Καθώς βαδίζουμε στην έβδομη χρονιά από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, μια μαρξιστική μελέτη που φιλοδοξεί «να εντοπίσει τις αντιφατικές δυνάμεις οι οποίες αναστατώνουν τη λειτουργία της οικονομικής μηχανής που κινεί τον καπιταλισμό», είναι πέρα από κάθε αμφιβολία καλοδεχούμενη.
Στο τελευταίο του βιβλίο «Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού», που κυκλοφόρησε πρόσφατα (γράφτηκε το 2014), ο μαρξιστής γεωγράφος και ανθρωπολόγος Ντέιβιντ Χάρβεϊ επιχειρεί να βαθύνει την κατανόησή μας για την εσωτερική λειτουργία του κεφάλαιου.
Κλειδί στην ανάλυση του Χάρβεϊ είναι η έννοια της αντίφασης, που τη χρησιμοποιεί «με τη διαλεκτική παρά με την αριστοτελική αντίληψη», όπως τονίζει από την εισαγωγή του βιβλίου. «Η σημαντικότερη από όλες τις αντιφάσεις είναι αυτή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα επιφαινόμενα στον κόσμο που ζούμε», γράφει. Αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί φετιχισμό.
Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι η έρευνά του εστιάζει στο κεφάλαιο και όχι στον καπιταλισμό ως σύστημα. Επισημαίνει, βέβαια, πως το καπιταλιστικό σύστημα είναι γεμάτο από αναρίθμητες αντιφάσεις που έχουν να κάνουν, πχ, με τις ρατσιστικές και σεξιστικές διακρίσεις και γενικότερα την καταπίεση, τη γεωπολιτική βία κλπ. Παραδέχεται ότι αυτές οι αντιφάσεις προφανώς επηρεάζονται από τη συσσώρευση του κεφάλαιου και έχουν επιπτώσεις σε αυτήν. Αλλά αυτό που τον απασχολεί και στο οποίο επικεντρώνει σε αυτό το βιβλίο είναι η ίδια η εσωτερική διαδικασία συσσώρευσης και κυκλοφορίας που συγκροτεί την οικονομική μηχανή του καπιταλισμού.
Ο Χάρβεϊ αναδεικνύει, ομολογουμένως με πολύ παραστατικό τρόπο, το γεγονός ότι οι αντιφάσεις του κεφάλαιου περιλαμβάνουν αντιτιθέμενες δυνάμεις και τάσεις που είναι ταυτόχρονα παρούσες μέσα στην κίνησή του. Η διαπίστωση, για παράδειγμα, του Μαρξ πως τα εμπορεύματα ενσαρκώνουν ταυτόχρονα μια αξία χρήσης και μια ανταλλακτική αξία, είναι μια τέτοια αντίφαση –και είναι η πρώτη από τις δεκαεφτά που υπάρχουν στον «κατάλογο» του Χάρβεϊ.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους είναι αντιφατικό το κεφάλαιο: ο πλούτος παράγεται συλλογικά κοινωνικά, αλλά η ιδιοποίησή του είναι ατομική˙ το κεφάλαιο απαιτεί ατομική κατοχή της ιδιοκτησίας, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη στήριξη και την παρέμβαση του κράτους˙ ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα ξεχωριστά κεφάλαια (που είναι ο κινητήρας του καπιταλισμού), είναι σε αντίφαση με τη συνεχή τάση για συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της συσσώρευσης˙ η ανάπτυξη της τεχνολογίας, αντί να μειώνει το δυσβάσταχτο βάρος των μακριών ωράριων εργασίας, οδηγεί σε περισσότερη ανεργία˙ το ίδιο το κεφάλαιο βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με την εργασία, αλλά ταυτόχρονα είναι ανύπαρκτο χωρίς αυτήν και την εκμετάλλευσή της˙ το ιδανικό της ατομικής ελευθερίας καταλήγει σε κυριαρχία και καταπίεση πάνω στο μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας.
Ο Χάρβεϊ επιχειρηματολογεί γιατί οι καπιταλιστές, καθώς προσπαθούν να λύσουν αυτές τις αντιφάσεις, τείνουν, σε μακροοικονομική κλίμακα, να δημιουργούν περισσότερες: «Για παράδειγμα, στις αρχές του 18ου αιώνα η Βρετανία βρέθηκε σε αντιφατική κατάσταση. Η γη ήταν αναγκαία τόσο για βιοκαύσιμα [ξυλοκάρβουνο], όσο και για την παραγωγή τροφίμων… Η απάντηση ήταν η υπόγεια εξόρυξη άνθρακα… έτσι ώστε η γη να χρησιμοποιείται μόνο για την παραγωγή τροφίμων… Η προσφυγή στα ορυκτά καύσιμα έλυσε μια αντίφαση, αλλά σήμερα, μετά από αιώνες, αποτελεί τη βάση μιας άλλης αντίφασης ανάμεσα στη χρήση ορυκτών καυσίμων και την κλιματική αλλαγή… Οι αντιφάσεις έχουν την άσχημη συνήθεια να μη λύνονται, αλλά να εξελίσσονται και να επανεμφανίζονται».
Αν και σωστά ισχυρίζεται ότι αυτές οι αντιφάσεις είναι «έμφυτες» στο κεφάλαιο, ο συγγραφέας δεν εστερνίζεται την ντετερμινιστική άποψη ότι οδηγούν στην αναπόφευκτη κατάρρευσή του. Αντίθετα, πολλές φορές μπορούν να τροφοδοτούν το δυναμισμό του και την ικανότητά του να αναζωογονείται και να σταθεροποιείται ξανά. Όμως, αυτό που τονίζει είναι πως το κεφάλαιο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτές τις αντιφάσεις και επομένως χωρίς τις κρίσεις που προκαλούν.
Ο Χάρβεϊ υποστηρίζει πως ο Μαρξ μπορεί να επέμενε ότι αυτό που έχει σημασία είναι «το πώς ν’ αλλάξουμε τον κόσμο», αλλά πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του κλεισμένος στο Βρετανικό Μουσείο προσπαθώντας να τον κατανοήσει. Αυτό είναι σωστό. Αλλά, είναι εξίσου σωστό πως δεν μπορούμε να δούμε την κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ αποκομμένη από την πάλη για την αλλαγή του κόσμου. Ο ίδιος ο Χάρβεϊ, άλλωστε, αναφέρει στον πρόλογό του ότι η κατανόηση της λειτουργίας του κεφάλαιου έχει αξία γιατί σήμερα διαμορφώνεται ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα.
Δυστυχώς, όμως, οι προτάσεις του για το πώς αυτό το αντικαπιταλιστικό κίνημα περνάει από την κατανόηση του καπιταλισμού στην πάλη για την αλλαγή της κοινωνίας είναι από τα πιο αδύναμα σημεία του βιβλίου. Αν και στον επίλογο παραθέτει –ισάριθμες με τις δεκαεφτά αντιφάσεις– «ιδέες για πολιτική πράξη», η πραγματικότητα είναι ότι προσφέρει ελάχιστα στο επίπεδο και των ιδεών και της πράξης για το πώς μπορούμε να φτάσουμε σε αυτούς τους στόχους.
Σε μια σύντομη βιβλιοπαρουσίαση δεν υπάρχει η δυνατότητα να αναφερθούμε πληρέστερα στις θεωρητικές αδυναμίες της ανάλυσης του Χάρβεϊ για τον καπιταλισμό σήμερα και την κρίση του. Όπως έχουμε γράψει σε παλιότερα τεύχη αυτού του περιοδικού, οι αδυναμίες του έχουν ως αφετηρία τη θεωρία του ότι στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό η «συσσώρευση μέσω εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης» έχει σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από τη «συσσώρευση μέσω υφαρπαγής». Ωστόσο, η «υφαρπαγή» δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκμετάλλευση σαν ερμηνεία για την παραγωγή υπεραξίας μέσα στον καπιταλισμό. Η πηγή της συσσώρευσης, η δύναμη του κεφάλαιου, βρίσκεται εκεί όπου παράγεται η υπεραξία.1
Όμως, ξεκινώντας από μια τέτοια αντίληψη ο Χάρβεϊ καταλήγει στην υποτίμηση της δυνατότητας της εργατικής τάξης να αντισταθεί οργανωμένα και να δώσει τις μάχες της στο χώρο δουλειάς με απεργίες, καταλήψεις κλπ. Αντίθετα, προτείνει ότι η αντικαπιταλιστική πάλη σήμερα πρέπει να επικεντρωθεί στις σφαίρες της ζωής έξω από το χώρο εργασίας. Κατηγορεί μάλιστα την αριστερά ότι λόγω της επιμονής της να θεωρεί πρωταρχική την αντίφαση κεφάλαιου-εργασίας, αδρανεί απέναντι σε κρίσιμα ζητήματα όπως η στέγη, η υγεία, η παιδεία, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η οικολογική καταστροφή και ό, τι άλλο αποτελεί στόχο «υφαρπαγής».
Μια τέτοια κατηγορία για την αριστερά δεν είναι μόνο άδικη, είναι και ψεύτικη –ειδικά όταν απευθύνεται σε αγωνιστές και αγωνίστριες του αντικαπιταλιστικού κινήματος, που έχουν δώσει σκληρούς αγώνες σε αυτά τα κρίσιμα μέτωπα. Η επαναστατική αριστερά, όχι μόνο δεν υποβαθμίζει, αλλά είναι στην πρώτη γραμμή της οργάνωσης τέτοιων αγώνων.
Όμως πέρα απ’ αυτό, η πραγματικότητα είναι ότι ο πυρήνας του καπιταλισμού βασίζεται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Γι’ αυτό, είναι η εργατική τάξη που έχει τη στρατηγική δύναμη να τον τσακίσει. «Οι αλυσίδες σπάνε εκεί που φτιάχνονται», όπως έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Παρά τις παραπάνω κριτικές, «οι 17 αντιφάσεις» είναι ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο αναφοράς για τον καθένα που θέλει ξετυλίξει τις βασικές αντιφάσεις που είναι έμφυτες στο καπιταλιστικό σύστημα. Επιπλέον, ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι ο απλός και κατανοητός τρόπος που είναι γραμμένο, όπως τα περισσότερα βιβλία του Χάρβεϊ.
Σημειώση
1. Πάνος Γκαργκάνας, “Χαμένοι στο λαβυρινθο της πόλης” (βιβλιοκριτική στο βιβλίο του Ντ. Χάρβεϊ “Εξεγερμένες πόλεις”, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 98. Κώστας Πίττας, “Χρήσιμες περιγραφές, λάθος συμπεράσματα” (βιβλιοκριτική στο βιβλίο του Κ. Χατζημιχάλη “Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης”, Σοσιαλισμός από τα κάτω Νο 112