Άρθρο
Εκατό χρόνια Ιμπεριαλισμός

Κίελο 1918. Η σπίθα για επανάσταση στην Γερμα

Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί γιατί το βιβλίο του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό που συμπληρώνει φέτος τα 100 χρόνια, είναι όχι μόνο επίκαιρο αλλά και αναγκαίο για να καταλάβουμε τους ανταγωνισμούς και τους πολέμους που γίνονται τώρα.

 

Ζούμε σε ένα κόσμο που εκτός από την οικονομική κρίση χαρακτηρίζεται από την ένταση των «γεωπολιτικών» ανταγωνισμών και των πολεμικών συγκρούσεων. Το 2015 σε όλο τον κόσμο εξελίσσονταν 14 πολεμικές αναμετρήσεις που κόστισαν από 1.000 μέχρι περισσότερους από 10.000 νεκρούς η κάθε μια. Στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στην Συρία, ο πόλεμος ρημάζει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων και τα παιχνίδια των μεγάλων και μικρότερων δυνάμεων που παρεμβαίνουν σε αυτόν ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Αλλού οι εντάσεις συσσωρεύονται. Στη Νότια Κινεζική Θάλασσα οι ΗΠΑ, η Κίνα η Ιαπωνία και περιφερειακές δυνάμεις όπως το Βιετνάμ, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία, η Αυστραλία, αυξάνουν την στρατιωτική τους παρουσία και τις απειλητικές χειρονομίες. Άλλες συγκρούσεις σιγοκαίνε με κίνδυνο να αναζωπυρωθούν οποιαδήποτε στιγμή όπως στην Ουκρανία.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 μια σειρά απόψεις υποστήριζαν ότι τέτοιοι ανταγωνισμοί ανήκαν πλέον στο παρελθόν ή θα μπούνε σύντομα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Μια άποψη έλεγε ότι πλέον ανοίγει μια ολόκληρη εποχή που κυριαρχεί χωρίς αντίπαλο ένας ιμπεριαλισμός, ο αμερικάνικος, που επιβάλλει την Pax Americana. Άλλες εντόπιζαν την αιτία στη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας που υποτίθεται ότι έφερνε τον μαρασμό των κρατικών ανταγωνισμών. Το βιβλίο του Τόμας Φρίντμαν με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η Γη είναι Επίπεδη – Μια Σύντομη Ιστορία του 21ου αιώνα» που δημοσιεύτηκε το 2005 έγινε διεθνές μπεστ σέλερ. Ακόμα και κομμάτια της Αριστεράς που δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια για το νεοφιλελεύθερη «χρυσή εποχή» υιοθετούσαν την ουσία αυτής της επιχειρηματολογίας. Ο καπιταλισμός μπορεί να σημαίνει φτώχεια και λεηλασία αλλά δεν οδηγεί σε πολέμους, «ψυχρούς» και «θερμούς».

Εκατό χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 1916, ο Λένιν έγραφε το βιβλίο Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού.1 Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διένυε τη δεύτερη χρονιά του και ήδη είχε κοστίσει εκατομμύρια νεκρούς και απίστευτες στερήσεις. Πώς έγινε δυνατή μια τέτοια καταστροφή; Φταίγανε οι δυναστικές φιλοδοξίες και οι λάθος υπολογισμοί αυτών που πήραν τις αποφάσεις; Ο Λένιν στο βιβλίο του (δημοσιεύτηκε τελικά το 1917) και σε όλα τα κείμενά του εκείνης της περιόδου επιμένει ότι τον πόλεμο τον γέννησε ο ίδιος ο καπιταλισμός, και όχι κάποιοι παράγοντες έξω από αυτόν. Η απάντηση στον πόλεμο δεν ήταν οι αυταπάτες για «ειρηνική επίλυση των διαφορών» και η «διεθνής συνεννόηση» αλλά η μετατροπή «του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο», δηλαδή η εργατική επανάσταση και η ανατροπή της εξουσίας του καπιταλισμού.

Αυτή η ανάλυση και τα πολιτικά συμπεράσματα που απέρρεαν από αυτή (για τον Λένιν αυτά τα δυο ήταν πάντοτε αξεχώριστα) έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη κέρδισμα μιας ολόκληρης γενιάς αγωνιστών που μισούσαν τον πόλεμο στην επαναστατική προοπτική και στο χτίσιμο επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων. Ταυτόχρονα, παρακίνησε ένα μεγάλο τμήμα των αγωνιστών στα κινήματα που πάλευαν για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού να ταυτίσουν την προοπτική τους με αυτή της εργατικής τάξης στις ανεπτυγμένες χώρες. Είναι το εργαλείο για να ερμηνεύσουμε το γιατί το παγκόσμιο σύστημα έφτασε δυο φορές στον παγκόσμιο πόλεμο στον 20ο αιώνα. Και η αφετηρία για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε σήμερα τον παγκόσμιο καπιταλισμό και τις κρίσεις που τον διαπερνούν.

Συσσώρευση και Μονοπώλια

Οι πόλεμοι ήταν χαρακτηριστικό όλων των ταξικών και εκμεταλλευτικών κοινωνιών. Το ίδιο και η κυριαρχία αδύνατων χωρών από ισχυρά κράτη. Ο Λένιν θυμίζει ότι η «Ρώμη που στηριζόταν στη δουλεία ακολουθούσε αποικιακή πολιτική και εφάρμοζε τον ιμπεριαλισμό». Όμως προσθέτει αμέσως μετά ότι ο ιμπεριαλισμός της εποχής του είχε εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και δυναμική από παλιότερες καταστάσεις. Από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε διαμορφωθεί ένα σύστημα «αυτοκρατοριών» σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία. Το σύστημα καθορίζεται από «τον ανταγωνισμό μερικών ιμπεριαλισμών».

Το υπόβαθρο αυτής της αλλαγής ήταν το πέρασμα του συστήματος σε μια νέα φάση: από τον καπιταλισμό του «ελεύθερου ανταγωνισμού» στον καπιταλισμό των μονοπωλίων. Σύμφωνα με τον Λένιν αυτή η φάση είχε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:

«α. συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια βαθμίδα ανάπτυξης ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή· β. συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας στη βάση αυτού του ‘χρηματιστικού κεφαλαίου’· γ. εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτάει η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων· δ. συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο· ε. έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές Δυνάμεις».

Το κρίσιμο χαρακτηριστικό, είναι η εμφάνιση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων που και σήμερα λέμε μονοπώλια στην εποχή εκείνη τα καρτέλ, τα τραστ τα «συνδικάτα».2 Όπως γράφει: «Αν θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατό πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού, θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού».

Αυτό το στάδιο ήταν προϊόν της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που είχε επισημάνει ο Μαρξ στον Πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου.3 Αυτό που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό δεν είναι μόνο η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, η απόσπαση της υπεραξίας (απλήρωτης εργασίας) από τους εργάτες και τις εργάτριες. Είναι και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα πολλά κεφάλαια. Κάθε επιχείρηση είναι αναγκασμένη να επιδιώκει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών για να μπορέσει να πραγματοποιήσει μεγαλύτερα κέρδη τα οποία με την σειρά τους θα της επιτρέψουν να επικρατήσει απέναντι στους ανταγωνιστές της. Έτσι τα κεφάλαια μεγαλώνουν (συγκέντρωση) και συγχωνεύονται ή συντονίζονται (συγκεντροποίηση).

Ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας ελέγχονται από μια χούφτα εταιρείες που το πεδίο της δράσης ξεπερνούσε τις «εθνικές» αγορές. Αυτή η αλλαγή, και η συγχώνευση του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου που τη συνόδευε, έκανε τον καπιταλισμό στις «μεγαλύτερες Δυνάμεις «υπερώριμο» και τον ανάγκαζε να επιζητάει επικερδείς επενδύσεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη («εξαγωγή κεφαλαίου»).

Ανταγωνισμοί οικονομικοί…

Μια αγαπημένη πλάνη των αστών οικονομολόγων είναι η εικόνα ενός συστήματος όπου ο ανταγωνισμός διεξάγεται με «καθαρά οικονομικά» μέσα. Ο πιο «καινοτόμος» ή «καπάτσος» μπορεί να ρίξει τις τιμές και η «αγορά» θα ανταποκριθεί αυτόματα. Αυτό είναι το νόημα της φράσης για το «λείο κόσμο» που επαναλάμβαναν οι θαυμαστές της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αυτό ποτέ δεν ήταν η πραγματικότητα στον καπιταλισμό, αλλά ήδη στην εποχή του Λένιν η αναντιστοιχία με τους ισχυρισμούς των αστών οικονομολόγων έβγαζε μάτια.

Καταρχήν είχε περάσει προ πολλού η εποχή «των σκόρπιων και άγνωστων μεταξύ τους εργοστασιαρχών που παράγουν για την κατανάλωση σε μια άγνωστη αγορά». Οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις με συμφέροντα που απλώνονταν σε ολόκληρους κλάδους της οικονομίας σε μια σειρά χώρες μπορούν να κάνουν τεκμηριωμένες εκτιμήσεις για τις πρώτες ύλες, τα πιθανά μεγέθη των αγορών και να οργανώσουν ανάλογα την παραγωγή τους, να συνάψουν συμμαχίες και ταυτόχρονα να ανταγωνιστούν η μια την άλλη. Η εμφάνιση και γιγάντωση των μονοπωλίων δεν σήμαινε ότι ο καπιταλισμός απαλλάσσεται από το τυφλό κυνήγι του κέρδους που οδηγεί στις κρίσεις και γίνεται «οργανωμένος καπιταλισμός».4 Αντίθετα, επισημαίνει ο Λένιν, «δυναμώνει και οξύνει το χάος που χαρακτηρίζει όλη την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της» και ο ανταγωνισμός αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, διευρύνεται σε νέα πεδία.

Όλες οι μέθοδοι χρησιμοποιούνται σε αυτή την ανταγωνιστική κούρσα. Καμιά μεγάλη πολυεθνική δεν βασίζεται απλά στην ικανότητα να παράγει φτηνά προϊόντα. Οι τρικλοποδιές «οικονομικές» και «εξωοικονομικές» δεν έχουν τελειωμό. Ο Λένιν απαριθμεί κάποιες από αυτές: «Στέρηση πρώτων υλών, στέρηση εφοδιασμού, αποκλεισμός από την αγορά κατανάλωσης, συμφωνία με τον αγοραστή να έχει εμπορικές σχέσεις αποκλειστικά με τα καρτέλ, σχεδιασμένη μείωση των τιμών για την καταστροφή των ‘εξωκαρτελικών’, στέρηση της πίστωσης, κήρυξη μποϊκοτάζ».

Ο Λένιν θα μπορούσε να προσθέσει και τη διαφήμιση -μια σπατάλη που στις μέρες μας ξοδεύονται δισεκατομμύρια- και που είχε αρχίσει να γιγαντώνεται ακριβώς εκείνη την περίοδο. Πάντως κάνει αναφορά στην «αρνητική διαφήμιση». Φέρνει το παράδειγμα της βιομηχανίας τσιμέντου στην Γερμανία όπου οι «μονοπωλητές για να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό σε μια τόσο επικερδή βιομηχανία, καταφεύγουν ακόμα και στο δόλο: διαδίδουν ψεύτικες φήμες για την κακή κατάσταση της βιομηχανίας, δημοσιεύουν ανώνυμες αγγελίες στις εφημερίδες: ‘Κεφαλαιούχοι! Αποφεύγετε να τοποθετείτε κεφάλαια στη βιομηχανία τσιμέντου’. Τέλος αγοράζουν τις επιχειρήσεις των ‘εξωμονοπωλιακών΄… τους πληρώνουν 60-80-150 χιλιάδες μάρκα ‘αέρα’». Σχολιάζει ειρωνικά: «Το μονοπώλιο ανοίγει το δρόμο του παντού και με όλα τα μέσα αρχίζοντας από την ‘σεμνή’ πληρωμή του ‘αέρα’ και τελειώνοντας στην αμερικάνικη ‘χρησιμοποίηση’ του δυναμίτη ενάντια στον ανταγωνιστή». Και σε ένα άλλο σημείο επισημαίνει: «Τα μονοπώλια φέρνουν μαζί τους τις μονοπωλιακές αρχές: η εκμετάλλευση των ‘δεσμών’ για μια επικερδή συμφωνία παίρνει τη θέση του συναγωνισμού στην ανοιχτή αγορά».

…και κρατικοί

Κεντρικός ανάμεσα σε αυτούς τους «δεσμούς» είναι εκείνος που συνδέει τα μονοπώλια μιας συγκεκριμένης χώρας με το κράτος της. Ο Λένιν περιγράφει πως για παράδειγμα το «τραστ πετρελαίου» του Ροκφέλερ, η Standard Oil, «θέλοντας να τα αρπάξει όλα» κατάφερε ένα χτύπημα «στον κύριο εχθρό» του την αγγλο-ολλανδική Shell, στήνοντας μια θυγατρική εταιρεία στην Ολλανδία. Η Deutsche Bank και άλλες γερμανικές τράπεζες προσπάθησαν να ελέγξουν τα πετρέλαια της Ρωσίας και της Ρουμανίας ενάντια στον Ροκφέλερ. Όμως ο τελευταίος επικράτησε μιας και «διέθετε ασύγκριτα μεγαλύτερα κεφάλαια και θαυμάσια οργάνωση μεταφοράς και παράδοσης». Η Deutsche Bank υπέκυψε. Και τότε «αρχίζει η ‘κωμωδία του πετρελαίου’…Μπαίνουν σε κίνηση ολόκληρος ο γιγάντιος μηχανισμός της μεγαλύτερης τράπεζας του Βερολίνου, όλοι οι πλατιοί ‘δεσμοί’ της, ο Τύπος πνίγεται από τις ‘πατριωτικές’ κραυγές ενάντια στο ‘ζυγό’ του αμερικάνικου τραστ και το Ράιχσταγκ σχεδόν ομόφωνα ψηφίζει…μια απόφαση που καλεί την κυβέρνηση να επεξεργαστεί το σχέδιο ενός μονοπωλίου πετρελαίου».

Ο Λένιν συμπέρανε ότι η ανάπτυξη των μονοπωλίων στο εσωτερικό μιας χώρας έχει ως συμπλήρωμα της χρήση της κρατικής ισχύος για να εδραιώσουν την επιρροή τους στο εξωτερικό. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια μετατρέπεται σε διαμάχη ανάμεσα στα κράτη τους για τον έλεγχο διαφορετικών περιοχών του κόσμου:

«Οι καπιταλιστές μοιράζουν τον κόσμο όχι από κάποια ιδιαίτερη κακία τους, αλλά γιατί ο βαθμός συγκέντρωσης που επιτεύχθηκε τους αναγκάζει να πάρουν αυτό το δρόμο για να βγάζουν κέρδος. Συγκεκριμένα τον μοιράζουν ‘ανάλογα με τα κεφάλαιά τους’, ‘ανάλογα με τη δύναμή τους’ – άλλος τρόπος μοιράσματος δεν μπορεί να υπάρχει μέσα στο σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού…

Η εποχή του νεότατου καπιταλισμού μάς δείχνει ότι ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών διαμορφώνονται ορισμένες σχέσεις πάνω στη βάση του οικονομικού μοιράσματος του κόσμου και παράλληλα και σε σχέση μ’ αυτό ανάμεσα στις πολιτικές ενώσεις, ανάμεσα στα κράτη, διαμορφώνονται ορισμένες σχέσεις πάνω στη βάση του εδαφικού μοιράσματος του κόσμου, της πάλης για τις αποικίες, της πάλης για ‘οικονομικό χώρο».

Η Βρετανία ήταν η πρώτη και πιο πετυχημένη στο «εδαφικό μοίρασμα». Η Ινδία, το «διαμάντι του Στέμματος», απορροφούσε το 11% των εξαγωγών εμπορευμάτων και το 12% των εξαγωγών κεφαλαίων5 -και τα πλεονάσματα που συσσωρεύονταν στο ισοζύγιο πληρωμών, χρηματοδοτούσαν τις βρετανικές επενδύσεις σε άλλα μέρη του κόσμου από την Νότια Αμερική μέχρι την Ευρώπη.

Όλοι ήθελαν να μιμηθούν αυτό το πετυχημένο παράδειγμα. Παλιές αποικιακές δυνάμεις όπως η Γαλλία ρίχτηκαν στην προσπάθεια πχ να ολοκληρώσουν τον έλεγχο της Ινδοκίνας και να την κάνουν το αντίπαλο δέος της βρετανικής επιρροής στην Ασία. Η Ιαπωνία είχε κατακτήσει την Κορέα και απλωνόταν στην Κίνα. Ο «νεότατος καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός» της Ρωσίας είχε τις δικές του βλέψεις και τις δικές του αποικίες.6 Ο γερμανικός καπιταλισμός που είχε έρθει πιο αργά στο κλαμπ των οικονομικά ισχυρών ήθελε το δικό του μερτικό. Όπως είχε δηλώσει το 1897 ο καγκελάριος φον Μπίλοφ: «Δεν επιθυμούμε να σπρώξουμε κανέναν στη σκιά, αλλά θέλουμε τη θέση μας στον ήλιο». Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει χώρο για να μπει ο ανταγωνιστής στην λιακάδα των ωφελημάτων της αποικιοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Η γενίκευση του Μπουχάριν

Ο Λένιν προόριζε τον «Ιμπεριαλισμό» για νόμιμη έκδοση στην Ρωσία του Τσάρου και φροντίζει να επισημάνει από τον τίτλο ότι πρόκειται για μια «εκλαϊκευτική μελέτη». Τον Δεκέμβρη του 1915, λίγους μήνες πριν καταπιαστεί με την ολοκλήρωση του δικού του χειρόγραφου, είχε γράψει τον πρόλογο για το βιβλίο του Νικολάι Μπουχάριν Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία στον οποίο επαινεί την «επιστημονική σημασία της εργασίας» του λαμπρού θεωρητικού των μπολσεβίκων.

Η γενίκευση που κάνει ο Μπουχάριν σε αυτό το έργο7 αποτυπώνει πιο καθαρά τις δυο βασικές τάσεις του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Την συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης μέσα στις εθνικές καπιταλιστικές οικονομίες, την συγχώνευση κρατικών και ιδιωτικών κεφαλαίων σε «κρατικο-καπιταλιστικά τραστ» και τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτές οι δυο τάσεις βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σπρώχνει προς μια ενιαία παγκόσμια αγορά. Αυτός είναι ο ορίζοντας όλων των «εθνικών» κεφαλαίων που πρέπει να ανταποκριθούν στις πιέσεις της. Γι’ αυτό τα διάφορα κεφάλαια, στρέφονται στο κράτος τους για προστασία απέναντι σε ανταγωνιστές και για ενίσχυση των περιπέτειών τους. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στο δυνάμωμα του κράτους που εκτός από προστάτης των πολυεθνικών του αναλαμβάνει και ένα ολόκληρο κομμάτι της οικονομίας -η τάση προς τον κρατικό καπιταλισμό όπως την ονόμασε ο Μπουχάριν.8

Οι σημερινοί οικονομικοί ιστορικοί αναφέρουν την περίοδο του τέλους του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα ως το πρώτο κύμα της παγκοσμιοποίησης. Όμως, αυτή ήταν και η εποχή που γιγαντώθηκαν οι εξοπλισμοί κι ο μιλιταρισμός. Ο Μπουχάριν κάνει τη σύνδεση με λαμπρό τρόπο:

«Όποτε εγείρεται ζήτημα σχετικά με τη μεταβολή των εμπορικών συμφωνιών, η κρατική ισχύς των συμβαλλομένων ομάδων των καπιταλιστών εμφανίζεται επί σκηνής, και οι αμοιβαίες σχέσεις αυτών των κρατών -που ανάγονται σε τελευταία ανάλυση στις σχέσεις ανάμεσα στις στρατιωτικές τους δυνάμεις- καθορίζουν τη συμφωνία.

Η πάλη μεταξύ των κρατικο-καπιταλιστικών τραστ κρίνεται κατά πρώτο λόγο από τη σχέση μεταξύ των στρατιωτικών τους δυνάμεων, διότι η στρατιωτική ισχύς της χώρας είναι το τελευταίο καταφύγιο των ‘εθνικών’ ομάδων των καπιταλιστών. Ο υπερβολικά αυξανόμενος κρατικός προϋπολογισμός αφιερώνει ένα συνεχώς μεγαλύτερο μερίδιο σε ‘αμυντικούς σκοπούς’ όπως κατ’ ευφημισμό ονομάζεται ο μιλιταρισμός…

Όπως είναι αλήθεια ότι δεν είναι οι χαμηλές τιμές που προκαλούν τον ανταγωνισμό αλλά, αντίθετα, ο ανταγωνισμός είναι αυτός που προκαλεί τις χαμηλές τιμές, αποτελεί εξίσου αλήθεια ότι δεν είναι η ύπαρξη των όπλων η πρωταρχική αιτία και η κινητήρια δύναμη στους πολέμους αλλά αντίθετα το αναπόφευκτο των οικονομικών συγκρούσεων καθορίζει την ύπαρξη των όπλων. Αυτός είναι ο λόγος που για τον οποίο στην εποχή μας που οι οικονομικές συγκρούσεις έχουν φθάσει σε ασυνήθιστο βαθμό έντασης, είμαστε μάρτυρες ενός τρελού οργίου εξοπλισμών».9

Επανάσταση και Διεθνισμός

Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς έσπευσαν η καθεμιά να στηρίξει τη δική της άρχουσα τάξη. Υιοθέτησαν όλη την προπαγάνδα των εμπόλεμων κυβερνήσεων για να δικαιολογήσουν την προδοσία τους: δεν συμμετέχουμε σε έναν κατακτητικό πόλεμο αλλά σε ένα πόλεμο για την «εθνική άμυνα», την «υπεράσπιση του πολιτισμού», τη «δημοκρατία». Η λέξη «ιμπεριαλισμός» έγινε μια βρισιά που απευθυνόταν στον εχθρό: οι Σύμμαχοι της Αντάντ κατάγγελλαν τα εγκλήματα του «γερμανικού ιμπεριαλισμού και μιλιταρισμού», οι Κεντρικές Δυνάμεις θύμιζαν τα κατορθώματα του αγγλικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού στις αποικίες τους. Με άλλα λόγια, οι ρεφορμιστικές ηγεσίες καλούσαν την εργατική τάξη να γίνει κρέας για τα κανόνια ενός στρατοπέδου ιμπεριαλιστών απέναντι στο άλλο.

Το έργο του Λένιν (και του Μπουχάριν) εξόπλιζε θεωρητικά και πολιτικά την αντιπολεμική Αριστερά να διακρίνει τις πραγματικές αιτίες του πολέμου πίσω από αυτή την ομίχλη και να χαράξει ανάλογα τη δράση της. Η απάντηση ήταν ο διεθνισμός και η πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Κομμάτι αυτής της προσπάθειας ήταν και η σύγκρουση με τις απόψεις που έσπρωχναν την Αριστερά της εποχής να αναζητήσει συμμαχίες με τα «ειρηνόφιλα» τμήματα καπιταλιστών απέναντι στα «πολεμοκάπηλα». Εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο Καρλ Κάουτσκι. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος αυτός και το ρεύμα που εξέφραζε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) αποδέχτηκαν την στήριξη του πολέμου στο όνομα της «εθνικής άμυνας» αλλά ταυτόχρονα έλεγαν ότι ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει με μια «δίκαιη ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις» ανάμεσα στους εμπολέμους.

Ο Κάουτσκι ταύτιζε τον ιμπεριαλισμό με τις προσαρτήσεις αγροτικών περιοχών από τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Οι εξοπλισμοί, οι διαμάχες για τον έλεγχο των αποικιών και εν τέλει ο ίδιος ο πόλεμος ήταν μια από τις πολιτικές επιλογές που είχε στη διάθεσή του το χρηματιστικό κεφάλαιο. Άρα οι ανταγωνισμοί που γέννησαν τον πόλεμο δεν πήγαζαν από τη φύση του καπιταλισμού. Αντιθέτως, οι καπιταλιστές είχαν κάθε συμφέρον στο ειρηνικό μοίρασμα των αποικιών και των αγορών μεταξύ τους. «Το σύνθημα κάθε διορατικού καπιταλιστή πρέπει να είναι: Καπιταλιστές όλων των χωρών ενωθείτε!»10 υποστήριζε σε ένα άρθρο που έγραψε λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Αυτή ήταν η περίφημη πρόβλεψη για την έλευση του «υπεριμπεριαλισμού»· μιας διεθνούς συνεργασίας των ανεπτυγμένων καπιταλισμών για την λεηλασία της αγροτικής τους περιφέρειας.

Ο «Ιμπεριαλισμός» του Λένιν είναι σε μεγάλο βαθμό μια πολεμική σε αυτές τις απόψεις του Κάουτσκι. Εξηγεί (ο Μπουχάριν το έκανε ακόμα πιο αναλυτικά) ότι ιμπεριαλισμός δεν σημαίνει απλά «προσάρτηση» και λεηλασία αγροτικών περιοχών. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είχε βάλει στο μάτι τις ανεπτυγμένες βιομηχανικά περιοχές της Λωρραίνης και ο γερμανικός του Βελγίου. Ο Λένιν κατηγορεί τον Κάουτσκι ότι αποκόβει «την πολιτική του ιμπεριαλισμού από την οικονομία του» και ότι αποτυγχάνει να εντοπίσει ένα βασικό γνώρισμα του καπιταλισμού: «τον ανταγωνισμό μερικών ιμπεριαλισμών». Οι «ειρηνικές» ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και συμφωνίες, υποστήριζε ο Λένιν, είναι «ανάπαυλα» που ακολουθείται από έναν επόμενο γύρο ανταγωνισμών πολεμικών και οικονομικών για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Όπως και να τελειώσει ο συγκεκριμένος πόλεμος αυτό που έχει μπροστά της η Αριστερά είναι μια ολόκληρη «περίοδος πολέμων και επαναστάσεων».

Σήμερα

Από κάποιες απόψεις ο σημερινός κόσμος θυμίζει το παγκόσμιο σύστημα που ανέλυαν ο Λένιν και οι άλλοι επαναστάτες μαρξιστές στις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Είναι ένας «πολυπολικός» κόσμος, με τους ανταγωνισμούς σε οικονομικό, πολιτικό και όλο και περισσότερο σε στρατιωτικό επίπεδο να αναζωπυρώνονται.

Αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στις αρχές του 20ου αιώνα. Και μόνο η ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας οικονομικής δύναμης είναι μια τρομερή αλλαγή. Αλλά δεν είναι η μοναδική. Για παράδειγμα ήδη από την εποχή του ιμπεριαλισμού του Ψυχρού Πολέμου, είχαν αρχίσει να αναδύονται κράτη που μπορεί να μην ήταν Μεγάλες Δυνάμεις με παγκόσμια συμφέροντα και επιδιώξεις αλλά σίγουρα δεν ήταν «νέο-αποικίες». Αυτοί και άλλοι «υποϊμπεριαλισμοί»11 παίζουν κρίσιμο ρόλο στους ανταγωνισμούς της σημερινής εποχής. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή για παράδειγμα αν δεν πάρουμε υπόψη τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες τέτοιων περιφερειακών καπιταλισμών -από την Ελλάδα, μέχρι την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Σ. Αραβία και τα άλλα εμιράτα του Κόλπου.

Η ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό είναι ζωντανή γιατί μας δίνει τα εργαλεία να ερμηνεύσουμε σωστά την σχέση ανάμεσα στην οικονομία και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Για παράδειγμα η προσπάθεια των ΗΠΑ να ελέγξουν τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής με τον πόλεμο και την κατοχή του Ιράκ το 2003 δεν είχε να κάνει με τα «στενά» συμφέροντα των αμερικάνικων πολυεθνικών του πετρελαίου. Ο Λένιν στην εποχή του είχε συγκρουστεί με μια παρόμοια αντιμετώπιση από την πλευρά του Κάουτσκι που θεωρούσε την «ιμπεριαλιστική επιθετικότητα» ως αποτέλεσμα των επιδιώξεων π.χ της βιομηχανίας των όπλων.

Η αμερικάνικη οικονομία δεν εξαρτιόταν άμεσα από το πετρέλαιο της Μ. Ανατολής. Όμως, η ευρωπαϊκή, η ιαπωνική και η κινέζικη εξαρτιούνται. Ο έλεγχος της «κάνουλας» θα έδινε τη δυνατότητα στον αμερικάνικο καπιταλισμό να επιβάλλει τους όρους του π.χ στις διαπραγματεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και γενικότερα στις σχέσεις με τα άλλα μεγάλα καπιταλιστικά κέντρα. Σήμερα θέλει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της στρατιωτικής του ισχύος στον Ειρηνικό, ως «επιχείρημα» απέναντι στις οικονομικές και πολιτικές φιλοδοξίες της κινέζικης άρχουσας τάξης παρά την στενή σχέση ανάμεσα στις δυο οικονομίες.

Με άλλα λόγια βοηθάει τη σημερινή Αριστερά να βλέπει πίσω από την ψεύτικη εικόνα που ζωγραφίζουν οι απολογητές του καπιταλισμού για ένα σύστημα που λειτουργεί με το «αόρατο χέρι» της «ελεύθερης αγοράς» ενώ οι πόλεμοι, οι επεμβάσεις, οι διπλωματικοί καυγάδες είναι κάτι το «εξωτερικό» και άσχετο με τη βασική του λειτουργία. Η αιχμή του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» ήταν η σύνδεση αυτών των ανταγωνισμών με τη φύση του ίδιου του καπιταλισμού κι αυτό δεν έχει αλλάξει εκατό χρόνια μετά.

Η επιμονή του Λένιν ότι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιμπεριαλισμοί, ότι η εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να διαλέξει πλευρά στους ανταγωνισμούς τους, είναι εξαιρετικά πολύτιμη σήμερα για να μπορεί παίρνει τη σωστή στάση σε συγκρούσεις από την Ουκρανία μέχρι τη Μ. Ανατολή. Τον ιμπεριαλισμό θα τον ανατρέψει η εργατική τάξη με την επανάστασή της, αυτό ήταν το πολιτικό συμπέρασμα του Λένιν το 1916 και παραμένει επίκαιρο και σήμερα, όσο ποτέ.

Σημειώσεις

1. Όλα τα αποσπάσματα σε αυτό το άρθρο προέρχονται από την έκδοση της Σύγχρονης Εποχής το 2009.

2. Τα τραστ προκύπτουν από την συγχώνευση, άμεση ή σταδιακή, πολλών επιχειρήσεων. Τα καρτέλ είναι συμφωνίες ανάμεσα σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις ενός κλάδου για το μοίρασμα της αγοράς και τις τιμές. «Συνδικάτα» η σύμπραξη επιχειρήσεων για ένα σκοπό.

3. Το Κεφάλαιο Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, σ.σ. 648-649.

4. Αυτή είναι έκφραση του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ ενός αυστριακού μαρξιστή και συγγραφέα του βιβλίου Χρηματιστικό Κεφάλαιο (1910). Ο Λένιν στον Ιμπεριαλισμό στηρίχτηκε σε αυτό το έργο, αλλά διαφώνησε με αυτή και άλλες απόψεις του.

5. Chris Harman, Analysing Imperialism, International Socialism 99 (Summer 2003), https://www.marxists.org /archive/harman/2003/xx/imperialism.htm#n15

6. Ο Λένιν αναφέρει το Τουρκεστάν, την κεντρική Ασία, αλλά στον πρόλογο που έγραψε τον Απρίλη του 1917 όταν τελικά δημοσιεύτηκε το βιβλίο υπογραμμίζει ότι λόγω του φόβου της λογοκρισίας δεν πρόσθεσε την Ουκρανία, την Φινλανδία, την Πολωνία «και άλλες περιοχές που κατοικούνται από μεγαλορώσους».

7. Και σε άλλα όπως το άρθρο «Προς μια Θεωρία του Ιμπεριαλιστικού Κράτους» (1915) https://www.marxists.org/archive/bukharin/works/1915/state.htm και το βιβλίο για την πολιτική και οικονομία της μετάβασης στο σοσιαλισμό που δημοσιεύτηκε το 1922, N. Bukharin, The Politics and Economics of the transition period, Routledge 2015.

8. Για περισσότερα βλέπε Μ. Στύλλου, «Το βάρβαρο πρόσωπο του ιμπεριαλισμού σήμερα», Σοσιαλισμός από τα Κάτω τεύχος 7 (Ιούλης-Σεπτέμβρης 1993) http://socialismfrombelow.gr/pdf/7.pdf

9. Νικολάι Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2004, σ.σ. 132, 134 και 135.

10. Karl Kautsky, Imperialism and the War (September 1914): https://www.marxists.org/archive/kautsky/ 1914/09/war.htm

11. ­Για την έννοια του υποϊμπεριαλισμού, βλέπε Μ. Στύλλου «Η σύγκρουση των υποϊμπεριαλισμών», Μαμή νο2 (Γενάρης Φλεβάρης 1984). Περιλαμβάνεται στην έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου Ο ελληνικός καπιταλισμός, η παγκόσμια οικονομία και η κρίση, β’ έκδοση συμπληρωμένη, 2013.