μόνο 13% και 80 βουλευτές για το HDP, αλλά και παταγώδης αποτυχία του Ερντογάν, που δεν απέτυχε απλά να πάρει πλειοψηφία που να του επιτρέπει να αλλάξει το σύνταγμα, αλλά για πρώτη φορά από το 2002 δεν έχει καν αυτοδυναμία. Ακόμα χειρότερα, η σύνθεση της βουλής κανεί πρακτικά αδύνατο το σχηματισμό κυβέρνησης, επαναφέροντας την κυβερνητική αστάθεια της δεκαετίας του 1990. Αλλά οι εσωτερικές εξελίξεις στη Τουρκία μπλέκονται αξεδιάλυτα με την αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή.

Το Κουρδικό και η αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής

Η αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ το 2003 όχι μόνο απέτυχε στους στόχους της, αλλά αποσταθεροποίησε το σύνολο της Μέσης Ανατολής. Στην προσπάθεια τους να ελέγξουν το Ιράκ και να διασπάσουν την Αντίσταση, οι Αμερικάνοι χρησιμοποίησαν την παλιά τακτική του διαίρει και βασίλευε: την καλλιέργεια του διαχωρισμού ανάμεσα σε Σιίτες, Σουνίτες και Κούρδους. Οι Αμερικάνοι παρέδωσαν την κυβέρνηση του Ιράκ σε μια συμμαχία Σιϊτών πολιτικών, που απέκλεισαν πλήρως από τον κρατικό μηχανισμό και τις υπηρεσίες τη σουνιτική μειονότητα και προέβησαν σε εκτεταμένα πογκρόμ εναντίον της. 

Το ξέσπασμα των Αραβικών επαναστάσεων το 2011 δημιούργησε παρόμοιες διαδικασίες στη γειτονική Συρία. Το καθεστώς του Άσαντ υποδαύλισε τις θρησκευτικές και εθνικές διαμάχες προκειμένου να διασπάσει την επαναστατική αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα, οι σύμμαχοι των Αμερικανών στην περιοχή, όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία, παρείχαν αμέριστη υποστήριξη σε σουνιτικές τζιχαντιστικές οργανώσεις, προκειμένου να αποδυναμώσουν τη δημοκρατική αντιπολίτευση και να ενισχύσουν δυνάμεις που θα αντιτίθενταν στο σιϊτικό Ιράν, βασικό σύμμαχο του Άσαντ και αντίπαλο των Αμερικανών και των συμμάχων τους. Ο συνδυασμός των εξελίξεων σε Ιράκ και Συρία γέννησε το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), που παρουσιάζει τον εαυτό του ως προστάτη των Σουνιτών και ελέγχει εκτεταμένες περιοχές και στις δύο χώρες.7

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αποσταθεροποίησης, το Κουρδικό ζήτημα πήρε νέες διαστάσεις. Στο βόρειο Ιράκ η τοπική ηγεσία των Κούρδων, συνηθισμένη στις πιο βρώμικες συμμαχίες, έχει δημιουργήσει το δικό της αυτόνομο κρατίδιο, υπό τον όρο να αποτελεί το πιο πιστό μαντρόσκυλο των Αμερικάνων στην περιοχή. Με δεδομένο το φιλο-ιμπεριαλιστικό ρόλο του κουρδικού κρατιδίου του βόρειου Ιράκ, η Τουρκία του Ερντογάν δεν είχε κανένα πρόβλημα να υπογράψει συνθήκες εκτεταμένης οικονομικής συνεργασίας: το τουρκικό κεφάλαιο ελέγχει μεγάλο μέρος της οικονομίας του ιρακινού Κουρδιστάν. 

Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στη Συρία, όπου υπό την ηγεσία του Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), αδελφού κόμματος του PKK, οι Κούρδοι έχουν δημιουργήσει τη Δημοκρατία της Ροτζάβα, που ελέγχει εκτεταμένα εδάφη στα βορειοδυτικά σύνορα Τουρκίας-Συρίας.8 Για μεγάλο διάστημα η Τουρκία έκανε τα στραβά μάτια ή ενίσχυε έμμεσα το ISIS, ελπίζοντας ότι θα τσάκιζε τους Κούρδους της Συρίας. Η πολιορκία του Κομπάνι από το ISIS ξεσήκωσε ένα μαζικό κίνημα συμπαράστασης μέσα στην Τουρκία, που οδήγησε σε θανατηφόρες συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό εξαιτίας του βρώμικου ρόλου της Τουρκικής κυβέρνησης. Η κατάληξη δεν ήταν μόνο η ήττα του ISIS στο Κομπάνι, αλλά και ο εκλογικός θρίαμβος του HDP. 

Το αποτέλεσμα είναι ότι τα σχέδια του Ερντογάν έχουν καταρρεύσει. Αφενός αδυνατεί να σχηματίσει κυβέρνηση από τις εκλογές του Ιουνίου μέχρι και σήμερα, και πιθανότατα θα αναγκαστεί να πάει σε νέες εκλογές σε αβέβαιες συνθήκες. Αφετέρου, η εκλογική ήττα σηματοδοτεί το τέλος της προσπάθειας του να παίξει κεντρικό ρόλο στην περιοχή ως πετυχημένος εκπρόσωπος του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, μετά και την ανατροπή των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο. Τέλος, η προσπάθεια επίλυσης του Κουρδικού μέσω της συντηρητικής ενσωμάτωσης των Κούρδων στην Τουρκία έχει τιναχτεί στον αέρα από τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Ροτζάβα στη Συρία και των επιτυχιών του HDP στην Τουρκία. Εκεί που προσπαθούσε να παίξει αυτόνομο ρόλο στην περιοχή, τώρα ο Ερντογάν χρειάζεται νέα σύμπραξη με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να το πετύχει. Όταν είχε πρωτοεκλεγεί, είχε αρνηθεί να δώσει τη βάση του Ιντσιρλίκ για τον πόλεμο του Μπούς στο Ιράκ. Τώρα δίνει το Ιντσιρλίκ για τους βομβαρδισμούς του Ομπάμα σε Συρία και Ιράκ.

Αυτές οι ριζικές εξελίξεις έχουν αναγκάσει τόσο τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όσο και τα κράτη-χωροφύλακες της περιοχής να αναπροσαρμόσουν τις συμμαχίες τους, με κίνδυνο ακόμα περισσότερες σφαγές και πρόσφυγες. Η αποτυχία της στρατιωτικής επέμβασης σε Ιράκ και Αφγανιστάν, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και το παγκόσμιο αντιπολεμικό κίνημα που ξεσήκωσαν, οδήγησαν στην αδυναμία των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν χερσαίες δυνάμεις στην περιοχή σε αυτή τη φάση. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να βρουν νέους συμμάχους που θα κάνουν τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό τους. Η κρίση του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού φέρνει τις ΗΠΑ μπροστά σε διλήμματα που, αν δεν ήταν επικίνδυνα, θα ήταν απλά τραγελαφικά. Οι παραδοσιακοί Σουνίτες σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή, όπως η Σ. Αραβία, τα Εμιράτα και η Τουρκία, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση τζιχαντιστικών οργανώσεων όπως το ISIS. Μπροστά στο σουνιτικό ISIS, οι ΗΠΑ θεωρούν ότι χρειάζονται συμμάχους ανάμεσα στους Σιίτες και τους Κούρδους. Το αποτέλεσμα είναι να επιδιώκουν συμμαχίες με το σιϊτικό Ιράν, μέχρι πρόσφατα μέλος του «άξονα του κακού» με το οποίο δεν είχαν καν διπλωματικές σχέσεις, και με τους Κούρδους αντάρτες του PYD και του PKK, που βρίσκεται στην λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων των ΗΠΑ!9

Η ανακοίνωση της συμφωνίας για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν στα μέσα Ιουλίου, που προβλέπει άρση του εμπάργκο και ανοίγει την προοπτική συνεργασίας ΗΠΑ-Ιράν στην περιοχή, είναι μια έκφραση αυτού του φαινομένου. Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ στα τέλη Ιούλη. Η συμφωνία περιλαμβάνει την παραχώρηση αεροπορικών βάσεων στη νότια Τουρκία προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από τις ΗΠΑ για πιο εκτεταμένους βομβαρδισμούς σε Συρία-Ιράκ, μαζί με μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη βόρεια Συρία, που θα επιτηρείται από ΗΠΑ και Τουρκία, με στόχο να αποτρέψει την ενοποίηση των Κουρδικών θυλάκων. Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την αμερικάνικη εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας ως μέσο για να τσακίσει το Κουρδικό κίνημα μέσα και έξω από την Τουρκία, έχοντας ήδη προχωρήσει σε βομβαρδισμούς εναντίον Κουρδικών θέσεων στη Συρία και σε κύμα καταστολής ενάντια στους αγωνιστές του HDP, με κατηγορίες για υπόθαλψη τρομοκρατίας και απειλές για άρση της ασυλίας των βουλευτών του.

Όπως τόνιζε ο Νίκος Λούντος σε προηγούμενο τεύχος του ΣΑΚ, «στη Μέση Ανατολή σήμερα, με τον μεγάλο χωροφύλακα, τις ΗΠΑ, πληγωμένο και σε υποχώρηση, οι τοπικοί χωροφύλακες, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Ιράν και άλλοι, βρήκαν ελεύθερο χώρο και ανταγωνίζονται για μια καινούργια μοιρασιά. Οι ΗΠΑ χρειάστηκαν και αξιοποίησαν αυτούς τους τοπικούς υπο-ιμπεριαλισμούς για να διατηρήσουν ένα επίπεδο σταθερότητας. Όμως, όπως εξηγούσε ο Λένιν πριν από έναν αιώνα, αυτοί οι συμβιβασμοί δεν λειαίνουν τους ανταγωνισμούς, ίσα ίσα τους οξύνουν».10 Πως θα συμβιβαστούν τα πλακώματα ανάμεσα σε παλιούς (Τουρκία, Σ. Αραβία) και νέους (Ιράν) συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, ή η προσπάθεια του Ερντογάν να τσακίσει το PKK σε Τουρκία και Συρία, τη βασική δύναμη που θέλουν να χρησιμοποιήσουν οι ΗΠΑ ενάντια στο ISIS;

Το ξαναμοίρασμα της τράπουλας στην περιοχή ανοίγει νέο κύκλο συγκρούσεων και σφαγών. Η αδυναμία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού οδηγεί στην προσπάθεια να βρει νέους συμμάχους προτάσσοντας την αγριότητα του ISIS. Η Αριστερά και τα κινήματα της περιοχής πρέπει να αρνηθούν ξεκάθαρα τη σύμπλευση και την υποταγή στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών ή των τοπικών χωροφυλάκων. Η ανάπτυξη ενός νέου μαζικού κινήματος στην Τουρκία, μιας κομβικής χώρας στη Μέση Ανατολή, δείχνει ανάγλυφα ποιος είναι ο πραγματικός σύμμαχος κινημάτων όπως αυτό των Κούρδων. Για την Αριστερά στην Ελλάδα, η αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (βάση της Σούδας), η διάλυση της αντιδραστικής συμμαχίας Ελλάδας-Αιγύπτου-Ισραήλ, η πάλη για το άνοιγμα των συνόρων στους πρόσφυγες και τη νομιμοποίηση των μεταναστών αποτελούν τα θεμέλια της ουσιαστικής συμπαράστασης στους ηρωικούς αγώνες των καταπιεσμένων στη Μέση Ανατολή.

Σημειώσεις

1. R. Margulies, «Turkey: between Islamic neoliberalism and Kemalist nationalism»: http://isj.org.uk/turkey-between-islamic-neoliberalism-and-kemalist-nationalism/.

2. A. Stephens, «Will there be an independent Kurdistan?»: http://www.counterfire.org/articles/analysis /17500-will-there-be-an-independent-kurdistan.

3. M. Feyyaz, «Trouble in paradise: a cautionary tale for big capital in Turkey»: http://www.internationalviewpoint .org/spip.php?article4056.

4. R. Margulies, «Dances with wolves: Turkey and the Kurds»: http://isj.org.uk/dances-with-wolves-turkey-and-the-kurds/

5. Margulies, «Turkey», ο.π.

6. Feyyaz, ο.π.

7. Δ. Κυρίλλου, Μέση Ανατολή: αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, Αθήνα, 2015, σσ. 49-66.

8. Κυρίλλου, ο.π., σσ. 159-73.

9. A. Callinicos, «The multiple crises of imperialism»: http://isj.org.uk/the-multiple-crises-of-imperialism/.

10. «Μέση Ανατολή: αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στις επεμβάσεις»: http://socialismfrombelow.gr/article.php ?id=519.