Ούτε ενάς χρόνος δεν έχει περάσει από τη συμφωνία Τσίπρα - ΕΕ - ΔΝΤ για το τρίτο Μνημόνιο και ήδη οι όροι του χειροτερεύουν. Ο Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τις δυνατότητες για αριστερή διέξοδο.
Για πολλοστή φορά μέσα στα έξη χρόνια από τότε που ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε από το Καστελλόριζο τη διάσωση της χώρας με τη βοήθεια ΕΕ και ΔΝΤ, η εκταμίευση μιας δόσης από τους διασώστες μετά από αξιολόγηση της εφαρμογής του προγράμματος μετατρέπεται σε θρίλερ.
Το 2010 όλες οι πλευρές που είχαν συνυπογράψει το πρώτο Μνημόνιο συμφωνούσαν στην πρόβλεψη ότι θα ακολουθήσει μια σύντομη οικονομική ύφεση και μετά όλα θα πάνε καλά. Το χρέος ήταν εκτός συζήτησης, για την ακρίβεια η λέξη διαγραφή ήταν ανάθεμα. Ακόμη και το 2011, λίγο πριν από την κατάρρευση της κυβέρνησής του ο ΓΑΠ ανησυχούσε ότι η διάδοχη κυβέρνηση θα κληρονομήσει τα πολιτικά οφέλη από την επιτυχία του πρώτου μνημόνιου.
Αυτό που ακολούθησε είναι τώρα γνωστό- εκείνο το πρόγραμμα ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, ήρθε το PSI που διαφημιζόταν από τον Παπαδήμο και τον Βενιζέλο ως «η μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην ιστορία» και αμέσως μετά το δεύτερο Μνημόνιο του Σαμαρά.
Ούτε το δεύτερο ολοκληρώθηκε. Παρά τις φιλολογίες για success story που σημάδεψαν όλο το 2014, η αξιολόγηση εκείνης της χρονιάς έμεινε σαν κληρονομιά για την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τον Γενάρη του 2015 και την οδήγησε στην υπογραφή του τρίτου Μνημόνιου ύστερα από τις συνεχείς υποχωρήσεις του Αλέξη Τσίπρα που έφεραν τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Έχουν περάσει οχτώ μήνες από τότε και ήδη η απειλή για νέα έκτακτα μέτρα έχει διατυπωθεί επίσημα με τη φόρμουλα «μέτρα υπό αίρεση». Ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι αποκλείεται μια επανάληψη του 2015. Ίσως. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ως τραγωδία αλλά ως φάρσα. Παραμένει, όμως, γεγονός ότι ακόμη και οι πιο φιλικοί προς τον ΣΥΡΙΖΑ αρθρογράφοι στα πιο φιλικά του έντυπα διαπιστώνουν ότι υπάρχει πρόβλημα. Γράφει ο Τάσος Παππάς στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 28 Απρίλη:
“Η αξιολόγηση σέρνεται. Όλες οι πλευρές, από την επόμενη μέρα της υπογραφής του Μνημονίου, διακήρυσσαν ότι πρέπει να κλείσει γρήγορα, για να βγει η χώρα από την αβεβαιότητα. Μάλιστα, κυβερνητικοί αξιωματούχοι διακινδύνευαν προβλέψεις.
Στην αρχή ο μήνας-σταθμός ήταν ο Οκτώβριος. Τζίφος. Στη συνέχεια ορίστηκε ο Δεκέμβριος. Νέα αστοχία. Ηρθε ο Μάρτιος και πέρασε χωρίς αποτέλεσμα, για να πάμε στον Απρίλιο που ήταν το Πάσχα των Καθολικών. Ούτε τότε βγήκε λευκός καπνός από τις... καμινάδες των Βρυξελλών και της Ουάσινγκτον.
Και φτάσαμε έτσι στο Πάσχα των Ορθοδόξων. Μας είπαν (για να είμαστε δίκαιοι, και οι ξένοι τα ίδια έλεγαν) πως εδώ τερματίζουμε και συνέδεσαν την ανάσταση του Κυρίου με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Το πρώτο θα συμβεί, όπως κάθε χρόνο άλλωστε. Για το δεύτερο θα δούμε τι θα πει το Eurogroup, όποτε συγκληθεί. Νέα προθεσμία, λοιπόν. Μετά; Δεν υπάρχει μετά. Πλησιάζει ο Ιούλιος, πρέπει να πληρώσουμε τις δόσεις, λεφτά όμως δεν υπάρχουν.”1
Ο συγκεκριμένος αρθρογράφος αποδίδει ευθύνες στο «βολονταρισμό» της κυβέρνησης που βιάζεται να εκλάβει την επιθυμία της για έναν «έντιμο συμβιβασμό» (όπως τον έλεγε ο όλος ΣΥΡΙΖΑ πέρυσι) ως πραγματικότητα. Η κυρίαρχη άποψη μέσα στην Αριστερά, ωστόσο, είναι διαφορετική.
Οι πιο πολλοί αναλυτές συγκλίνουν στην ιδέα ότι το «σούρσιμο» της αξιολόγησης είναι συνειδητή πολιτική της Τρόικας με την οποία εξασφαλίζει δυο πράγματα ταυτόχρονα: και την απόσπαση υποχωρήσεων στο μάξιμουμ από την ελληνική κυβέρνηση και τη διαιώνιση της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τους δανειστές.
Αυτή η δεύτερη προσέγγιση έχει προφανώς μεγαλύτερη σχέση με την πραγματικότητα. Υπάρχει, άλλωστε, και η μαρτυρία από τα Wikileaks που αποκάλυψαν ότι ο Τόμσεν και η Βελκουλέσκου συζητούσαν μεταξύ τους την τακτική της παράτασης της αξιολόγησης μέχρι την επόμενη πληρωμή χρέους του ελληνικού δημοσίου προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Ιούλιο, έτσι ώστε η κυβέρνηση να βρεθεί μπροστά στην απειλή «γεγονότος»- χρεοκοπίας.
Υπάρχει, επίσης, η διεθνής εμπειρία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει μια παράδοση από προγράμματα που «σέρνονται». Το Πακιστάν, παραδείγματος χάρη, έχει μπει σε πρόγραμμα του ΔΝΤ 12 φορές από το 1988, όπως μας θυμίζει ο Geoff Brown σε ένα εξαιρετικό άρθρο στο περιοδικό International Socialism.
“Από το 1988, το Πακιστάν έχει δεχθεί 12 προγράμματα του ΔΝΤ, περισσότερα από όσα όλες οι άλλες χώρες της Νότιας Ασίας μαζί. Κανένα δεν κατάφερε να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού ή να διευρύνει τη φορολογική βάση. Το Πακιστάν εξακολουθεί να έχει αναλογία φόρων προς ΑΕΠ κάτω από 9 τοις εκατό, τη μισή σε σύγκριση με την Ινδία και στο ένα τέταρτο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Οι πλούσιοι φοροδιαφεύγουν και ο στρατός απορροφά το 35% των δαπανών του προϋπολογισμού».2
Παρόλο, όμως, που αυτές οι πλευρές της πραγματικότητας είναι υπαρκτές, δεν είναι αρκετές για να εξηγήσουν τι συμβαίνει. Χάνουν την πιο σημαντική διάσταση των εξελίξεων, δηλαδή το γεγονός ότι η κρίση δεν ακουμπά μόνο την Ελλάδα, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το σύστημα διεθνώς. Μια Ελλάδα συνεχώς στα πρόθυρα της χρεοκοπίας δεν είναι πρόβλημα μόνο για την άρχουσα τάξη εδώ, αλλά και για τη σταθερότητα της Ευρωζώνης με όλες τις προεκτάσεις που έχει το σίριαλ του Grexit μέσα σε ένα περιβάλλον εύθραυστο οικονομικά και πολιτικά.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι απλά ένα θύμα αλλεπάλληλων εκβιασμών από πανίσχυρους δανειστές-εκβιαστές. Έχει περιθώρια αντίστασης που δεν τα αξιοποιεί και τα οποία η Αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναδείξει μέσα από την ανάλυση της ευρύτερης εικόνας για τη σημερινή συγκυρία του καπιταλισμού.
Η πορεία της οικονομικής κρίσης
Το 2010, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα από μια ελληνική χρεοκοπία. Γαλλικές και γερμανικές τράπεζες ήταν εκτεθειμένες στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και γι’ αυτό, όπως όλοι παραδέχονται σήμερα, το πρώτο μνημόνιο είχε σαν κύριο στόχο τη δική τους διάσωση. Το αίτημα για στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους ήταν ένα πανίσχυρο όπλο το οποίο αρνήθηκε να προβάλει όχι μόνο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που υπηρετούσε τα συμφέροντα των τραπεζιτών, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς με τιμητική εξαίρεση την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ήταν, αναμφισβήτητα, μια χαμένη ευκαιρία. Πού βρισκόμαστε, όμως, σήμερα; Έχει κλείσει αυτό το παράθυρο, όπως ισχυρίζονται πολλοί, επειδή το χρέος έχει φύγει από τις ιδιωτικές τράπεζες της Ευρώπης και έχει συγκεντρωθεί στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας; Έχει ξεπεραστεί η κρίση παντού, εκτός από την Ελλάδα που «καθυστερεί τις μεταρρυθμίσεις», όπως λέει η νεοφιλελεύθερη αφήγηση; Κάθε άλλο.
Η οικονομική πορεία διεθνώς τα τελευταία έξη χρόνια είναι η εικόνα μιας ανάκαμψης που διαρκώς αναβάλλεται και συνεχώς διαψεύδει τις προβλέψεις που την ήθελαν να προβάλει ορμητικά από χρόνο σε χρόνο. Χαρακτηριστικό είναι το διάγραμμα με τις εκτιμήσεις και τις διαψευδόμενες προβλέψεις που είδε το φως της δημοσιότητας από αφορμή την φετινή εαρινή σύνοδο ΔΝΤ-Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον. Η προσδοκία ότι η κρίση «έπιασε πάτο» απλά αναβαλλόταν από χρόνο σε χρόνο.3
Με βάση αυτά τα σενάρια (που έπεσαν έξω), το ελληνικό δημόσιο θα ήταν σε θέση να αρχίσει να πληρώνει αυξημένα τοκοχρεολύσια από το 2019, αφού θα είχε εξασφαλίσει ήδη από τα προηγούμενα χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα ικανά να καλύψουν τις υποχρεώσεις και να συνδυάζονται με έξοδο στις αγορές. Το 2012, όταν ξεκίναγε το δεύτερο μνημόνιο, το 2019 απείχε εφτά ολόκληρα χρόνια, μέσα στα οποία μόνο μια φορά, το 2015, τα τοκοχρεολύσια έφταναν σε δυσθεώρητα ύψη. Σήμερα το ορόσημο για την εκτίναξη των πληρωμών για το «αναθεωρημένο» χρέος πλησιάζει επικίνδυνα, ενώ οι προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω κατά μια ολόκληρη μονάδα μέσα στους τελευταίους 12 μήνες. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον επιδεινώνεται, ενώ τα τοκοχρεολύσια ανεβαίνουν στα 16,5 δις το 2019 και στα 33 δις ευρώ το 2022 (σχεδόν 10% και 20% του σημερινού ΑΕΠ αντίστοιχα).
Δεν υπάρχουν πολλές λύσεις σε αυτό το στρίμωγμα. Είτε το χρέος θα «κουρευτεί», είτε τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να εκτιναχτούν σε ύψη που κάνουν τα μέχρι τώρα σφιξίματα του ζωναριού να μοιάζουν «μικρά». Αυτό είναι το υπόβαθρο των διαφωνιών ανάμεσα στο ΔΝΤ και τους Ευρωπαϊκούς «θεσμούς» που δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν σε ένα μίγμα νέας αναδιάρθρωσης του χρέους και νέας (τέταρτης;) μνημονιακής διάσωσης και περιορίζονται να μεγαλώνουν τις απαιτήσεις για «έκτακτα μέτρα».
Είναι αυτό απλά ένα «ελληνικό πρόβλημα»; Είναι αδιάφορο για τους άλλους αν η Ελλάδα φτάσει να μην μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος, γιατί τότε απλά θα την πετάξουν από την Ευρωζώνη και θα συνεχίσουν απαλλαγμένοι από αυτό το βάρος; Η απάντηση είναι εμφατικά όχι. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι αποσταθεροποιητική διεθνώς για την οικονομία και ιδιαίτερα για το διεθνές τραπεζικό σύστημα.
Το πρώτο τρίμηνο του 2016 ήταν το χειρότερο ξεκίνημα χρονιάς παντού μετά τη μεγάλη βουτιά του 2009. Ο ρυθμός ανάπτυξης των ΗΠΑ έπεσε στο 0,5% με μείωση των επενδύσεων και πτώση των εξαγωγών. Η αμερικάνικη Κεντρική Τράπεζα, η Fed, που είχε προαναγγείλει ανοδική πορεία των επιτοκίων της αναγκάστηκε να αναβάλει την αύξηση του Μαρτίου επ’ αόριστο λόγω των «εύθραυστων συνθηκών» στην παγκόσμια οικονομία. Σε όλους τους τομείς, αναδυόμενες αγορές, ανατολική και δυτική Ευρώπη, λατινική Αμερική, εκτός από την Ασία, οι προοπτικές είναι κάτω από τον ήδη αναιμικό ρυθμό της παγκόσμιας οικονομίας.
Στην Κίνα, που είναι το επίκεντρο της μόνης περιοχής που έχει ανάπτυξη πάνω από το μέσο όρο, οι ανησυχίες για το τραπεζικό σύστημα είναι οι πιο έντονες. Το χρέος έχει εκτιναχθεί εκθετικά, ενώ οι διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν γίνει παρελθόν.4 Οι πιο μεγάλες κινεζικές επιχειρήσεις έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου εξαγωγής κεφαλαίων με εξαγορές επιχειρήσεων όχι μόνο στις αναδυόμενες αγορές αλλά και στην Αυστραλία, ακόμη και στις ΗΠΑ, μια φυγή που οξύνει και τους διεθνείς ανταγωνισμούς αλλά και τα προβλήματα στο εσωτερικό της Κίνας.
Υπάρχουν απόψεις που θεωρούν ότι ένα κινεζικό κραχ μπορεί να αποβεί σε όφελος των ανταγωνιστών της. Πρόκειται για τελείως κοντόφθαλμες αντιλήψεις. Το 2008 υπήρχαν πολλοί στην Ευρώπη που θεωρούσαν ότι το σπάσιμο της φούσκας στα στεγαστικά δάνεια των ΗΠΑ ήταν πρόβλημα για τις αμερικάνικες τράπεζες και όχι για τις ευρωπαϊκές. Όλοι ξέρουμε τι ακολούθησε. Σήμερα, μια κινέζικη «Λήμαν Μπράδερς» θα προκαλούσε ακόμη χειρότερη επιδείνωση της κρίσης παντού. Το Σίτι του Λονδίνου σήμερα έχει αναδειχθεί στο δεύτερο μεγαλύτερο (μετά το Χονγκ Κονγκ) διεθνές κέντρο συναλλαγών σε κινεζικό νόμισμα. Τράπεζες που συγκλονίστηκαν μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2016, όπως η Ντόιτσε Μπανκ και η Κρεντί Σουίς, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν είναι ένα νέο τραπεζικό πανικό. Τα αιτήματα για διαγραφή του χρέους και ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ παραμένουν πανίσχυρα όπλα απέναντι σε άρχουσες τάξεις που φοβούνται κάθε κραδασμό.
Στην πραγματικότητα, οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι η οικονομία παντού παραμένει ευάλωτη και ανησυχούν επειδή τα εργαλεία με τα οποία είχαν αντιμετωπίσει τον προηγούμενο γύρο της κρίσης, τα λεγόμενα Μπαζούκας του κάθε Ντράγκι, έχουν εξαντληθεί. Κανένας «παίκτης» δεν είναι σε έλεγχο της κατάστασης, αντίθετα όλοι βρίσκονται σε αδυναμία να κλείσουν ανησυχητικές πηγές αστάθειας. Η αποτυχία και του τρίτου Μνημόνιου στην Ελλάδα και η παρατεινόμενη οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα για την τύχη ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης κατέχει περίοπτη θέση σε αυτές τις εστίες αστάθειας του διεθνούς συστήματος.
Πολιτικά προβλήματα
Το σίριαλ της ελληνικής «διάσωσης» που διαρκώς «αξιολογείται» αλλά δεν καταφέρνει να «ολοκληρωθεί» με επιτυχία, δεν εγκυμονεί μόνο οικονομικούς κινδύνους μέσα στο ασταθές διεθνές περιβάλλον. Έχουν ξεπροβάλει πολύ ορατοί πολιτικοί κίνδυνοι.
Πρώτα απ’ όλα υπάρχει η απειλή του Brexit. Μια επιστροφή του Grexit θα μετέτρεπε το δημοψήφισμα στη Βρετανία υπέρ ή κατά της παραμονής στην ΕΕ σε καταστροφική εξέλιξη για τις άρχουσες τάξεις των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών. Οι μεγαλύτεροι ηγέτες τους έχουν εκφραστεί ανοιχτά και δυναμικά ενάντια στο ενδεχόμενο να επικρατήσει η έξοδος από την ΕΕ στο βρετανικό δημοψήφισμα. Ο Ομπάμα το έδειξε ωμά με το ταξίδι του στο Λονδίνο.5
Όσοι είχαν αυταπάτες ότι η ΕΕ αποτελεί αντίβαρο στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό διαψεύστηκαν οικτρά καθώς ο αμερικανός Πρόεδρος έριξε το βάρος του αποφασιστικά υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ. Ούτε οι αμερικάνικες πολυεθνικές, ούτε οι ευρωπαϊκές, ούτε η παγκόσμια οικονομία θα έβγαιναν κερδισμένες αν ο Κάμερον χάσει το δημοψήφισμα. Ακόμη και η κινέζικη ηγεσία έχει την ίδια άποψη.
Ο Κάμερον προκήρυξε το δημοψήφισμα κάτω από την πίεση μιας ενδεχόμενης διάσπασης στο Συντηρητικό κόμμα. Αλλά ένας ελιγμός που σε άλλες συνθήκες θα μπορούσε να θεωρηθεί έξυπνος για την απομόνωση της «ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς» (όπως είχε γίνει και παλιότερα), εξελίσσεται σε θρίλερ για τις άρχουσες τάξεις. Το υπόβαθρο γι’ αυτό είναι η αδυναμία των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων εξουσίας σχεδόν παντού.
Τα παραδείγματα αυξάνονται και πληθύνονται. Η Ισπανία ετοιμάζεται για νέες εκλογές γιατί κανένα από τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα δεν καταφέρνει να σχηματίσει έστω μια συμμαχική κυβέρνηση γύρω του. Η Ιρλανδία πηγαίνει στην ίδια κατεύθυνση. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η Αυστρία, όπου οι δυο παραδοσιακοί κυβερνητικοί εταίροι βρέθηκαν στις τελευταίες θέσεις στις προεδρικές εκλογές, με πρώτη την ακροδεξιά, δεύτερους τους Πράσινους και τρίτο έναν ανεξάρτητο. Στις ΗΠΑ, το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων αδυνατεί να σταματήσει έναν ακροδεξιό υποψήφιο που δεν τον θέλει και το Δημοκρατικό κόμμα συγκλονίζεται από το φαινόμενο Σάντερς.
Το κοινό στοιχείο για αυτή τη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κόσμου στους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους του είναι η συσσωρευμένη πικρία που μετατρέπεται σε οργή. Εδώ και δεκαετίες η νεοφιλελεύθερη επίθεση έχει προσπαθήσει να ανορθώσει την καπιταλιστική κερδοφορία με εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης σε βάρος της εργατικής τάξης. Ακόμα και σε χρόνια ανάκαμψης της οικονομίας, οι μισθοί έμειναν στάσιμοι ενώ οι συνθήκες εργασίας και κοινωνικών παροχών χειροτέρεψαν. Η μακρόσυρτη κρίση μετά το 2008 δίνει τη χαριστική βολή. (Για μεγαλύτερη ανάλυση αυτής της τάσης και της σημασίας της βλέπε:
Μαρία Στύλλου “Η πτώση της συγκυβέρνησης, η πιο βαθιά κρίση για την άρχουσα τάξη” Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 108 Γενάρης - Φλεβάρης 2015.
Alex Callinicos Britain and the crisis of the neoliberal state, ISJ 145 Winter 2015).
Οι πιο διορατικοί αναλυτές σε εφημερίδες όπως οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς φτάνουν να συμβουλεύουν τους πολιτικούς ότι πρέπει να χαλαρώσουν τους ρυθμούς των «μεταρρυθμίσεων».6
Προφανώς, το προς τα πού στρέφεται πολιτικά αυτή η οργή δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε αυτόματο. Στη Γαλλία, όπου για μεγάλο διάστημα η εκλογική λογική έλεγε ότι κυριαρχεί η στροφή προς την ακροδεξιά της Λεπέν, βλέπουμε να ξεδιπλώνεται το πιο μεγάλο κίνημα των εργατών και της νεολαίας ενάντια στην εργασιακή «μεταρρύθμιση» του Ολάντ. Η υποτίμηση των δυνατοτήτων της εργατικής τάξης για άλλη μια φορά αποδεικνύεται το χειρότερο λάθος. Οι επιλογές της Αριστεράς μπορούν να κάνουν διαφορά και αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο μέσα σε συνθήκες όπου η στάση απέναντι στους πρόσφυγες αναδεικνύεται σε μεγάλο πολιτικό ζήτημα.
Όταν το φθινόπωρο του 2015 ένα ογκούμενο κύμα προσφύγων κατάφερνε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια, να επιβιώσει από τους πνιγμούς στο Αιγαίο, να ανοίξει τον λεγόμενο «βαλκανικό διάδρομο» και να φτάσει μέχρι τη Βιέννη και τη Γερμανία με τη βοήθεια χιλιάδων αλληλέγγυων σε όλες τις χώρες αυτής της μακράς πορείας, υπήρχαν απόψεις που έλεγαν ότι όλα αυτά αποτελούσαν πλευρές ενός σχεδίου της Μέρκελ που ήθελε να εξασφαλίσει φτηνό εργατικό δυναμικό για τις γερμανικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με αυτές τις απόψεις οι αλληλέγγυοι ήταν απλά πιόνια σε αυτό το μεγάλο παιχνίδι, είτε επικίνδυνα πιόνια που δούλευαν για ύποπτες ΜΚΟ, είτε αφελή πιόνια που τα ανθρωπιστικά κίνητρά τους δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τα πολιτικά επίδικα.
Όπως πάντα, όμως, αναλύσεις που βασίζονται σε θεωρίες συνομωσίας, έστω και αν συνδέονται με πλευρές της πραγματικότητας, έχουν βραχύβια αντοχή μπροστά στις πραγματικές εξελίξεις.
Οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ, αρχίζοντας από την ξενοφοβική της Ουγγαρίας και φτάνοντας στο σύνολο των 28 της ΕΕ, αποφάσισαν ότι οι «προσφυγικές ροές» είναι απειλή και όχι ενίσχυση για την Ευρώπη τους. Σε πείσμα όχι μόνο της Συνθήκης της Γενεύης για τα δικαιώματα των προσφύγων, αλλά και όλων των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι οι προσφυγικοί και οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί έχουν ενισχύσει τις οικονομίες των χωρών υποδοχής, οι κυβερνήσεις της ΕΕ αποφάσισαν να παίξουν το χαρτί του ρατσισμού.
Την πρωτοχρονιά του 2016, ο κίτρινος τύπος με τη βοήθεια της γερμανικής αστυνομίας «ανακάλυψε» ότι στην Κολωνία ανδρικά κυκλώματα προσφύγων οργάνωσαν βιασμούς γυναικών την ώρα των εορτασμών για το νέο έτος. Στη συνέχεια η κυβέρνηση της Αυστρίας, παραδοσιακή σύμμαχος της Γερμανίας, έγινε βασιλικότερη του βασιλέως και ξεκίνησε την εκστρατεία για το σφράγισμα του «βαλκανικού διαδρόμου». Και η ΕΕ συνολικά αποφάσισε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα στην οποία μπορούν να επιστρέφονται πρόσφυγες την ώρα ακριβώς που ο Ερντογάν ξεκινούσε ξανά τον πόλεμο κατά των Κούρδων.
Την πιο εντυπωσιακή και ξεδιάντροπη στροφή πάντως, την έκανε ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όταν η κυβέρνηση της Αυστρίας ξεκίναγε τις πιέσεις για το κλείσιμο των συνόρων, η ελληνική κυβέρνηση έκανε διπλωματικό διάβημα για να διαμαρτυρηθεί. Αμέσως μετά, όμως, ο έλληνας πρωθυπουργός βρέθηκε να διεκδικεί την πατρότητα της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας και ο Μουζάλας να μοιράζει φυλλάδια στους πρόσφυγες στην Ειδομένη καταγγέλλοντας όσους λένε ότι τα σύνορα θα ανοίξουν! Οι αλληλέγγυοι μπήκαν στο στόχαστρο γιατί «καλλιεργούν ψεύτικες ελπίδες» και «παίζουν ανεύθυνα με τον πόνο των προσφύγων». Στην πραγματικότητα μπήκαν στο στόχαστρο γιατί βοηθούν τους πρόσφυγες να αντισταθούν στο μάντρωμά τους σε κέντρα «προσωρινής φιλοξενίας», δηλαδή κέντρα κράτησης.
Ωστόσο, αυτή η προδοσία δεν είναι ανέξοδη. Για την ακρίβεια, έχει διαστάσεις που συγκρίνονται μόνο με την μετατροπή του μαζικού ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ. Τότε ο Αλέξης Τσίπρας ήρθε σε σύγκρουση με το 62% που έδωσε τη μάχη ενάντια στην εκστρατεία φόβου των αφεντικών και όλων των πολιτικών φίλων τους και την κέρδισε. Εκείνη η μεταστροφή του κόστισε τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ με την αποχώρηση των δυνάμεων που συγκρότησαν τη ΛΑΕ. Αλλά ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τη δικαιολογία ότι η στροφή έγινε αναγκαστικά μπροστά στην υπέρτερη πίεση των «εταίρων-δανειστών».
Τώρα μια αντίστοιχη δικαιολογία ούτε καν προβάλλεται. Κυνικά η κυβέρνηση του τρίτου Μνημόνιου διαφημίζει τη ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας ως «ευρωπαϊκή λύση στο προσφυγικό». Έρχεται όχι μόνο πρακτικά, πολιτικά αλλά και ιδεολογικά σε ρήξη με το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες.
Ίσως την καλύτερη αίσθηση για την έκταση αυτού του κύματος την έχει δώσει ο Γιώργος Τσιάκαλος στην ομιλία του στο Δημοτικό Θέατρο της Αλεξανδρούπολης στις 23 Γενάρη:
«Έχοντας ζήσει πολλές δεκαετίες κινημάτων στην Ελλάδα ποτέ δεν έχει υπάρξει ένα τέτοιο κίνημα εντελώς αυθόρμητο. Κατάφερε αυτό το αυθόρμητο κίνημα να θρέψει, να ντύσει και να στεγάσει 810.000 ανθρώπους οι οποίοι ήταν κυνηγημένοι, διωγμένοι, εγκαταλελειμμένοι μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον σε ό,τι αφορά το κράτος. Ένα πρωτόγνωρο κίνημα που είπε “εμείς δεν ανεχόμαστε, δεν αντέχουμε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι ξεριζώνονται από τις πατρίδες τους δεν θα έχουν καμία άλλη δυνατότητα παρά μονάχα να διακινδυνεύουν τη ζωή τους μέσα στο Αιγαίο και να πνίγονται. Εμείς δε δεχόμαστε να πνίγονται μικρά παιδιά και να τα ακολουθούν οι μητέρες τους”. Και γι' αυτόν τον λόγο ήταν πάρα πολλές χιλιάδες οι άνθρωποι οι οποίοι συμπαραστάθηκαν. Καμιά φορά ακόμη και εμείς λέγαμε μα πως είναι δυνατόν, πώς το καταφέρνουν στη Λέσβο και στα άλλα νησιά να αντιμετωπίσουν τέτοιες φοβερές καταστάσεις οι εθελοντές.
Στην Ειδομένη οι ΜΚΟ με πολλές επιδοτήσεις δεν μπορούσαν να δώσουν ούτε ένα σάντουιτς, εκεί που η χώρα μας έλεγε αφήστε τους να πεινάσουν, δεν τους καλέσαμε, συνεπώς δε χρειάζεται να τους ταΐσουμε. Και όμως οι άνθρωποι μπορούσαν να τραφούν. Φέρνω ένα παράδειγμα. Τα Γιαννιτσά είναι μια μικρή πόλη και έχει γύρω γύρω κάποια χωριά και μία περιοχή που δεν είναι καθόλου “προοδευτική”, το Κιλκίς βγάζει βουλευτή της Χρυσής Αυγής. Κάθε Παρασκευή στις 8 η ώρα το βράδυ είχε βάρδια στην Ειδομένη η Αντιφασιστική Πρωτοβουλία Γιαννιτσών.
Ρώτησα πώς καταφέρνετε και φέρνετε πάνω από 3.000 μερίδες φαγητό; Με κοίταξαν και μου είπαν αστειεύεσαι. Μαγειρεύουν πολλές οικογένειες την Παρασκευή που ξέρουν ότι εμείς έχουμε βάρδια, λένε ότι εκεί που θα κάνουμε έξι μερίδες φαγητό για την οικογένειά μας, κάνουμε 20 και τις πηγαίνουμε, γνωρίζοντας ότι θα πρέπει να τις πάμε κάποια στιγμή γύρω στις 3-4 η ώρα στο δικηγορικό γραφείο του Θέμη. Δύο ταψιά ο ένας, ένα ταψί ο άλλος, μία κατσαρόλα ο τρίτος, μία κατσαρόλα ο τέταρτος. Και αυτό γινόταν σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές.
Που πάει να πει ότι εκείνη τη μέρα την Παρασκευή σε περίπου 300 οικογένειες (όχι συγκεκριμένες πολλές φορές και διαφορετικές) λέγανε εκεί που το κράτος είναι εχθρικό, που λέει ακόμη και ας πνιγούν, εμείς θα είμαστε εκείνοι που θα πουν “αυτή η χώρα λέει καλώς ήρθατε και σας ευχόμαστε την καλύτερη διαδρομή και το καλύτερο μέλλον”».7
Σε τέτοιες προσπάθειες υπολογίζεται ότι έχει εκφράσει έμπρακτα τη στήριξή του ένα 80% του πληθυσμού. Σε αυτό το ρεύμα κατείχε ηγεμονική θέση παραδοσιακά ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτή τη θέση έχει απεμπολήσει ο Τσίπρας με τη στροφή του. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την οργή για το σφαγείο του ασφαλιστικού και του φορολογικού ετοιμάζει μια κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερη από τη διάσπαση του περασμένου καλοκαιριού.
Πώς χτίζουμε αριστερή εναλλακτική;
Η ηγεσία της κυβέρνησης συναισθάνεται αυτόν τον κίνδυνο. Μετά τη συγκλονιστική επιτυχία της Πανεργατικής απεργίας στις 4 Φλεβάρη, έχει προσπαθήσει με τη βοήθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να εξασφαλίσει ένα πάγωμα των εργατικών κινητοποιήσεων.
Η φόρμουλα που υιοθέτησαν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ με την υπόσχεση για κήρυξη 48ωρης Γενικής Απεργίας όταν το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό φτάσει στην Ολομέλεια της Βουλής είχε μέσα της όλα τα στοιχεία για αναμονή «με το όπλο παρά πόδα». Αντί για δυναμική παρέμβαση του απεργιακού κινήματος στο σίριαλ της ανολοκλήρωτης αξιολόγησης, άφηνε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην κυβέρνηση. Δυστυχώς, σε αυτή τη θέση παγιδεύτηκαν και οι ηγεσίες του ΠΑΜΕ και των τομέων του ΜΕΤΑ που πρόσκεινται στη ΛΑΕ. Και πάλι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η τιμητική εξαίρεση.
Παρ’ όλα αυτά, η επιχείρηση «πάγωμα» δεν σήμανε αποστράτευση. Οι πιέσεις από τα κάτω και από τα αριστερά συνεχίστηκαν και στο απεργιακό μέτωπο και στο κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες. Στις 7 Απρίλη είχαμε 24ωρη απεργία της ΑΔΕΔΥ, στις 8/4 απεργία της ΟΜΥΛΕ και διαδήλωση απεργών λιμενεργατών έξω από τη φιέστα Τσίπρα-Cosco, στις 14/4 τα νοσοκομεία Αγ. Σάββας, Αττικό και Ευαγγελισμός κινητοποιήθηκαν στο πλευρό των καθαριστριών τους, στις 15/4 οι εκπαιδευτικοί «πολιόρκησαν» το υπουργείο Παιδείας και πέτυχαν την απόσυρση τροπολογίας που κλάδευε τους αναπληρωτές. Οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ μπλοκάρησαν εφημερίδες και κανάλια παραμονές του Πάσχα για να σώσουν το ασφαλιστικό ταμείο τους. Η δυναμική για νέα πανεργατική κλιμάκωση παραμένει ενεργή.
Τα πολιτικά χαρακτηριστικά αυτής της κίνησης από τα κάτω φάνηκαν και με τη συμμετοχή σωματείων στις κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στους πρόσφυγες στις 19 Μάρτη πανελλαδικά και στη συνέχεια στον Πειραιά με τη στήριξη της ΠΕΝΕΝ, στο Ελληνικό, στη Ν. Φιλαδέλφεια-Ν. Ιωνία-Ν. Ηράκλειο, στην Αγ. Παρασκευή με πρωτοβουλία της ΠΟΣΠΕΡΤ και σε όλες τις πόλεις όπου έχουν ανοίξει κέντρα κράτησης προσφύγων. Η σύνδεση της αντίστασης στα μνημόνια με την αντίσταση στη ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας κάνει βήματα μπροστά και αυτό ευνοεί την αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ρεύμα αυτό καταγράφεται και στις εκλογές των συνδικάτων με χαρακτηριστικό παράδειγμα το συνέδριο της ΟΕΝΓΕ που έγινε στις 8-10 Απρίλη. Εκεί, ο ΣΥΡΙΖΑ που βρισκόταν στην πρώτη θέση με 32% των συνέδρων το 2013 έπεσε στην τρίτη με 24,5% και τον προσπέρασαν οι κινήσεις που στηρίχτηκαν από το ΚΚΕ (άνοδος από 16,4% σε 26,5%) και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (από 16,8% σε 26%).
Ένας παράγοντας που ευνοεί την αριστερόστροφη πορεία είναι η συνεχιζόμενη κρίση στο χώρο της δεξιάς. Η επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη μακρόσυρτη και οδυνηρή μάχη για την ηγεσία της ΝΔ δεν έβαλε ένα τέλος, κάθε άλλο. Αυτό που ακολούθησε ήταν το φιάσκο στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, η αποπομπή Παπαμιμίκου (που είχε βοηθήσει τον Μητσοτάκη να νικήσει τον Μεϊμαράκη), η αποχώρηση Μπαλτάκου που ενώθηκε με τον Καρατζαφέρη στην αναζήτηση μιας «σοβαρής» ακροδεξιάς. Η τακτική μιας προεκλογικής πόλωσης με το αίτημα για εκλογές εδώ και τώρα μπορεί να λειτουργεί σαν άμεση συγκολλητική πίεση αλλά δεν λύνει την αντίφαση της ΝΔ ως κόμματος μνημονιακότερου από τους «νεομνημονιακούς» του Τσίπρα.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να περιμένει αυτάρεσκα να εισπράξει τις αριστερές αντιστάσεις του κόσμου. Χρειάζεται υπέρβαση σε δυο βασικά ζητήματα.
Το πρώτο έχει να κάνει με το σπάσιμο του σεχταρισμού και την κατάκτηση μιας ενιαιομετωπικής προσέγγισης. Ο κύριος φορέας σεχταριστικών αντιλήψεων ήταν για χρόνια και παραμένει η ηγεσία του ΚΚΕ. Μετά τα τραγικά λάθη της δεκαετίας του 1980 που κατάληξαν στις συγκυβερνήσεις με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ το 1989-90 και τη διάσπαση του 1991, το ΚΚΕ πήγε στο άλλο άκρο με μια πολιτική περίφραξης της επιρροής του και καταγγελίας κάθε άλλης κίνησης με δικαιολογία τους αρνητικούς συσχετισμούς δύναμης μέσα στον «μακρύ συντηρητικό χειμώνα». Ανέκτησε δυνάμεις, αλλά έγινε τόσο σεχταριστικό ώστε όταν έφτασε η ώρα που χιλιάδες κόσμος εγκατέλειπε το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ ήταν τόσο ερμητικά κλειστό που χάρισε αυτό το ρεύμα προς τα αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ταχτική «το ΠΑΜΕ είναι πάντα χωριστά» από τον κόσμο που απεργεί και διαδηλώνει γιατί δεν πρέπει να «μολυνθεί» από «εκμαυλισμένα» τμήματα της εργατικής τάξης, έγινε αυτογκόλ.
Παρ’ όλα αυτά, η ίδια τακτική επαναλαμβάνεται με παρόμοιες δικαιολογίες: τα «εκμαυλισμένα» τμήματα που ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ τώρα ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, άρα το ΠΑΜΕ βαδίζει χωριστά και καταγγέλλει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι είναι ουρά του ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που κάνει ένα βήμα ενιαιομετωπικής εργατικής δράσης.
Δυστυχώς, αυτά τα προβλήματα δεν περιορίζονται εκεί. Υπάρχουν ακόμη και ακραίες απόψεις που θεωρούν π.χ. ότι αν κομμάτια από τον ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται σε αντιρατσιστικές διαδηλώσεις πρέπει να απομακρύνονται με τη βία. Η αντίληψη του χωροταξικού διαχωρισμού σαν απάντηση στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και στον ρεφορμισμό διαχέεται και σε άλλα τμήματα της αριστεράς δυσκολεύοντας την απήχηση των πρωτοβουλιών για κοινή πάλη ενάντια στις κυβερνητικές επιθέσεις.
Η «εύκολη» απάντηση του σεχταριστικού-«χωροταξικού» διαχωρισμού είναι η πίσω όψη της δυσκολίας για χάραξη εναλλακτικής αριστερής στρατηγικής απέναντι στα αδιέξοδα του κυβερνητικού ρεφορμισμού. Ούτε αυτό το πρόβλημα είναι καινούργιο. Στη δεκαετία του 1980, όταν το ΠΑΣΟΚ υποσχόταν «στις 18 Σοσιαλισμό» με τη νίκη του στις εκλογές, η προσπάθεια απάντησης ήταν το «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ». Τότε το ΚΚΕ δεν είχε σεχταριστική στάση, αντίθετα στις μεγάλες αντιΝΑΤΟϊκές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν όλες τις πόλεις όταν ο «εθνάρχης» Καραμανλής ξαναέβαλε την Ελλάδα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, τα πανό του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ διαδέχονταν τα μεν τα δε. Αλλά στρατηγικά ούτε το ΚΚΕ ούτε πολύ περισσότερο το ΚΚΕ εσωτερικού δεν είχαν απάντηση στον κοινοβουλευτικό δρόμο. Μέσα από αυτό το αδιέξοδο, το ένα τμήμα της αριστεράς έγινε σέχτα και το άλλο τροφοδότησε την επιστροφή του ρεφορμισμού με τη μορφή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυο όψεις καθρεφτίζονται χαρακτηριστικά στο γεγονός ότι το «αδιάλλακτο» φραστικά ΚΚΕ έχει ξανά και ξανά φανεί άκρως συμβιβαστικό σε κρίσιμες στιγμές π.χ. το Δεκέμβρη του 2008 ή πιο πρόσφατα όταν ο Δ. Κουτσούμπας δήλωνε ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καταστροφή.
Σήμερα, τα αδιέξοδα του κοινοβουλευτικού δρόμου τα καταγράφει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που ο κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε λιτότητα του Σημίτη. Η υπέρβαση είναι υπερώριμη.
Κι όμως, η ΛΑΕ επιμένει ότι θα εφαρμόσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα κατακτώντας την κυβέρνηση: «Για τη Λαϊκή Ενότητα η κυβέρνηση δεν είναι αυτοσκοπός- άλλωστε, το απέδειξαν ιδρυτικά στελέχη της όταν εγκατέλειψαν θέσεις εξουσίας για να μην προδώσουν τις αρχές τους. Όπως δεν είναι αυτοσκοπός ο ισόβιος περιορισμός στην αντιπολίτευση. Οι αντιστάσεις του λαού θα μείνουν κατακερματισμένες, αν δεν έχουν προοπτική την πολιτική ανατροπή. Την ανάδειξη μιας κυβέρνησης της μαχόμενης Αριστεράς, μιας εξουσίας των εργαζομένων, με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικού μετασχηματισμού, οικονομικής ανόρθωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής προστασίας».8
Η ταύτιση της ανάδειξης της μαχόμενης Αριστεράς στην κυβέρνηση με την εξουσία των εργαζομένων είναι παλιά αμαρτία. Οι παλιότεροι θυμούνται το αλησμόνητο «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία». Οι νεότεροι έχουν νωπές τις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ του 2012. Κι όμως η Διακήρυξη της ΛΑΕ συνεχίζει παρακάτω περιγράφοντας ως εξής τις δυνάμεις που θα συμπαραταχθούν για να πάρουν την κυβέρνηση: «Αγωνιζόμαστε για ένα ευρύτατο μέτωπο όλων των ανυπότακτων δημοκρατικών, αντιιμπεριαλιστικών, πατριωτικών, αντιμνημονιακών δυνάμεων, πρώτα απ' όλα στο κοινωνικό, αλλά και στο πολιτικό πεδίο, με τη συμμετοχή όλων των φορέων, ρευμάτων και συλλογικοτήτων, που υπάρχουν σήμερα ή θα δημιουργηθούν αύριο». Ούτε τους αυριανούς «πατριωτικούς, αντιμνημονιακούς» Καμμένους δεν έχει διδαχτεί ότι θα έπρεπε να αποφύγει μέσα από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ.
Εγκαταλείποντας τη στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου δεν βάζουμε σαν αυτοσκοπό τον ισόβιο περιορισμό στην αντιπολίτευση. Βάζουμε σαν στόχο μια Αριστερά επαναστατική που οικοδομεί τη μόνη δύναμη που μπορεί να υλοποιήσει τις αναγκαίες αντικαπιταλιστικές ανατροπές, την οργανωμένη εργατική τάξη. Η Γ’΄Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρόσφερε «μόνο» την ανασύνταξη των δυνάμεών της καθώς η συμμετοχή στις διαδικασίες της ξεπέρασε τις 3.000 μέλη της προηγούμενης συνδιάσκεψης. Πρόσφερε επίσης μια συμβολή στο στρατηγικό προσανατολισμό ξεκαθαρίζοντας ότι «Σήμερα που σε όλο και πιο πλατιά τμήματα εργαζομένων δυναμώνει η συνείδηση ότι δεν μπορούν να καταργηθούν τα μνημόνια χωρίς ρήξη με την αστική τάξη, χωρίς επιλογή ρήξης - εξόδου από την ΕΕ και χωρίς ριζική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού μονόδρομου απαιτείται μια αριστερά που να παλεύει για τη βαθύτερη σύνδεση του «αντιμνημονιακού» με τον αντιΕΕ, αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό αγώνα, με κρίκο την ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργατική τάξη και τον λαό. Μια αριστερά αντικαπιταλιστική, έξω από τα όρια της ρεφορμιστικής διαχείρισης και της αδιέξοδης πολιτικής των «σταδίων», που να συνδέει τους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες, τα άμεσα και ζωτικά αιτήματα της ζωής και της επιβίωσης με τους πολιτικούς στόχους της επαναστατικής ανατροπής του συστήματος και της εξουσίας των εργαζόμενων».9
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα δεν θεωρεί ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει λύσει όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα που έχει ανάγκη σήμερα η Αριστερά για να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου και να εξασφαλίσει ότι η εργατική τάξη θα βγει ενισχυμένη από τη σύγκρουση με τις προδοσίες του ΣΥΡΙΖΑ. Προσφέρει, όμως, την καλύτερη αφετηρία για να υπερβούμε τις αμηχανίες της ρεφορμιστικής αριστεράς και το ΣΕΚ καλεί όλους και όλες να συστρατευτούμε σε αυτή την προσπάθεια.
Σημειώσεις
1. http://www.efsyn.gr/arthro/volontarismos-se-megales-doseis
2. http://isj.org.uk/pakistan-failing-state-or-neoliberalism-in-crisis/
3. Βλέπε σχετικά την Εργατική Αλληλεγγύη Νο 1219, 13/4/2016. http://sekonline.gr/images/general/p02_1219.jpg
4. http://www.ft.com/intl/cms/s/0/acd3f2fc-084a-11e6-876d-b823056b209b.html
5. https://socialistworker.co.uk/art/42613/The+Tories +are+in+crisis+over+the+EU+-+dont+rescue+ them%2C+exploit+their+crises
6. π.χ. ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου στο www.ft.com/intl/cms /s/0/a4bfb89a-0885-11e6-a623-b84d06a39ec2.html
7. όπως δημοσιεύτηκε στην Εργατική Αλληλεγγύη http://ergatiki.gr/article.php?issue=1209&id=13159
8. http://laiki-enotita.gr/index.php?option=com_k2&view= item&id=1187:diakiryksi-tis-laikis-enotitas&Itemid=179
9. http://antarsya.gr/node/3653