Η Αργυρή Ερωτοκρίτου κάνει αναδρομή στην παρουσία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για να αναδείξει τα καθήκοντα που έχει μπροστά της.
Στο δρόμο για την τρίτη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαίο να εξετάσουμε συνολικά την προσπάθεια και την πορεία της συγκροτημένης παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Να δούμε δηλαδή τι ρόλο έχει παίξει στα τελευταία έξι χρόνια για τις μάχες του κινήματος της εργατικής τάξης και της νεολαίας, πώς συνέβαλε στη διαμόρφωση και προβολή της συνολικής εναλλακτικής και προοπτικής. Αν έπαιξε ρόλο στην εκρηκτική άνοδο της Αριστεράς και εν τέλει πόσο απαραίτητη είναι ή αν χρειάζεται να αναζητήσουμε κάπου αλλού τη διέξοδο από τη σημερινή κρίση όχι μόνο του συστήματος αλλά και της ρεφορμιστικής Αριστεράς.
Η εξέγερση μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008 άνοιξε ένα νέο κύκλο για το κίνημα και την Αριστερά στην Ελλάδα. Ο συνδυασμός της με την έναρξη της οικονομικής κρίσης, τις διασώσεις τραπεζών από τα κράτη διεθνώς και την κυβέρνηση του Καραμανλή εδώ, δημιούργησε εκρηκτικές καταστάσεις. Ξέσπασε ένα κίνημα που έβαζε πιο καθαρά σε αμφισβήτηση τον καπιταλισμό. Ήταν η αρχή μίας πολωμένης περιόδου. Η νέα ριζοσπαστικοποίηση ασφυκτιούσε μέσα στο παλιό πολιτικό σκηνικό και ήταν αδύνατο, ιδιαίτερα για τα κόμματα της Αριστεράς, να συνεχίζουν να λειτουργούν με τον τρόπο που λειτουργούσαν παλιότερα αν ήθελαν να παίξουν ρόλο στις εξελίξεις και να ανταποκριθούν στις ανάγκες του κινήματος.
Τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς, το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισαν αρνητικά την εξέγερση. Το μεν ΚΚΕ κατήγγειλε εξαρχής τους “προβοκάτορες” και ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ στις πρώτες μέρες στήριξε την εξέγερση στη συνέχεια αναδιπλώθηκε πάνω στις πιέσεις της δεξιάς ότι καλύπτει τους “κουκουλοφόρους”. Το βασικό όμως ήταν ότι στάθηκαν εμπόδιο για την κλιμάκωση και το άπλωμα της νεολαιίστικης εξέγερσης στους χώρους δουλειάς, συναινώντας με την ηγεσία της ΓΣΕΕ για μετατροπή της απεργιακής διαδήλωσης που ήταν προγραμματισμένη στις 10/12 σε μια υποβαθμισμένη συγκέντρωση στο Σύνταγμα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες για πρώτη φορά οι οργανώσεις της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα πήραν την πρωτοβουλία της συγκρότησης του μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ήταν μια ιστορική επιλογή. Οργανώσεις και κόμματα με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές και παραδόσεις που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του κινήματος που ξεδιπλωνόταν έκαναν ένα τεράστιο βήμα για να ανταποκριθούν στα μεγάλα καθήκοντα της περιόδου. Τους ένωνε “η αντικαπιταλιστική προοπτική, η διάθεση ολόπλευρης ρήξης με τις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές κοινωνικές σχέσεις, η επιμονή στην αναγκαιότητα αλλά και τη δυνατότητα του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.”1 Ήταν μια έμπρακτη προσπάθεια ο αντικαπιταλισμός να μην είναι προπαγανδιστικός αλλά μια δύναμη που διεκδικούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις.
Το ζήτημα της στήριξης των αγώνων και των πιο μαχητικών μορφών του μέχρι το τέλος ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας στον οποίο συγκροτήθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η άρνηση των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ να παίξουν αυτό το ρόλο εγκυμονούσε τον κίνδυνο αυτό το κίνημα να πισωγυρίσει και να στραφεί στην απογοήτευση. Η επιμονή ότι το νεολαιίστικο κίνημα του Δεκέμβρη πρέπει να απλωθεί από τις φοιτητικές και μαθητικές καταλήψεις στους χώρους δουλειάς, να βάλει σαν στόχο το γκρέμισμα της κυβέρνησης των δολοφόνων και μαζί όλων των επιθέσεων που προσπάθησε να περάσει ήταν ένα από τα βασικά σημεία σύγκλισης των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς τότε.
Παράλληλα η εκτίμηση ότι η κρίση που έχει ξεσπάσει είναι μια δομική κρίση του καπιταλισμού, όμοια με εκείνη της δεκαετίας του '30 άνοιγε τη συζήτηση για την χρησιμότητα μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς κόντρα στις θεωρίες για κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Μπορεί στην αρχή της δεκαετίας του 2000 αυτό να φάνταζε σαν μία διαφοροποίηση στις «λεπτομέρειες» μέσα στην Αριστερά αλλά στο τέλος της δεκαετίας αυτής, οι αποτυπώσεις στην αντιμετώπιση του κινήματος ήταν έντονα ορατές.
Η συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ήταν το καταστάλαγμα μιας διαδικασίας που εξελισσόταν όλη τη δεκαετία του 2000. Τα κινήματα που αναδύθηκαν πολιορκώντας τις συνόδους του ΠΟΕ, των G8 και του ΔΝΤ στο Σιατλ, την Πράγα και τη Γένοβα έδωσαν τη δυνατότητα στην επαναστατική αριστερά που ήταν μικρή τότε, μέσα από τη συμμετοχή και τη στήριξη του αντικαπιταλισμού ως προοπτική να αναπτυχθεί. Τα Κοινωνικά Φόρουμ που ήταν προσπάθειες για την οργανωτική συγκρότηση εκείνου του κινήματος έβαζαν κρίσιμα καθήκοντα: “Τρεις κατευθύνσεις αναδεικνύονταν [...] που εκφραζόταν στις συνελεύσεις και στις ολομέλειες: α) ότι υπάρχουν συγκεκριμένα καθήκοντα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, β) ότι χρειάζεται σύνδεση με την οργανωμένη εργατική τάξη και γ) ότι χρειάζεται τρόπος παρέμβασης στην πολιτική. Και τα τρία προκάλεσαν πρόβλημα στην ηγεσία της ρεφορμιστικής πτέρυγας του κινήματος. Δεν ήταν στις επιλογές τους ούτε η ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών μέσα στις χώρες τους, ούτε ο προσανατολισμός στις απεργίες και τις καταλήψεις, ενώ όσον αφορά στην πολιτική προτιμούσαν το κίνημα να λειτουργεί ως ομάδα πίεσης στους ήδη υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς και όχι να τροφοδοτήσει πολιτικές ανατροπές.”2 Τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια του 2003 ήταν πρωτοβουλίες αυτών των διαδικασιών που ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την αντικαπιταλιστική αριστερά. Όλη αυτή η πορεία πυροδότησε κινήσεις για τη συγκρότηση μιας νέας Αριστεράς σ' όλη την Ευρώπη που προσπαθούσε να εκφράσει αυτό το κίνημα και ταυτόχρονα να κερδίσει κόσμο που έσπαγε από τη σοσιαλδημοκρατία. Από τη δημιουργία του Die Linke στη Γερμανία, του NPA στη Γαλλία και του Μπλόκου της Αριστεράς στην Πορτογαλία.
Στην Ελλάδα τα βήματα του κινήματος επιταχύνθηκαν με το πανεκπαιδευτικό κίνημα του 2006-2007 ενάντια στην κατάργηση του άρθρου 16, τις απεργίες διαρκείας των εκπαιδευτικών για αυξήσεις, τις απεργίες ενάντια στο Ασφαλιστικό και τις ιδιωτικοποιήσεις της κυβέρνησης του Καραμανλή. Οι πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο και η σύνδεση με την εργατική τάξη για την οποία μιλούσαν τα κοινωνικά φόρουμ γίνονταν χειροπιαστές και οι αντικαπιταλιστές έριξαν όλες τους τις δυνάμεις για αυτές. Μέσα απ' αυτές τις εμπειρίες έγινε τελικά κατορθωτή και η κεντρική πολιτική συγκρότηση αυτού του ρεύματος.
Οι Ευρωεκλογές του Ιούνη του 2009 ήταν μια κρίσιμη μάχη. Σε όλη την Ευρώπη τα σημάδια της πολιτικής κρίσης ως αποτέλεσμα της οικονομικής ξεκίνησαν να φαίνονται. Η συμμετοχή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σ' αυτές τις εκλογές έδινε τη δυνατότητα να διεκδικήσει ότι μπορεί να εκφράσει κομμάτια που φεύγουν πρός τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, να προβάλει ένα πρόγραμμα με οικονομικά και πολιτικά αιτήματα που λειτουργεί ενωτικά και να αναδείξει το αίτημα για διεθνιστική ρήξη με την ΕΕ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ γίνεται πολύ πιο απαραίτητη μ' αυτή την εικόνα.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το πρώτο Μνημόνιο και το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η κατάρρευση της ΝΔ και η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση έβαλε νέα καθήκοντα στην αντικαπιταλιστική αριστερά και το κίνημα. Η επιδείνωση της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και η εισαγωγή του πρώτου Μνημονίου έκανε επιτακτικό το ζήτημα της εναλλακτικής από τη μεριά της Αριστεράς. Η παραδοσιακή ιδεολογική επίθεση της δεξιάς και της κυρίαρχης τάξης ότι η Αριστερά δεν έχει άποψη ούτε πρόγραμμα για τις τράπεζες, τα ελλείμματα ή την οικονομία και το μόνο που είναι ικανή να κάνει είναι να “λαϊκίζει” υιοθετώντας τα αιτήματα των “συντεχνιών” κλιμακωνόταν. Μπορεί σήμερα να φαίνεται σχετικά εύκολο κάποιος να συμφωνήσει στο ότι το χρέος δε δημιουργήθηκε από τους τεμπέληδες του νότου, των PIGS αλλά τότε ήταν η βασική προπαγάνδα της κυβέρνησης και της ΕΕ και χρειαζόταν απαντήσεις-στηρίγματα για το κίνημα. Το αξεπέραστο “μαζί τα φάγαμε” του Πάγκαλου το 2010 ήταν κομμάτι αυτής της επίθεσης.
Το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, διαμορφώθηκε μέσα σε αυτό το πλαίσιο σπάζοντας το ιδεολόγημα ότι πλέον το λόγο έχουν μόνο οι “υπεύθυνες” συστημικές δυνάμεις. Η διαμόρφωσή του δεν προέκυψε μέσα από τα κεφάλια κάποιων σοφών ή εμπειρογνωμόνων αλλά προσπάθησε να συναρτήσει τέσσερα ζητήματα:3 τα αιτήματα που προέκυπταν από τις άμεσες διεκδικήσεις του κινήματος, πώς αυτά υλοποιούνται ή χρειάζεται να ξεπεράσουν την παρούσα κατάσταση της οικονομίας, τι προοπτική ανοίγουν και ποιος είναι ο φορέας της.
Το αίτημα για την παύση πληρωμών και τη διαγραφή του χρέους έδινε την απάντηση στο πού θα βρίσκονταν τα λεφτά για τις αυξήσεις στους μισθούς και τις προσλήψεις που διεκδικούσε το εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα άνοιγε τη συζήτηση για το πώς δημιουργήθηκε αυτό το χρέος όλες τις προηγούμενες δεκαετίες από τα θαλασσοδάνεια μέχρι τις κρατικοποιήσεις των προβληματικών επιχειρήσεων. Στα επιχειρήματα που έλεγαν ότι προέχει η θωράκιση του τραπεζικού συστήματος που είναι πυλώνας της οικονομίας με ανακεφαλαιοποιήσεις και πακέτα διάσωσης από τον κρατικό προϋπολογισμό απαντούσε το αίτημα για κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος χωρίς αποζημίωση στους τραπεζίτες κάτω από εργατικό έλεγχο. Η ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ έκοβε τις δυνατότητες για εκβιασμούς από τους Σόιμπλε και την ΕΚΤ.
Ήταν πάνω από όλα ένα πρόγραμμα δράσης για την εργατική τάξη και το κίνημα της διότι άνοιγε το ζήτημα του ποιος έχει τον έλεγχο στα κλειδιά της οικονομίας και της κοινωνίας. Δε μπορούσε λοιπόν να εφαρμοστεί από κάποια αριστερή κυβέρνηση αλλά έπρεπε να στηριχτεί στους αγώνες του κόσμου. Η δύναμη της πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρισκόταν στο ότι συμβάδιζε με το απεργιακό κίνημα και τις μάχες του. Ο γύρος των συζητήσεων που οργανώθηκε σε χώρους δουλειάς και γειτονιές προβάλλοντας το αίτημα για στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους ήταν ταυτισμένο με τα απεργιακά μπλοκ που συγκεντρώνονταν στο Μουσείο στις πανεργατικές απεργίες. Σωματεία, συνδικάτα και φοιτητικοί σύλλογοι υιοθετούσαν μετά από συζητήσεις στις γενικές συνελεύσεις το αίτημα για διαγραφή του χρέους.
Αυτά έβαλαν την πίεση και προσανατόλισαν σε ένα βαθμό όλη την Αριστερά. Το ΚΚΕ ενώ αρχικά κατήγγειλε τα αιτήματα ως “ρεφορμιστικά” και αποπροσανατολιστικά αναγκάστηκε το 2011 να προβάλει το αίτημα της διαγραφής του χρέους και της εξόδου από την ΕΕ. Αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε να μιλάει για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Η συμβολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν κάτι περισσότερο από πολύτιμη στο αν η Αριστερά θα είχε εναλλακτική στην εποχή των Μνημονίων που ξεκινούσε.
Η Άνοδος της Αριστεράς
Οι εκλογές του 2012 και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση με την εντυπωσιακή εκτίναξη του από το 4% στο 27% πυροδότησαν μία θυελλώδη συζήτηση μέσα στο κίνημα και την Αριστερά συνολικά. Μπορούσε η Αριστερά να κυβερνήσει; Ποια θα ήταν η τύχη μιας τέτοιας κυβέρνησης, με τι θα έπρεπε να συγκρουστεί, είχε θέση και ρόλο η αντικαπιταλιστική Αριστερά σε μια τέτοια προοπτική; Για δύο ολόκληρα χρόνια εξελισσόταν αυτή η συζήτηση με πιέσεις σε όλα τα τμήματα της Αριστεράς να στηρίξουν τη «μοναδική ευκαιρία να» ξεφορτωθούμε τους Σαμαροβενιζέλους στέλνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.
“Όσο πιο πετυχημένα θα προχωράει η συνεργασία και η ενότητα των αντικαπιταλιστών, τόσο πιο σύνθετα προβλήματα τακτικής, οργάνωσης των αγώνων και ιδεολογικής αντιπαράθεσης θα έχει να αντιμετωπίσει. Μαζικοποίηση των πρωτοβουλιών του αντικαπιταλιστικού χώρου σημαίνει κοινή δράση και τριβή με κομμάτια που επηρεάζονται από τις ιδέες του ρεφορμισμού και της αυτονομίας. Από τις ιδέες του «ρεαλισμού» από τη μια μεριά και της «ανυπομονησίας» από την άλλη.”4 Αυτή η εκτίμηση του 2009 φάνηκε με τον πιο έντονο τρόπο εκείνα τα δύο χρόνια μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ξανά και ξανά έπρεπε να επιστρατευτούν τα επιχειρήματα για τη δύναμη του από τα κάτω και το ρόλο της εργατικής τάξης. Ότι ήταν οι απεργίες που έφεραν την άνοδο της Αριστεράς, ότι το κίνημα ήταν φορέας πολιτικής.
Η κατάληψη της ΕΡΤ και η λειτουργία της με εργατικό έλεγχο απέναντι στο κλείσιμο που ήθελε να επιβάλει η κυβέρνηση ήταν κορυφαίο παράδειγμα του πώς μπορεί η εργατική τάξη να αντεπιτεθεί και ταυτόχρονα να προτάξει ένα αντιπαράδειγμα οργάνωσης. Ωστόσο δεν ήταν μια εύκολη συζήτηση διότι είχε να συγκρουστεί με αντιλήψεις του “πιο εφικτού” που αναζητούσαν ένα νέο υποκείμενο για την αλλαγή έξω από την οργανωμένη κίνηση της εργατικής τάξης, είτε στις συνελεύσεις των πλατειών είτε στην οικοδόμηση ευρύτερων μετώπων λιγότερο αντικαπιταλιστικών που θα κάλυπταν την “ανάγκη ύπαρξης μίας κυβερνητικής πρότασης”. Επί της ουσίας άνοιγαν τα στρατηγικά ζητήματα. Η συνεργασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τμήματα που δεν τα είχαν ξεκαθαρίσει όπως η ΜΑΡΣ αντανακλούσε αυτά τα ανοιχτά προβλήματα. Η τελική αποχώρηση των οργανώσεων της ΑΡΑΝ και της ΑΡΑΣ από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το καλοκαίρι έχει τις ρίζες της σε αυτές τις αντιπαραθέσεις και στην τελική ρήξη τους με τον αντικαπιταλισμό.
Ένα κίνημα που έριξε τρεις κυβερνήσεις, έκανε τριάντα πανεργατικές αναδεικνύει ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς στην κυβέρνηση, δημιουργεί τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση στα κόμματα της κυρίαρχης τάξης και γεννάει την ελπίδα στον κόσμο που παλεύει απέναντι στη λιτότητα σε όλες τις χώρες. Αλλά η ελπίδα συνδιάζοταν με αυταπάτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το μοντέλο για όλη την Ευρώπη. Στην Αγγλία η προοπτική να φτιαχτεί ένας ευρύς συνασπισμός στα αριστερά των Εργατικών που θα διεκδικούσε την κυβερνητική εξουσία έφτασε να επηρεάζει και τμήματα της επαναστατικής Αριστεράς. Αλλά και η συζήτηση μέσα σε κόμματα στα οποία συνυπάρχουν ρεφορμιστικές με αντικαπιταλιστικές οργανώσεις όπως το Die Linke στη Γερμανία έκανε την πλάστιγγα να γέρνει προς τους πρώτους ως προς τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί.
Ο σεισμός που προκάλεσε η υπογραφή του Μνημονίου από το ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σε σοβαρή αμφισβήτηση τη στρατηγική της αριστερής διακυβέρνησης. Μαζικά τμήματα αγωνιστών καταλαβαίνουν ότι οι διαπραγματεύσεις με τους εκβιαστές της ΕΕ και των τραπεζών ακόμα και όταν γίνονται από μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορούν να φέρουν λύση. Ότι δεν αρκεί απλά να ψηφίσεις αριστερά για να ξηλωθούν τα Μνημόνια. Αυτή τη στιγμή ανοίγεται ένα ακροατήριο - του οποίου το μέγεθος δεν έχει προηγούμενο- που αναζητεί απαντήσεις πάνω σε όλα αυτά τα ζητήματα. Σ' αυτή τη δυνατότητα της μαζικής ρήξης με τον κοινοβουλευτικό δρόμο είναι που πρέπει να παρέμβει, να επηρεάσει και να καθορίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η στρατηγική του εργατικού ελέγχου και της εργατικής εξουσίας χρειάζεται να συζητηθεί πλατύτερα από ποτέ.
Η τρίτη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει να παίξει ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ξεκαθαρίσει πολύ περισσότερο πάνω στο ζήτημα που διατύπωνε στην πρώτη της Συνδιάσκεψη : “Από αυτή τη σκοπιά, πιστεύουμε ότι το κίνημα και η δυναμική του δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυταπάτες για μια «προοδευτική εναλλακτική αριστερή διακυβέρνηση» ή για μια «λαϊκή εξουσία» στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τέτοιες κυβερνήσεις θα είναι έκθετες στη συνεχή και αντικειμενική πίεση του κράτους, των επιχειρήσεων, των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Το ζήτημα της εξουσίας δεν μπορεί παρά να τεθεί με όρους ρήξης και ανατροπής της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, με όρους επαναστατικού περάσματος της πραγματικής εξουσίας στους θεσμούς αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης, με όρους συντριβής του αστικού κράτους.”5 υπάρχει σήμερα, η δυνατότητα αυτά τα ξεκαθαρίσματα να γίνουν πιο βαθιά και μαζί με χιλιάδες κόσμου που έχουν στραμμένα τα μάτια τους σ' αυτή την προοπτική. Οι εμπειρίες από τη μάχη του δημοψηφίσματος με τα κλεισίματα των τραπεζών, τη φυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό κάνουν πιο χειροπιαστή την πρόταση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για το ρόλο της οργανωμένης δύναμης της εργατικής τάξης. Οι αριστεροί υπουργοί δεν μπόρεσαν να σταματήσουν εκείνους τους εκβιασμούς αλλά αυτό δε σημαίνει ότι στερέψαμε από εναλλακτικές. Οι τραπεζοϋπάλληλοι π.χ. θα μπορούσαν να πάρουν απόφαση ότι αρνούνται να πειθαρχήσουν στα κλεισίματα και τα bank-run. Σ' αυτή τη συζήτηση είναι που έχουμε να σταθούμε πολύ επίμονα όλο το επόμενο διάστημα που είναι ίσως η κρισιμότερη συζήτηση από ποτέ.
Έξι χρόνια μετά τη συγκρότησή της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καταφέρει μετατρέψει την αντικαπιταλιστική αριστερά σε υπαρκτό πόλο. Χωρίς τη συμβολή της είναι αμφίβολο αν θα φτάναμε ποτέ στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Η δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει στο γεγονός ότι εκφράζει την προοπτική οι αγώνες της εργατικής τάξης να τσακίσουν τον καπιταλισμό και να ανοίξουν το δρόμο για μια άλλη κοινωνία στο σήμερα. Αυτή η στρατηγική διαφορά είναι που δίνει τη δυνατότητα να αποτελέσει και μία άλλη μορφή οργάνωσης. Τα μοντέλα των πολυσυλλεκτικών ή πολυτασικών κομμάτων ή μετώπων στα οποία συνυπήρχαν ρεφορμιστές με αντικαπιταλιστές έχουν δείξει με τον πιο σκληρό τρόπο τα όριά τους. Οι οργανώσεις στο ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούσαν ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν μέσα από τις εσωκομματικές διαδικασίες να μετατρέψουν το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πιο αριστερό κόμμα διαψευστήκαν. Η ξεκάθαρη στρατηγική και η οργανωτική αυτοτέλεια των αντικαπιταλιστών είναι απαραίτητος όρος για να μπορούν να παρεμβαίνουν χωρίς περιορισμούς στο κίνημα. Την ίδια στιγμή μπορούν να συνεργάζονται στη δράση με τα πιο πλατιά κομμάτια και μέσα από την εμπειρία αυτών των αγωνιστών να αποδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα των ηγεσιών της ρεφορμιστικής αριστεράς που σήμερα ηγεμονεύει.
Για να τα πετύχουμε όλα αυτά είναι επιτακτικό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ανοιχτεί με τον πιο εξώστρεφο τρόπο σε όλον αυτό τον κόσμο. Διεκδικώντας ότι στην πορεία για την τρίτη της συνδιάσκεψη μέσα από τις μάχες ενάντια στο τρίτο μνημόνιο και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες θα ανοίξει τις πύλες της για να υποδεχτεί χιλιάδες αγωνιστών που αναζητούν τις λύσεις στη δική μας μεριά.
Σημειώσεις
1. http://antarsya.gr/node/100
2. http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=416
3. http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=414
4. http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=612
5. Πολιτική Απόφαση 1ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 29-30/10/2011 http://antarsya.gr/node/97