O Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί τη φύση των ρεφορμιστικών κομμάτων και την ανάγκη ξεκάθαρης ρήξης με τη στρατηγική τους.
Στα τέλη του 2012, σε μια συνέντευξή του στην ετήσια επιθεώρηση Socialist Register ο ακαδημαϊκός Μ. Σπουρδαλάκης δήλωνε ότι «οι πολιτικές της λιτότητας θα δημιουργήσουν συνθήκες που θα επιτρέψουν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία κι όταν το κατορθώσει κάθε άλλο παρά θα θυμίζει μια τυπική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση». Στο ίδιο τεύχος ο Αριστείδης Μπαλτάς έδινε μια συνέντευξη στην οποία αφού εξηγούσε ότι η στρατηγική του Συνασπισμού και μετά του ΣΥΡΙΖΑ «δεν υποσχόταν γενική απεργία, ένοπλη εξέγερση και άλλα τέτοια», παρόλα αυτά επέμενε ότι: «μπορούμε να πούμε ότι όπως έχουν τα πράγματα αν πάρουμε την κυβέρνηση θα ξεκινήσει η επανάσταση».1
Τρία χρόνια σχεδόν μετά, ο Α. Μπαλτάς εγκαταλείπει το υπουργείο Παιδείας αφού είχε ψηφίσει το Τρίτο Μνημόνιο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (με την δεξιά τσόντα των ΑΝΕΛ) τελικά θυμίζει μια δεξιά σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση σαν κι αυτές που έχουμε γνωρίσει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες:2 οι διαφορές τους με τη δεξιά, σε επίπεδο πολιτικής, περιορίζονταν στο πώς θα εφαρμοστούν η λιτότητα και οι ιδιωτικοποιήσεις.
Οι εξηγήσεις που αποδίδουν αυτή την κατάληξη είτε σε μειωμένη ηθική αντοχή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είτε απλά στην απατεωνιά της, δεν είναι επαρκείς και δεν προχωράνε την συζήτηση στα βαθύτερα αίτια. Γιατί στο παρελθόν και το πιο μακρινό και το πιο πρόσφατο υπήρχαν πολλά κόμματα και ηγεσίες που έκαναν αυτή τη διαδρομή. Στο μακρινό 1914 τα μεγαλύτερα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, που είχαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέλη τους, εγκατέλειψαν μέσα σε μια βδομάδα τις υποσχέσεις τους για επαναστατική δράση ενάντια στον πόλεμο και προσκύνησαν τις άρχουσες τάξεις τους. Ψήφισαν τις πολεμικές πιστώσεις στα κοινοβούλια, μπήκαν στις κυβερνήσεις «εθνικής σωτηρίας» και υπέγραψαν, μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, συμφωνίες «κοινωνικής ειρήνης».
Η αριστερή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του τρίτου μνημονίου χρειάζεται τα θεωρητικά εργαλεία και την ιστορική μνήμη για να χαράξει το δρόμο της.
Οι ρίζες του ρεφορμισμού
Ο ρεφορμισμός είναι το σύνολο των πολιτικών ρευμάτων που υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός και το κράτος μπορούν να μεταρρυθμιστούν για να λειτουργούν προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας και όχι μιας χούφτας εκμεταλλευτών κι ότι αυτό μπορεί να γίνει με την συναίνεση τουλάχιστον κάποιων τμημάτων της άρχουσας τάξης. Αυτές οι ιδέες πατάνε σε μια πραγματικότητα. Ο Μαρξ είχε γράψει ότι οι ιδέες που κυριαρχούν σε κάθε κοινωνία είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης. Οι καπιταλιστές δεν κυριαρχούν χρησιμοποιώντας μόνο την καταστολή, αλλά αποσπάνε και την συναίνεση των εκμεταλλευόμενων.
Όμως, όπως έχει επισημάνει από νωρίς ο Μαρξ, η εργατική τάξη γεννιέται και ζει ως τάξη «αντίκρυ στο κεφάλαιο».3 Οι καπιταλιστές θέλουν να αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσή της και οι εργάτες παλεύουν ενάντια σε αυτή την πίεση. Όπως δουλεύουν συλλογικά έτσι οργανώνονται και παλεύουν συλλογικά. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία κατασταλάζουν εμπειρίες και διαμορφώνονται ιδέες που αποκλίνουν ή έρχονται σε σύγκρουση με εκείνες της άρχουσας τάξης. Ο ιταλός επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι είχε επισημάνει ότι:
«Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτός [ο εργάτης] έχει δυο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μια αντιφατική συνείδηση): αυτή που υπονοείται στη δραστηριότητά του και η οποία τον ενώνει πραγματικά με τους συναδέλφους του στο μετασχηματισμό στην πράξη του πραγματικού κόσμου και σε εκείνη που διακρίνεται επιφανειακά ή φραστικά και την οποία την έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και την έχει αφομοιώσει άκριτα».4
Όμως, ο ρεφορμισμός δεν είναι «απλά μια αντιφατική ιδεολογία: έχει και οργανωτική δομή, που εκφράζεται από συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες με διαφορετικά συμφέροντα από αυτά των ρεφορμιστών εργατών».5 Η εργατική τάξη έχτισε από τα μέσα του 19ου αιώνα συνδικάτα και πολιτικά κόμματα (ονομάζονταν σοσιαλδημοκρατικά ή εργατικά) για να διεκδικήσει οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα, να συγκρουστεί με τους καπιταλιστές. Και χρειάστηκαν επίμονες προσπάθειες για να καμφθεί η αντίσταση των καπιταλιστών και του κράτους για να κατακτηθούν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Από αυτή την άποψη η εμφάνιση αυτών των οργανώσεων ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Αν και ποτέ ακόμα και στις εποχές της πιο μεγάλης δύναμής τους δεν περιέλαβαν το σύνολο της εργατικής τάξης, παρόλα αυτά η ύπαρξή τους σήμαινε ότι η ταξική πάλη δεν περιοριζόταν σε ένα κατακερματισμένο ανταρτοπόλεμο από διαφορετικές ομάδες εργατών/τριών αλλά ότι γενικευόταν, γινόταν πολιτική πάλη.
Ηγεσίες
Αυτό δεν σήμαινε ότι οι ηγεσίες τους εκπροσωπούνε απλά τα συμφέροντα της βάσης τους. Η κοινωνική τους θέση τις ξεχωρίζει από τη βάση και τους φέρνει κοντά στην αστική τάξη και τους κρατικούς μηχανισμούς της.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες παίρνουν τα χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού στρώματος που η λειτουργία του είναι να μεσολαβεί ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές –και το κράτος στην πορεία του 20ου αιώνα- για τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης (μισθοί, ωράρια, συνθήκες εργασίας). Οι συνθήκες ζωής του το απομακρύνουν από την καθημερινή εμπειρία της εκμετάλλευσης των εργατών. Είναι ένα συντηρητικό, γραφειοκρατικό στρώμα,6 που νιώθει πιο άνετα στα «στρογγυλά τραπέζια» και τις διαπραγματεύσεις και φοβάται τις «αναστατώσεις» που φέρνουν οι μεγάλες ταξικές συγκρούσεις. Παρόλα αυτά, επειδή σε τελευταία ανάλυση η ισχύς (και η πηγή των προνομίων τους) εξαρτώνται από τη δύναμη των οργανώσεων που διαχειρίζονται, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι αναγκασμένες να καλούν αγώνες όταν στριμώχνονται από την αδιαλλαξία των καπιταλιστών και του κράτους τους ή από την εργατική μαχητικότητα. Ακόμα και τότε όμως, προσπαθούν να κρατήσουν τον έλεγχο, να εκτονώσουν τη μαχητικότητα και να αναζητήσουν τον συμβιβασμό.
Τα ρεφορμιστικά, συνήθως σοσιαλδημοκρατικά, κόμματα παίζουν έναν παρόμοιο ρόλο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Το 1920 ο Λένιν είχε χαρακτηρίσει κόμματα σαν το Εργατικό της Βρετανίας ως «αστικά-εργατικά». Η βάση τους είναι η οργανωμένη εργατική τάξη, έγραφε, αλλά αυτό είναι η μισή αλήθεια. Ένα κόμμα δεν το κρίνεις μόνο από την κοινωνική του σύνθεση. Η ηγεσία τους –ακόμα και στις περιπτώσεις που κάποτε ήταν εργάτες- είναι αστική όπως και το πρόγραμμά τους. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία για παράδειγμα έσωσε τον γερμανικό καπιταλισμό από την εργατική επανάσταση το 1918-19 βάφοντας στην πορεία τα χέρια της στο αίμα επαναστατών όπως η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπνεχκτ.
Λίγα χρόνια μετά ο Γκράμσι εξηγούσε ότι σε τέτοια ρεφορμιστικά κόμματα στα οποία συνήθως «η οργανωτική δομή είναι πολύ χαλαρή» υπάρχουν «τρία στρώματα: το αριθμητικά πολύ περιορισμένο ανώτερο στρώμα που αποτελείται από βουλευτές και διανοούμενους και συχνά συνδέεται στενά με την άρχουσα τάξη. Το κατώτερο στρώμα από εργάτες και χωρικούς και μικροαστούς των πόλεων που αποτελούν τη μάζα των κομματικών μελών ή εκείνων που επηρεάζονται από το κόμμα. Και ένα ενδιάμεσο στρώμα που… συνήθως είναι το μόνο ενεργό και πολιτικά ‘ζωντανό’ στρώμα αυτών των κομμάτων».7
Από αυτή την έννοια είναι κόμματα που ενσωματώνουν μια αντίφαση. Από τη μια είναι ο αγωγός των ιδεών της άρχουσας τάξης στην εργατική τάξη και τους εκμεταλλευόμενους, οργανισμοί τόσο στενά δεμένοι με το σύστημα ώστε ο Γκράμσι να τα αποκαλεί «αριστερή πτέρυγα της αστικής τάξης και όχι δεξιά πτέρυγα του εργατικού κινήματος».8 Ταυτόχρονα, όμως, είναι κόμματα που λόγω της ιστορίας τους και των σχέσεων που συνήθως έχουν με τα συνδικάτα και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, γίνονται οι αποδέκτες των ελπίδων των πιο πλατιών στρωμάτων της τάξης ιδιαίτερα όταν μπαίνουν σε κίνηση.
Ένα παράδειγμα είναι η ανάπτυξη και η πορεία του ΠΑΣΟΚ εδώ στην Ελλάδα. Το κόμμα μαζικοποιήθηκε στη μεταπολίτευση από εργάτες που πρωταγωνιστούσαν στις απεργίες και τα νέα συνδικάτα που οργανώνονταν, από νεολαία που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί μέσα στη χούντα και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ακόμα και όταν έκανε τη στροφή στη λιτότητα και στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη δεκαετία του ’80 διατήρησε τη σχέση του με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τα πιο οργανωμένα κομμάτια της τάξης. Για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να ξανανέβει στην κυβέρνηση του 1993 παρόλα τα σκάνδαλα και τη δεξιά στροφή του, γιατί ήταν η εναλλακτική λύση απέναντι στη δεξιά στα μάτια των εργατών που έδωσαν τις συγκλονιστικές μάχες ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1993.
Ελπίδες και εμπειρίες
Το ΠΑΣΟΚ του 1993 δεν ήταν κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι αγώνες ενάντια στις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις των δεξιών κυβερνήσεων σε πολλές χώρες της Ευρώπης είχαν παρόμοια αποτελέσματα.
Τον Δεκέμβρη του 1995 η απόπειρα της δεξιάς κυβέρνησης στη Γαλλία να «μεταρρυθμίσει» το ασφαλιστικό πυροδότησε μια γενική απεργία στο δημόσιο τομέα. Περίπου δυο εκατομμύρια απεργοί παρέλυσαν τις μεγαλύτερες πόλεις επί βδομάδες, με τις μεγαλύτερες εργατικές διαδηλώσεις από το Μάη του ’68. Οι απεργίες άρχισαν να απλώνονται και στον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση έκανε πίσω. Κι αυτή η νίκη, έφερε αυτοπεποίθηση και ελπίδες. Την επόμενη χρονιά οι αγώνες συνεχίστηκαν, από απεργίες μέχρι κινητοποιήσεις των «σαν παπιέ» των μεταναστών «χωρίς χαρτιά».
Ο άνεμος φυσούσε αριστερά –και το πρώτο αποτέλεσμα ήταν να φουσκώσει τα πανιά του Σοσιαλιστικού Κόμματος.. Ο νέος ηγέτης του ο Λιονέλ Ζοσπέν, έκανε μια «αριστερή στροφή» δηλώνοντας ότι η οικονομία της αγοράς δεν πρέπει να σημάνει και «κοινωνία της αγοράς». Το κράτος έπρεπε να έχει ρόλο για να προστατεύει τους αδύνατους και να ελέγχει τους ισχυρούς. Πρότεινε μια νέα αριστερή συμμαχία και στο κάλεσμα ανταποκρίθηκαν το ΓΚΚ και οι Πράσινοι. Τον Ιούνη του 1997 η «πληθυντική αριστερά» κέρδισε με 45% τις πρόωρες εκλογές πατώντας πάνω στο κύμα της ελπίδας που είχαν γεννήσει οι αγώνες ενάντια στη δεξιά.
Το Εργατικό Κόμμα στην Αγγλία έχει πίσω του ιστορία ενός αιώνα υπηρεσιών στον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Τις τελευταίες δεκαετίες ηγεσίες όπως του Μπλερ προσπάθησαν να το απαλλάξουν από κάθε «βαρίδι» της σχέσης με τα συνδικάτα. Ωστόσο ό,τι και να έκαναν και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες εξακολουθούν να παίζουν ρόλο και ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης εξακολουθεί να θεωρεί αυτό το κόμμα, έστω κλείνοντας τη μύτη, ως ασπίδα απέναντι στις επιθέσεις των Τόριδων.
Αυτό το γεγονός εξηγεί σε μεγάλο βαθμό πώς ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ένας αριστερός βουλευτής του Εργατικού Κόμματος κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές για την ηγεσία του κόμματος παρόλο που όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του όλοι οι σχολιαστές την είχαν πάρει περίπου σαν αστείο. Αποφασιστικό ρόλο στην νικηφόρα έκβαση της καμπάνιάς του έπαιξαν οι χιλιάδες που έσπευσαν να γραφτούν ή να επανενταχθούν στο κόμμα –ο αριθμός των μελών του ανέβηκε από λιγότερο από 200 χιλιάδες σε 345 χιλιάδες.9
Στην περίπτωση της Αγγλίας η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση εκφράστηκε από μια καμπάνια στο εσωτερικό ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Το ζήτημα είναι πόσο επαρκής είναι μια εναλλακτική που διατυπώνει ένας αριστερός ρεφορμισμός τύπου Κόρμπιν. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει;
Τα όρια του αριστερού ρεφορμισμού
Ο ρεφορμισμός δεν ήταν και δεν είναι ένα ομοιόμορφο πολιτικό φαινόμενο. Στην πορεία της ιστορίας διαμορφώθηκαν ρεύματα που έκαναν κριτική στους συμβιβασμούς και τις προδοσίες των ηγεσιών. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική και πολιτική καταγωγή τους (αριστερές πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας, τα σταλινικά ΚΚ) το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η πεποίθηση ότι μια άλλη ηγεσία, πιο συνεπής και πιο «ρηξιακή» θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την κυβέρνηση με την στήριξη του μαζικού κινήματος για να μετασχηματίσει το αστικό κράτος.
Η διαφορά των επαναστατών από τις ποικίλες εκδοχές του ρεφορμισμού δεν έγκειται στο ότι οι πρώτοι είναι περισσότερο «κινηματικοί» ενώ οι δεύτερες υποκύπτουν στις σειρήνες του «κυβερνητισμού». Η διαφορά είναι ότι οι επαναστάτες παλεύουν για την συντριβή του αστικού κράτους από την εργατική τάξη και την αντικατάστασή του από τους θεσμούς που θα χτίσει η τάξη μέσα από τους αγώνες της, μέσα στη δικιά της δράση από τα κάτω.
Έχουμε την εμπειρία κομμάτων που προσπάθησαν να διατυπώσουν ένα δρόμο διαφορετικό από τους συμβιβασμούς της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς να ξεκαθαρίζουν τους λογαριασμούς τους με αυτές τις στρατηγικές επιλογές, στην πραγματικότητα εγκλωβίστηκαν στα όρια του αριστερού ρεφορμισμού.
Η ιταλική εμπειρία
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία. Είχε συγκροτηθεί το 1991 από το τμήμα του Ιταλικού ΚΚ που δεν ακολούθησε την ηγεσία στον επίσημο εναγκαλισμό της σοσιαλδημοκρατίας (που σηματοδότησε η μετονομασία σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς). Αρχικά στήριξε την κυβέρνηση της Ελιάς το 1996 και απέσυρε την υποστήριξή της το 1998.
Η μεγάλη στιγμή της Επανίδρυσης ήρθε τον Ιούλη του 2001 όταν η νεοεκλεγείσα δεύτερη κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι εξαπέλυσε την πιο βάρβαρη καταστολή ενάντια στο κίνημα που διαδήλωνε στην Γένοβα στη Σύνοδο των G8. Το αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία του Κάρλο Τζουλιάνι στις 20 Ιούλη. Η παρέμβαση της Επανίδρυσης, με τα 80 χιλιάδες μέλη, τις σχέσεις της με τα συνδικάτα και την καθημερινή της εφημερίδα, την Λιμπερατσιόνε (Απελευθέρωση) ήταν αποφασιστική. Ο τότε γραμματέας της, ο Φάουστο Μπερτινότι, έκανε δημόσιο κάλεσμα για τη διαδήλωση που είχε προγραμματιστεί την επόμενη μέρα.
Την Γένοβα ακολούθησαν γενικές απεργίες, ένα θεαματικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ. Η Κομμουνιστική Επανίδρυση αγκάλιασε αυτούς τους αγώνες με την αίγλη της να ξεπερνάει τα ιταλικά σύνορα και να εμπνέει την νέα ριζοσπαστική αριστερά που διαμορφωνόταν στην Ευρώπη. Ήταν η «ψυχή» και ο οργανωτικός ιστός για το 1ο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ τον Νοέμβρη του 2002 στη Φλωρεντία –εκεί που πάρθηκε η απόφαση για τη διεθνή αντιπολεμική μέρα δράσης στις 15 Μάρτη του 2003 με τα εκατομμύρια διαδηλωτών σε όλο τον κόσμο.
Όταν προκηρύχτηκαν εκλογές για τον Απρίλη του 2006 η Επανίδρυση αποφάσισε να ενταχτεί στο μεγάλο συνασπισμό της «Ένωσης» ουσιαστικά την μετεξέλιξη της παλιότερης «Ελιάς». Και όταν αυτός ο συνασπισμός κέρδισε τις εκλογές, ο Μπερτινότι έγινε πρόεδρος της βουλής και ένα άλλο ηγετικό στέλεχος ο Π. Φερέρο έγινε υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην κυβέρνηση του Πρόντι.
Η στροφή αυτή είχε ξεκινήσει ήδη από το 2004 όταν ο Μπερτινότι, αποφάσισε να επισπεύσει τη συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία, προτείνοντας μια «προγραμματική συμφωνία» που θα διευκόλυνε την από κοινού αντιπολίτευση στον Μπερλουσκόνι και τη συνεργασία στη μελλοντική κυβέρνηση. Η πρόταση του στηριζόταν σε δυο εκτιμήσεις: η πρώτη ότι μέσα από μια τέτοια συνεργασία το κίνημα θα μπορούσε να έχει νίκες που δεν τις είχε με τους αγώνες και το δεύτερο ότι έτσι θα έφταναν πιο γρήγορα στην πτώση του Μπερλουσκόνι. Ο Μπερτινότι υποστήριζε ότι η κυβέρνηση Πρόντι θα ήταν «μια αδύνατη κυβέρνηση με ένα δυνατό κίνημα» και έτσι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στα νεοφιλελεύθερα μέτρα, όπως έκανε την προηγούμενη φορά.
Όπως έγραφε η Μαρία Στύλλου στις σελίδες αυτού του περιοδικού το 2008:
«Ο προσανατολισμός αυτός σήμανε για την Επανίδρυση στροφή 180 μοιρών σε σχέση με την πολιτική που είχε μέχρι τότε. Στον πόλεμο του Μπους άλλαξε θέση, κι ενώ μέχρι τότε η θέση της ήταν «όχι στον πόλεμο, χωρίς «ναι μεν, αλλά» έγινε «όχι στον πόλεμο, όχι στην τρομοκρατία». Μπήκε στο κοινό σχήμα με τον Πρόντι που υποστήριζε ότι ‘η Ευρώπη στηρίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό’ την ίδια περίοδο που στη Γαλλία και στη Ολλανδία κέρδιζε το ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα. Η θέση ότι οι εργάτες θα νικήσουν όταν κερδίσει η κυβέρνηση συνεργασίας, δίχασε το εργατικό κομμάτι της Επανίδρυσης για το τι έπρεπε να κάνει στις απεργίες. Αυτό αδυνάτισε αρκετά τη συμμετοχή των πιο αριστερών ακτιβιστών μέσα στους εργατικούς χώρους και βοήθησε στην κάμψη του κινήματος. Οι εκλογές του 2006 και η συμμετοχή της Επανίδρυσης στην κυβέρνηση, επίσπευσε αυτή τη διαδικασία. Η μόνη αντιπολίτευση που είχε μείνει ήταν οι αυτόνομοι που υποστήριζαν ότι έτσι κι αλλιώς τα κόμματα καταστρέφουν το κίνημα».10
Ο Μπερλουσκόνι κέρδισε τις πρόωρες εκλογές του Απρίλη του 2008. Απέναντί του είχε τον Βάλτερ Βελτρόνι του Δημοκρατικού Κόμματος (είχε βγάλει το «της Αριστεράς» από τον τίτλο) σε μια προεκλογική εκστρατεία που έπρεπε να ψάξει κανείς με το μικροσκόπιο να βρει διαφορές μεταξύ τους. Η Επανίδρυση κατέβηκε σε συνεργασία με άλλα μικρότερα αριστερά κόμματα στον συνασπισμό «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο». Πήρε 3,1% και δεν κατάφερε να μπει στη βουλή –η πρώτη φορά που η ιταλική βουλή δεν είχε κομμουνιστή βουλευτή από το 1945.
Βαρίδια
Η Κομμουνιστική Επανίδρυση ισχυριζόταν ότι αποτελεί ένα νέο ριζοσπαστικό σχηματισμό που υπερέβαινε τα παλιά ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς και τους παλιομοδίτικους διαχωρισμούς ανάμεσα στην ρεφορμιστική και επαναστατική πτέρυγα. Ο ίδιος ο Μπερτινότι έλεγε χαρακτηριστικά σε μια μεγάλη συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στην Φλωρεντία ότι «στην Ιταλία λέμε ένα αστείο: οι ρεφορμιστές δεν έφεραν τις μεταρρυθμίσεις και οι επαναστάτες δεν έκαναν την επανάσταση». Αυτό δεν ήταν κάτι πρωτότυπο. Στο παρελθόν μια σειρά ρεύματα και ηγεσίες διεθνώς, είχαν επαναλάβει τον ίδιο ισχυρισμό με διαφορετικές διατυπώσεις. Το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι η ρήξη με την πολιτική των συμβιβασμών δεν έφτανε μέχρι την ρήξη με την στρατηγική του ρεφορμισμού. Δηλαδή μια στρατηγική που υποτάσσει την δράση της εργατικής τάξης στους «ρεαλιστικούς» εκλογικούς υπολογισμούς με ορίζοντα τη διαχείριση του αστικού κράτους.
Αυτό φάνηκε όταν την στιγμή που χρειάστηκε να γίνουν στρατηγικές επιλογές, η Επανίδρυση επανέλαβε λάθη τα οποία είχε καυτηριάσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ έναν αιώνα πριν. Το 1900 ένας Γάλλος σοσιαλιστής μπήκε στην κυβέρνηση με την έγκριση του κόμματός του11 με τη δικαιολογία ότι έτσι συνέβαλε στην αντιμετώπιση της απειλής από τη μοναρχική δεξιά που είχε σηκώσει κεφάλι. Η Λούξεμπουργκ έγραφε:
«Η κυβέρνηση του σύγχρονου κράτους είναι επί της ουσίας μια οργάνωση ταξικής κυριαρχίας, η κανονική λειτουργία της οποίας αποτελεί έναν από τους όρους ύπαρξης του ταξικού κράτους. Η ταξική κυριαρχία διατηρείται και όταν στην κυβέρνηση μπαίνει ένας σοσιαλιστής αυτή δεν μετατρέπεται σε σοσιαλιστική, αλλά ο σοσιαλιστής σε αστό υπουργό… Η είσοδος ενός σοσιαλιστή σε μια αστική κυβέρνηση δεν αποτελεί, όπως νομίζουν κάποιοι, κατάκτηση ενός μέρους του αστικού κράτους από τους σοσιαλιστές αλλά μια μερική κατάκτηση του σοσιαλιστικού κόμματος από το αστικό κράτος».
Και σε ένα άλλο άρθρο για το ίδιο θέμα υποστήριζε κατηγορηματικά ότι:
«Στην αστική κοινωνία η σοσιαλδημοκρατία από την ίδια της τη φύση είναι προορισμένη για το ρόλο ενός αντιπολιτευτικού κόμματος. Κυβερνητικό κόμμα μπορεί να γίνει μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους».12
Αυτή ακριβώς η θέση ερχόταν σε αντίθεση με την κληρονομιά του παλιού ΙΚΚ που συνέχισε να καθορίζει την Επανίδρυση παρόλα τα ανοίγματά της στο χώρο της πρώην επαναστατικής αριστεράς και της Αυτονομίας. Η Επανίδρυση επανέλαβε το χαρακίρι του «ιστορικού συμβιβασμού» των μέσων της δεκαετίας του ’70.
Στις εκλογές του 1976 το Ιταλικό ΚΚ σημείωσε το μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό στην ιστορία του, 34,4% (επτά μονάδες πάνω από τις προηγούμενες εκλογές). Η εκλογική επιτυχία είχε σαν υπόβαθρό της την στροφή αριστερά που έφεραν αλλεπάλληλα κύματα μαζικών αγώνων, απεργιών και καταλήψεων εργοστασίων από το 1969 μέχρι και το 1975. Αυτοί οι αγώνες αποσταθεροποίησαν τις χριστιανοδημοκρατικές (δεξιές) κυβερνήσεις. Το ΙΚΚ είχε αιφνιδιαστεί από αυτή την έκρηξη και κατόπιν προσπάθησε να την περιορίσει. Όμως, μιας και ήταν ένα κόμμα με βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη έγινε ο αποδέκτης, οργανωτικά και εκλογικά, της αριστερής στροφής.
Αντί να χρησιμοποιήσει αυτή την ενίσχυση για να δυναμώσει τους αγώνες, αποφάσισε να κάνει πράξη τον «ιστορικό συμβιβασμό» με την Χριστιανοδημοκρατία. Η επιδίωξή του ήταν να συγκυβερνήσει με αυτή, αλλά μιας και οι ΗΠΑ έβαζαν βέτο στην είσοδο ενός ΚΚ στην κυβέρνηση μιας σημαντικής χώρας του ΝΑΤΟ, αρκέστηκε να ενταχθεί στην «κοινοβουλευτική πλειοψηφία» στηρίζοντας την κυβέρνηση «εθνικής αλληλεγγύης» μέχρι και το 1978. Τάχθηκε κατά των απεργιών και υπέρ της λιτότητας για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση ενώ παράλληλα έβαζε πλάτες στους πιο δρακόντειους «αντιτρομοκρατικούς» νόμους που περιόριζαν τα δημοκρατικά δικαιώματα. Τότε πλέον η Χριστιανοδημοκρατία είχε ανακτήσει επαρκώς την αυτοπεποίθησή της ώστε να ξεφορτωθεί το ΙΚΚ και να περάσει στην επίθεση ενάντια στα συνδικάτα –η κορυφαία μάχη δόθηκε το 1980 στο εργοστάσιο της Φιατ στο Τορίνο και κατέληξε σε μια βαριά ήττα για το εργατικό κίνημα.
Το συμπέρασμα που έβγαλε από αυτές τις ήττες η ηγεσία του ΙΚΚ ήταν ότι έπρεπε να βαδίσει ακόμα πιο αποφασιστικά στο δρόμο της υποταγής στον καπιταλισμό, ένας δρόμος που οδήγησε στη μετατροπή του στο σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα.
Είναι αλήθεια ότι οι «ιστορικοί συμβιβασμοί» δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων όπως το Ιταλικό, το ισπανικό και το γαλλικό (για ένα διάστημα) ή του ΚΚΕ εσωτ εδώ. «Ορθόδοξα» (δηλαδή πιστά στην Μόσχα) Κομμουνιστικά Κόμματα έκαναν τις ίδιες επιλογές, είτε πρόκειται για το Πορτογαλικό στη διάρκεια της επανάστασης των Γαρυφάλλων ή για το ΚΚΕ στην Μεταπολίτευση και μετά στη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και την Οικουμενική το 1989-90.
Η κρίση του ρεφορμισμού δίνει σήμερα τη δυνατότητα στην επαναστατική αριστερά να κάνει την στρατηγική της μαζική δύναμη μέσα στους αγώνες. Μια προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να μην υποτιμάει τη βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων και να σνομπάρει τις αυταπάτες τους αλλά να παίρνει την πρωτοβουλία για κοινές μάχες. Η άλλη προϋπόθεση όμως, είναι να έχει ξεκάθαρη στρατηγική, να απαντάει σωστά στο δίλημμα μεταρρύθμιση ή επανάσταση.
Σημειώσεις
1. Michalis Spourdalakis, Left Strategy in the Greek cauldron: explaining Syriza’s success, Socialist Register 2013, σελ. 116
2. Για τον Μ. Σπουρδαλάκη το τρίτο μνημόνιο είναι απλά μια «υποχώρηση» που θα εφαρμοστεί με «ταξική μεροληψία». Βλέπε Αυγή 27/09/2015 http://www.avgi.gr/article/5888139/den-alloiothikan-ta-domika-xaraktiristika-tou-suriza
3. Καρλ Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, εκδ Αναγνωστίδης, σελ. 173
4. Chris Harman Crhis Bambery, Αντόνιο Γκράμσι – Η Ζωή και οι Ιδέες ενός Επαναστάτη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2007, σ.σ. 47-48.
5. Κώστας Βλασσόπουλος, Η Σοσιαλδημοκρατία πριν το 1914, Σοσιαλισμός από τα Κάτω 106 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2014), http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=398
6. Για μια πολύτιμη σχετική ανάλυση βλέπε «Επαναστατικό Μαρξισμός και Συνδικαλιστική Γραφειοκρατία», Μαμή Νο 14 (1988), https://issuu.com/ergatiki/docs/mami14/45?e=0
7. Gramsci Pre-Prison Writings, Cambridge 1994, σ.σ. 289-90. Το απόσπασμα από κείμενο που γράφτηκε τον Αύγουστο του 1926.
8. Α. Γκράμσι, Οι Θέσεις της Λυών, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2012, σελ.
9. Alex Callinicos, ‘Two faces of reformism’, International Socialism Journal 148, http://isj.org.uk/two-faces-of-reformism/
10. Μαρία Στύλλου, «Αριστερά: Συμμετοχή στην κυβέρνηση ή στο κίνημα;», Σοσιαλισμός από τα Κάτω τεύχος 70 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2008), http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=638
11. Το συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς εκείνη τη χρονιά αρνήθηκε να υιοθετήσει απόφαση που θα απαγόρευε τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις.
12. Το πρώτο απόσπασμα από Chris Harman, The History of an Argument, International Socialism Journal 105, http://isj.org.uk/the-history-of-an-argument/?id=130 . To δεύτερο απόσπασμα από το άρθρο της Λούξεμπουργκ «Ένα ζήτημα τακτικής», http://isj.org.uk/web-extra-a-tactical-issue/