Η Μαρία Στύλλου γράφει για τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά σε μια Ευρώπη που κλείνεται στους φράχτες και βουλιάζει σε τριπλή κρίση.
Η παγκόσμια οικονομία οδεύει σε νέα βουτιά, η Ε.Ε. βρίσκεται σε κατάσταση ημιδιάλυσης, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία μετατρέπονται σε θερμό πόλεμο στη Συρία, ενώ ταυτόχρονα κλιμακώνονται οι εξοπλισμοί στην περιοχή του Ειρηνικού. Μέσα σ' αυτή την εικονα του καπιταλισμού, που μοιάζει μ’ αυτή της δεκαετίας του 1930 και που σε πολλά γίνεται πιο επικίνδυνη, η Αριστερά χρειάζεται να αλλάξει για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις.
Δεν μπορεί να έχει αυταπάτες ότι τα πράγματα θα πάνε προς το καλύτερο από μόνα τους, γιατί αργά ή γρήγορα “η κρίση θα τελειώσει”. Ούτε, αντίθετα, μπορεί να περιμένει ότι το σύστημα θα καταρρεύσει από μόνο του, σαν χάρτινος πύργος. Η Αριστερά σήμερα χρειάζεται άμεσα να ξεκαθαρίσει και να λειτουργήσει σε τρία επίπεδα.
Το πρώτο, να κλιμακώσει τη μάχη της ενάντια στον πόλεμο, τους φράχτες και τον αποκλεισμό των εκατομμυρίων προσφύγων που διεκδικούν ανοιχτά σύνορα. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ψευδαισθήσεις ότι θα γίνουν προοδευτικές αλλαγές σε μια Ευρώπη κλεισμένη πίσω από φράχτες, την ώρα που η πολιτική της απλώνει μια ματοβαμμένη κηλίδα στη Μέση Ανατολή.
Το δεύτερο, να στηρίξει τους αγώνες απέναντι σε κάθε είδους μέτρα λιτότητας, μνημόνια και επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη. Το κριτήριο της Αριστεράς για τη στήριξη ενός αγώνα δεν μπορεί να είναι τι και πόσο αντέχει η οικονομία, ούτε εάν “υπάρχουν οι συσχετισμοί”, αλλά η ανάγκη απ’ αυτή την σύγκρουση να βγουν η τάξη και το κίνημά της πιο δυνατά από ποτέ.
Το τρίτο και καθοριστικό ζητούμενο για την Αριστερά είναι να αλλάξει στρατηγική. Να αναγνωρίσει ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος έχει καταρρεύσει. Το τραγικό παράδειγμα μιας κυβέρνησης της “πρώτη φορά Αριστεράς” στην Ελλάδα, όπου μέσα σ’ ένα χρόνο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει στροφή 180 μοιρών και εφαρμόζει το ίδιο πρόγραμμα της συμμαχίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, δεν μπορεί πια να εξηγηθεί σαν προσωπικό φαινόμενο. Την κρεατομηχανή του καπιταλισμού μπορεί να την σταματήσει μόνο μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Μια στρατηγική που η εργατική τάξη παίρνει τον έλεγχο στα κλειδιά της οικονομίας, και έχει την πολιτική εξουσία να βάλει μπροστά το πρόγραμμα για μια άλλη κοινωνία.
Εάν η περιγραφή στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τις μεγάλες κρίσεις είναι ότι σε τέτοιες περιόδους «κάθε σταθερότητα διαλύεται σαν σκόνη στον αέρα», αυτό ισχύει και για στρατηγικές που μια προηγούμενη περίοδο έμοιαζαν ότι δούλευαν. Μ' αυτό το ξεκαθάρισμα βρίσκεται αντιμέτωπη η Αριστερά σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Αστάθεια και συγκρούσεις
Ποτέ σε προηγούμενη περίοδο δεν γίνονταν τόσες πολλές συνδιασκέψεις και σύνοδοι κορυφής όσο τα τελευταία δυο χρόνια. Έχουμε δει συναντήσεις κορυφής ανάμεσα σε Ρωσία-ΗΠΑ και Ε.Ε. για να μοιράσουν την Ουκρανία. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να τη βυθίσουν και σε οικονομική καταστροφή και σε πόλεμο. Αυτό το μέτωπο συνεχίζει να είναι ανοιχτό. Στη συνέχεια ήταν η σύνοδος της Γενεύης για το Συριακό. Και εδώ επικρατούσε η ψεύτικη αισιοδοξία ότι όλα θα διευθετηθούν. Και εδώ οι βομβαρδισμοί συνεχίζονται, οι συγκρούσεις για τον έλεγχο της Συρίας και της Μέσης Ανατολής κλιμακώνονται και στο Ιράκ, και ανοίγουν νέα μέτωπα. Η Τουρκία έχει ανοίξει πόλεμο όχι μόνο στα σύνορα με τη Συρία αλλά και με τους Κούρδους μέσα στην Τουρκία.
Αυτός ο πόλεμος μοιάζει πολύ με τις προηγούμενες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή, αλλά είναι πολύ πιο αποσταθεροποιητικός. Όπως έγινε με τους βομβαρδισμούς στη Βοσνία και στη Σερβία το 1999 και την επίθεση στο Ιράκ το 2003, έτσι και τώρα, εκατομμύρια φεύγουν για να σωθούν, αλλά η καταστροφή δεν έχει τέλος. Τα κύματα των προσφύγων συνεχώς μεγαλώνουν γιατί οι πολεμικοί ανταγωνισμοί όλο και πληθαίνουν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν είναι σε θέση να επιβάλουν τις δικές τους “λύσεις” και οι τοπικές δυνάμεις βυθίζονται όλο και περισσότερο στη δίνη.
Το προσφυγικό και η νέα βουτιά στην οικονομία έχει δημιουργήσει τις μεγαλύτερες ρωγμές και συγκρούσεις στον τρίτο πυλώνα του καπιταλισμού, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η «συνάντηση της Αυστρίας», όπου με πρωτοβουλία της Αυστρίας (στενή συνεργάτιδα της Γερμανίας), δέκα ευρωπαϊκά κράτη πήραν την απόφαση να κλείσουν τα σύνορα τους, έχει ανατινάξει όλους τους μύθους της “ενωμένης Ευρώπης”. Μέχρι πρόσφατα, τα δυτικά Βαλκάνια παρουσιάζονταν ως το επόμενο πεδίο διεύρυνσης της ΕΕ με ειδυλλιακά χρώματα ότι τάχα οι “παραδοσιακές βαλκανικές έριδες” θα σβήσουν στην αγκαλιά της “πολιτισμένης Ευρώπης”. Τολμούσαν να ισχυριστούν ότι η ΕΕ το είχε πετύχει αυτό στην ανατολική Ευρώπη και τώρα θα το επαναλάβει λίγο πιο κάτω. Ξαφνικά, όμως, οι “χώρες του Βίζεγκραντ” γίνονται αφορμή για να γενικευτούν οι “ευρωπαϊκές αξίες” από την ανάποδη- με φράχτες και στρατόπεδα. Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο σαν “επιδημία” από ακροδεξιά φαινόμενα και σαν εξαίρεση μέσα στη δημοκρατική Ε.Ε. Είναι αποτέλεσμα βαθύτερης κρίσης, και στην οικονομία και στην πολιτική και συνολικά στην αντιμετώπιση που μέχρι τώρα έβαζαν μπροστά για το ξεπέρασμά της.
Το προσφυγικό έχει επιτείνει την αστάθεια και τις συγκρούσεις μέσα από τρεις εξελίξεις.
Η πρώτη είναι ο στόλος του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και η στρατιωτικοποίηση της Φροντέξ. Μήνες τώρα γινόταν οι προσπάθειες από την ΕΕ να αναβαθμίσουν την Φρόντεξ. Τον περασμένο Δεκέμβρη είχαν βάλει σαν στόχο να οριστικοποιήσει η Σύνοδος Κορυφής του Μάρτη το δικαίωμα της Φρόντεξ να επεμβαίνει ακόμη και αν μια χώρα-μέλος δεν δίνει τη συγκατάθεσή της. Αυτό αποδείχθηκε πολύ λίγο-πολύ αργά και έφτασαν να προσκαλέσουν το ΝΑΤΟ να κάνει τη βρομοδουλειά. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου ανοίγει ακόμα περισσότερο τις πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, στη Συρία και στην ίδια την Τουρκία.
Η δεύτερη είναι η αναστολή στην πράξη, και για μια σειρά από κράτη της Ε.Ε. , της συμφωνίας του Σένγκεν. Παρόλο που κεντρικά ακόμα οι Βρυξέλλες δεν έχουν πάρει μια τέτοια απόφαση, στην πραγματικότητα έχει αρχίσει να ισχύει. Το δρόμο για την κατάργηση της Σένγκεν δεν τον άνοιξε η απόφαση της Ουγγαρίας να κλείσει τα σύνορα της, αλλά ο ίδιος ο Ολάντ στη Γαλλία, μετά την επίθεση των τζιχαντιστών στο Παρίσι, με την απόφαση για κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το Βέλγιο κλείνει τα σύνορα με τη Γαλλία για να μην περνούν οι πρόσφυγες που εκδιώκονται από τη “Ζούγκλα” του Καλαί. Η συμφωνία της Σένγκεν δεν έχει να κάνει με κατοχύρωση της δημοκρατίας στην ΕΕ, όσο με τις ανάγκες των καπιταλιστών της Ευρώπης να κυκλοφορούν ελεύθερα τα εμπορεύματα τους και οι εργάτες/τριες που χρειάζονται. Χωρίς Σένγκεν, η κυριαρχία του Ευρώ αδυνατίζει.
Το τρίτο στοιχείο είναι οι συνέπειες πάνω στις πολιτικές εξελίξεις, σε όλη την Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Στη Βρετανία ο Κάμερον κάνει δημοψήφισμα στις 23 Ιούνη με κεντρικό ερώτημα «Μέσα ή έξω από την Ε.Ε.». Αυτό δεν είναι περιθωριακό ζήτημα. Η Βρετανία δεν είναι ένα ουδέτερο κράτος κάπου ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Δεν είναι Ελβετία. Το Σίτυ του Λονδίνου είναι ένα από τα τρία μεγάλα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τα άλλα δυο είναι η Νέα Υόρκη και το Τόκυο. Γι’ αυτό καθημερινά μετράνε τους δείκτες σ’ αυτά τα τρία σημεία για να δουν πώς πάει η παγκόσμια οικονομία. Αυτό το δημοψήφισμα, όπως και να καταλήξει, επιτείνει την κρίση στην Ε.Ε.
Πολιτική κρίση
Όταν ο Ολάντ κήρυξε τη Γαλλία σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», πίστευε ότι αυτό του άνοιγε τη δυνατότητα να ελέγξει τις αντιδράσεις και το κίνημα. Το 2017 η Γαλλία πηγαίνει για προεδρικές εκλογές και η επανεκλογή του Ολάντ είναι πολύ δύσκολη. Στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές, στον πρώτο γύρο ήρθε πρώτο σε πολλές περιφέρειες το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν και στον δεύτερο γύρο, μετά από συνεργασία των υποψήφιων του Σοσιαλιστικού και της δεξιάς (UMP), τις περισσότερες περιφέρειες τις κέρδισε το κόμμα του Σαρκοζί. Μέχρι τώρα ο Ολάντ θεωρούσε ότι μπορούσε να ελέγξει τις αντιδράσεις από τα αριστερά του. Και όμως οι τελευταίοι μήνες τον διαψεύδουν. Σε κάθε επιλογή του έχει βρεθεί αντιμέτωπος με αντιδράσεις από τα αριστερά.
Τις πρώτες μέρες μετά την κήρυξη “έκτακτης ανάγκης” βρέθηκε αντιμέτωπος με διαδηλώσεις που αψήφησαν την απαγόρευση. Από τα 1000 άτομα που διαδήλωσαν στην πλατεία της Ομόνοιας στο Παρίσι μερικές μέρες μετά την επίθεση, μέχρι τα μαζικά απαγορευμένα συλλαλητήρια που έγιναν μέσα στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα στο Παρίσι. Στο Καλαί οργανώθηκε ένα μεγάλο αντιρατσιστικό συλλαλητήριο στις 24 Γενάρη, ενώ εμείς διαδηλώναμε στον Έβρο, που όχι μόνο ήταν μαχητικό, αλλά εμπόδισε τους φασίστες της Λεπέν να πραγματοποιήσουν την αντισυγκέντρωση που είχαν αναγγείλει. Τώρα όλη η Γαλλία ετοιμάζεται να διαδηλώσει στο Παρίσι στις 19 Μάρτη, δέκα μέρες μετά το μεγάλο συλλαλητήριο ενάντια στο νέο εργασιακό νόμο της κυβέρνησης.
Οι 500 χιλιάδες που κατέβηκαν στους δρόμους στις 9 Μάρτη, ενάντια στα “μνημόνια” του Ολάντ, είναι η δύναμη που μπορεί να ξαναζωντανέψει το εργατικό κίνημα αλλά και την αριστερά στη Γαλλία. Είναι αυτό που φοβούνται περισσότερο τα αφεντικά σε όλη την Ευρώπη.
Στην Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία οι εκλογές που έγιναν μέσα στο τελευταίο εξάμηνο επιβεβαιώνουν την κρίση των κυρίαρχων κομμάτων. Όλες αυτές οι χώρες είχαν προβληθεί σαν “επιτυχημένες” έξοδοι από την οικονομική κρίση. Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, τα νούμερα έδειχναν την πιο μεγάλη οικονομική ανάκαμψη σε όλη την ΕΕ. Πουθενά αυτό δεν ωφέλησε τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Καμιά δεν επανεκλέγεται και παντού υπάρχει δυνάμωμα των κομμάτων της Αριστεράς. Οι μάχες του εργατικού κινήματος ενάντια στα Μνημόνια αλλά και ενάντια στις ρατσιστικές πολιτικές μεταφράζονται σε μαζική ριζοσπαστικοποίηση που αφήνει τα παραδοσιακά αστικά κόμματα μετέωρα. Το ζήτημα είναι πώς ανταποκρίνεται η Αριστερά σε αυτές τις εξελίξεις.
Ποιες στρατηγικές;
Πόσο επηρεάζουν οι εξελίξεις στην Ευρώπη την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι πάρα πολύ. Η κυρίαρχη τάξη εδώ στήριζε όλη τη στρατηγική της πάνω στην Ε.Ε. και τη συμμετοχή της σ’ αυτήν.
Η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ σχεδόν από το ξεκίνημά της. Στις 28 Μάη του 1979 υπογράφτηκε πανηγυρικά στο Ζάππειο η συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Τότε στην κυβέρνηση ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο ίδιος που 18 χρόνια πιο πριν, το 1961, είχε υπογράψει τη Συμφωνία Σύνδεσης με την ΕΟΚ. Το 2000 η κυβέρνηση Σημίτη υπογράφει και την ένταξη στο Ευρώ. Οι καπιταλιστές στην Ελλάδα άνοιξαν σαμπάνιες την ημέρα της υπογραφής.
Δεν ήταν μόνο οι έλληνες καπιταλιστές που τάχθηκαν ανοιχτά με την κυβέρνηση του Σημίτη και τον “ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό”. Ήταν οι χρονιές που σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κέρδιζαν τις εκλογές και αποτελούσαν τον κορμό των κυβερνήσεων σχεδόν σε όλους τους μεγάλους καπιταλισμούς. Ο Μπλερ στη Βρετανία, ο Σρέντερ στη Γερμανία, ο Ζοσπέν στη Γαλλία, ο Πρόντι στην Ιταλία, μαζί τους ο Σημίτης στην Ελλάδα. Πίσω από εκείνο το κύμα ακολουθούσαν και οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη έχουν τις ρίζες τους πάνω σε δυο μεγάλα διεθνή γεγονότα. Το πρώτο ήταν η κρίση και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατών του κρατικού καπιταλισμού και το δεύτερο ακόμα πιο πίσω, η δημιουργία της ΕΟΚ αρχικά και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ιταλικό ΚΚ ήταν το πρώτο που συγκρούστηκε με τη Μόσχα (η κρίση στις σχέσεις ξεκίνησε από την καταστολή της εξέγερσης της Πράγας το 1968 από τα ρώσικα τανκς) και ήταν αυτό που υιοθέτησε πολύ γρήγορα την ανάγκη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς να στηρίξει τους δικούς της καπιταλιστές στη συμμετοχή τους στο κοινό ευρωπαϊκό σπίτι.
Όταν το 1914 τα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στήριζαν το καθένα τη συμμετοχή της δικής του κυρίαρχης τάξης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτό αποτέλεσε ιστορική προδοσία για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Πενήντα χρόνια αργότερα, το ιταλικό Κ.Κ. υποστήριξε ότι «η ΕΟΚ αντιπροσωπεύει μια οικονομική δύναμη που μπορεί κάλλιστα να σταθεί στο ίδιο επίπεδο και ακόμα να ξεπεράσει τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και τη Σοβιετική Ένωση”.
Την ίδια άποψη είχε από την αρχή στην Ελλάδα ο Συνασπισμός, και γύρω απ’ αυτήν συγκεκριμενοποίησε τη στρατηγική του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο παράδεισος της ανάπτυξης ήταν η θέση του στα 40 χρόνια της Μεταπολίτευσης και κληρονόμησε αυτή την άποψη και στον ΣΥΡΙΖΑ. Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» με άρθρα πολλών μετέπειτα υπουργών και στελεχών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Σ’ αυτό, ο Δραγασάκης ξανατόνιζε ότι η στρατηγική της νέας κυβέρνησης δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο μέσα στην Ε.Ε. και μέσα στο Ευρώ.
Η κρίση και τα φαινόμενα διάλυσης μέσα στην Ε.Ε. έχουν άμεσες πολιτικές συνέπειες, όχι μόνο στα κόμματα της κυρίαρχης τάξης, αλλά και στα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Η άποψη ότι ο κοινοβουλευτικός δρόμος μπορεί να λειτουργήσει μέσα στην Ευρώπη, διαψεύδεται παταγωδώς σε όλα τα επίπεδα. Και στο οικονομικό, αλλά και στα ζητήματα δημοκρατίας. Βλέπουμε την κυβέρνηση του Τσίπρα να στηρίζει όχι μόνο τα μνημόνια, το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά ταυτόχρονα το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, τις επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών στην Τουρκία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα.
Απέναντι σ’ αυτή την εξέλιξη, η προοπτική δεν είναι το πισωγύρισμα στη δεκαετία του ’50 και του ’60, με την επιστροφή στον «εθνικό» δρόμο ανάπτυξης. Αυτό το ξεκαθάρισμα είναι πολύ σημαντικό για όλη την αριστερά που είναι κριτική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν είναι καθαρή πάνω στο ζήτημα της προοπτικής. Η λύση δεν είναι ο κοινοβουλευτικός δρόμος με «εθνικό» πρόσημο, απέναντι στην φιλοευρωπαϊκή επιλογή. Η αριστερά που συγκρούεται με την ΕΕ και το Ευρώ δεν μπορεί να βάλει πλάτη για εθνική παραγωγική ανασυγκρότηση παρέα με τους έλληνες καπιταλιστές. Εδώ έρχεται η συμβολή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος να λύσει το γόρδιο δεσμό.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα συνδέεται με την επαναστατική στρατηγική για να αλλάξει η κοινωνία. Το πρόγραμμα και τα αιτήματα που βάζει – Διαγραφή του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών χωρίς αποζημίωση, έξω από την Ε.Ε. και το Ευρώ, ανοιχτά σύνορα για πρόσφυγες και μετανάστες, να σταματήσει ο πόλεμος στη Συρία και παντού αλλού – δεν είναι ένα άθροισμα αιτημάτων μαζί με άλλες διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Το κέντρο του βρίσκεται στην οργάνωση της ίδιας της τάξης και στην προοπτική του εργατικού ελέγχου. Εργατικό έλεγχος και στις σημερινές μάχες και την οργάνωσή τους, αλλά και με την προοπτική της εργατικής εξουσίας.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα είναι ταυτόχρονα άμεσο αλλά και ανοίγει το δρόμο για τη σύγκρουση και την ανατροπή αυτού του συστήματος. Η συγκεκριμενοποίησή του σημαίνει τρία πράγματα ταυτόχρονα.
Το πρώτο, σύνδεση της οικονομικής, της πολιτικής και της ιδεολογικής μάχης. Όπως περιέγραφε ο Ένγκελς, ενώ μέσα στον καπιταλισμό αυτά τα τρία επίπεδα πάλης μοιάζουν ξεκομμένα και απόμακρα μεταξύ τους, έρχονται στιγμές όπως σήμερα που ξαφνικά αρχίζουν να συνδέονται μέσα από τη διάσταση που παίρνει η κρίση των από πάνω και μέσα από την εμπειρία των αγώνων που δίνουν οι από κάτω. Έτσι φτάνουμε στην κατάσταση, το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα να οργανώνει μια από τις μεγαλύτερες πανεργατικές στις 4 Φλεβάρη, και ταυτόχρονα, ακόμα και όταν δεν απεργεί, να οργανώνει ομάδες αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες. Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί το πώς στη χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό ανέργων, στο γκάλοπ για τους πρόσφυγες που έκανε η Public Issue στα μέσα Γενάρη το 83% των ερωτηθέντων υποστήριξε την ανάγκη να δοθεί στέγη και δουλειά σε όλους τους πρόσφυγες.
Αυτή η σύνδεση που έχει αρχίσει να γίνεται αυθόρμητα, χρειάζεται να οργανωθεί και να γενικευτεί. Διεκδικούμε αυτό που καταγράφουν τα γκάλοπ και το κίνημα αλληλεγγύης να μετατραπεί σε μια οργανωμένη δύναμη που δεν θα αφήσει καμιά επίθεση να περάσει – ούτε ασφαλιστικό και ιδιωτικοποιήσεις, ούτε φράχτες και πολέμους.
Το δεύτερο κρατούμενο είναι ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα χρειάζεται το ενιαίο μέτωπο. Ακόμα και στις σημερινές συνθήκες η συνείδηση και οι ιδέες της εργατικής τάξης δεν είναι ομοιόμορφες, ούτε εξελίσσονται γραμμικά. Υπάρχουν ακόμα εργάτες που επηρεάζονται από τις ρεφορμιστικές ιδέες, ακόμα και εάν συμμετέχουν σε όλες τις μάχες. Οι ρεφορμιστικές ιδέες δεν αυτοφύονται ούτε βρίσκονται στα μυαλά των ανθρώπων από τη γέννηση τους. Το ότι στην Ελλάδα υπάρχουν δυο κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς, το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, σημαίνει ότι υπάρχουν οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις που παίζουν αυτόν τον ρόλο.
Η κοινή δράση και πάνω απ’ όλα το ενιαίο μέτωπο, με κομμάτια της τάξης που βρίσκονται στα δεξιά των επαναστατών και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ανοίγει τη δυνατότητα και για μεγάλες κοινές μάχες, αλλά και για το πολιτικό προχώρημα και το κέρδισμα στην αντικαπιταλιστική προοπτική. Αντικαπιταλιστική προοπτική χωρίς ενιαίο μέτωπο σημαίνει μόνο ιδεολογικές αναφορές και όχι οδηγός για δράση και για προχώρημα.
Το τρίτο στοιχείο είναι το επαναστατικό κόμμα. Η διαφορετική στρατηγική δεν περιορίζεται μόνο στο πολιτικό αλλά έχει και οργανωτικές συνέπειες.
Επαναστατικό κόμμα
Ο Λένιν έγραψε το 1903 το «Τι να κάνουμε» στις παραμονές της εξέγερσης του 1905, σε περίοδο που το εργατικό κίνημα άρχισε να μεγαλώνει και αμέσως μετά τη μελέτη του για το Αγροτικό Ζήτημα στη Ρωσία. Έγραψε εκείνη τη μελέτη για να πείσει ότι η Ρωσία ήταν μια καπιταλιστική χώρα και όχι φεουδαρχική όπως θεωρούνταν μέχρι τότε. Αυτό έβαλε την προοπτική της επανάστασης στη Ρωσία που επικεφαλής της θα ήταν το εργατικό κίνημα μαζί με τους αγρότες. Παρόλο που ο Λένιν δεν ήταν ακόμα καθαρός για τον χαρακτήρα της επανάστασης, («Οι δυο τακτικές της Ρώσικης Σοσιαλδημοκρατίας»), αυτό που ήθελε να τονίσει ήταν τον ξεχωριστό ρόλο της εργατικής τάξης. Μέσα από το ξεκαθάρισμα της στρατηγικής προοπτικής, ο Λένιν οδηγήθηκε στα συμπεράσματά του για το χαρακτήρα του κόμματος που έχτιζαν οι Μπολσεβίκοι.
Αυτό σήμαινε ένα κόμμα «νέου» τύπου, διαφορετικό από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που υπήρχαν σε όλη την Ευρώπη. Ένα κόμμα της εργατικής πρωτοπορίας και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, και όχι ένα κόμμα του δημοκρατικού πλουραλισμού όπου τα πιο καθυστερημένα επίπεδα συνείδησης καθορίζουν όλους. Τα ρεφορμιστικά κόμματα κυνηγούν πάντοτε τον μέσο όρο της συνείδησης της τάξης για να εξασφαλίσουν μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο Λένιν έρχεται σε ρήξη διεκδικώντας ένα κόμμα όπου τα πρωτοπόρα κομμάτια δίνουν τον τόνο.
Ο Γκράμσι ήρθε αργότερα να παρομοιάσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σαν την καθολική εκκλησία όπου η “σωτηρία εξ ουρανού” αντικαταστάθηκε με την στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου και τον διαχωρισμό των συνδικαλιστικών αγώνων από τους πολιτικούς. Στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα η πολιτική ήταν το περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ομάδας και οι οικονομικοί αγώνες ανήκαν στα συνδικάτα. Ένας “Πάπας του Μαρξισμού” όπως ο Κάουτσκι μπορούσε να αντιμετωπίζει αφ' υψηλού τις ταπεινές απεργίες των εργατών.
Το επαναστατικό κόμμα έχει τη δυνατότητα μέσα από τη λειτουργία του να συνδέει τις οικονομικές με τις πολιτικές μάχες, να συνδέει την επαναστατική στρατηγική με μια ευέλικτη τακτική που του δίνει τη δυνατότητα να επηρεάζει και να κερδίζει μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης.
Αυτά τα ξεκαθαρίσματα είναι πολύ βασικά για όλη την Αριστερά και στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη.
Το ότι στην Ευρώπη ξαναεμφανίζεται η Αριστερά σαν μια δύναμη που μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις έχει τεράστια σημασία. Μέχρι πριν λίγα χρόνια για την πλειοψηφία των εργατών τα μόνα κόμματα που έλπιζε και στήριζε ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά . Τα τελευταία χρόνια αυτό αλλάζει ραγδαία. Δεν είναι μόνο η ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αλλά το ίδιο γίνεται παντού. Όχι μόνο στην “περιφέρεια” όπως στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Ακόμα και στη Βρετανία ο διάδοχος του Μίλιμπαντ δεν είναι ένας καινούργιος Μπλερ αλλά ο Τζέρεμυ Κόρμπιν. Αυτός που ήταν στην πρώτη γραμμή της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο στη Βρετανία, όταν ο Μπλερ συμμετείχε στο πλευρό του Μπους στέλνοντας στρατό στο Ιράκ. Ακόμη και μέσα στις ΗΠΑ το “φαινόμενο Σάντερς” μαρτυράει ότι εκατομμύρια εργάτες και νεολαίοι αναζητούν πολιτική έκφραση προς τα αριστερά.
Προφανώς αυτή η αναζήτηση δεν είναι χωρίς αντιφάσεις. Αυτό το ξέρουμε πολύ καλά εδώ στην Ελλάδα όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται σε σύγκρουση καθημερινά με τις προσδοκίες του κόσμου που του έδωσε τις εκλογικές επιτυχίες του. Τα ίδια όρια είναι ορατά στο Ποδέμος και στο Σιν Φέιν, για να μην μιλήσουμε για το Εργατικό Κόμμα του Κόρμπιν. Αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να ανοίξει η συζήτηση για την αναγκαιότητα της επαναστατικής αριστεράς παντού.
Για να προχωρήσει και να μην οπισθοχωρήσει αυτή η αριστερόστροφη περίοδος, χρειάζεται η αριστερά σε όλη την Ευρώπη να μάθει από την Ελλάδα. Να ξεκαθαρίσει και στα ζητήματα στρατηγικής – γιατί η αντικαπιταλιστική προοπτική- αλλά και στα ζητήματα οργάνωσης -γιατί χρειάζεται παντού να δημιουργήσουμε και να δυναμώσουμε τα επαναστατικά κόμματα.
Αυτή την προσπάθεια κάνει το ΣΕΚ με την επιμονή του για ένα δυνατό επαναστατικό κόμμα ριζωμένο μέσα στην εργατική τάξη. Η δημιουργία και το δυνάμωμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα βήμα που μπορεί και πρέπει να δώσει πολύτιμες εμπειρίες για την Αριστερά παντού, καθώς η οικονομική, πολιτική και θεσμική κρίση της ΕΕ χειροτερεύει.