Τους τελευταίους μήνες η φρίκη του πολέμου και της προσφυγιάς έχει επανέρθει στην καρδιά της Ευρώπης, μετά από δεκαετίες που τέτοια πράγματα έμοιαζαν φαντάσματα του παρελθόντος, ή ατυχήματα που συμβαίνουν κάπου μακριά για αλλόκοτους λόγους. Για εκατομμύρια στην Ελλάδα οι μνήμες από τη γιαγιά τους στη Σμύρνη καθόριζαν την ενστικτώδη τους τοποθέτηση στο πλευρό των προσφυγών, ενώ οι εμπειρίες από τις πολυετείς κινητοποιήσεις του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος διαμόρφωσαν το πολύπλευρο κίνημα αλληλεγγύης που βλέπουμε γύρω μας. Η επίκαιρη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου είναι μια δραματική αναπαράσταση μιας προηγούμενης φάσης πολέμου και προσφυγιάς που είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το σήμερα.
Γκιάκ σημαίνει στα αρβανίτικα αίμα, και το αίμα αποτελεί έναν από τους συνεκτικούς ιστούς του βιβλίου. Το βιβλίο παίρνει τη μορφή εννιά προφορικών αφηγήσεων από αγράμματους χωρικούς από τη Στερεά Ελλάδα. Πολλοί από τους αφηγητές προέρχονται από τα αρβανίτικα χωριά της περιοχής. Πρόκειται για χωριά που δημιουργήθηκαν από τη σταδιακή μετανάστευση αλβανοφώνων πληθυσμών προς τη Στερεά, την Πελοπόννησο και τα νησιά από τον ύστερο μεσαίωνα και ύστερα. Παρά τους μύθους για τη φυλετική καθαρότητα και την εθνική συνέχεια, οι αφηγήσεις δείχνουν ανάγλυφα πως τα αρβανίτικα παρέμεναν ζωντανή γλώσσα για τους ανθρώπους της έποχης, που διατηρούσαν ακόμη και μια σειρά από αρβανίτικα έθιμα, όπως αυτό για το ξέπλυμα του αίματος.
Στο επίκεντρο των αφηγήσεων βρίσκεται ο αγροτικός κόσμος των δεκαετιών του 1910 και 1920 και οι εμπειρίες των χωρικών: από τους γάμους, τις κουμπαριές και τις θρησκευτικές δοξασίες μέχρι τις διαμάχες για τα κληρονομικά και τις συγκρούσεις για την τιμή. Είναι ένας κόσμος καταραμένης φτώχειας και πείνας, όπου το έγκαιρο άρπαγμα των ώριμων σύκων αποτελεί σταθερή ονείρωξη των παιδιών, και η μετανάστευση σε αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας μαζική επιλογή.
Δεν πρόκειται όμως για ένα απομονωμένο κόσμο που ο χρόνος έχει σταματήσει. Όχι μόνο βλέπουμε τη βαρβαρότητα της Xωροφυλακής, όποτε επιλέγει να επέμβει στις υποθέσεις των χωρικών, αλλά οι ιστορίες των χωρικών κυριαρχούνται από μια καθοριστική εμπειρία: τη συμμετοχή τους ως φαντάροι στη δεκαετή επεκτατική επέλαση του ελληνικού καπιταλισμού (1912-1922), και ιδιαίτερα στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μπορεί η εθνικιστική προπαγάνδα να παρουσιάζει αυτή τη δεκαετία πολέμων ως εθνική απελευθέρωση, αλλά οι αφηγήσεις των φαντάρων δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το τι περιλάμβανε: αμέτρητες χαμένες ζωές νέων ανθρώπων, γυάλινα μάτια και ακρωτηριασμένα σώματα, ξυλοδαρμοί Τούρκων σερβιτόρων γιατί κοίταξαν στραβά τους νέους αφέντες της περιοχής, μαζικές εκκαθαρίσεις ως αντίποινα, βιασμοί, εμπρησμοί, κλοπές και δολοφονίες, προκειμένου να εξαναγκαστούν οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να επιτευχθεί η πολυπόθητη εθνική ομοιογένεια των κατακτώμενων περιοχών. Οι αφηγήσεις των φαντάρων για αυτές τις φρικτές εμπειρίες εμφανίζουν ποικιλία αντιδράσεων: από την άρνηση να ανακαλέσουν και να μιλήσουν για τις βαρβαρότητες, ή την ανοιχτή παραδοχή της φρίκης, μέχρι τη νοσταλγική αναπόληση των «ανδραγαθιών» ακόμα και πολλές δεκαετίες μετά.
Η εμπειρία του πολέμου στιγματίζει ανεξίτηλα τις ζωές των φαντάρων αφηγητών. Μια από τις ιστορίες αφορά τους λιποτάκτες: δεκάδες χιλιάδες επέλεξαν για τους πιο διαφορετικούς λόγους να ανέβουν στο βουνό ή να προσπαθήσουν να εξαφανιστούν στις μεγάλες πόλεις, αντί να πάνε να σκοτωθούν στα χαρακώματα, και πολλές φορές αυτή η επιλογή οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα για τους λιποτάκτες και τις οικογένειες τους. Για όσους υπηρέτησαν, οι κίνδυνοι και οι κακουχίες, τα χρόνια της κοινής ζωής σε στρατώνες και χαρακώματα οδήγησαν στη σφυρηλάτηση στενών δεσμών ανάμεσα στους φαντάρους που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο μετά την επιστροφή. Σε μια από τις αφηγήσεις, οι σύντροφοι στα χαρακώματα βοηθούν ο ένας τον άλλο για να εκδικηθούν τους χωροφύλακες μετά την επιστροφή: με πιο πολιτική μορφή, το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών θα παίξει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της δεκαετίας του 1920. Μια άλλη ιστορία αφορά μια ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ δύο φαντάρων, που επιβιώνει από τον πόλεμο και την αρρώστεια για να συντριβεί από την ομοφοβική καθημερινότητα του χωριού.
Η πιο δυνατή ίσως ιστορία του βιβλίου αφορά την αφήγηση ενός φαντάρου που είχε την «τύχη» να συμμετάσχει στο σύνολο των δεκαετών εξορμήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της αποστολής από το Βενιζέλο ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία για να βοηθήσει στην καταστολή της Ρώσικης Επανάστασης. Ο φαντάρος έχει μετατραπεί σε τέλεια μηχανή σφαγής, που βρίσκει αδύνατη την επανένταξη μετά την επιστροφή του στο χωριό. Αυτό τον υποχρεώνει να μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου τα σύγχρονα αυτοματοποιημένα εργοστάσια του παρέχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την αποκτημένη εμπειρία της μεθοδικής σφαγής με νέο τρόπο.
Ταυτόχρονα με τον πόλεμο, το βιβλίο παρουσιάζει την εικόνα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης: τους αδικοχαμένους, τις διαλυμένες οικογένειες, τις σχέσεις και τους έρωτες που τίναξε στον αέρα η καταιγίδα του πολέμου, τη ρατσιστική αντιμετώπιση των «Τουρκόσπορων» προσφύγων που ήρθαν τάχα να πάρουν τα χωράφια των γηγενών, αυτούς που την επαύριο του πολέμου αναγκάζονται να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και να μεταναστεύσουν στην Αμερική.
Τα διηγήματα αυτού του βιβλίου δεν είναι απλά συγκλονιστικές εικόνες από το παρελθόν, αλλά και αριστοτεχνικές αφηγήσεις. Στο τέλος κάθε ιστορίας ο αναγνώστης περιμένει συχνά με αγωνία να δει σε ποιόν διηγείται την ιστορία ο αγράμματος φαντάρος, καθώς αυτό της προσδίδει συχνά μιαν άλλη διάσταση.
Το μικρό αυτό αριστούργημα αποφεύγει να καταπιαστεί σε πρώτο πλάνο με τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα της εποχής και τις συλλογικές κινητοποιήσεις. Κρατώντας τα όμως διαρκώς στο υπόβαθρο, και επικεντρώνοντας πάνω στις ατομικές εμπειρίες των ανθρώπων που έζησαν τον πόλεμο και τη προσφυγιά, προσφέρει μια πολύτιμη αφήγηση για όποιον θέλει να μπει ένα τέλος στη φρίκη που γεννούν οι ιμπεριαλιστικοί και εθνικιστικοί ανταγωνισμοί, τότε και σήμερα.