Βιβλιοκριτική
Bιβλιοκριτική: Κωστής Κορνέτης - Τα παιδιά της δικτατορίας

Το βιβλίο του νέου ιστορικού Κωστή Κορνέτη Τα παιδιά της δικτατορίας, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβρη, είναι μια κατάδυση στις πηγές της “γενιάς του Πολυτεχνείου”. Αποφεύγοντας την επανάληψη στερεοτύπων που συνειδητά καλλιεργούν οι κάθε λογής επίδοξοι ιδεολογικοί νεκροθάφτες της εξέγερσης του Νοέμβρη, ο Κορνέτης επικεντρώνει όχι τόσο στο τι απέγιναν “τα παιδιά της δικτατορίας”, όσο στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο που τα γέννησε.

Όλο το βιβλίο (αξιοποιώντας μια πληθώρα προφορικών και γραπτών προσωπικών εμπειριών των ίδιων των νέων φοιτητών/τριών αυτής της γενιάς) είναι μια απόπειρα να χαρτογραφήσει τη σύνθεση, τους σκοπούς, την ιδεολογία, την κουλτούρα, τις μεθόδους δράσης, τη σχέση αυτής της γενιάς με τα διεθνή κινήματα της δεκαετίας του '60. Με τα ίδια τα λόγια του συγγραφέα:

“Το βιβλίο αυτό διερευνά πώς μια νέα γενιά φοιτητών μετά το 1971… ήρθε ανοιχτά σε αντιπαράθεση με τους Συνταγματάρχες και έτσι αντικατέστησε την προηγούμενη γενιά ακτιβιστών, των οποίων η αντιδικτατορική δράση είχε αποτύχει, καθώς είχε καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το προδικτατορικό παρελθόν. Σε αντίθεση με την προηγούμενη γενιά, τα άτομα εφηβικής ηλικίας το 1967 έμελλε να προκρίνουν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τη μαζική διαμαρτυρία αντί για την ατομική παράνομη δράση… οδηγώντας τη φοιτητική αντίσταση στο αποκορύφωμά της το 1973”.

Εδώ ο Κορνέτης κάνει, από την αρχή του βιβλίου του, μια σημαντική διαπίστωση: ότι η “νέα γενιά” των αγωνιστών του αντιδικτατορικού κινήματος πρόκρινε τελικά τη μαζική δράση. Για να αναδείξει αυτή τη διαφοροποίηση, ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες στη “μακρά δεκαετία του ‘60”, που για τον ίδιο ξεκινά το 1958 με την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ, την αναβίωση της αριστεράς και του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος και –περνώντας μέσα από τους Λαμπράκηδες, τα Ιουλιανά και την επιβολή της δικτατορίας– τελειώνει στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Συμπεραίνει ότι ένα τμήμα αυτής της “γενιάς του Ζ”, όπως την αποκαλεί, απογοητευμένο από τους συμβιβασμούς της ηγεσίας της αριστεράς και την “παθητικότητα” που έβλεπε στις λαϊκές μάζες απέναντι στη χούντα, στράφηκε στην παράνομη δράση και την επιλογή του ένοπλου αγώνα. Όμως, η σκληρή καταστολή της δικτατορίας έβαλε τέλος πολύ σύντομα σε αυτή τη μορφή αντιστασιακής δράσης.

Πολλοί ήταν οι παράγοντες που συνέβαλλαν στη γρήγορη διαμόρφωση της νέας γενιάς των ακτιβιστών φοιτητών/τριών, αλλά ο συγγραφέας τονίζει δυο από αυτούς: τα πολιτικά μηνύματα του διεθνούς κινήματος (κύρια του Μάη ’68 και των απελευθερωτικών αγώνων στον Τρίτο Κόσμο) σε συνδυασμό με την πολιτιστική, κύρια, επίδραση ενός (αρχικά) απολίτικου στυλ αντικουλτούρας: “[Προδικτατορικά] υπήρχε διάκριση ανάμεσα στους απολίτικους ‘γιεγιέδες’ και στην πολιτικοποιημένη νεολαία… Αυτή η διάκριση έμελλε να αμφισβητηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970… Τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά και τα μούσια, οι κοπέλες που υιοθετούσαν επιδεικτικά το στιλ της Τζόαν Μπαέζ θα εμφανίζονταν ως πρωταγωνιστές ενός πολύ σημαντικού κοινωνικού και πολιτικού αγώνα”.

Μετά το 1971 η χούντα επιχείρησε μια ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση, χαλαρώνοντας την καταστολή και επιτρέποντας μια πολύ περιορισμένη δυνατότητα αντιπολιτευτικής έκφρασης. Αυτή τη δυνατότητα αξιοποίησαν οι νέοι ακτιβιστές για να δώσουν ώθηση στο φοιτητικό κίνημα που άρχιζε να αναπτύσσεται. Ο Κορνέτης περιγράφει όλες τις πλευρές αυτού του “ξυπνήματος”: από τις αντιδικτατορικές εκδηλώσεις στις κινηματογραφικές προβολές των ταινιών “Γούντστοκ” και “Φράουλες και Αίμα” ή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μέχρι τις έντονες συζητήσεις που διεξάγονταν στους λεγόμενους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους. Ταυτόχρονα, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες ξετυλίγει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των αριστερών οργανώσεων που δρούσαν μέσα στους φοιτητές (τα ακρωνύμιά τους τα παραθέτει στην αρχή του βιβλίου, ανάμεσά τους και της ΟΣΕ, από την οποία προήλθε το ΣΕΚ). Καθώς το κίνημα δυναμώνει αρχίζουν πια να ξεκαθαρίζουν οι δυο διαφορετικές “γραμμές” στο εσωτερικό του: από τη μια, η ρεφορμιστική γραμμή της Αντι-ΕΦΕΕ (ΚΚΕ) και του Ρήγα (ΚΚΕεσ.) που επέμενε στον περιορισμό των στόχων σε “φοιτητικά αιτήματα” και την αξιοποίηση της “φιλελευθεροποίησης” στην προοπτική μιας κυβέρνησης “εθνικής ενότητας”. Κι από την άλλη, οι φοιτητές της επαναστατικής αριστεράς (ΑΑΣΠΕ/ΕΚΚΕ, ΟΣΕ, ΠΠΣΠ/ΟΜΛΕ, ΕΔΕ κ.ά.) που ζητούσαν την κλιμάκωση της αντιστασιακής δράσης με στόχο την ανατροπή της χούντας και πρόβαλλαν συνθήματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, αλλά και συνολικά ενάντια στο σύστημα που γεννάει τις χούντες.

Στο κεφάλαιο “Οι δέκα μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα” ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά το πώς από τις καταλήψεις της Νομικής το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1973, το φοιτητικό κίνημα κλιμάκωσε τους αγώνες του για να κορυφωθεί στο τριήμερο 14-17 Νοέμβρη με την κατάληψη του Πολυτεχνείου στην Αθήνα (και αντίστοιχα σε Πάτρα, Θεσσαλονίκη και Γιάννενα), οδηγώντας σε μια πραγματική λαϊκή εξέγερση: “Με την κατάληψη του Πολυτεχνείου το φοιτητικό κίνημα είχε βρεθεί στο μεσουράνημά του, κατορθώνοντας να κινητοποιήσει όλη την κοινωνία… Οι μαθητές που δυο χρόνια πριν πηδούσαν στο σιντριβάνι της Ομόνοιας για να πανηγυρίσουν την ποδοσφαιρική νίκη του Παναθηναϊκού σε βάρος του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου, είχαν μεταμορφωθεί από απλοί ‘μηχανόβιοι’ σε πολιτικούς αγωνιστές μέσα σε μια νύχτα”.

Η χούντα επιβλήθηκε, τελικά, με την άγρια καταστολη, αφού χρειάστηκε να φέρει τα τανκς καθώς η αστυνομία δεν μπορούσε να διαλύσει τους εκατοντάδες χιλιάδες που βγήκαν στους δρόμους. Όμως, “τα γεγονότα του Πολυτεχνείου απονομιμοποίησαν το ‘πείραμα της φιλελευθεροποίησης’, που σκόπευε να συγκροτήσει ένα αυταρχικό καθεστώς το οποίο θα μακροημέρευε χάρη στη δημοκρατική επίφασή του”. Το χουντικό καθεστώς μπήκε σε μια βαθειά κρίση και κατέρρευσε μερικούς μήνες αργότερα. Η “γραμμή” της κλιμάκωσης των αγώνων και της ανατροπής δικαιώθηκε.

Τα παιδιά της δικτατορίας είναι μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια ενός νέου ιστορικού (ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1975) να ερευνήσει την εμφάνιση και τη ραγδαία ανάπτυξη ενός κινήματος που έμοιαζε να ξεπηδάει από το πουθενά και να συγκρούεται με μια πανίσχυρη δικτατορία. Η “προφορική ιστορία” μέσα από τη χρησιμοποίηση πάρα πολλών ατομικών συνεντεύξεων προσδίδει εξαιρετική ζωντάνια στο βιβλίο, ένα βιωματικό χαρακτήρα που τονίζει ακόμα περισσότερο το πώς δρούσαν και τι σκέφτονταν “οι από κάτω”. Όμως, ταυτόχρονα με τη θετική πλευρά πρέπει να διακρίνουμε και τα όρια της “προφορικής ιστορίας”.

Δυο είναι τα κεντρικά ζητήματα που θα μπορούσε κανείς να ασκήσει κριτική (ανεξάρτητα από τις ελάχιστες και δευτερεύουσας σημασίας ανακρίβειες που υπάρχουν). Πρώτον, αν και το θέμα του συγγραφέα είναι ο πρωτοπόρος ρόλος που έπαιξε το φοιτητικό κίνημα και επομένως δικαιολογείται η επικέντρωσή του σε αυτό, στις σελίδες του βιβλίου μόλις και μετά βίας συναντούμε την εργατική νεολαία, τα άλλα “παιδιά της δικτατορίας”, σαν ενεργό παράγοντα. Κι όμως, το ίδιο κύμα ριζοσπαστικοποίησης ακουμπούσε και τους νέους εργάτες κι εργάτριες. Τους μήνες πριν το Πολυτεχνείο είχαν ξεσπάσει οι πρώτες απεργίες. Στην ίδια την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο γράφων (πρωτοετής φοιτητής τότε) είχε την εμπειρία να βρεθεί το Σάββατο το απόγευμα, πολλές ώρες μετά την εισβολή του τανκ και το τέλος της κατάληψης, σε δυο οδοφράγματα στην οδό Αθηνάς, όπου εκατοντάδες νέοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους εργατόπαιδα, συνέχιζαν να συγκρούονται ηρωικά με το στρατό.

Δεύτερον, αυτό που καθόρισε το προς τα πού θα πήγαινε το φοιτητικό κίνημα –και σε τελική ανάλυση και το αν θα γινόταν και θα έπαιρνε τη μορφή της εξέγερσης το ίδιο το Πολυτεχνείο– ήταν η σύγκρουση δυο διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών μέσα στο φοιτητικό κίνημα και την αριστερά: της ρεφορμιστικής και της επαναστατικής. Οι “βιωματικές εμπειρίες”, όσο χρήσιμες και να είναι στο να δώσουν το κλίμα, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πολιτική ανάλυση. Μια τέτοια ανάλυση λείπει από το βιβλίο (αν και πολλά από τα συμπεράσματα του Κορνέτη κινούνται προς τη σωστή, κατά τη γνώμη μου, κατεύθυνση, έστω κι αν εκφράζονται με τρόπο υπαινικτικό και σχετικά επιφανειακό).

Στα “παιδιά της δικτατορίας” βρίσκει κανείς τις ρίζες της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Κι αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος να διαβαστεί το βιβλίο. Όμως, διαβάστε επίσης και τα κείμενα της “Μαμής”, της παράνομης εφημερίδας της ΟΣΕ, και του επίσης παράνομου περιοδικού “Επανάσταση Νο 7” (που αμφότερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου). Θα έχετε μια πολύ πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την πολιτική συζήτηση πάνω σε όλα τα κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα που καθόρισαν την πορεία του κινήματος τότε.