Άρθρο
Η κρίση της ΕΕ

Όλο τον Μάρτη και τον Απρίλη η Γαλλία αντιστέ

Η ΕΕ είναι βασικός μηχανισμός για τις προσπάθειες αποκατάστασης της καπιταλιστικής κερδοφορίας τονίζει ο Νίκος Στραβελάκης και συνδέει την πολιτική του Λένιν με ένα σημερινό μεταβατικό πρόγραμμα της Αριστεράς. 

Στην ευρωπαϊκή διάσταση της καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι καταλυτικός. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι είναι ο βασικός μηχανισμός επιβολής συντονισμένων πολιτικών λιτότητας. Σκοπός τους είναι ο περιορισμός των μισθών, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η απαξίωση κεφαλαίου και γενικότερα η ενεργοποίηση των αντίρροπων τάσεων για την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Η επιβολή μιας σκληρής ταξικής πολιτικής από την πλευρά του κεφαλαίου συμπληρώνεται από αυταρχικές πολιτικές απέναντι στην εργατική τάξη. Ιδιαίτερα πλήττονται τα τμήματά της που απαρτίζονται από μετανάστες καθώς και οι πρόσφυγες. Στην ΕΕ γινόμαστε μάρτυρες πολιτικών που όλο και εντονότερα θυμίζουν ρατσιστικές και φασιστικές πρακτικές άλλων εποχών. Είναι εύλογο λοιπόν δυνάμεις της αριστεράς να επαναφέρουν το ζήτημα του χαρακτήρα της ΕΕ και της ανάγκης ρήξης και αποδέσμευσης από αυτήν.

Το παρόν είναι μια προσπάθεια ανάλυσης του χαρακτήρα υπερεθνικών καπιταλιστικών ενώσεων στο έδαφος της κρίσης. Από αυτή τη σκοπιά εξετάζεται και η πολιτική της αριστεράς απέναντι σε αυτούς τους θεσμούς μια συζήτηση που κρατά πάνω από έναν αιώνα. Στη συνέχεια επιχειρείται ο συνδυασμός της Λενινιστικής γραμμής απέναντι σε υπερεθνικές ενώσεις με τη μαρξιστική θεωρία των κρίσεων με σκοπό την εξαγωγή επίκαιρων πολιτικών συμπερασμάτων.

Μια Ιστορική Αναδρομή

Από την εμφάνισή της η Ευρωπαϊκή Ένωση έτυχε αντιφατικών ερμηνειών στο πλαίσιο της αριστεράς. Από κάποιους παρουσιάσθηκε ως ένας θεσμός που ξεπερνά το αστικό κράτος και ως εκ τούτου μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα μέσω αλλαγής των συσχετισμών στο εσωτερικό της. Άλλοι την είδαν ως μια απλή επέκταση του αστικού κράτους σε διεθνικά πλαίσια.

Στη βάση των δύο απόψεων υπάρχει μια διαφορετική ανάγνωση του χαρακτήρα του κράτους αλλά όπως θα δούμε μια κοινή λανθασμένη ανάγνωση της δυναμικής του καπιταλισμού.

Στην αριστερά η χρησιμότητα και ο χαρακτήρας διεθνικών ολοκληρώσεων ήρθε στο προσκήνιο με τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι η σχετική συζήτηση προηγείται πολλές δεκαετίες της ίδιας της σύστασης της ΕΕ. Σε αυτή την ενδιαφέρουσα θεωρητική αντιπαράθεση θα στραφούμε αμέσως τώρα.

Η αναγκαιότητα ενός θεσμού/μηχανισμού διευθέτησης ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων στο πλαίσιο της πορείας του καπιταλισμού προς το «οργανωμένο στάδιο» του Χίλφερντινγκ βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής της κεντρώας πτέρυγας του SPD τη δεύτερη δεκαετία του περασμένου αιώνα. Οι μπροσούρες του Κάουτσκι «Πόλεμος και Ειρήνη» (1911) και «Υπέρ Μονοπώλιο» (1914) είναι χαρακτηριστικές αυτής της γραμμής.

Το επιχείρημα ξεκινά από τη παραδοχή ότι οι κρίσεις στον καπιταλισμό περιορίζονται σε κρίσεις υπερπροσφοράς, αποτέλεσμα της δυσανάλογης ανάπτυξης της βιομηχανίας σε σχέση με την αγροτική παραγωγή. Στο λεγόμενο στάδιο του ιμπεριαλισμού αυτό συνεπάγεται την αναγκαιότητα άμεσης εξαγωγής κεφαλαίου από τις βιομηχανικές στις αγροτικές χώρες. Το τελευταίο πυροδοτεί αντιθέσεις και ανταγωνισμούς ανάμεσα στα εθνικά μονοπώλια των βιομηχανικών χωρών που είναι το υλικό υπόβαθρο των πολεμικών συγκρούσεων.

Στο σημείο αυτό ο Κάουτσκι αναρωτιέται: Αυτή είναι η μόνη δυνατή μορφή οργάνωσης στον καπιταλισμό; Διότι η ανάγκη εξαγωγής κεφαλαίου θα γεννά συνεχώς αντιθέσεις, ανταγωνισμούς και πολέμους. Η απάντησή του ήταν ότι οι καπιταλιστές θα δουν ότι το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους είναι η εξάλειψη των μεταξύ τους αντιθέσεων. Επιπλέον, θα αντιληφθούν ότι η πολιτική των ανταγωνισμών προκαλεί αντιπαραθέσεις και με τις πιο αναπτυγμένες αγροτικές χώρες. Άρα η πιθανότερη εξέλιξη θα είναι ένα νέο στάδιο εκείνο του Υπέρ-Ιμπεριαλισμού. Δηλαδή μια «συνομοσπονδία των ισχυρών» που θα κάνουν τη μονοπωλιακή οργάνωση εξωτερική πολιτική μοιράζοντας τον κόσμο στα πλαίσια υπερεθνικών καρτέλ.

Προσπερνώντας τους αναπόφευχτους συνειρμούς με σύγχρονα συνθήματα όπως η «Ισχυρή Ελλάδα της ΕΕ» του Σημίτη, τους Γερμανούς που «δεν ξέρουν τι κάνουν» και θα τους δείξει ο Βαρουφάκης «το συμφέρον τους» στρέφουμε την προσοχή μας στην αντίστροφη ανάλυση. Είναι η θέση της αριστερής πτέρυγας της 2ης Διεθνούς και το βασικό κείμενο είναι το άρθρο του Λένιν «Για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» (1915). Το αίτημα για «συνομοσπονδία των ισχυρών» είχε γίνει άμεσο slogan της 2ης Διεθνούς πριν αλλά και μετά το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Διεθνής καλείτο να παλέψει για «Δημοκρατικές Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» που προϋπέθεταν την ανατροπή της αντιδραστικής μοναρχίας της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Γερμανίας.

Παρόλο που ο Λένιν δεν αντιδρά αρνητικά στο ζήτημα του περάσματος ενός σημαντικού τμήματος της Ευρώπης από την απολυταρχία στην αστική δημοκρατία, επισημαίνει ότι η οικονομική βάση μιας τέτοιας ένωσης είναι εξίσου σημαντικό στοιχείο. Με άλλα λόγια διερωτάται ποια η επίδραση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων στο χαρακτήρα μιας υπερεθνικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών. Είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό ερώτημα τόσο αναλυτικά όσο και πολιτικά.

Παρόλο που βασίζεται στην ίδια οικονομική ανάλυση με αυτήν του Κάουτσκι, ο Λένιν δίνει την ακριβώς αντίθετη απάντηση στο ερώτημα: «Υπάρχει άλλη μορφή οργάνωσης στο καπιταλισμό;». Καταλήγει ότι η όποια πολυεθνική ολοκλήρωση συνεπάγεται την «απάρνηση των αποικιών, των ζωνών επιρροής και της εξαγωγής κεφαλαίου». Επειδή αυτό είναι αδύνατο η όποια «συνομοσπονδία των ισχυρών» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια περίοδος ανακωχής στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ο σκοπός δε μιας τέτοιας συμμαχίας για όσον καιρό υπάρξει, λέει ο Λένιν, δεν μπορεί να είναι άλλος από την από κοινού καταπίεση των μαζών και της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Παρόλο που το επιχείρημα πάσχει στο επίπεδο της οικονομικής ανάλυσης, αφού δεν εξηγεί γιατί τα «μονοπώλια» δεν μπορούν να επεκτείνουν την αναστολή του μεταξύ τους ανταγωνισμού από τα εθνικά σε υπερεθνικά πλαίσια, η ρεαλιστική παραδοχή ότι οι καπιταλιστές δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν τα κέρδη τους με κανέναν οδηγεί το Λένιν σε εντυπωσιακές προβλέψεις.

Όντως η πολυεθνική ολοκλήρωση στην Ευρώπη ξεκίνησε μετά την πτώση της αποικιοκρατίας, που ακολούθησε το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης μοιάζει να διαβλέπει σχεδόν προφητικά ότι στην παρούσα καπιταλιστική κρίση ο βασικός συνεκτικός δεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η από κοινού καταπίεση των αναγκών των λαών της Ευρώπης. Πρωταρχικός της στόχος είναι η αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας μέσα από την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.

Κατανοώντας το ρόλο της ΕΕ στην Κρίση

Ο πυρήνας του επιχειρήματος του Λένιν είναι ιδιαίτερα επίκαιρος εάν συνδυαστεί με τη μαρξιστική θεωρία των κρίσεων. Με αυτό τον τρόπο το επιχείρημα αποδεσμεύεται από την κατάργηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε εθνικά πλαίσια και την όξυνση του στη διεθνή σκηνή. Στη μαρξιστική θεωρία των κρίσεων η δυναμική των καπιταλιστικών οικονομιών κυριαρχείται από την αντιφατικότητα του κινήτρου του κέρδους και όχι από τη δυσανάλογη ανάπτυξη κλάδων της οικονομίας.

Εντελώς περιληπτικά, είναι η αντίθεση κεφάλαιο εργασία που αντανακλάται στην τάση των καπιταλιστών για συνεχή εκμηχάνιση της παραγωγής. Στόχος τους είναι η εντατικοποίηση της εργασίας και η αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος ανά μονάδα προϊόντος αλλά υψηλότερο επενδυτικό κόστος. Με τα λόγια του Mαρξ: «οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας πρέπει να πληρωθούν». Στο αυξανόμενο επενδυτικό κόστος βρίσκεται η βάση του «νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους».

Ο «νόμος» πραγματώνεται μέσα από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές. Αντίθετα με την νεοκλασική θεωρία, τμήμα της οποίας είναι και η θεωρία του Μονοπωλίου που παρουσιάζεται στο Χίλφερντινγκ και μνημονεύει ο Κάουτσκι στο Υπέρ-Μονοπώλιο, στην κλασική πολιτική οικονομία και το Μαρξ ο ανταγωνισμός είναι «πόλεμος» με βασικό όπλο τις τιμές. Οι καπιταλιστές ανταγωνίζονται για μερίδια αγοράς μειώνοντας τις τιμές των εμπορευμάτων και αξιοποιώντας έτσι τα πλεονεκτήματα που τους δίνουν οι παραγωγικότερες εκμηχανισμένες τεχνικές. Αυτό οδηγεί στη γενικευμένη υιοθέτηση των τεχνικών αυτών σε χαμηλότερα επίπεδα τιμών που συνεπάγονται χαμηλότερο ποσοστό κέρδους για τον κλάδο. Η κινητικότητα του κεφαλαίου ανάμεσα στους κλάδους επιβάλλει τα μειωμένα ποσοστά στο σύνολο της οικονομίας.

Τα χαμηλότερα ποσοστά κέρδους μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κυριαρχούν πάνω στη μάζα των κερδών. Αρχικά το «επιχειρηματικό ποσοστό κέρδους» (ποσοστό κέρδους μείον το επιτόκιο)μειώνεται και οι επενδύσεις περιορίζονται. Συνακόλουθα ο ρυθμός μεγέθυνσης των κερδών γίνεται αρχικά μηδενικός και κατόπιν αρνητικός. Είναι αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «σημείο της απόλυτης υπέρ-συσσώρευσης» και σηματοδοτεί το πέρασμα από την κανονική συσσώρευσης στην κρίση.

Τέτοιες αλληλουχίες περιόδων συσσώρευσης που διακόπτονται από μακρές περιόδους κρίσης εμφανίζονται στην ιστορία του καπιταλισμού κάθε σαράντα περίπου χρόνια. Το 1929 και το 1970 ήταν τέτοιες περίοδοι κρίσεων. Στην ίδια αλληλουχία μακρών κυμάτων βρίσκεται η τρέχουσα μεγάλη καπιταλιστική κρίση που πυροδότησε η χρεοκοπία της επενδυτικής τράπεζας Bear Sterns το 2007.

Το ξέσπασμα μεγάλων κρίσεων ενεργοποιεί τις αντίρροπες δυνάμεις που περιγράφει ο Marx στον τρίτο τόμο του κεφαλαίου. Αυτές είναι: η εντατικότερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης με την επέκταση της εργάσιμης μέρας ή/ και την εντατικοποίηση της εργασίας, η συμπίεση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης λόγω ανταγωνισμών για μια θέση εργασίας, η μείωση των τιμών στοιχείων σταθερού κεφαλαίου, ο υπερβάλλον πληθυσμός αποτέλεσμα της μηχανοποίησης της παραγωγής και της καπιταλιστικής κρίσης, το διεθνές εμπόριο στο πλαίσιο του οποίου λειτουργούν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η άνιση ανταλλαγή, τέλος αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου» (Marx, Capital V. III 1959, 347-348). Το τελευταίο αφορά τη μετακίνηση ενός τμήματος του κεφαλαίου από τη σφαίρα της παραγωγής και τη μετατροπή του σε «τοκοφόρο κεφάλαιο» που λαμβάνει μερισματαποδόσεις. Αυτή η διαδικασία αποσυμφορίζει την παραγωγική διαδικασία αυξάνοντας τις αποδόσεις ενώ παράλληλα ενισχύει και τη μόχλευση του παραγωγικού κεφαλαίου. Είναι μια επισήμανση που μας βοηθά να κατανοήσουμε την πρωτοφανή διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα τα τελευταία 30 χρόνια.

Στην αποτελεσματικότερη ενεργοποίηση των αντίρροπων τάσεων συμβάλλει η ΕΕ στο πλαίσιο της κρίσης. Καταρχήν με την καθολική επιβολή του «συμφώνου σταθερότητας» η υπερεθνική καπιταλιστική ολοκλήρωση βοηθά στην επιβολή οριζόντιων μειώσεων μισθών με την αξιοποίηση του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Όμως στην παρούσα κρίση είναι επιτακτική η ανάγκη καταστροφής κεφαλαίου αφού οι επενδύσεις παραμένουν αδύναμες παρόλο που οι μισθοί είναι καθηλωμένοι και τα επιτόκια σχεδόν μηδενικά. Στο πλάισιο υπερεθνικών ενώσεων είναι ευκολότερη η καταστροφή κεφαλαίου αφού αυτό δεν μπορεί να προστατευτεί από μέτρα του εθνικού αστικού κράτους όπως οι δασμοί. Στο πλαίσιο της ΕΕ τούτο συνεπάγεται το οριστικό τέλος της αυτόκεντρης ανάπτυξης για αδύναμες οικονομίες. Γίνεται όλο και ποιό φανερό ότι το σχέδιο εξόδου από την κρίση σε όφελος του κεφαλαίου στην Ευρώπη βασίζεται σε μια μεγάλη δεξαμενή φθηνής εργασίας στον ευρωπαικό νότο.

Βασική ιδιαιτερότητα της τρέχουσας μεγάλης ύφεσης είναι η κοινωνικοποίηση ιδιωτικών ζημιών με στόχο την απομόχλευση και σταθεροποίηση της οικονομίας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η αστική τάξη έχει επιβάλλει στην κοινωνία να εγγυηθεί τον οικονομικό της ρόλο. Αυτό εξυπηρετούν τα τεράστια κρατικά χρέη που εκτινάχθηκαν στη διάρκεια της κρίσης για να διασωθούν τράπεζες και επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΕ έχει παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο εγγυώμενη την αστική τάξη αδύναμων οικονομιών του ευρωπαικού νότου που αδυνατούσε να καλύψει η τοπική κοινωνία. Στην πραγματικότητα η ΕΕ εξασφάλισε και εξασφάλίζει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης στον ευρωπαικό νότο με  αντίτιμο την άνευ όρων παράδοσή τους, δικαιώνοντας το Λένιν έναν αιώνα μετά τη δημοσίευση του άρθρου του για τις ενωμένες πολιτείες της Ευρώπης.

Η Πολιτική της Ρήξης και το Μεταβατικό Πρόγραμμα

Κάθε μεγάλη καπιταλιστική κρίση καλύπτει τους αντικειμενικούς όρους της επαναστατικής κατάστασης όπως τους προσδιόρισε ο Λένιν στον «Αριστερισμό». Η κατάρρευση του κινήτρου του κέρδους κάνει τους από πανω να μην μπορούν και τους από κάτω να μη θέλουν να κυβερνήσουν και να κυβερνηθούν όπως πριν. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι και ο υποκειμενικός παράγοντας έχει τη δυνατότητα να σφραγίσει τις εξελίξεις. Αυτή «την αντίφαση ανάμεσα στην ωρίμανση των αντικειμενικών επαναστατικών συνθηκών και την ανωριμότητα του προλεταριάτου και της πρωτοπορίας του» έρχεται να καλύψει το μεταβατικό πρόγραμμα. Μια ιδέα που διατύπωσε ο Τρότσκι το 1938.

Ένα τέτοιο πρόγραμμα περιλαμβάνει την κρατικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών κλάδων της οικονομίας. Επομένως, προυποθέτει τη νομισματική και δημοσιονομική αυτονομία. Για χώρες της ΕΕ νομισματική αυτονομία σημαίνει την έξοδο από την Ευρωζώνη και δημοσιονομική αυτονομία έξοδο από την ΕΕ. Ιδιαίτερα για τις αδύνατες οικονομίες που αδυνατούν να εγγυηθούν την εγχώρια αστική τάξη αυτή η στρατηγική είναι μονόδρομος για τη στοιχειώδη κάλυψη λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων.

Ανεξάρτητα από το εάν το «μεταβατικό πρόγραμμα» θα υλοποιηθεί ή θα παραμείνει ως ένα πρόγραμμα ζύμωσης και όξυνσης της ταξικής πάλης στην πορεία προς τις οριστικές συγκρούσεις η αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ παραμένει κομβικό του σημείο. Πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι σε συνθήκες κρίσης το εκκρεμές της ιστορίας θα στρίψει αριστερά στο βαθμό που η αριστερά πείθει ότι μπορεί να απαντήσει στις λαικές ανάγκες. Στις σημερινές συνθήκες αυτό σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει να πείσει ότι «μας παίρνει» να συγκρουσθούμε με την ΕΕ κάτι που θα γίνεται ρεαλιστικότερο όσο το μεταβατικό πρόγραμμα θα γίνεται υπόθεση του εργατικού κινήματος.