Άρθρο
Απελευθέρωση των γυναικών και αντικαπιταλιστική ανατροπή

Οι καθαρίστριες του νοσοκομείου Άγιος Σάββας

Οι γυναίκες που μαζικά συμμετέχουν στις μάχες ενάντια στα μνημόνια, αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα διακρίσεις και σεξιστικές επιθέσεις που φτάνουν μέχρι τη σωματική βία. Ποιά είναι η διέξοδος από αυτή την καταπίεση; Η Μαρία Στύλλου εξετάζει τις απαντήσεις.

Οι αγώνες των εργατών είναι μια συνεχής μάχη για να εξασφαλίσουν τροφή, κατοικία, εκπαίδευση, νοσοκομεία. Να παλέψουν όλα τα εμπόδια και μνημόνια που τους βάζει το σύστημα. Μέσα σε αυτή τη μάχη, ακόμα πιο μεγάλοι είναι οι αγώνες και οι προσπάθειες που κάνουν οι γυναίκες. Εργαζόμενες, μαθήτριες, φοιτήτριες, συνταξιούχες, νοικοκυρές, έχουν να αντιμετωπίσουν τις χειρότερες διακρίσεις σε βάρος τους.

Σε στοιχεία που έβγαλε ο ΟΟΣΑ αυτές τις μέρες, οι δασκάλες σε όλο τον κόσμο, από την Ιταλία μέχρι την Κορέα, είναι μεγάλη πλειοψηφία μέσα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Όμως πόσες φτάνουν να γίνονται διευθύντριες; Η συμμετοχή τους σε αυτές τις θέσεις είναι μειοψηφική. Τέτοιες διακρίσεις δεν περιορίζονται στο Νότο ή στις λεγόμενες “υπανάπτυκτες” χώρες, αλλά βρίσκονται στις πλούσιες χώρες του Βορρά. Στις ΗΠΑ, στη σημερινή μητρόπολη του καπιταλισμού, οι αμοιβές των γυναικών φτάνουν στο 79% των αντρών. Η προεκλογική καμπάνια του Τραμπ είναι η πιο σεξιστική και ρατσιστική επίθεση εδώ και δεκαετίες. Συγκρίνεται μόνο μ’ αυτήν του Μπάρι Γκόλντγουότερ πριν πενήντα χρόνια, και στηρίζεται στις επιθέσεις του Ρόναλντ Ρήγκαν στη δεκαετία του ’80.

Η Κλίντον προσπαθεί να κερδίσει ψήφους παίζοντας το «γυναικείο χαρτί» απέναντι στον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους, όμως η ριζοσπαστικοποίηση των γυναικών την ξεπερνά. Οι περισσότερες γυναίκες που ψήφιζαν το Δημοκρατικό Κόμμα ή δεν ψήφιζαν καθόλου, ιδιαίτερα από την ηλικία των 45 χρονών και κάτω, υποστηρίζουν τον Σάντερς. Είναι περισσότερο αντισυστημικές παρά απλές φεμινίστριες.

Η Κριστίν Λαγκάρντ όταν ξέσπασε η κρίση και άρχισαν να καταρρέουν οι τράπεζες, υποστήριζε ότι εάν η Λήμαν Μπράδερς ήταν Λήμαν Σίστερς η οικονομία δεν θα έφτανε σ’ αυτή την κατάρρευση. Υπονοώντας ότι για την κρίση φταίει η ανθρώπινη φύση, και η επιθετικότητα των αντρών. Όμως αυτό το επιχείρημα έχει πια κοντά ποδάρια και μικρή απήχηση όχι μόνο στην προεκλογική καμπάνια των ΗΠΑ αλλά παντού. Είναι πρόκληση η επικεφαλής ενός οργανισμού που έχει καταστρέψει τις ζωές εκατομμυρίων γυναικών να προσπαθεί να παίξει τέτοια παιχνίδια.

Το ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει σήμερα να μην εξασφαλίζει τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων, και ταυτόχρονα να χρησιμοποιεί τις χειρότερες σεξιστικές και ρατσιστικές ιδέες για να κρατήσει τους από κάτω διαιρεμένους, είναι μια πραγματικότητα. Όμως, ταυτόχρονα υπάρχει η εμπειρία αγώνων και συγκρούσεων ενάντια σ’ αυτές τις διακρίσεις. Σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα.

Ιστορία αγώνων

Στην Ελλάδα οι αγώνες ενάντια στις οικονομικές διακρίσεις και τον σεξισμό έχουν μια μεγάλη πορεία. Στην αρχή της Μεταπολίτευσης, ξεσπάνε οι πιο μεγάλοι και δυνατοί εργατικοί αγώνες που η συμμετοχή των γυναικών ήταν εντυπωσιακή. Σε κάποιους κλάδους η πλειοψηφία ήταν γυναίκες, όχι μόνο στην κλωστοϋφαντουργία που ήταν η συντριπτική πλειοψηφία, αλλά και σε εργοστάσια νέας τεχνολογίας που παραδοσιακά απασχολούσαν άντρες (ίσως μόνο στην οικοδομή η συμμετοχή των γυναικών συνέχιζε να είναι μικρή.)

Η απεργία που έσπασε όλα τα ρεκόρ, ήταν η απεργία των τηλεφωνητριών γιατί σ’ αυτήν μπήκε τόσο καθαρά από μεριάς εργατικού κινήματος η ανάγκη της κατάργησης των διακρίσεων ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες και ακόμα περισσότερο η υποχρέωση του κράτους να αναλάβει το κόστος για το μεγάλωμα των παιδιών από την βρεφική ηλικία. «Οι τηλεφωνήτριες εξεγέρθηκαν ενάντια στις συνθήκες που δούλευαν. Σε ανακοίνωση που κυκλοφόρησε ο Σύλλογος Τηλεφωνητριών Ελλάδος το 1978, διεκδικούσε να δουλεύουν 6ωρο, να εξισωθούν μισθολογικά και βαθμολογικά με τους άντρες υπαλλήλους του ΟΤΕ, να δίνεται οικογενειακό επίδομα και στις ίδιες, να φτιαχτούν παιδικοί σταθμοί του ΟΤΕ και να λειτουργούν με βάρδιες, να σταματήσει η αστυνόμευση και η τρομοκρατία του ΟΤΕ σε βάρος τους».1

Το παράδειγμα τους απλώθηκε σαν φλόγα και σε άλλους κλάδους. Οι μαίες προχώρησαν σε κατάληψη του νοσοκομείου Έλενα Βενιζέλου (το κεντρικό δημόσιο μαιευτήριο στο λεκανοπέδιο εκείνη την περίοδο), και το μετέτρεψαν σε ορμητήριο για όλα τα νοσοκομεία που δούλευαν μαίες, διεκδικώντας να πάψουν να αντιμετωπίζονται σαν εργαζόμενες δεύτερης διαλογής. Εκείνη η εξέγερση απλώθηκε στις σχολές που είχαν τμήματα μαιευτικής και η πλειοψηφία ήταν γυναίκες σπουδάστριες. Κάτω από το μπαράζ αυτών των αγώνων, αναγκάστηκαν τα συνδικάτα όχι μόνο να στηρίξουν τα αιτήματα των γυναικών, αλλά και να δημιουργήσουν Γραμματείες Ισότητας. Το ΠΑΣΟΚ, στην πρώτη τετραετία του στην κυβέρνηση ψηφίζει το νόμο 1414/84 που καθιερώνει την ίση αμοιβή για ίση εργασία, ένα νόμο που ποτέ δεν εφαρμόστηκε.

Μια από τις μεγαλύτερες μάχες του εργατικού κινήματος την τελευταία 25ετία είναι το ασφαλιστικό. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1992 ανέβασε τα όρια ηλικίας για όλους τους εργαζόμενους και τόλμησε για πρώτη φορά να πάρει πίσω τη δεκαπενταετία για τις γυναίκες. Η διάκριση ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες – όπου για τις πρώτες χρειάζονταν λιγότερα χρόνια για να βγουν στη σύνταξη, είναι μια μάχη που έδωσαν και μέχρις ενός βαθμού κέρδισαν τα συνδικάτα από παλιά. Σε όλους αυτούς που έβαλαν μπροστά να ξηλώσουν αυτή την κατάκτηση, στη ΝΔ (το 1992 με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη και υπουργό τον Σιούφα και το 2007 με τον Καραμανλή και υπουργό τη Φάνη-Πετραλιά) στο ΠΑΣΟΚ (του Γιαννίτση και του ΓΑΠ)και σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ , χρησιμοποιώντας το επιχείρημα της «ισότητας» για το ασφαλιστικό και την εξίσωση προς τα πάνω των ορίων ανδρών και γυναικών, χρειάζεται να θυμίσουμε τις μάχες του εργατικού κινήματος που έφεραν αυτή την κατάκτηση.

Το 1928 οι δασκάλες διεκδικούσαν οι παντρεμένες να βγουν στη σύνταξη μετά 15 χρόνια υπηρεσίας και οι ανύπαντρες μετά τα 20 χρόνια γιατί ο ρόλος τους στο σπίτι είναι πολύ πιο βαρύς απ’ αυτών των ανδρών. Το Φλεβάρη του 1936 δημιουργείται η επιτροπή γυναικών των δημοσίων υπαλλήλων για να οργανώσουν την παρέμβαση τους στο συνέδριο της Δημοσιοϋπαλληλικής Ομοσπονδίας (η ΑΔΕΔΥ εκείνης της εποχής). Το συνέδριο υιοθετεί τα αιτήματα των γυναικών όπως την «συνταγματική κατοχύρωση της εργασίας τους», «την βαθμολογική και μισθολογική εξίσωση με τους άντρες», την «κατάργηση όλων των περιοριστικών νόμων», και την “προστασία της μητρότητας και την συνυπηρεσία των συζύγων».

Η πρώτη θητεία του νεότερου Καραμανλή το 2004 αντιμετώπισε με το καλημέρα τη μεγάλη και παρατεταμένη απεργία των συμβασιούχων. Στο τεύχος του ΣΑΚ που κυκλοφόρησε τον Μάη του 2004 υπάρχει συνέντευξη με τέσσερεις εργαζόμενες συμβασιούχους που πρωτοστάτησαν σ’ αυτόν τον αγώνα. Μια από τις τέσσερεις ήταν η Ευαγγελία Αλεξάκη, τότε εννιά χρόνια συμβασιούχος στο Υπουργείο Οικονομικών. «Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι να δικαιωθούμε οριστικά, μέχρι να υλοποιήσουν όλα όσα τάξανε στον κόσμο».2

Η συγκεκριμένη εργαζόμενη μαζί με όλες τις καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών ήταν στην πρώτη γραμμή ενάντια στην κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων δέκα χρόνια αργότερα, έπαιξαν ρόλο στην πτώση της, έγιναν το κέντρο μαζί με την ΕΡΤ των εργατικών αγώνων στη διετία 2013-14 και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και στην εκλογή του τον Γενάρη του 2015.

Το κίνημα των συμβασιούχων απέδειξε ότι μπορεί ο καπιταλισμός να χρησιμοποιεί τις γυναίκες σαν φτηνό εργατικό δυναμικό, αλλά αυτό δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη δύναμή τους. Η έκρηξη των συμβασιούχων ήταν για εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και ιδιαίτερα νέες εργαζόμενες και στην ηλικία και στην εμπειρία, ένας σταθμός.

«Οι καθαρίστριες, οι εργαζόμενες στο Υπουργείο Πολιτισμού, στους Δήμους, στα ΚΕΠ, στην εκπαίδευση, έδειξαν την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητα τους να αντισταθούν στην πολιτική της ανεργίας και της λιτότητας που προσπαθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση».3

Η Γιάννα Καραντινάκη (συνδικαλίστρια στη ΔΕΗ και μέλος στη ΓΣΕΕ το 2008, εξηγεί γιατί οι γυναίκες μπήκαν μπροστά στις μάχες και στις απεργίες του ασφαλιστικού το 2007-2008. «Πέρα από την αύξηση των ορίων από 5 ως 15 χρόνια έχουμε και μια τεράστια μείωση των συντάξεων από 8% ως 20% τουλάχιστον. Αυτό το νομοσχέδιο που ήρθε και ψηφίστηκε ορίζει 20 χρόνια δουλειάς και 50 χρόνια ηλικίας σαν προϋποθέσεις. Δηλαδή εάν μια γυναίκα πιάσει δουλειά στα 18 ή στα 20 μιλάμε για 30-32 χρόνια δουλειάς».4

Η πολιτικοποίηση που έδωσε την εκλογική νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ έχει τις ρίζες της και σε όλους εκείνους τους αγώνες των γυναικών. Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν οι υποσχέσεις ότι θα ξηλώσει όλες αυτές τις αδικίες. Αντί γι' αυτό, όμως, το ασφαλιστικό που ψηφίζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τις διατηρεί και τις χειροτερεύει. Όχι μόνο χρειάζονται περισσότερα χρόνια δουλειάς για μικρότερες συντάξεις, αλλά καθιερώνονται ακόμη και ρυθμίσεις που δυσκολεύουν τις χήρες να πάρουν σύνταξη όταν πεθάνει ο άντρας τους!

Οι προδοσίες του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν πρέπει να μας οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα για τη δύναμη των αγώνων των γυναικών. Εάν συγκεντρώσει κανένας τους αγώνες της τελευταίας εξαετίας ενάντια στα μνημόνια διαπιστώνει πρώτα απ' όλα ότι οι γυναίκες δεν είναι εφεδρικός στρατός, αλλά δυνατό και μόνιμο κομμάτι της εργατικής τάξης. Η θέση αυτή δεν καθορίζεται από τις σχέσεις απασχόλησης που ισχύουν στον κάθε συγκεκριμένο κλάδο – ούτε το part-time ούτε οι ελαστικές μορφές απασχόλησης την ακυρώνουν. Τα παραδείγματα της συνέντευξης με τις συμβασιούχες το 2004 μιλάνε δυνατά: ο εκβιασμός της βραχυχρόνιας σύμβασης δεν τις έκανε λιγότερο μαχητικές στο να διεκδικήσουν την πλήρη και μόνιμη απασχόληση.

Η συμμετοχή τους στο εργατικό κίνημα δεν καθόρισε μόνο την τύχη των αγώνων και των διεκδικήσεων αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις. Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ποσοστά «άπιαστα» για την αριστερά το 2012 μέχρι και το 2015 οφείλεται στην μαζική μεταστροφή των εργατογειτονιών του λεκανοπεδίου προς τον ΣΥΡΙΖΑ και μέσα σ’ αυτό το μεγαλύτερο ποσοστό μεταστροφής ήταν των γυναικών. Αυτό εξηγείται και από τη συμμετοχή τους στους κοινούς αγώνες και διεκδικήσεις όλης της εργατικής τάξης, αλλά ταυτόχρονα στην εμπειρία του τι σημαίνουν οι μάχες ενάντια στις διακρίσεις και στην καταπίεση. Ότι οι γυναίκες είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν τον σεξισμό και τη βία, στο γραφείο, στο δρόμο, στο σπίτι, παντού.

Η προοπτική ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα καταργούσε τα μνημόνια αλλά και ταυτόχρονα θα κτυπούσε κάθε καταπίεση απ’ όπου κι αν προέρχεται ήταν η ελπίδα και η προσδοκία και για τις συμβασιούχες και για τις μόνιμες, τις εργαζόμενες στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες, τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους, για όλες, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Και τώρα ανοίγει διάπλατα η συζήτηση εάν ο ρεφορμισμός στην κυβέρνηση είναι αρκετός για να σταματήσει τις διακρίσεις, τον σεξισμό, και την καταπίεση.

Ο Μαρξ επίκαιρος και σήμερα

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την ίδρυση του είχε προνομιακές σχέσεις με τα κινήματα και ιδιαίτερα με το κίνημα των γυναικών. Οι ρίζες πάνε πιο βαθιά, η Δημοκρατική Κίνηση Γυναικών ήταν η γυναικεία οργάνωση του ΚΚΕ εσωτερικού, με συμμετοχή στο κίνημα των γυναικών και στη δεκαετία του ’70 και στη δεκαετία του ’80. Η συζήτηση για το πώς παλεύεται η καταπίεση ξαναζωντάνεψε με την εμφάνιση του νέου αντικαπιταλιστικού κινήματος και τη δημιουργία του Παγκόσμιου και Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο συμμετείχε αλλά προσπάθησε να το καθορίσει και να το ελέγξει. Μια προσπάθεια που ήταν πάντα αντιφατική, έστω κι αν οι αντιφάσεις της γίνονται εξόφθαλμες τώρα που έγινε κυβέρνηση. Η αντίφαση ήταν στην ίδια τη στρατηγική που έλεγε ότι θα καταργήσει τις διακρίσεις χωρίς να ανατρέψει το ίδιο το σύστημα που τις γεννάει.

Όμως γιατί οι γυναίκες διεκδικούν το αδύνατο; Γιατί παλεύουν για την απελευθέρωση τους, ενώ “οι κοινωνίες πάντοτε έτσι ήταν”; Μπορεί να υπάρξει αλλαγή των κοινωνιών αφού “στηρίζονται στη διάκριση των φύλων, που έτσι κι αλλιώς είναι βιολογική, κι αυτό καθόριζε την οργάνωση τους”;

Η ανθρωπολόγος Ελεανορ Λήκοκ σε ένα κλασικό της βιβλίο με τίτλο «Μύθοι της αντρικής κυριαρχίας» γράφει «Στις κοινωνίες των τροφοσυλλεκτών και του κυνηγιού, το παντρεμένο ζευγάρι και τα παιδιά του δεν είναι σε καμιά περίπτωση η βασική μονάδα της κοινωνίας, όπως είναι σήμερα στη σύγχρονη ταξική κοινωνία. Η ομάδα (the band), όχι η οικογένεια, είναι η συλλογικότητα, είτε πολλές οικογένειες ζουν κάτω από την ίδια στέγη, είτε το στρατόπεδο (εκεί που στρατοπεδεύουν προσωρινά οι τροφοσυλλέκτες) αποτελείται από μια σειρά από σκηνές, καλύβες ή προσωρινούς άλλους οικισμούς. Η φροντίδα και η υπευθυνότητα για τα παιδιά, τους μεγάλους και για τους ασθενείς δεν ήταν ατομική υπόθεση, αλλά κοινωνική, ανήκε στην προσοχή και στο ενδιαφέρον όλης της ομάδας, με έναν άμεσο και χωρίς καμιά αμφισβήτηση τρόπο. Η θεωρία ότι η ανθρώπινη βιολογία καθορίζει την ανθρώπινη κοινωνία είναι πέρα για πέρα λάθος ιστορικά. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η μοιρασιά δεν γινόταν με βάση το φύλο, αλλά με βάση τη σχέση που αναγκάζεται να έχει η συγκεκριμένη κοινωνία με τη φύση».5

Στην Αγία Οικογένεια, ο Μαρξ κάνει την προσπάθεια να συνδέσει την σεξουαλική εκμετάλλευση με τον καπιταλισμό. Γράφει για τη ζωή μιας φτωχιάς κοπέλας που έγινε πόρνη «Ο υποκριτής παπάς ξέρει πολύ καλά ότι κάθε στιγμή της μέρας, στους πολυσύχναστους δρόμους του Παρισιού, αυτοί οι αξιότιμοι πολίτες προσπερνάνε μικρά κορίτσια των 7 ή 8 χρονών που πουλάνε σπίρτα… και που κι αυτά όπως η Μαρί (το όνομα της πόρνης) θα έχουν την ίδια τύχη όπως κι αυτή».6

Σ’ αυτό το σημείο ο Μαρξ θέλει να τονίσει τη δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα κορίτσια και οι γυναίκες που ανήκουν στην εργατική τάξη. Επειδή ανήκουν σ’ αυτή την τάξη το μόνο που έχουν να πουλήσουν για να ζήσουν είναι τη δουλειά τους. Και όταν δεν εξασφαλίζουν δουλειά τότε πουλάνε το κορμί τους για να επιβιώσουν.

Στη Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ και ο Έγκελς αναφέρονται για πρώτη φορά στη σύνδεση ανάμεσα στην οικογένεια και τον τρόπο παραγωγής.

«Ο άσωτος αστός ξεφεύγει από το γάμο και διαπράττει μοιχεία μυστικά… ο νεαρός αστός ανεξαρτητοποιείται , αν μπορεί, από την οικογένεια του, καταργώντας στην πράξη την οικογένεια όσο τον αφορά… αλλά ο γάμος, η ιδιοκτησία, η οικογένεια παραμένουν υπεράνω επιθέσεων στη θεωρία, γιατί αποτελούν την πρακτική βάση πάνω στην οποία η αστική τάξη έχει οικοδομήσει την κυριαρχία της…

Το πραγματικό σώμα της οικογένειας, η σχέση ιδιοκτησίας, η σχέση αποκλεισμού απέναντι στις άλλες οικογένειες, η καταναγκαστική συμβίωση – σχέσεις που παράγονται από την ύπαρξη παιδιών, τη δομή των συγχρόνων πόλεων, το σχηματισμό κεφαλαίου κλπ – όλα αυτά διατηρούνται, έστω με πολλές παραβιάσεις, επειδή η ύπαρξη της οικογένειας έχει γίνει αναγκαία μέσα από τη σύνδεση της με τον τρόπο παραγωγής…».7

Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ και ο Ένγκελς τονίζουν τις αλλαγές που γίνονται στην εργατική οικογένεια μέσα στον καπιταλισμό. «Η χειρωνακτική εργασία απαιτεί λιγότερη δεξιοτεχνία και μικρότερη δύναμη, … και έτσι οι άντρες αντικαθιστούνται από τις γυναίκες. Οι διαφορά στην ηλικία και στο φύλο δεν έχουν πια καμιά κοινωνική βαρύτητα για την εργατική τάξη. Μετατρέπονται σε εργαλεία εργασίας, τα οποία κοστίζουν περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με την ηλικία και το φύλο».8 

Η δουλειά που κάνουν οι γυναίκες και τα παιδιά, παράγει την ίδια αξία όπως και των αντρών, αλλά όπως ο Μαρξ και ο Έγκελς επισημαίνουν, δεν πληρώνονται το ίδιο.

Σ’ αυτό το κομμάτι περιγράφουν πώς όλα τα μέλη μιας εργατικής οικογένειας, γυναίκες, άντρες και παιδιά, πουλάνε την εργατική τους δύναμη στους καπιταλιστές και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσουν.

Αντίθετα η αστική οικογένεια στηρίζεται πάνω στο κεφάλαιο και το ατομικό κέρδος. Η οικογένεια αυτή στην ολωσδιόλου αναπτυγμένη μορφή της υπάρχει μόνο για την αστική τάξη. Αλλά βρίσκει το συμπλήρωμά της στην αναγκαστική διάλυση της οικογένειας της εργατικής τάξης και στην πορνεία.

Ο Ένγκελς είναι αυτός που θεμελιώνει πώς ιστορικά προέκυψε η καταπίεση των γυναικών. Στο βιβλίο του “Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους”, εξηγεί πώς η καταπίεση των γυναικών εμφανίζεται μαζί με την ανάδυση της ταξικής κοινωνίας. Η ιδιοκτησία δεν υπήρχε πιο πριν και η παρουσία της αλλάζει τη μορφή της οικογένειας που υπήρχε μέχρι τότε. Η οικογένεια είναι η ιδιωτική σφαίρα του κάθε ιδιοκτήτη, είναι εκεί που αναπαράγονται οι κληρονόμοι του και πρέπει να τους ξέρει. Άρα μονογαμική οικογένεια, η γυναίκα ανήκει σε έναν μόνο άντρα, η σεξουαλικότητα καθορίζεται από το τι θεωρείται «φυσικό» μέσα στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας.9

Ο ρόλος της οικογένειας μέσα στον καπιταλισμό μπαίνει πολύ πιο καθαρά στο Κεφάλαιο. «Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου» γράφει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Και πιο κάτω «Η διαδικασία της συσσώρευσης είναι βασικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παραγωγής… με μια πιο στενή παρατήρηση γίνεται καθαρό ότι το κεφάλαιο ρυθμίζει (regulates) την παραγωγή της εργατικής δύναμης, την παραγωγή της μάζας των ανθρώπων που θέλει να εκμεταλλευτεί σύμφωνα με τις ανάγκες του».10 Εδώ ο Μαρξ επισημαίνει τον τρόπο που η αναπαραγωγή, και φυσικά και κοινωνικά, είναι απαραίτητο στοιχείο της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Στον καπιταλισμό, η ανάγκη για «ελεύθερους» εργάτες που δεν έχουν τίποτε να πουλήσουν παρά μόνο την εργατική τους δύναμη, καθορίζει και τη μορφή που παίρνει η εργατική οικογένεια και το ρόλο της γυναίκας μέσα σ’αυτήν. Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης γίνεται μέσα στην οικογένεια κι αυτό σημαίνει ότι δουλεύει σαν ένα μικρό εργοστάσιο, μόνο που η δουλειά που δίνει κύρια η γυναίκα μέσα σ’ αυτό μένει απλήρωτη. Οι καπιταλιστές βρίσκουν έτοιμους εργάτες χωρίς να χρειαστεί να ξοδέψουν τίποτα σ’ αυτή τη διαδικασία.11

Από τη θεωρία στην πράξη

Αυτή η ανάλυση, η σύνδεση της καταπίεσης με την εκμετάλλευση και με την ταξική κοινωνία, έγινε στρατηγική για την επαναστατική αριστερά στη αρχή του 20ου αιώνα και οδηγός για δράση για τους αγώνες. Η εργατική τάξη απέδειξε ότι δεν είναι μόνο το αντικείμενο της εκμετάλλευσης, αλλά και το υποκείμενο της συλλογικής αντίστασης και αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων.

Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ξέσπασαν μια σειρά από μεγάλες απεργίες, από την Αμερική μέχρι την Ευρώπη και την Ελλάδα, που οργανώθηκαν και πρωτοστάτησαν οι γυναίκες. Η πρώτη μεγάλη απεργία στο εργοστάσιο Ρετσίνα του Πειραιά έγινε από γυναίκες. Αυτό ήταν η αρχή για να δημιουργηθεί συνδικάτο στο συγκεκριμένο εργοστάσιο και σε όλα τα Κλωστοϋφαντουργεία. Είναι η περίοδος που δημιουργούνται τα νέα συνδικάτα σε μια σειρά καινούργιους εργατικούς χώρους και κλάδους και οι γυναίκες παίζουν ρόλο. Από την απεργία των γυναικών στα Κλωστήρια στο Λώρενς της Μασαχουσέτης, καθιερώθηκε το σύνθημα «Παλεύουμε για ψωμί και τριαντάφυλλα» που γενικεύτηκε και έγινε το σύνθημα σε όλες τις απεργίες από κει και πέρα.

Μπορεί κανένας να περιγράψει και να μείνει σε όλες τις μάχες που πρωτοστάτησαν οι γυναίκες στις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως η πιο συγκλονιστική είναι η απεργία των υφαντριών στην Πετρούπολη του 1917, αυτή που άναψε τον σπινθήρα για την επανάσταση του Φλεβάρη στη Ρωσία. Όπως γράφει και ο Τρότσκι στο βιβλίο του για την Ρωσική Επανάσταση «Οι υφάντριες, από το πιο καταπιεσμένα και τα πιο κτυπημένα κομμάτια του προλεταριάτου, πήραν την πρωτοβουλία, κατέβηκαν σε απεργία, βγήκαν έξω στους δρόμους και έτσι ανάγκασαν και τις επαναστατικές οργανώσεις και τους άλλους εργάτες να ακολουθήσουν».12

Στη Ρωσία αυτό το πιο καταφρονεμένο και πιο χτυπημένο προλεταριάτο, αυτές που τολμούσαν οι άντρες τους να χτυπάνε με μαστίγιο, πέρασε μαζικά στην επανάσταση και πριν τον Οκτώβρη και στη συνέχεια. Η περιγραφή του πρώτου πανρώσικου συνεδρίου γυναικών στην Πετρούπολη, λίγους μήνες μετά την επανάσταση, είναι συγκλονιστική «περίμενα 300 και ήρθαν 1200 γυναίκες, απ’όλη τη Ρωσία, με τα παιδιά τους, ντυμένες με προβιές, από μακρινά χωριά, κουβαλώντας σύνεργα και εργαλεία από τις δουλειές τους και τα χωράφια τους, και αναγκάζοντας μας όλους να συζητήσουμε για το πώς θα παλέψουμε την καταπίεση όχι μόνο μέσα στις πόλεις αλλά και στην ύπαιθρο».13

Ο Λένιν υποστήριζε ότι «η εμπειρία των απελευθερωτικών κινημάτων έδειξε ότι η επιτυχία της επανάστασης εξαρτιέται από το πόσο συμμετέχουν οι γυναίκες».

Από τα πρώτα μέτρα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν να περάσουν μέσα στην ίδια την σοσιαλιστική κοινωνία όλες οι λειτουργίες που γίνονται μέσα στην οικογένεια. Βρεφοκομεία και παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, σχολεία, κοινωνικές κουζίνες, κοινωνικά πλυντήρια, σταθμοί πρώτης βοήθειας, νοσοκομεία, σανατόρια, αθλητικοί σύλλογοι, θέατρα, κινηματογράφοι, όλα αυτά και πολλά άλλα άνοιξαν μαζικά και ελεύθερα για την εργατική τάξη και σήμαναν ότι τα βάρη της αναπαραγωγής άρχισαν να αντιμετωπίζονται έξω από την οικογένεια.

Η γυναικεία οργάνωση που δημιουργήθηκε μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα, άρχισε να ταξιδεύει σε όλη τη Ρωσία για να φτάσει στα πιο απομακρυσμένα χωριά που η ζωή των γυναικών ήταν βάρβαρη. Ταξίδεψε σε περιοχές που η πλειοψηφία ήταν μουσουλμάνοι και οι γυναίκες φορούσαν τις παραδοσιακές μαντίλες και οι επαναστάτριες έκαναν δουλειά μαζί τους, ενώ και οι ίδιες αναγκάζονταν να φορέσουν μαντίλες για να παλέψουν δίπλα-δίπλα.

Μια φοβερή επαναστατική περίοδος όπου ο Λένιν έλεγε ότι «η επαναστατική κυβέρνηση μπορεί να είναι χίλιες φορές ευχαριστημένη για τα μέτρα που πήρε, αλλά δεν είχε αυταπάτες για το μέγεθος των αλλαγών που χρειάζεται ακόμα να γίνουν». Και έλεγε επίσης ότι «καθάρισαν το έδαφος από τη βρωμιά και την αντίδραση των παλιών αστικών νόμων και θεσμών αλλά δεν είχαν ακόμα φτάσει να κτίσουν το καινούργιο που θα αντικαταστήσει τους παλιούς θεσμούς που καταπιέζουν τις γυναίκες».

Ο 20ος αιώνας είναι γεμάτος από επαναστατικές εκρήξεις και επαναστάσεις. Και σε κάθε μια απ’ αυτές τα ζητήματα της καταπίεσης των γυναικών και των άλλων καταπιεσμένων έμπαιναν στην πρώτη γραμμή. Η δεκαετία του ’30, η επανάσταση στην Ισπανία, οι καταλήψεις των εργοστασίων στη Γαλλία, οι εργατικές εκρήξεις ενάντια στη Μεγάλη Ύφεση σε όλον τον κόσμο έβαλαν παράλληλα με όλες τις άλλες διεκδικήσεις τα ζητήματα της απελευθέρωσης των γυναικών.

1968 – Το νήμα ξαναπιάνεται

Η εικόνα του κοριτσιού που καίγεται με βόμβα ναπάλμ στο Βιετνάμ, η Ρόζα Παρκς, η μαύρη ακτιβίστρια που αψήφισε την απαγόρευση που υπήρχε στον αμερικάνικο νότο για τις χωριστές θέσεις μέσα στα λεωφορεία, η κατάληψη στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, όταν τόλμησαν οι αρχές να τιμωρήσουν φοιτήτριες που δέχτηκαν τους φίλους τους στους “γυναικείους κοιτώνες”, η μάχη των φοιτητριών στην Ελλάδα ενάντια στους σεξιστές Εκοφίτες (η φοιτητική παράταξη της δεξιάς και ακροδεξιάς στη δεκαετία του ’60) και ταυτόχρονα η συμμετοχή των γυναικών σε ένα καινούργιο εργατικό κίνημα, όλα αυτά μαζί δημιούργησαν το δεύτερο κύμα της έκρηξης των γυναικών.

Ένας από τους λόγους που βοήθησε την αλλαγή της θέσης των γυναικών μέσα στην κοινωνία ήταν η δυνατότητα που πια είχαν να ελέγχουν εάν θα κάνουν ή όχι παιδιά. Σ’ αυτό βοήθησε και το χάπι και η νομιμοποίηση των εκτρώσεων. “Το σώμα μου μού ανήκει” ήταν από τις βασικές διεκδικήσεις των γυναικών παράλληλα με το αίτημα για ισότητα στους μισθούς και στους θεσμούς, και στη δυνατότητα να περάσουν στο κράτος οι περισσότερες από τις δουλειές που έκαναν οι γυναίκες στο σπίτι. Τέσσερα ήταν τα βασικά αιτήματα του γυναικείου κινήματος. Να καθιερωθεί άμεσα η ίση αμοιβή με τους άντρες, να έχουν οι γυναίκες τις ίδιες δυνατότητες εκπαίδευσης και δουλειάς, η ελεύθερη αντισύλληψη και έκτρωση χωρίς προϋποθέσεις κάτω από την ευθύνη των ασφαλιστικών ταμείων και των δημοσίων νοσοκομείων και τέλος, η λειτουργία των βρεφονηπιακών και των παιδικών σταθμών σε 24ωρη βάση. Δημιουργήθηκαν σε όλες τις χώρες γυναικείες κινήσεις και οργανώσεις που μπήκαν μπροστά στο να οργανώσουν και να συντονίσουν αυτές τις μάχες.

Στην Ελλάδα το Πολυτεχνείο, το απεργιακό κίνημα της Μεταπολίτευσης και πάνω απ’ όλα ο ρόλος των γυναικών σ’ αυτές τις μάχες, συνδυάστηκε με τη μάχη ενάντια στο σεξισμό και την σεξουαλική καταπίεση.

Οι τηλεφωνήτριες, οι γυναίκες στις τράπεζες, οι εργάτριες στις κλωστοϋφαντουργίες, στα εργοστάσια της νέας τεχνολογίας κα πληροφορικής εξασφάλισαν τη σύνδεση του γυναικείου κινήματος με την εργατική τάξη. Αυτό καθόρισε μέχρις ενός σημείου και την πολιτική του. Η δύναμη του γυναικείου κινήματος δεν ήταν η ιδιαιτερότητα του, αλλά η σύγκρουση με ένα σύστημα που στηρίζεται στις διακρίσεις και στην καταπίεση.

Ακριβώς εδώ όμως χτύπησε η αιχμή της αντεπίθεσης όταν το κίνημα υποχώρησε.

Από το μαζικό κίνημα στα «identity politics»

Ο νεοφιλελευθερισμός δεν κατακρεούργησε μόνο την εργατική τάξη με τις οικονομικές επιθέσεις, τη λιτότητα και τα μνημόνια, αλλά οργάνωσε και τη μεγαλύτερη επίθεση – ιδεολογική και πολιτική – για να ξαναγυρίσει τις ιδέες και τις γυναίκες πίσω στο ’50.

Στην Αμερική τη δεκαετία του ’80 ομάδες θρησκευτικές με τη βοήθεια της αστυνομίας όχι μόνο οργάνωναν επιθέσεις στους μαύρους, αλλά έβαζαν φωτιά στις κλινικές που έκαναν εκτρώσεις και ζητούσαν από το κράτος να συλλαμβάνει τους γιατρούς. Ακόμα κι εκεί που οι επιθέσεις στο κίνημα της απελευθέρωσης δεν πήρε τέτοιες διαστάσεις, η πραγματικότητα δεν ήταν πολύ διαφορετική.

Η αντεπίθεση αυτή δεν εκφράστηκε μόνο με περικοπές στα κονδύλια για τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τους παιδικούς σταθμούς, τα κέντρα υγείας αλλά και με την προσπάθεια να κερδίσουν όλη την εργατική τάξη, και ιδιαίτερα τις γυναικείες οργανώσεις στη λογική της αγοράς. Αυτό οδήγησε μια σειρά από οργανώσεις να περάσουν από τη συλλογική δράση για κοινωνική δικαιοσύνη στην στρατηγική της «ατομικής αναγνώρισης». Απελευθέρωση ήταν ο τρόπος που ζεις, ντύνεσαι και εκφράζεσαι και άρα η γλώσσα και τα σύμβολα που χρησιμοποιείς. Το τσαντόρ που φοράνε οι μουσουλμάνες μπήκε στο στόχαστρο σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, όχι στη Σαουδική Αραβία αλλά στις “χώρες του διαφωτισμού”. Μια σειρά γυναικείες οργανώσεις και επώνυμες γυναίκες του φεμινιστικού κινήματος έφτασαν να στηρίζουν τον Σιράκ και τον Σαρκοζύ στο νόμο που απαγορεύει στις γυναίκες να φοράνε μαντίλες σε δημόσιους χώρους και στα σχολεία.

Η ιδεολογική αντεπίθεση ξεδιπλώθηκε και με άρθρα και βιβλία που κυκλοφόρησαν από γυναίκες που υποστήριζαν ότι ο νέος μοδάτος καπιταλισμός, και όχι ο παλιός κρατικοδίαιτος, εξασφαλίζει την ατομική απελευθέρωση.

Όμως ευτυχώς όλα αυτά αρχίζουν να θολώνουν. Η διάσταση της κρίσης αυτού του «μοντέρνου καπιταλισμού της αγοράς», το ξέσπασμα των εργατικών αγώνων παντού, το κίνημα των πλατειών, οι επαναστάσεις στην Τυνησία, στην Αίγυπτο και στη Συρία, φέρνουν μαζικές εμπειρίες σε σύγκρουση με αυτές τις ιδέες. Η τελευταία περίοδος έχει ξαναφέρει μπροστά με μαζικούς όρους την ανάγκη μιας επαναστατικής στρατηγικής. Ξαναγυρίζουμε στην ανάλυση του Μαρξ και του Ένγκελς για την καταπίεση, συνδεόμαστε με τους μεγάλους αγώνες για την απελευθέρωση από την Ρώσικη επανάσταση μέχρι τον Μάη του ’68, και παλεύουμε για μια κοινωνία που θα εξασφαλίσει την απελευθέρωση των γυναικών και όλης της ανθρωπότητας.

Σημειώσεις

1. ΣΑΚ Νο 79, σελ. 27

2. ΣΑΚ Νο 49, τη συνέντευξη πήραν η Λένε Βερδέ και η Κατερίνα Θωίδου.

3. ΣΑΚ Νο 51, Γυναίκες στην πρώτη γραμμή - Κατερίνα Θωίδου.

4. ΣΑΚ Νο 69. Ιούλης-Αύγουστος 2008. "Από τον Μάη του ’68 στο ασφαλιστικό" - Συζήτηση στον Μαρξισμό 2008 με Γιάννα Καραντινάκη, Ίρις Αυδή-Καλκάνη και Μαρία Στύλλου.

5. Eleanor Burke Leacock "Myths of Male Dominance", έκδοση Monthly Review Press. Η Leacock, ανθρωπολόγος και κοινωνική επιστήμονας μελέτησε τις πρωτογωνες κοινωνίες και τη θέση των γυναικών μέσα σ'αυτές.

6. Μάρξ- Ένγκελς. Αγία Οικογένεια, εκδόσεις Αναγνωστίδης.

7. Μαρξ-Ένγκελς «Η Γερμανική Ιδεολογία», έκδοσεις Gutenberg.

8. Μαρξ-Ένγκελς «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

9. Ένγκελς, «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

10. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, πρώτος τόμος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

11. ΣΑΚ Νο 79. Τα θέλουμε όλα και μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο - Μαρία Στύλλου

12. Τρότσκυ, «Η Ρώσικη Επανάσταση», εκδόσεις Παρασκήνιο.

13. Αλεξάνδρα Κολλοντάϊ, βιογραφία από Cathy Potter, εκδόσεις Mernin Press.