Έλλειμμα Στρατηγικής
O επεξηγηματικός υπότιτλος, «κλασσικές αναλύσεις, σύγχρονες εμπειρίες», είναι ο λόγος που αυτό το βιβλίο έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των αγωνιστών/τριών της Αριστεράς. Οι μεγάλες μετατοπίσεις και αλλαγές των τελευταίων χρόνων έχουν φέρει στην επιφάνεια αντιπαραθέσεις που θεωρούνταν ξεπερασμένες και ιστορικές εμπειρίες που έμοιαζαν να ανήκουν σε σκονισμένες βιβλιοθήκες.
Οπότε είναι λογικό να προξενεί ενδιαφέρον ένα βιβλίο που όπως υπόσχεται η παρουσίαση στο εσώφυλλό του: «ζωντανεύει τις ζωηρές και γόνιμες διαμάχες ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα της μαρξιστικής σκέψης σε εύρος 170 χρόνων…».
Ο τρόπος που ο συγγραφέας επιλέγει να κάνει αυτή την παρουσίαση είναι μιας μορφής ανθολόγιο. Χωρίζει το βιβλίο σε οχτώ κεφάλαια, από τα οποία ακολουθούν αποσπάσματα από γνωστά και λιγότερο γνωστά κείμενα των «κλασσικών» και πιο σύγχρονων μαρξιστών –ή με αναφορά στο μαρξισμό- διανοούμενων. Και πράγματι τα ζητήματα που θίγονται συνοψίζουν την πολύπλευρη συζήτηση που αναπτύσσεται: Κρίσεις και επαναστατικές δυνατότητες, ο Γόρδιος Δεσμός του κράτους, Κράτος εξαίρεσης και φασιστική απειλή, Ενιαίο Μέτωπο, πόλεμος θέσεων και μεταβατικό πρόγραμμα, Η αριστερή κυβέρνηση στη δοκιμασία της Ιστορίας, Η πείρα της Λατινικής Αμερικής, Εθνικό κράτος, «παγκοσμιοποίηση» και Ευρωπαϊκή Ένωση, Το κόμμα, το κράτος, ο λαός.
Είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια. Επίσης φιλόδοξη. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Τι συμπεράσματα βγάζει για παράδειγμα ο συγγραφέας (Π.Π) από τις εμπειρίες της «Αριστερής κυβέρνησης στη δοκιμασία της ιστορίας;» Αυτό το κεφάλαιο είναι από πολλές απόψεις ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρο το βιβλίο. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η ίδια η ιστορία έχει συνοψιστεί μέχρι σημείου εξαφάνισης, έλλειψη που δεν αναπληρώνει η παράθεση κάποιων αποσπασμάτων στο ανθολόγιο, όπως για τα κορντόνες στη Χιλή του Αλιέντε.
Στο επίπεδο των συμπερασμάτων ο συγγραφέας δεν διστάζει να καταδικάσει για παράδειγμα την «στρατηγική των σταδίων» ως υπεύθυνη για τις ήττες είτε της Ισπανικής Επανάστασης είτε της Χιλής το 1970-73. Αυτή την στρατηγική εγκαινίασε η σταλινική Κομιντέρν στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα του βιβλίου συνοψιζόταν στο εξής: «πρώτα δημοκρατικός αγώνας για την απόκρουση του φασισμού και μόνο ύστερα, σε δεύτερο χρόνο, σοσιαλιστική επανάσταση (αντί του σωστού, που θα ήταν: μέσα από τον αγώνα εναντίον του φασισμού για την σοσιαλιστική επανάσταση».
Σωστά επισημαίνεται ότι «η αντικειμενική δυναμική των ταξικών αγώνων στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν μπορούσε να στριμωχτεί στα εγκεφαλικά καλούπια της οποιαδήποτε ηγεσίας» και οι «λαϊκές μάζες» δεν «περιορίστηκαν στον στενό κορσέ του αστικοδημοκρατικού ‘μίνιμουμ προγράμματος αλλά εξαπέλυσαν από την πρώτη στιγμή κατά κύματα επιθέσεις κατά των κυρίαρχων τάξεων».
Σωστά, αλλά ποια στρατηγική, πήγαινε μπροστά αυτές τις «επιθέσεις», και ποια έσπαγε τα «κύματα» για να τα πισωγυρίσει; Σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας επιλέγει περίτεχνες διατυπώσεις που επί της ουσίας δικαιολογούν την στρατηγική που στην ίδια σελίδα δηλώνει ότι χρεοκόπησε. Ετσι, μπορεί η στρατηγική των σταδίων που ακολουθούσε η Κομιντέρν να χρεοκόπησε αλλά για τον συγγραφέα αυτό δεν σημαίνει χρεοκοπία: «αυτής καθαυτής της γραμμής της εργατικής κυβέρνησης. Αντίθετα, παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τις οργανικές αδυναμίες τους, οι αριστερές κυβερνήσεις των δυο Λαϊκών Μετώπων έπαιξαν ρόλο καταλύτη», γράφει ο Π.Π. Καταρχήν, η έμμεση και ταχυδακτυλουργική ταύτιση των Λαϊκών Μετώπων με τις «εργατικές κυβερνήσεις» που περιέγραφε η Κομιντέρν στην επαναστατική της περίοδο είναι απολύτως λάθος. Οι κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου ήταν κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας, όχι «εργατικές».
Κι όσο αλήθεια είναι ότι οι «λαϊκές μάζες» πήγαν πολύ μακρύτερα από κει που ήθελαν να τις σταματήσουν οι ηγεσίες τους, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι σε αυτή την κίνηση δεν είχαν πολιτικό στήριγμα ανεξάρτητο από τα κόμματα που κήρυτταν τον αυτοπεριορισμό και τον συμβιβασμό. Και γι’ αυτό ηττήθηκαν. Η λογική ότι οι «αριστερές κυβερνήσεις» μπορεί να λειτουργήσουν σαν καταλύτης δεν απαντά στο ερώτημα ποια αντιπολίτευση έχουν από τα αριστερά τους και με ποιο προσανατολισμό.
Υπάρχουν ιστορικές εμπειρίες, πιο πρόσφατες, τις οποίες αναφέρει επί τροχάδην ο συγγραφέας χωρίς να λέει «όλη την ιστορία». Επισημαίνει για παράδειγμα ότι οι μαζικές οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς στην Ιταλία στήριζαν το σύνθημα για αριστερή κυβέρνηση στα μέσα της δεκαετίας του ’70 με την ελπίδα ότι θα στρέψουν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προς τα αριστερά και μακριά από τον «ιστορικό συμβιβασμό» με την Χριστιανοδημοκρατία.
Δεν λέει, όμως, την συνέχεια. Κατέβηκαν στις εκλογές του 1976 έχοντας επικεντρώσει όλες τις ελπίδες τους στην εκλογή μιας τέτοιας κυβέρνησης που θα λειτουργούσε σαν «καταλύτης». Τα εκλογικά τους αποτελέσματα ήταν φτωχά, αλλά αυτό δεν ήταν το μεγάλο πρόβλημα. Έχοντας στηρίξει όλη την στρατηγική τους στον «καταλύτη» μπήκαν σε μια βαθιά κρίση όταν το ΙΚΚ επέλεξε την στήριξη της δεξιάς κυβέρνησης. Η σημερινή επαναστατική αριστερά δεν πρέπει να επαναλάβει παρόμοια λάθη.
Από αυτή την άποψη, η προσπάθεια του συγγραφέα να γενικεύσει στο επίπεδο της σύγχρονης στρατηγικής επαναλαμβάνει παλιά λάθη. Γράφει για παράδειγμα ότι μια «πραγματικά αξιόμαχη αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να παίξει διευκολυντικό ρόλο σε μια μακρόχρονη διαδικασία σταδιακής συγκρότησης δυαδικής εξουσίας». Και ισχυρίζεται ότι αυτό είναι μια «δυαδική εξουσία νέου τύπου»:
«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια δυνάμει εξουσία των εργαζομένων που συγκροτείται εντελώς ανεξάρτητα, έξω και ενάντια στο κράτος και ετοιμάζεται για την τελική ‘έφοδο’, ούτε για το προσφιλές στον ευρωκομμουνισμό και την παλιά σοσιαλδημοκρατία σχήμα των σοσιαλιστικών ‘νησίδων’ που αναδύονται σταδιακά μέσα από το καπιταλιστικό περιβάλλον, φτιάχνοντας το δικό τους διαρκώς επεκτεινόμενο αρχιπέλαγος. Έχουμε να κάνουμε με μια δυαδική εξουσία που αναπτύσσεται και έξω αλλά και μέσα στο κράτος –όπως άλλωστε και η αστική εξουσία, που επεκτείνεται τριχοειδώς με χίλιες δυο φλέβες στην κοινωνία των πολιτών».
Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που η αστική τάξη ανέβηκε στην εξουσία με τον τρόπο που θα το κάνει η εργατική τάξη. Η πρώτη ξεκίνησε ως μια εκμεταλλεύτρια τάξη που αναπτύχθηκε στους πόρους της παλιάς κοινωνίας και έγινε κυρίαρχη πολιτικά όταν είχε κυριαρχήσει οικονομικά και εν μέρει ιδεολογικά. Δεν ισχύει το ίδιο με την εργατική τάξη. Γι’ αυτό η «δυαδική εξουσία» οι θεσμοί που χτίζει η τάξη στις μεγάλες στιγμές της ταξικής πάλης δεν μπορεί παρά να είναι σύντομη. Οι αναφορές στο «μακρόχρονο» και «σταδιακό» έχουν ξανακουστεί από ρεύματα στην αριστερά, πχ στην Γερμανική Επανάσταση, και πάντα κατέληγαν στην απορρόφηση των οργανώσεων που είχε χτίσει η τάξη στο αστικό κράτος ή στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Ο Π.Π στηρίζεται στις αναλύσεις του «μαρξιστή αντιπρόεδρου της Βολιβίας» Αλβάρο Λινέρα για να στηρίξει αυτή την προοπτική. Η πιο διάσημη φράση του Λινέρα, στις αρχές της προεδρίας Μοράλες, ήταν ότι αυτό που υπήρχε σαν ρεαλιστική προοπτική ήταν «40, 50 χρόνια ανάπτυξης του καπιταλισμού των Άνδεων». Κι η κυβέρνηση Μοράλες, αυτή τη στρατηγική προσπαθεί να υλοποιήσει, ερχόμενη σε σύγκρουση με κομμάτια του κινήματος που την ανέδειξε.
Η πορεία προς την «δυαδική εξουσία» δεν είναι προφανώς υπόθεση μιας «νύχτας». Οι επαναστάτες έχουν να κάνουν σκληρή και «μακρόχρονη» δουλειά, για να κερδίσουν τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της τάξης σε αυτή την προοπτική. Όχι με αφηρημένη προπαγάνδα, αλλά με όπλο την στρατηγική του ενιαίου μετώπου στις μάχες που δίνει ή πρέπει να δώσει η τάξη –οικονομικές και πολιτικές. Σε αυτές τις μάχες, όμως, χρειαζόμαστε μια στρατηγική πυξίδα που να δείχνει την σωστή κατεύθυνση και ένα κόμμα που να ξέρει να την χειρίζεται. Αυτό είναι το δίδαγμα των «κλασσικών αναλύσεων και των σύγχρονων εμπειριών».