Η Μαρία Στύλλου γράφει για τις δυνατοτότητες αλλά και τις υποχρεώσεις της αριστερης αντιπολίτευσης στη δεύτερη κυβέρνηση του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ
Το καινούργιο ΣΑΚ κυκλοφορεί μέσα σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής ταραχής. Μπροστά μας οι εξελίξεις φέρνουν τα πάνω κάτω. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της Αριστεράς που είχε πρόγραμμα ανατροπής των Μνημονίων, βάζει στη Βουλή και ψηφίζει το καινούργιο μνημόνιο, και τα μέτρα που το υλοποιούν. Την Παρασκευή 17 Οκτώβρη ψηφίστηκε απ’ όλους τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ (154 στο σύνολο), το πρώτο πακέτο των μέτρων, και στις αρχές Νοέμβρη ετοιμάζονται για το δεύτερο. Επειδή το δεύτερο περιλαμβάνει και ασφαλιστικό, και κόκκινα δάνεια, οι ψηφοφορίες θα είναι πιο δύσκολες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν ελπίδες για μαζική ανταρσία των βουλευτών/τριών του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον προς το παρόν. Σημαίνει όμως ότι οι πιέσεις ανεβαίνουν. Γιατί όλα αυτά εξαρτώνται από τις αντιδράσεις και τις μάχες που ήδη ξεκίνησαν.
Όταν λέμε εξελίξεις-πολιτικό σεισμό, όπου η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ψηφίζει μνημόνια, ενώ τα κόμματα των Σαμαροβενιζέλων τα καταψηφίζουν παρ’όλο που είχαν ψηφίσει τη Συμφωνία μέσα στο καλοκαίρι, πρέπει να παίρνουμε υπόψη ότι συμβαίνουν ταυτόχρονα τρία πράγματα.
Το πρώτο, η απόφαση για πανεργατική από ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ για τις 12 Νοέμβρη, με προοπτική κλιμάκωσης. Η ΓΣΕΕ που φέτος στη ΔΕΘ έδωσε βήμα στους μεταλλωρύχους χρυσού του Μπόμπολα και της Eldorado Gold, μια συνδικαλιστική γραφειοκρατία που έχει μετατραπεί σε τσανακογλύφτη των τραπεζιτών και των Μπομπολαίων, σύρθηκε στην απόφαση για πανεργατική κάτω από δυο πιέσεις. Η πρώτη είναι η μάχη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, που αφορά ό,τι έχει απομείνει από ΔΕΚΟ (λιμάνια, ΟΣΕ, ΔΕΗ) και η δεύτερη είναι η κυβερνητική απόφαση για συνένωση (στην πραγματικότητα διάλυση) των ασφαλιστικών ταμείων που αφορά όλους. Η πραγματικότητα είναι ότι οι εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες έχουν ήδη αρχίσει – σε δημόσιο, ΔΕΚΟ και μεγάλους ιδιωτικούς χώρους (το παράδειγμα της COSCO) – και αυτό ανάγκασε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ να καλούν σε 24ωρη πανεργατική απεργία και να μιλάνε για συνέχεια.
Το δεύτερο στοιχείο είναι οι εξελίξεις είναι εξίσου γοργές και στο πολιτικό μέτωπο. Μετά το σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης Τσίπρα και ιδιαίτερα μετά την ψηφοφορία για το πρώτο πακέτο «εφαρμοστικών» μέτρων, οι διαρροές και αποχωρήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ξαναρχίσει μαζικά. Επώνυμοι που δηλώνουν ότι φεύγουν, όπως ο Κορωνάκης (γραμματέας του κόμματος μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας), εκλεγμένοι βουλευτές που δεν δέχτηκαν να ξαναείναι υποψήφιοι και τώρα δηλώνουν ότι δεν ανήκουν πια στο κόμμα, αλλά και χιλιάδες που ανήκαν στις τοπικές, που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Σεπτέμβρη και τώρα του γυρίζουν την πλάτη.
Μολονότι η αποχώρηση της ομάδας των βουλευτών που δημιούργησαν τη Λαϊκή Ενότητα ήταν πιο τρανταχτή και προκάλεσε πάταγο, η φυγή τώρα είναι πιο μεγάλη. Κατά την άποψη μας είναι θέμα χρόνου το πότε θα φτάσει και στην κοινοβουλευτική ομάδα και σε μεσαία στελέχη. Η διαπίστωση είναι ότι οι εκλογές δεν σταμάτησαν την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, και εδώ η παρομοίωση με το ΠΑΣΟΚ το 1985 είναι άμεση.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 1985 (η δεύτερη φορά μετά το 1981), με μεγάλη πλειοψηφία. Ο Αντρέας Παπανδρέου θεώρησε ότι ήταν αρκετά δυνατός για να διορίσει τον Σημίτη υπουργό Εθνικής Οικονομίας και να εφαρμόσουν μαζί το πιο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας μετά την μεταπολίτευση. Το αποτέλεσμα ήταν μέσα σε λίγες βδομάδες, ακριβώς πριν από τριάντα χρόνια, το ΠΑΣΟΚ να χάσει ό,τι είχε καταφέρει να κερδίσει μέχρι τότε: ΓΣΕΕ, συνδικαλιστές, νεολαία, στελέχη των τοπικών οργανώσεων, μια μαζική ανταρσία της βάσης. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, αυτός ο κόσμος δεν πήγε στο σπίτι του, αλλά αποτέλεσε τη δύναμη και τον πολιορκητικό κριό που ανάγκασε την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να κάνει κωλοτούμπα, και να περάσει από τον Σημίτη στο «Τσοβόλα δώστα όλα»..
Παράλληλα με τις αντιδράσεις, έχει ανοίξει διάπλατα η πολιτική συζήτηση για το τι έφταιξε. Αυτό είναι το τρίτο στοιχείο που σημαδεύει τη σημερινή κατάσταση. Πώς έγινε και μια κυβέρνηση της Αριστεράς στην Ελλάδα, το παράδειγμα και η ελπίδα για όλη την Ευρώπη, να έχει αυτή την κατάληξη. Είναι σαφώς μια συζήτηση που δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά απλώνεται σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα με τις εκλογές στην Πορτογαλία, και με τις επικείμενες εκλογές στην Ισπανία (στις 20 Δεκέμβρη) και στην Ιρλανδία (στις αρχές του 2016).
Ανοίγουν ζητήματα στρατηγικής που δεν μπορεί κανένα κομμάτι της Αριστεράς, και ιδιαίτερα ο κόσμος που αποχωρεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να μην τα αντιμετωπίσει. Στην Πορτογαλία το Μπλόκο της Αριστεράς και το ΚΚΠ αποφάσισαν κυβέρνηση συνεργασίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η στροφή αριστερά και στην Ισπανία και στην Ιρλανδία που έρχεται ανοίγει τα ίδια ζητήματα. Πώς θα αποφύγουμε συμβιβασμούς σαν αυτούς του ΣΥΡΙΖΑ; Ελπίζοντας σε κυβέρνηση της Αριστεράς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό ή χρειαζόμαστε αντικαπιταλιστική προοπτική;
Το πώς πάμε παραπέρα από τα ξεπουλήματα μιας κυβερνητικής αριστεράς είναι μια συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα όχι μόνο λόγω ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και λόγω Λαϊκής Ενότητας. Η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια γενναία απόφάση και πράξη, η στρατηγική της ΛΑΕ όμως δεν ξεπερνάει τα χνάρια και την προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ πριν τις 25 Γενάρη. Αρκεί η υπόσχεση ότι μια «πραγματική» κυβέρνηση της αριστεράς θα είναι καλύτερη ή πρέπει να πάμε πέρα από τα πλαίσια του κοινοβουλευτικού δρόμου;
Τα αποτελέσματα των εκλογών
Μετά τις εκλογές της 20 Σεπτέμβρη άνοιξε μια συζήτηση που ακόμα συνεχίζεται: πόσο η νέα Βουλή αντικατοπτρίζει τη συνείδηση που υπάρχει μέσα στον κόσμο που την ψήφισε; Έγινε ξαφνικά «μνημονιακό» όλο εκείνο το κομμάτι που έδωσε το 62% στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος;
Το ότι η σημερινή σύνθεση της Βουλής αποτελείται συντριπτικά από βουλευτές που τα κόμματα τους πρότειναν και ψήφισαν τα μνημόνια, ανοίγει πολλά ζητήματα. Τι αντιφάσεις υπάρχουν ανάμεσα σε αυτή τη σύνθεση και τον κόσμο και επομένως πόσο σταθερή είναι; Και κατά προέκταση, σε τι αντιδράσεις μπορεί να ελπίζει κανείς; Ιδιαίτερα όταν ο κόσμος ψήφισε για δεύτερη φορά ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι η ηγεσία του είχε ήδη περάσει τη συμφωνία. Αυτά είναι ζητήματα που χρειάζονται απαντήσεις.
Το βασικό ερώτημα είναι εάν τα αποτελέσματα καταγράφουν τάση συντηρητικοποίησης ή όχι μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η πρώτη και άμεση απάντηση είναι το τι συμβαίνει στις γειτονιές και στους χώρους που ο κόσμος ξαναψήφισε στις 20 Σεπτέμβρη τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Πειραιάς. Η Β’ Πειραιά (Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Νίκαια, Κορυδαλλός, Πέραμα), θεωριόταν κάστρο της ΛΑ.Ε. και ιδιαίτερα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, αλλά η ΛΑ.Ε. πήρε 3,8% και ο ΣΥΡΙΖΑ 42%. Εύκολα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό κατέγραψε μια δεξιά μετατόπιση. Ποια είναι η εικόνα του Πειραιά μετά τις εκλογές; Μαζική αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, η κυβέρνηση δεν τολμάει να υλοποιήσει ότι ο Πειραιάς είναι ένα από τα πέντε hot-spots γιατί φοβάται ότι αυτό ισοδυναμεί με εξέγερση. Από ποιους; Μα από όλους τους εργατικούς χώρους και την αριστερά που κάνει απεργία στον ΟΛΠ ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, από τους εργάτες της COSCO που απειλούν με απεργία για τα βαριά και ανθυγιεινά, από την ΠΝΟ που ετοιμάζεται να δέσει τα καράβια για το ασφαλιστικό, από τον κόσμο που διαδήλωσε από το δημαρχείο της Δραπετσώνας στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του λιμανιού και του χώρου των λιπασμάτων.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Θράκη. Στην Ξάνθη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε άνοδο, έφτασε το 49% και κέρδισε και τους τρεις βουλευτές. Στη Ροδόπη κέρδισε δύο από τους τρεις μειονοτικούς βουλευτές που εκλέχτηκαν. Ο αριστερός κόσμος στην Ξάνθη και σε όλη τη Θράκη είναι στο προπύργιο της μάχης για να πέσει ο φράχτης στον Έβρο και να ανοίξουν τα σύνορα στους πρόσφυγες. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι αυτή η εικόνα καταγράφει συντηρητισμό και στροφή δεξιά του κόσμου.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, όμως δεν στηριζόμαστε μόνο στα παραδείγματα. Η ψήφος στις κάλπες είναι ένα μόνο από τα στοιχεία που εκφράζουν τη συνείδηση του κόσμου. Χρειάζεται να δούμε και να θυμηθούμε τις τεράστιες αλλαγές στις ιδέες, τα γεγονότα και τις δράσεις που καθόρισαν τη στροφή αριστερά όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η ταξική θέση του καθένα και της καθεμιάς είναι καθοριστικός παράγοντας για τη συνείδηση που δεν είναι στατική, αλλά αντίθετα είναι αντιφατική και αλλάζει ανάλογα με τις εξελίξεις της ταξικής πάλης.
Η άνοδος και η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Γενάρη, ήταν αποτέλεσμα των συγκρούσεων της εργατικής τάξης για να μην περάσουν και να μην εφαρμοστούν τα μνημόνια. Οι εργάτες/τριες βρέθηκαν αντιμέτωποι με κόμματα που τα είχαν στηρίξει όχι μόνο εκλογικά αλλά και πολιτικά, ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ, και χρειάστηκε να παλέψουν για να τα ανατρέψουν. Συγκρούστηκαν με ιδέες και επιχειρήματα που μέχρι πριν λίγο τα πίστευαν και οι ίδιοι/ες.
Όσο η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν είναι ενιαία, άλλο τόσο και η εμπειρία που περνάνε τα διάφορα κομμάτια της έχει τις δικές της διαδρομές. Οι εργάτριες και στις 25 Γενάρη και στις 20 Σεπτέμβρη ψήφισαν σε μεγαλύτερο ποσοστό ΣΥΡΙΖΑ, απ’ ό,τι οι άντρες αντίστοιχης ηλικίας. Γιατί; Γιατί μέσα στην τελευταία εικοσαετία έχει ανέβει η επίθεση ενάντια στις γυναίκες, αλλά έχουν μεγαλώσει και οι αντιστάσεις τους.
Στις μεγάλες απεργίες για το ασφαλιστικό το 2001 (Γιαννίτσης) και το 2007 (Μαγγίνας), απεργούσαν και βγήκαν στην πρώτη γραμμή όχι μόνο οι γυναίκες των ΔΕΚΟ, αλλά και μια σειρά από καινούργια εργοστάσια – νέες εργάτριες – που έδιναν τον τόνο με τα πανό τους στις μεγάλες πανεργατικές. Δεν ήταν μάχες μόνο οικονομικές αλλά και σύγκρουση με τον σεξισμό. Δεν ήταν οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών οι πρώτες που πήραν μαζικά μέρος στα συλλαλητήρια ενάντια στο σεξισμό και την καταπίεση, αλλά εργαζόμενες στα νοσοκομεία, στους παιδικούς και βρεφονηπιακούς σταθμούς των δήμων, που έβλεπαν ότι οι περικοπές και τα κλεισίματα δεν τις ρίχνουν μόνο στην ανεργία, αλλά καταδικάζουν χιλιάδες εργαζόμενες στη σκλαβιά του σπιτιού και στα απλήρωτα μεροκάματα.
Όταν λέμε «το ποτάμι πίσω δεν γυρνά», αυτό δεν είναι ένα σκέτο σύνθημα αλλά εκφράζει μια ολόκληρη περίοδο μεγάλων απεργιακών συγκρούσεων και πολιτικών μαχών. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο κλασικό της βιβλίο με τίτλο Μαζική Απεργία, Κόμμα και Συνδικάτα είχε αποκρυσταλλώσει αυτή την ιδέα: «Το πολυτιμότερο και σταθερότερο αποτέλεσμα της απότομης διαδοχικής άμπωτης και παλίρροιας της επανάστασης είναι η ανάπτυξη με άλματα του προλεταριάτου στο πνευματικό και πολιτιστικό πεδίο». Τέτοια προχωρήματα ιστορικά χρειάστηκαν χτυπήματα της αντεπανάστασης για να τσακιστούν και σήμερα σίγουρα δεν βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση. Η αριστερή αντιπολίτευση απέναντι στη δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη για τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Σταθερότητα;
«Η σύνθεση της νέας Βουλής κάνει το πολιτικό σύστημα πιο σταθερό και τα σχέδια της κυρίαρχης τάξης πολύ πιο εύκολα». Επιφανειακά, ένα τέτοιο συμπέρασμα μοιάζει σωστό αφού εκτός από το 5,5% του ΚΚΕ καμιά άλλη αριστερή αντιπολίτευση δεν εκπροσωπείται στη Βουλή. Αλλά και εδώ η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή την άποψη. Γιατί η σταθερότητα μιας Βουλής δεν εξαρτάται μόνο από τη σύνθεση της, αλλά από το τι συμβαίνει απ’ έξω.
Το δεύτερο μνημόνιο το 2012 ψηφίστηκε από μια Βουλή με κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ με σαρωτική πλειοψηφία και όμως τίποτα δεν σταμάτησε την κατάρρευση της και της κυβέρνησης του Παπαδήμου, που αναγκάστηκε να πάει για εκλογές, αμέσως μετά. Το δεύτερο μνημόνιο είχε ψηφιστεί, αλλά η εφαρμογή του εξελισσόταν σε μάχη που τσάκισε και την επόμενη συγκυβέρνηση.
Η κατάσταση σήμερα είναι χειρότερη για το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, ιδιαίτερα για τη Ν.Δ. Η σημερινή Ν.Δ. φτάνει στα επίπεδα διάλυσης. Ο λόγος για αυτή την εξέλιξη δεν είναι οι προσωπικοί καυγάδες και τσακωμοί ανάμεσα στους διάφορους υποψήφιους για την ηγεσία της, είναι ότι η δεξιά έχει δυσκολία γραμμής.
Η γραμμή της σκληρής δεξιάς αντιπολίτευσης και της κινδυνολογίας με την προσδοκία μιας γρήγορης «αριστερής παρένθεσης» απέτυχε. Αυτή ήταν η γραμμή Σαμαρά και στις εκλογές του Γενάρη και στο δημοψήφισμα και ηττήθηκε τόσο εμφατικά ώστε ο Σαμαράς αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Ο Μεϊμαράκης και ένα κομμάτι από την ηγεσία της Ν.Δ. έλπιζε ότι η απογοήτευση από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τον καλοκαιρινό συμβιβασμό θα έστριβε τον κόσμο προς τη Ν.Δ. Και γι’ αυτό προεκλογικά προσπάθησε να εμφανίζεται συναινετικός και ανοιχτός. Όλη η προεκλογική του καμπάνια απευθυνόταν σε ένα κομμάτι που στις προηγούμενες εκλογές, έφυγε προς τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΕΛ. Όχι μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι επαναπατρίστηκε, αλλά ακόμα και όσοι δεν πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ, φούσκωσαν τα ποσοστά της αποχής. Δεν ήταν όλη η αποχή στις αριστερές περιοχές, ήταν και στις δεξιές.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στελέχη της ΝΔ, όπως ο Δένδιας και η Γιανάκου να λένε σε συνεντεύξεις τους στην Καθημερινή και στην Αυγή αντίστοιχα ότι η ΝΔ θα έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει στρατηγική και ύστερα να εκλέξει νέα ηγεσία. Μόνοι τους χρησιμοποιούν εκφράσεις όπως ότι «το κάρο μπήκε μπροστά από το άλογο». Ουσιαστικά παραδέχονται ότι αυτό το όχημα της αστικής πολιτικής δεν τραβάει.
Ελπίδα για κέρδη από την απογοήτευση με τον ΣΥΡΙΖΑ έτρεφε και η ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Γι’ αυτό και ο Κασιδιάρης υποσχόταν προεκλογικά ότι τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής θα ήταν διψήφια. Από έναν άλλον δρόμο ο Κασιδιάρης και συνολικά η ηγεσία των νεοναζί φανταζόταν ότι από μια κρίση του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να βγουν κερδισμένοι οι φασίστες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η οι αυτοματισμοί δεν ισχύουν. Αυτό έχει ανοίξει καυγάδες και συγκρούσεις και τάσεις αποσυσπείρωσης ανάμεσα σε ηγετικές ομάδες και φασιστικούς παράγοντες.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η δίκη της Χρυσής Αυγής, οι αποκαλύψεις που διαδέχονται η μια την άλλη για Μιχαλολιάκους και Σια που ομολόγησαν και την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Φύσσα, ανοίγουν την προοπτική για να μπουν όλοι φυλακή με ισόβια. Αυτό το δεκανίκι του συστήματος δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του αυτή τη στιγμή και το αντιφασιστικό κίνημα μπορεί να το αχρηστέψει τελείως.
Η πιο άμεση κοινοβουλευτική εφεδρεία για τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να είναι το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Η αλλαγή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η εκλογή της Φώφης Γεννηματά στη θέση του Βενιζέλου ήταν η προσπάθεια να παίξει προεκλογικά η συρρικνωμένη πια σοσιαλδημοκρατία το ρόλο του σταθεροποιητικού κέντρου. Δεν τα κατάφερε ούτε εκλογικά, αλλά ούτε και στη συνέχεια. Η ανασύνταξη της κεντροαριστεράς έχει πέσει σε ύφαλο και από το ΠΑΣΟΚ και από το Ποτάμι. Και τα δύο κόμματα παραπαίουν ανάμεσα σε αντιπολιτευτικές κορώνες και την προσδοκία να γίνουν κυβερνητικοί εταίροι.
Η σύνθεση της νέας Βουλής μπορεί να επιτρέπει προς το παρόν τη δυνατότητα να ψηφίζονται μνημόνια και εφαρμοστικοί νόμοι, αλλά αυτό δεν μεταφράζεται σε σταθερότητα για την εφαρμογή τους. Σ’ αυτόν τον τομέα ο παράγοντας εργατικό κίνημα συνεχίζει να έχει τη δυνατότητα και τη δύναμη να καθορίζει τι εφαρμόζεται και με τι πολιτικό κόστος. Αυτό είναι βασικό στοιχείο για να πηγαίνει η αγανάκτηση από τις μνημονιακές επιθέσεις της κυβέρνησης προς τα αριστερά. Αλλά ούτε αυτό είναι αυτόματο. Εξαρτάται από το πόσο αξιοποιεί αυτές τις δυνατότητες η αριστερή αντιπολίτευση.
Η αριστερή αντιπολίτευση
Η αριστερά σε όλη την Ευρώπη μεγαλώνει. Το έδειξαν οι εκλογές στην Πορτογαλία με την άνοδο που κατέγραψε τόσο το Μπλόκο της Αριστεράς όσο και το ΚΚ. Το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στην Ιρλανδία που δίνουν εντυπωσιακά ποσοστά στην Αριστερά πέρα από το Σιν Φέιν. Το έδειξε επίσης το κύμα που ανέδειξε τον Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία. Στην Ελλάδα οι εκλογές κατέγραψαν ένα ποσοστό σχεδόν 10% για τα κόμματα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό το ποσοστό έχει την τάση να μεγαλώνει.
Η οργή από την κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στρέφεται στα δεξιά αλλά στα αριστερά. Αυτό φαίνεται από τις αντιστάσεις στις μνημονιακές επιθέσεις, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Το τεράστιο κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης στους πρόσφυγες καταγράφει στροφή προς τα αριστερά σε ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα. Εκεί που η δεξιά και τα ΜΜΕ δίνουν τα ρέστα τους να αλλάξουν το κλίμα.
Είναι σαφές ότι η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα αρχίζει και παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις ακόμα και από την αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας, δεν πρόκειται να σταματήσει. Η κυβέρνηση δεν έχει μπροστά της ένα δρόμο επιτυχιών, αλλά αποτυχιών, συμβιβασμών και επώδυνων μέτρων για την εργατική τάξη. Κι αυτό θα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και την ίδια την κυβέρνηση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μπαίνουν τρία μεγάλα καθήκοντα για τα κόμματα, κινήσεις και οργανώσεις που βρίσκονται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρώτο, η στήριξη των αγώνων για να μην περάσει το μνημόνιο. Καμιά ιδιωτικοποίηση, κανένα ασφαλιστικό, καμιά φοροεπιδρομή. Το δεύτερο δηλαδή το ξεκαθάρισμα πάνω στην αναγκαιότητα της πολιτικής οργάνωσης είναι το οργανωτικό. Και το τρίτο, το ζήτημα της στρατηγικής. Η μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει, κυβέρνηση της αριστεράς ή εργατική εξουσία.
Η μάχη για να μην περάσει το μνημόνιο έχει σαν προϋπόθεση αυτό που επισημαίνουν σε άρθρο τους στην Εφημερίδα των Συντακτών οι Β. Καλαματιανός και Γ. Αραβανής (24-25 Οκτώβρη 2015 – σελ. 18) «Πλατιά κινητοποίηση των εργαζομένων σε ενιαίο μέτωπο χωρίς διαιρέσεις και διακρίσεις, με κορμό την εργατική τάξη και τα συνδικάτα της». Το άρθρο Καλαματιανού και Αραβανής (στελέχη του ΚΚΕ μέχρι πρόσφατα) είναι άρθρο κριτικής απέναντι στο ΚΚΕ και πώς ο τρόπος που κινείται στους αγώνες, είναι σεκταριστικός και δεν βοηθάει τις μάχες να ξεδιπλωθούν και να είναι αποτελεσματικές. Αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι πρόβλημα μόνο του ΚΚΕ. Η ενωτική στήριξη των αγώνων είναι ζητούμενο για όλη την αριστερά.
Δεμένη με αυτό, είναι η οργάνωση από τα κάτω στους εργατικούς χώρους. Μόνον η οργάνωση της βάσης (το πιο μαχητικό κομμάτι) μπορεί να λειτουργήσει σαν εγγύηση απέναντι στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που είναι έτοιμες να συμβιβαστούν, ή να υποχωρήσουν τις περισσότερες φορές πριν καν καλέσουν σε απεργία.
Εργάτες και εργάτριες μέσα σε κάθε εργατικό χώρο που θέλουν να παλέψουν το καινούργιο μνημόνιο, και να μην αφήσουν ούτε ένα μέτρο να περάσει, δεν πρέπει να αφήνονται στη δυνατότητα κάθε γραφειοκράτη να τους φρενάρει ή να τους καθορίσει. Οι εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία, ιδιαίτερα σε ένα μεγάλο κομμάτι νοσοκομείων μέσα στο λεκανοπέδιο, μπορούν και αποφασίζουν απεργιακές κινητοποιήσεις και αναγκάζουν και την ομοσπονδία να ακολουθήσει. Η ύπαρξη ενός Συντονιστικού της βάσης παίζει ρόλο.
Η παρέμβαση μέσα στους εργατικούς χώρους και συνολικά μέσα στο κίνημα δεν εξαντλείται σε ένα κινηματισμό, αλλά έχει ανάγκη και από πολιτική γενίκευση. Οι εργάτες που απεργούν για να μην περάσει το νέο ασφαλιστικό, χρειάζεται να κερδηθούν και στην άποψη ότι τα λεφτά υπάρχουν. Ότι μπορούν να πάρουν την απόφαση και να βάλουν τα συνδικάτα τους να διεκδικήσουν και να παλέψουν για τη διαγραφή του χρέους. Για να μην πληρώσει η κυβέρνηση την επόμενη δόση στο ΔΝΤ, και στην ΕΚΤ, αλλά αντίθετα αυτά τα λεφτά να πάνε για μισθούς, συντάξεις και προσλήψεις.
Η πολιτική γενίκευση δεν είναι «καπέλο» όπως υποστηρίζουν οι απόψεις της Αυτονομίας. Είναι δύναμη για κάθε αγώνα ξεχωριστά και για το σύνολο της τάξης. Αλλά αυτή η γενίκευση δεν πέφτει από τον ουρανό. Απαιτεί παρουσία, δράση, πρωτοβουλίες μιας Αρσιτεράς που έχει τέτοιο προσανατολισμό. Γι’ αυτό, το ενιαίο μέτωπο και η κοινή δράση για το δυνάμωμα ενός αγώνα και μιας απεργίας πηγαίνει χέρι-χέρι με την ύπαρξη, ανάπτυξη και ανεξάρτητη λειτουργία της επαναστατικής αριστεράς.
Το τρίτο ζήτημα είναι η συζήτηση των στρατηγικών. Δεν φτάνει να λέμε ότι «η επιτυχία της Θάτσερ ήταν ο Μπλαιρ, και η επιτυχία της Ε.Ε. είναι ο Τσίπρας» (Κουβελάκης σε συζήτηση στο Kings College, Λονδίνο), αλλά γιατί και πώς μπόρεσαν να έχουν τέτοια επιτυχία. Δηλαδή ποιές ήταν οι στρατηγικές αδυναμίες της Αριστεράς που άφησαν τα περιθώρια στις δυνάμεις της άρχουσας τάξης να καθορίσουν παλιότερα τη σοσιαλδημοκρατία και σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εάν η στρατηγική της αριστεράς είναι να γίνει κυβέρνηση για να αλλάξουν τα πράγματα, τότε η πίεση επάνω της να αποδώσει εκλογικά, την καθορίζει και αυτό επηρεάζει και την εξωκοινοβουλευτική της δράση. Γι’ αυτό η τύχη όλων των αριστερών κομμάτων που θεώρησαν ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος ήταν πιο σύντομος και πιο αποτελεσματικός κατέληξε στο ίδιο σημείο: είτε ηττήθηκαν είτε συμβιβάστηκαν πολύ γρήγορα.
Σήμερα η συζήτηση για τη στρατηγική ανοίγει μέσα στο πιο μεγάλο ακροατήριο όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Και είναι ανοιχτό εάν η αριστερά, ο κόσμος που συγκρούεται με τη λιτότητα και τον νεοφιλελευθερισμό, οι χιλιάδες νέοι και εργάτες που οργανώνουν τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, που παλεύουν ενάντια στους φασίστες και τους ρατσιστές, που το παράδειγμα της Ελλάδας τους έχει ξεσηκώσει, εάν αυτή η αριστερά θα οδηγηθεί στην ήττα ή στο να ανοίξει μια καινούργια προοπτική.
Μπορεί η Αριστερά να μιλάει για “συνέχεια του κράτους” και να αυτοπεριορίζεται σε σταδιακές μεταρρυθμίσεις και μικρές “ρωγμές”, ή πρέπει να ανοίγει την προοπτική της ανατροπής; Περιορίζουμε τις ελπίδες μας στο σχηματισμό κυβερνήσεων της Αριστεράς ή έχουμε ορίζοντα την εργατική εξουσία;
Σ’αυτά τα στρατηγικά ζητήματα χρειάζεται η αριστερή αντιπολίτευση να συζητήσει, να ξεκαθαρίσει και να παλέψει.