Άρθρο
Το καθεστώς του Βισύ

Χειραψία Πεταίν - Χίτλερ

 

Ο Ιάσονας Χανδρινος ανατρέχει στις σχέσεις της αστικής τάξης με το φασισμό.

 

 

Ακόμα και σήμερα, η Γαλλία είναι μια χώρα που στις συνειδήσεις των περισσότερων συνδέεται σχεδόν αυτόματα με την Αντίσταση –ήταν εξάλλου αυτή που καθιέρωσε τον όρο Rèsistance στο λεξιλόγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ελάχιστοι θυμούνται (ή γνωρίζουν) πως η κατοχική εμπειρία της Γαλλίας είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, ταυτισμένη με την διαμετρικά αντίθετη έννοια της αντίστασης η οποία κωδικοποιήθηκε επίσης με μια λέξη χαρακτηριστική και οικεία ακόμα και στους μη γαλλόφωνους: «collaboration».

Μετά την κατάληψη της χώρας τον Ιούνιο του 1940, την εξουσία ανέλαβε ο γηραιός στρατάρχης και εθνικός ήρωας, Φιλίπ Πεταίν, ο οποίος ήταν φανατικός υπέρμαχος της συνθηκολόγησης και τελικά συμφώνησε να «συνεργαστεί» με τους κατακτητές αναλαμβάνοντας τα ηνία της χώρας για την σωτηρία του «έθνους». Η νέα κυβέρνηση μάλιστα ψηφίστηκε από μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οποία σχημάτιζαν εκπρόσωποι του δεξιού και ακροδεξιού πολιτικού φάσματος, με ορισμένους κεντρώους, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα των Σοσιαλιστών.

Μεγάλο μέρος των αξιωματικών του γαλλικού στρατού τάχθηκε αναφανδόν με την κατάσταση, ενώ η λέξη «συνεργασία» είχε μια κυριολεξία την οποία σχετικοποίησε κατά πολύ η μεταπολεμική πολιτική ορθότητα. Η κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο Βισύ, μια μικρή λουτρόπολη στη μη κατεχόμενη νότια ζώνη (κατεχόμενη από τους Γερμανούς μέχρι τον Νοέμβριο του 1942 ήταν μόνο η βόρεια Γαλλία, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού) διατηρώντας σχεδόν αλώβητη την ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης, των υπηρεσιών, των σωμάτων ασφαλείας και φυσικά τις αποικίες στη Βόρεια Αφρική και την Ινδονησία. Νόμοι και διατάγματα συνέχιζαν να εκδίδονται και ένας μεγάλος μηχανισμός προπαγάνδας ανέλαβε να καλλιεργήσει αυτό που ήδη πίστευαν οι θεσμικοί συνεργάτες: πως η Γαλλία δεν είναι υπόδουλη αλλά ισότιμος εταίρος σε έναν γαλλογερμανικό άξονα ο οποίος θα μπορούσε να αλλάξει το ρου της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Το κράτος δρούσε με μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Ο διοικητικός συγκεντρωτισμός έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα ώστε να εξασφαλιστεί ο πλήρης έλεγχος των λαϊκών στρωμάτων. Στα πρώτα διατάγματα της γαλλικής διοίκησης τον Δεκέμβριο του 1940 αποφασίστηκε πως όλοι οι δήμαρχοι σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 10.000 θα διορίζονταν απ’ ευθείας από το Υπουργείο Εσωτερικών, σε όλες τις άλλες κοινότητες, οι άρχοντες θα επιλέγονταν από τους κατά τόπους Νομάρχες με ειδική λίστα. Η τακτική του διορισμού ήταν το πρώτο βήμα για την αποκαθήλωση του κοινοβουλευτισμού, καθώς θεωρήθηκε μονόδρομος για την «αποδέσμευση των λειτουργών από την υποχρέωση να συμμετάσχουν στο παιχνίδι των χαλκευμένων εκλογών, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο».

Η εξουσιαστική φιλοσοφία των Γάλλων δοσιλόγων, προσαρμοσμένη στα κελεύσματα των Γερμανών, ήταν τυπικό δείγμα του υπερσυντηρητικού αυταρχισμού που σχεδίαζε την κατάργηση της πάλης των τάξεων –κλασική επωδός όλων των δικτατοριών– και την επιστροφή στις «εθνικές ρίζες» μιας ρομαντικής, προβιομηχανικής εποχής. Τρεις μόλις μέρες μετά την άνοδο του Πεταίν στην εξουσία, ιδρύθηκε η Γενική Γραμματεία Οικογενειακών Υποθέσεων (Commissariat Général de la Famille), προκειμένου να αναμορφώσει την οικογενειακή ζωή. Οι εκτρώσεις ποινικοποιήθηκαν αυστηρά και χαρακτηρίζονταν με κάθε ευκαιρία έγκλημα κατά του κράτους. Γυναίκες που δεν ήταν μητέρες ή νοικοκυρές στηλιτεύονταν δημόσια ως παράσιτα που παραμελούσαν την ύψιστη «κοινωνική και εθνική αποστολή» του φύλου τους. Τα διαζύγια καταδικάζονταν δημόσια και από το 1942 απαγορεύτηκε στα ζευγάρια να χωρίζουν, εάν δεν είχαν συμπληρώσει αρκετά χρόνια γάμου.

Η αυστηρή επιβολή του παραδοσιακού κώδικα αξιών ήταν άρρηκτα συνδεμένη με την σκλήρυνση του καθεστώτος και την προσπάθεια ισοπέδωσης κάθε συλλογικότητας που δεν ταυτιζόταν με την «εθνική κοινότητα». Ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός –που ποτέ δεν έλειψε από την χώρα του Ντρέυφους– απέκτησαν τρομερή προπαγανδιστική ώθηση και ευρεία νομιμοποίηση. Τον Ιανουάριο του 1943, η τεράστια επιχείρηση μαζικών συλλήψεων πλαισιώθηκε από μια συστηματική προπαγάνδα στον Τύπο η οποία παρομοίαζε τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης με ένα «σάπιο κοινωνικό πτώμα» το οποίο πρέπει να «εξυγιανθεί».

Έχουν σημασία οι λεπτομέρειες αυτής της επιχείρησης. Την επέβλεψε προσωπικά ο Ρενέ Μπουσκέ, πολιτικός διοικητής της γαλλικής Αστυνομίας. Οι μπάτσοι, έλεγξαν τα «χαρτιά» 40.000 ανθρώπων και 2.000 απ’ αυτούς κυρίως Εβραίοι οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Στη συνέχεια όλη η γειτονιά του παλιού λιμανιού, το 1ο Διαμέρισμα της Μασσαλίας, ισοπεδώθηκε και δεκάδες χιλιάδες κάτοικοί της –το «σάπιο κοινωνικό πτώμα»- οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην βόρειο Γαλλία. Εχει επίσης σημασία το γεγονός ότι ο Μπουσκέ, δεν ήταν ακροδεξιός, προερχόταν από το Ριζοσπαστικό Κόμμα και ήταν ένας «λαμπρός νέος» της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το 1945 καταδικάστηκε στην ελαφρότερη δυνατή ποινή για το ρόλο του στην Κατοχή: πέντε χρόνια στέρηση πολιτικών και επαγγελματικών δικαιωμάτων. Το 1958 αμνηστεύθηκε.

Η περίπτωσή του έχει πολλές ομοιότητες με εκείνη του Μορίς Παπόν, του νο2 της Αστυνομίας στην περιφέρεια του Μπορντό, επικεφαλής της Υπηρεσίας Εβραϊκών Υποθέσεων και υπεύθυνου για την αποστολή περίπου 1.600 Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης. Σε αντίθεση με τον Μπρουσκέ, ο Παπόν συνέχισε τη λαμπρή του σταδιοδρομία στο κρατικό μηχανισμό. Τον βρίσκουμε γενικό γραμματέα του προτεκτοράτου του Μαρόκου το 1954 όπου καθοδήγησε τις διώξεις των Μαροκινών αγωνιστών. Εγινε νομάρχης της Κωνσταντίνης στην Αλγερία και επέβλεψε τα βασανιστήρια και τις «εξαφανίσεις» εκατοντάδων «υπόπτων τρομοκρατών». Και φυσικά ήταν ο διοικητής της Αστυνομίας του Παρισιού τον Οκτώβρη του 1961 όταν η αστυνομία διέλυσε μια «παράνομη» διαδήλωση Αλγερινών, συνέλαβε και βασάνισε χιλιάδες και δολοφόνησε τουλάχιστον διακόσιους με τον Σηκουάνα να ξεβράζει πτώματα για μέρες.

Μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 1941, το Βισύ εξέδωσε ένδεκα διατάγματα αναδιοργάνωσης του αστυνομικού σώματος, ίδρυσε νέες αστυνομικές σχολές και συγκρότησε ένα ειδικό τμήμα αντιμετώπισης ταραχών με το όνομα Μηχανοκίνητες Εφεδρικές Μονάδες (Groupes Mobiles de Reserve ή GMR. Μετά τις πρώτες αντιστασιακές ενέργειες, η καταστολή, η παραγωγή όλο και περισσότερων «flics» (=μπάτσων) και οι αλλεπάλληλες οργανωτικές ανασυγκροτήσεις υπηρεσιών και μονάδων αποτελούσαν τους βασικότερους πυλώνες αυτού που οι Γάλλοι φασίστες –όπως και άλλοι φασίστες ανά την ιστορία– είχαν βαφτίσει «Εθνική Επανάσταση».

Τον Απρίλιο του 1942, η περίφημη Συμφωνία ανάμεσα στον Αρχηγό των Ες-Ες στη Γαλλία, συνταγματάρχη Καρλ Όμπεργκ και τον Μπουσκέ ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τη δράση των περίφημων «Ειδικών Ταξιαρχιών» της Ασφάλειας (Brigades Spèciaux ή BS), αποσπάσματα δίωξης κομμουνιστών τα οποία είχαν λευκή επιταγή να συλλαμβάνουν «αντιφρονούντες» κάθε είδους. Από τον Αύγουστο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1944, οι Ειδικές Ταξιαρχίες, επιφορτισμένες με την καταπολέμηση της «αναρχίας», των «κομμουνιστών», των «σοσιαλιστών», των «συνδικάτων» και των «κοινωνικών κινημάτων», σε συνεργασία με το Τμήμα Πολιτικών Υποθέσεων της Ασφάλειας (SAP) είχαν συλλάβει 3.200 άτομα, εκ των οποίων οι 655 παραδόθηκαν στους Γερμανούς για να οδηγηθούν στο απόσπασμα.

Το Βισύ είχε βέβαια και τα δικά του «Τάγματα Ασφαλείας» για την ακρίβεια τα γαλλικά ιδρύθηκαν πριν από τα ελληνικά. Η διαβόητη Milice Française (Γαλλική Πολιτοφυλακή) ξεκίνησε επίσημα τη δράση τον Γενάρη του 1943 και το 1944 στις γραμμές της δρούσαν 30 με 35 χιλιάδες ένοπλοι και πληροφοριοδότες. Επικεφαλής της ήταν ο Ζοζέφ Νταρνάρ, αυτός τουλάχιστον είχε προπολεμικά μακρά θητεία σε κάθε είδους ακροδεξιά και αντισημιτική οργάνωση.

Σύμφωνα με μια ιστορική-κοινωνιολογική μελέτη, το 71,4% των Γάλλων που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς τα δύο πρώτα χρόνια της κατοχής ανήκε στα μεσοαστικά και μεγαλοαστικά στρώματα και μόνο το 27,5% ήταν μικροαστοί, εργάτες και αγρότες.1 Δημόσιοι υπάλληλοι, βιομήχανοι και κρατικοί λειτουργοί παρέμειναν στις θέσεις τους υπηρετώντας το κατοχικό καθεστώς και προπαγανδίζοντας την πεποίθηση πως η διατήρηση ενός ισχυρού κράτους έπρεπε να αποτελέσει την προτεραιότητα των «εθνικά» σκεπτόμενων. Μια ανάλυση για την σύνθεση Milice απέδειξε πως το προφίλ των μελών της ήταν κατά κύριο λόγο μικροαστικό.

Χάνοντας βαθμιαία τα όποια ιδεολογικά και κοινωνικά του ερείσματα, ο σκληρός πυρήνας του δοσιλογισμού γινόταν πιο επιθετικός, το ίδιο και τα εκτελεστικά του όργανα. Στις 15 Ιουλίου 1944, παρακάμπτοντας επιδεικτικά τις επίσημες αστυνομικές αρχές και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης (Prefecture de la Police), η Milice δίκασε, καταδίκασε και εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες 28 κρατουμένους των Φυλακών της Santé στο Παρίσι, επειδή είχαν εξεγερθεί στο κτίριο των φυλακών. Τις ίδιες ημέρες, οι ομόλογοί τους στη Λυών καρφίτσωναν σημειώματα στα πτώματα των εκτελεσμένων αντιστασιακών: «Τρόμος αντί τρόμου. Αυτός ο άνδρας πλήρωσε με τη ζωή του τον φόνο εθνικιστών», πρακτική εντυπωσιακά όμοια με παρόμοια περιστατικά στο κέντρο και τις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας, από τα εδώ ένοπλα αντικομμουνιστικά αποσπάσματα. Στη Νις, η τοπική οργάνωση του PPF2 πήρε την άδεια από τους Γερμανούς να παραλάβει επτά κρατουμένους από τις φυλακές και να τους εκτελέσει σε αντίποινα για τον φόνο ενός μέλους της. Στο λυκόφως της κατοχής, η κρατική και παρακρατική βία θύμιζε όλο και λιγότερο κατασταλτική στρατηγική και περισσότερο ιδεολογική φρενίτιδα. Στις 14 Νοεμβρίου 1943, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Ντρανσύ στο Παρίσι υπέγραψε μια χειρόγραφη άδεια οπλοφορίας για έναν πολίτη «ο οποίος δέχεται απειλές από Εβραίους και φιλοεβραϊκά άτομα. Έχει μεταφέρει εξαιρετικό αντιεβραϊκό προπαγανδιστικό υλικό και είναι διάσημος αντισημίτης και στο εξωτερικό».3

Μέχρι τη δεκαετία του ’70 κυριαρχούσε μια απόλυτη σιωπή στην ιστοριογραφία, αλλά και εν γένει στη γαλλική κοινωνία γύρω από ζητήματα που αφορούσαν το «κράτος» την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Ο μύθος μιας εθνικής κοινωνίας η οποία είχε αντισταθεί κατά πλειοψηφία στους Ναζί με την εξαίρεση μερικών δαχτυλοδεικτούμενων φιλοναζιστών καλλιεργήθηκε σε όλες τις πρώην κατεχόμενες χώρες, αλλά ίσως μόνο στην περίπτωση της Γαλλίας έφτασε σε τόσο υψηλά επίπεδα στρέβλωσης. Η Αντίσταση παρέμενε η συγκολλητική ουσία της εθνικής υπερηφάνειας, με αποτέλεσμα να αποσιωπάται κατ’ εξακολούθηση η ύπαρξη ενός ισχυρού κράτους που δεν είχε υποταχθεί στους Ναζί, αλλά συνεργαζόταν σε υψηλό πολιτικό επίπεδο με αυτούς και φυσικά οι ιδεολογικές τάσεις που είχαν εκθρέψει το Βισύ και που δεν είχαν εκλείψει μετά τον Πόλεμο, όπως ο αντισημιτισμός, ο αντικομμουνισμός και ο αντικοινοβουλευτισμός.

Το δρόμο για τον κλονισμό των μύθων άνοιξε το 1972 η εμβληματική μελέτη του Αμερικανού ιστορικού Ρόμπερτ Πάξτον για την κατοχική Γαλλία, με τίτλο Vichy France, Old Guard and New Order, η οποία διερεύνησε την πολιτική φύση του γαλλικού δοσιλογισμού καταλήγοντας σε ένα καίριο διπλό συμπέρασμα: αφενός πως υπήρχαν συμπαγείς και συγκεκριμένες ακροδεξιές ιδεολογικές τάσεις από την περίοδο του Μεσοπολέμου, τις οποίες η περίοδος του Πολέμου και της Κατοχής απλώς ενέτεινε, αφετέρου πως το Βισύ είχε δική του ατζέντα και τα συμφέροντά του δεν υποτάσσονταν στα γερμανικά σχέδια αλλά συνέπιπταν με αυτά. Το έργο του Πάξτον έδωσε εμπνεύσεις και μεγάλη ώθηση στη βαθύτερη κατανόηση του φασισμού και των αυταρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη του 20ου αιώνα και υπήρξε πρωτοποριακό για την κατανόηση της πολιτικής ευθύνης όλης της αστικής τάξης και των ελίτ σε σχέση με τον ναζισμό πανευρωπαϊκά. Ήταν μια νέα ανάγνωση των εθνικών ιστοριών που συνδύαζε το «σκάλισμα των σκελετών» που κρύβονται στις ντουλάπες με την διάθεση μιας πιο τολμηρής κριτικής του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, των συμβιβασμών και των υπαναχωρήσεων στις οποίες είχε συναφθεί. Όπως το έθεσε εύστοχα ένας άλλος ιστορικός, «πριν από τη δεκαετία του ’70 όλοι υπέθεταν πως η γαλλική αστυνομία είχε συλλάβει μαζικά τους Εβραίους επειδή απλώς υπάκουε αναγκαστικά τις διαταγές του Ναζί κατακτητή και δεν μπορούσε να συνειδητοποίησει πως ήταν πρωτοβουλία της ίδιας της γαλλικής κυβέρνησης».4

Σημειώσεις

1. Olivier Wieviorka, «France: A Fragile Consensus». Στο: Wolfgang Benz, Johannes Houwink ten Cate, Gerhard Otto (επιμ.), Anpassung, Kollaboration, Widerstand. Kollektive Reaktionen auf die Okkupation. Metropol 1996, σ. 117-129 (126).

2. Parti Populaire Français –Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα, μια φασιστική οργάνωση με ηγέτη τον πρώην κομμουνιστή Jaques Doriot.

3. David Pryce-Jones, «Paris unter der deutschen Besatzung». Στο: Gerhard Hirschfeld, Patrick Marsh (επιμ.), Kollaboration in Frankreich. Politik, Wirtschaft und Kultur während der nationalsozialistischen Besatzung 1940-1944. Fischer Verlag, Φρανκφούρτη 1991, σ. 23-42 (41).

4. Simon Kitson, «From Enthusiasm to Disenchantment: The French Police and the Vichy Regime 1940-1944». Contemporary European History, τ. 11 (Αύγουστος 2002), σ. 371-390.