Χρήσιμες περιγραφές, λάθος συμπεράσματα
Την ώρα που δημόσια γη και κρατικές επιχειρήσεις ετοιμάζονται για ξεπούλημα στα πλαίσια του τρίτου Μνημόνιου, το βιβλίο του Κωστή Χατζημιχάλη «Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης» προσφέρει μια αναλυτική και πολύ χρήσιμη περιγραφή της κλιμάκωσης των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της γης και γενικότερα του χώρου.
Εντυπωσιάζει το πλήθος των πληροφοριών και των επιχειρημάτων, αποτέλεσμα και πρωτογενούς έρευνας, με τα οποία ο συγγραφέας, καθηγητής στο Χαροκόπειο πανεπιστήμιο, με συνοπτικό αλλά εξαιρετικά ολοκληρωμένο τρόπο, αναδεικνύει ένα από τα κεντρικά ζητήματα –και μέτωπα– για το κίνημα αντίστασης στα Μνημόνια τα τελευταία χρόνια. Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται η υφαρπαγή γης στην Ελλάδα από το ξένο και ελληνικό κεφάλαιο.
Σύμφωνα με τον Χατζημιχάλη, τα Μνημόνια και η κρίση χρέους μπορεί να αποτέλεσαν κομβικό σημείο καμπής στη βιαιότητα και την κλιμάκωση αυτής της διαδικασίας, αλλά η «επιχείρηση υφαρπαγή» ξεκίνησε από αρκετά νωρίτερα. Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή, ο συγγραφέας αναλύει το ρόλο που έπαιξαν αλλαγές «που ευνόησαν τη ‘νόμιμη’ υφαρπαγή δημόσιας γης, δηλαδή τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση ή/και την εκχώρηση με πολύ μικρό αντίτιμο»: η ανάπτυξη μεταφορικών υποδομών με συμβάσεις παραχώρησης, η δημιουργία των διαβόητων Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), η δημιουργία ανεξάρτητων ΑΕ για την «αξιοποίηση» ακίνητης περιουσίας, τα ολυμπιακά έργα κλπ.
Το δεύτερο κεφάλαιο, που είναι και το πιο δυνατό μέρος του βιβλίου, καταλήγει με την «υφαρπαγή γης» των καιρό των Μνημονίων. Εδώ αναλύεται ο ρόλος του ΤΑΙΠΕΔ και οι απόπειρες ιδιοποίησης χώρων όπως ο αιγιαλός, οι δασικές εκτάσεις, οι αρχαιολογικοί χώροι. Προσδίδοντας μια ευρύτερη έννοια στον όρο «γη», εντάσσει στη διαδικασία «υφαρπαγής» τους υδάτινους πόρους, το υπέδαφος, τη βιοποικιλότητα, αλλά και την εκποίηση της ΔΕΗ, τους αγωγούς αερίων, τις μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά), μέχρι και τις υποθηκευμένες κατοικίες. Από αυτή την άποψη, της συγκέντρωσης δηλαδή σε ένα τόμο πολλών στοιχείων συνολικά για την εκποίηση του δημόσιου πλούτου, το βιβλίο του Κωστή Χατζημιχάλη μπορεί να χαρακτηριστεί και ως βιβλίο αναφοράς, όχι μόνο για έρευνα, αλλά και για τις μάχες που έχει να δώσει το κίνημα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τους πλειστηριασμούς των κατοικιών κλπ.
Όμως, δυστυχώς, εκεί αρχίζουν τα αδύνατα σημεία του βιβλίου. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι η βασική αντίληψη του συγγραφέα για την λειτουργία του ίδιου του καπιταλισμού. Ο Χατζημιχάλης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός αντιμετωπίζει τα προβλήματά του με «συσσώρευση μέσω υφαρπαγής». Μιας υφαρπαγής γης, με την διευρυμένη έννοια που δίνει ο ίδιος στον όρο και περιλαμβάνει και τις ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων υπηρεσιών και γενικότερα την εκποίηση του δημόσιου πλούτου ή την καταπάτηση της γης προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων (πχ των βουνοκορφών για τη δημιουργία γιγάντιων πάρκων με ανεμογεννήτριες ή των παραλιών για τεράστιες τουριστικές επενδύσεις).
Έτσι, στα πλαίσια της θεωρητικής τεκμηρίωσης στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας «φλερτάρει» με την ιδέα πως «ο καπιταλισμός για την επιβίωσή του χρειάζεται πάντα ‘κάτι απ’ έξω’… για να επιβάλλει βίαιες διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης». Από τη μια πλευρά, αποφεύγει να ταυτίσει την πρωταρχική συσσώρευση που αναφέρει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο (ως προϋπόθεση της εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής), με τις σύγχρονες διαδικασίες «υφαρπαγής» (αφού η τελευταία, όπως παραδέχεται ο ίδιος «δεν διαχωρίζει τους άμεσους παραγωγούς από τα μέσα παραγωγής, ούτε δημιουργεί προλετάριους»). Όμως, στη συνέχεια εισάγει την ίδια αντίληψη από την πίσω πόρτα τονίζοντας ότι η σημερινή στρατηγική του καπιταλισμού είναι «η κλοπή συλλογικού πλούτου με κοινοβουλευτικές μορφές ληστείας.. μια κλοπή ενθηκευμένης αξίας που εμπεριέχεται στα μέσα συλλογικής κατανάλωσης και αναπαραγωγής».
Ο Χατζημιχάλης απαριθμεί ένα φάσμα δυσάρεστων χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού και ειδικότερα της εποχής των Μνημονίων στην Ελλάδα, κατατάσσοντάς τα σχεδόν όλα ως «υφαρπαγή» και «κλοπή». Όμως, μια τέτοια αντιμετώπιση δεν οδηγεί πολύ μακριά. Μπορεί από τον 19ο αιώνα που ο Προυντόν κατάγγελνε ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή», μέχρι τις σημερινές συνθήκες άγριας νεοφιλελεύθερης λεηλασίας μισθών, συντάξεων, δημόσιων εκτάσεων κλπ, η ιδέα ότι η κλοπη έχει αντικαταστήσει την εκμετάλλευση να είναι ελκυστική για εκατομμύρια ανθρώπους που υποφέρουν. Αλλά απέχει πολύ από μα ολοκληρωμένη μαρξιστική ανάλυση της σύγχρονης φάσης του καπιταλισμού.
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση (που στα περισσότερα σημεία της κινείται στα πλαίσια της ανάλυσης του αμερικάνου μαρξιστή Ντέιβιντ Χάρβεϊ) είναι ότι παρουσιάζει στοιχεία που πάντα συνόδευαν την καπιταλιστική συσσώρευση – όπως η «υφαρπαγή» κάποιων κεφαλαίων από κάποια άλλα στη διάρκεια του κύκλου ύφεσης-άνθησης-ύφεσης, καθώς και οι επιθέσεις στους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας– ως μια υποτίθεται «καινούργια» στρατηγική καπιταλιστικής συσσώρευσης «μέσω της υφαρπαγής». Όμως, αυτή η διαδικασία δεν δίνει τη δυνατότητα στην καπιταλιστική τάξη ως σύνολο να συσσωρεύσει περισσότερο.
Ό,τι ισχύει για την υφαρπαγή κάποιων (κρατικών) κεφαλαίων από κάποια άλλα (ιδιωτικά), ισχύει επίσης και για συγκεκριμένες μορφές υφαρπαγής που υφίστανται τμήματα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, η βίαια έξωση-εκδίωξη-αρπαγή των κατοικιών από τα φτωχά στρώματα στις υποβαθμισμένες συνοικίες στα κέντρα των μεγαλουπόλεων προκειμένου να υπάρξει «οικιστική ανάπτυξη» από συμπλέγματα κατασκευαστικών εταιριών και τραπεζών, δεν δημιουργεί νέα αξία ή υπεραξία για την καπιταλιστική τάξη ως σύνολο, ούτε προσφέρει στη συνολική καπιταλιστική συσσώρευση.
Όμως, όπως γράφει ο Πάνος Γκαργκάνας σε ένα παλιότερο τεύχος αυτού του περιοδικού: «Η ‘υφαρπαγή’ δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκμετάλλευση σαν ερμηνεία για την παραγωγή υπεραξίας μέσα στον καπιταλισμό. Η λεηλασία μισθών και του κοινωνικού μισθού είναι εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων είναι μεταβίβαση από έναν καπιταλιστικό τομέα σε έναν άλλον, καθώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τις ΔΕΚΟ ως μη καπιταλιστικές. Η πηγή της συσσώρευσης, η δύναμη του κεφάλαιου βρίσκεται εκεί που παράγεται η υπεραξία».
Ο Χατζημιχάλης δεν αρνείται, βέβαια, την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης ως πηγή υπεραξίας. Αλλά θεωρεί ότι η συμμετοχή στη διαδικασία συσσώρευσης είναι υποβαθμισμένη στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αντίθετα, κατ’ αυτόν «η υφαρπαγή γης και η γαιοπρόσοδος αποκτούν ξανά τον κομβικό ρόλο στη διεθνή οικονομία ως αποτέλεσμα σχέσεων χρηματιστικοποίησης».
Το θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης του συγγραφέα έχει άμεσες συνέπειες στις επιλογές που προτείνει σαν στρατηγική για το κίνημα, για την αντίσταση ενάντια στα Μνημόνια. Μετατοπίζει το κέντρο βάρους αυτής της αντίστασης από τους χώρους δουλειάς στα «πολυσυλλεκτικά κινήματα» ενάντια στις διάφορες πλευρές της υφαρπαγής γης, ενάντια στις εξορύξεις χρυσού στη Χαλκιδική, για την υπεράσπιση του αιγιαλού κλπ «από τη στιγμή που οι παραδοσιακοί αγώνες των εργατικών συνδικάτων είτε απουσιάζουν, είτε είναι απομαζικοποιημένοι». Πέρα από το γεγονός ότι είναι κυριολεκτικά αντιστροφή της πραγματικότητας να μιλάει κανείς για «απουσία εργατικών αγώνων» στην Ελλάδα τα τελευταία έξη χρόνια, το πραγματικό πρόβλημα μιας τέτοιας αντιμετώπισης φαίνεται όταν μπαίνει το ερώτημα του ποιοι θα αντισταθούν πχ στην «υφαρπαγή»-ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Κατά τον συγγραφέα η αντίσταση δεν μπορεί να έρθει από τους εργαζόμενους στη ΔΕΗ γιατί αυτοί «είχαν προνόμια που δημιουργούσαν έντονες ανισότητες στην εργατική τάξη και οι συνδικαλιστές έλυναν και έδεναν»! Το γεγονός ότι αυτοί οι ίδιοι εργαζόμενοι έκαναν δυο φορές κατάληψη των μηχανογραφικών κέντρων για να σταματήσουν το διαβόητο χαράτσι στις φτωχές οικογένειες (ένα κλασικό παράδειγμα «υφαρπαγής»), περνάει απαρατήρητο.
Η αριστερά, και σίγουρα η αντικαπιταλιστική αριστερά, πάντα βρέθηκε δίπλα στα κινήματα ενάντια στην καπιταλιστική υφαρπαγή γης κάθε είδους, όχι μόνο ως συμπαραστάτης, αλλά και ως οργανωτής της αντίστασης –από τους παραπηγματούχους του Περάματος πριν ακριβώς 40 χρόνια μέχρι τις Σκουριές σήμερα. Από αυτή την άποψη είναι πολύ άδικη η κατηγορία που της απευθύνει ο συγγραφέας ότι μέχρι σήμερα θεωρούσε αυτά τα ζητήματα «δευτερεύουσας σημασίας».
Παρά το άνισο αποτέλεσμα, το βιβλίο του Κωστή Χατζημιχάλη είναι πραγματικά εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύ χρήσιμο γιατί παρουσιάζει μια συνολική και πειστική εικόνα του τι σημαίνουν οι Μνημονιακές επιθέσεις. Αξίζει να διαβαστεί, έχοντας, όμως, σαν οδηγό ότι «οι αλυσίδες σπάζουν εκεί που φτιάχνονται», όπως έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στους χώρους δουλειάς, εκεί που γίνεται η συσσώρευση στον καπιταλισμό μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αυτό είναι κάτι που ισχύει και τις μέρες μας, περισσότερο από έναν αιώνα πριν.