Μπορείτε να φανταστείτε μια εποχή όπου τα σχολικά βιβλία του ελληνικού κράτους δίδασκαν ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, δεν έλεγαν κουβέντα για το Βυζάντιο, και αφιέρωναν στη διδασκαλία των Θρησκευτικών ελάχιστο χώρο; Και όμως, το βιβλίο του Λέοντα Μελά Ο Γεροστάθης, που διδασκόταν ως αναγνωστικό στα ελληνικά δημοτικά σχολεία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφάνιζε ακριβώς τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Ο Αθανασιάδης παίρνει ως αφορμή την πρόσφατη διαμάχη για το βιβλίο της νεώτερης ιστορίας της Στ΄ δημοτικού το 2007 για να εξετάσει ανάλογες διαμάχες στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Σε όλες τμήματα του κρατικού μηχανισμού, η Εκκλησία και εθνικιστικοί και δεξιοί κύκλοι κατάφεραν τελικά να πετύχουν την απόσυρση μιας σειράς σχολικών βιβλίων: το αναγνωστικό του δημοτικού Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου τη δεκαετία του ’20, το βιβλίο Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία του Κώστα Καλοκαιρινού τη δεκαετία του ’60, και στις αρχές του 21ου αιώνα τα βιβλία νεώτερης ιστορίας δημοτικού και Λυκείου.
Μέσα από την ανάλυση αυτών των διαμαχών, ο Αθανασιάδης εξετάζει τη διαδικασία κατασκευής της εθνικιστικής αφήγησης της ιστορίας που διδάσκεται μέχρι και σήμερα στα σχολεία: ότι υπάρχει ένα πανάρχαιο ελληνικό έθνος, που έγραψε ένδοξες σελίδες στην αρχαιότητα, που δημιούργησε την κραταιά Βυζαντινή αυτοκρατορία που διάρκεσε για χίλια χρόνια στο μεσαίωνα, και μέσα από ηρωικούς αγώνες λαού, στρατού και εκκλησίας κατέκτησε την ελευθερία του και δημιούργησε το σημερινό νεοελληνικό κράτος. Κομβικό σημείο αυτής της αφήγησης δεν είναι μόνο η ακατάλυτη συνέχεια του έθνους, αλλά και η πλήρης εξάφανιση από την ιστορία των τάξεων προς όφελος της εθνικής ενότητας και των πεφωτισμένων εθνικών ηρώων. Όλες οι διαμάχες για τα σχολικά βιβλία πυροδοτούνταν όταν αμφισβητούνταν κάποιος από τους κομβικούς πυρήνες αυτής της εθνικιστικής αφήγησης.
Στην περίπτωση του Παπαντωνίου, το γεγονός ότι τα αναγνωστικό του παίρνει τη μορφή αφήγησης των περιπετειών μιας ομάδας παιδιών που πηγαίνουν για κατασκήνωση στο βουνό, πυροδότησε οργισμένες αντιδράσεις: που είναι η πατρίδα, σε ένα βιβλίο που γενικά αποφεύγει την εθνικιστική προπαγάνδα και διδάσκει την ανάγκη να ενταχθούν ισότιμα οι νέοι μειονοτικοί πληθυσμοί που κατέκτησε το νεοελληνικό κράτος μετά το 1913; Που είναι η θρησκεία σε ένα βιβλίο που απουσιάζει η θρησκευτική κατήχηση; Που είναι η οικογένεια σε ένα βιβλίο που δείχνει μια κοινότητα παιδιών που ζουν αγαπημένα μακριά από τους γονείς τους; Αυτά δεν μπορεί παρά να είναι μπολσεβίκικη προπαγάνδα (η επανάσταση του 1917 έχει συμβεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα), και το βιβλίο αποσύρθηκε με το που επέστρεψαν οι αντιβενιζελικοί στην εξουσία το 1920. Ίσως η μοναδική συνέχεια της ελληνικής ιστορίας είναι ο βαθμός ανοησίας και μισαλλοδοξίας της δεξιάς κινδυνολογίας.
Η Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία του Καλοκαιρινού εμφανίστηκε στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου του 1964-5, που προσπάθησε να αλλάξει έστω και στοιχειωδώς τις απαρχαιωμένες εκπαιδευτικές πολιτικές του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς. Το βιβλίο εξόργισε τους αντιπάλους του επειδή παρουσίαζε το Βυζάντιο όχι ως ελληνικό κράτος αλλά ως συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μιλούσε για τις κοινωνικές τάξεις και τις συγκρούσεις τους, και παρουσίαζε τους Σέρβους και τους Βούλγαρους του Μεσαίωνα όχι ως προαιώνιους εθνικούς εχθρούς, αλλά ως χριστιανικούς πληθυσμούς με τις δικές τους θεμιτές επιδιώξεις και επιτεύγματα. Η ανατροπή της κυβέρνησης από τους αποστάτες οδήγησε τελικά και στην απόσυρση του βιβλίου.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η διαμάχη για την απόσυρση του βιβλίου νεώτερης ιστορίας του Λυκείου το 2002, επειδή οι συγγραφείς του τόλμησαν να παρουσιάσουν την ΕΟΚΑ στην Κύπρο του ’50 ως ακραία εθνικιστική. Στο επίκεντρο της διαμάχης ήταν οι δεκάδες δολοφονίες ελληνοκυπρίων αριστερών και ο ρόλος της Αριστεράς στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ενάντια στους Άγγλους. Ενώ το ΑΚΕΛ τη δεκαετία του ’40 είχε προσπαθήσει να χτίσει ένα κίνημα που ένωνε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους εργάτες ενάντια σε αφεντικά και Άγγλους, η έλευση του χίτη Γρίβα στην Κύπρο τη δεκαετία του ’50 οδήγησε σε μαζικές δολοφονίες Τουρκοκύπριων «εχθρών» και Ελληνοκύπριων αριστερών «προδοτών», βάζοντας με αυτό το τρόπο τα θεμέλια για την τραγωδία που διαρκεί μέχρι σήμερα. Αλλά η παρουσίαση των εγκλημάτων του ελληνικού και ελληνοκυπριακού εθνικισμού είναι βεβαίως κάτι που οι δεξιοί και εθνικιστικοί κύκλοι θεωρούν αδιανόητο για τα σχολικά βιβλία.
Πέρα από την ανάδειξη της σημασίας αυτών των διαμαχών, το βιβλίο είναι χρήσιμο γιατί εξετάζει τη διαδικασία με την οποία στήθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα η εθνικιστική αφήγηση που διδάσκεται μέχρι σήμερα. Η αρχική αφήγηση των επιγόνων της επανάστασης του 1821 ήταν εμπνευσμένη από τις προοδευτικές αξίες του Διαφωτισμού. Βιβλία όπως αυτό του Μελά θεωρούσαν αχρείαστη τη θρησκευτική κατήχηση, και αποτροπίαζαν με τις απολυταρχικές πρακτικές των ελληνιστικών βασιλείων των Μακεδόνων και το θρησκευτικό σκοταδισμό των Βυζαντινών αυτοκρατόρων: Μακεδόνες και Βυζαντινοί δεν ήταν παρά κατακτητές που κατέστρεψαν τις δημοκρατικές πρακτικές των αρχαίων Ελλήνων. Η σταδιακή ανατροπή αυτής της αφήγησης από τη θεωρία της ακατάλυτης συνέχειας του ελληνικού έθνους από ιστορικούς όπως ο Παπαρρηγόπουλος οδήγησαν στην απόσυρση αναγνωστικών όπως αυτό του Μελά και την αντικατάσταση τους από βιβλία που καλλιεργούσαν το μίσος για τους «εθνικούς εχθρούς» και παρουσίαζαν τη θρησκεία ως συστατικό στοιχείο του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».
Η εθνικιστική αφήγηση που διδάσκεται στα σχολεία δεν είναι η πανάρχαια ιστορία ενός ακατάλυτου έθνους. Είναι μια αφήγηση που κατασκευάστηκε σταδιακά το 19ο αιώνα από το νεοελληνικό κράτος στην προσπάθεια του να επικρατήσει στις εδαφικές και οικονομικές συγκρούσεις με τα άλλα βαλκανικά κράτη και να κάνει πλύση εγκεφάλου στους νεαρούς υπηκόους του ότι η μόνη δύναμη στην ιστορία είναι το έθνος, τα συμφέροντα του και οι μεγάλοι άνδρες που τα αντιπροσωπεύουν. Η Αριστερά έχει να αντιτάξει σε αυτό το εθνικιστικό παραμύθι μια αφήγηση που βάζει στο κέντρο της τις ταξικές συγκρούσεις, τη μετανάστευση, την πολιτισμική μείξη και ανταλλαγή. Το βιβλίο αυτό είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για κάθε αγωνιστή.