8, 9, 10 Μαΐου 1936, στην πραγματικότητα η εργατική τάξη κατέχει την εξουσία στη Θεσσαλονίκη. Η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή που έχουν εκλέξει οι κλαδικές Απεργιακές Επιτροπές μπορεί να καθορίσει τη συνέχεια της οργάνωσης της νέας Εξουσίας. Όμως, δεν προχώρησε αφού δεν υπήρχε πολιτική ηγεσία.
Γενική Απεργία στη Θεσσαλονίκη
Υπήρχαν πολλές απεργίες το 1936. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η απεργία των καπνεργατών-καπνεργατριών της Θεσσαλονίκης που άρχισε 19 Απριλίου 1936 θα ήταν η έναρξη μιας εξέγερσης.
Σύντομα, η απεργία επεκτάθηκε σε όλα τα καπνικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας. Μεσολάβησε η Πρωτομαγιά με συγκέντρωση ιδιαίτερη, αλλά χωρίς επεισόδια. Όμως, ενώ η απεργία συνεχίζεται, η Χωροφυλακή επιτίθεται στα καπνομάγαζα-καπναποθήκες. Να σπάσει την απεργία. Η βαρβαρότητα της Χωροφυλακής εξεγείρει και άλλους κλάδους που κατεβαίνουν σε απεργίες συμπαράστασης. Οι απεργοί διαδηλώνουν και συγκρούονται με τη Χωροφυλακή. Επικεφαλής της Χωροφυλακής ήταν ο Ντάκος, διώκτης των κομμουνιστών που στην Κατοχή έγινε ακόλουθος των Αρχών Κατοχής εναντίον του Κινήματος Αντίστασης.
Οι απεργίες επεκτείνονται στην Καβάλα, το Βόλο αλλά και σε όλες τις άλλες πόλεις που υπάρχουν καπνεργάτες. Οι Απεργιακές Επιτροπές ξεπερνούν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Στις 8 Μαΐου η απεργία είναι καθολική στη Θεσσαλονίκη. Η βαρβαρότητα της καταπίεσης, οι νεκροί και οι τραυματίες ξεσηκώνουν όχι μόνο την εργατική τάξη, αλλά και άλλες κοινωνικές ομάδες που κατεβαίνουν σε συμπαράσταση. 8, 9, 10 Μαΐου η σαρανταμελής Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή είναι εξουσία για τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Το κίνημα της επεκτείνεται σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Μπορεί να είναι η αρχή μιας Επανάστασης.
Όμως, το κίνημα αυτό δεν έχει ηγεσία. To KKE που έχει την μεγαλύτερη επιρροή στην εργατική τάξη απουσιάζει. Δεν υπάρχει καθοδήγηση. Κανένα στέλεχος της ηγεσίας του ΚΚΕ που εκπροσωπεί πολιτικά την εργατική τάξη δεν ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη να αναλάβει την πολιτική καθοδήγηση. Τα τοπικά στελέχη δεν έχουν καμιά γραμμή. Το ΚΚΕ είχε αλλάξει από το 1934 τη γραμμή του και επιδιώκει τη σύμπλευση με ένα μέρος της αστικής τάξης για μια ενδιάμεση κατάσταση.
Μόνο η Ομάδα που ηγείται ο Παντελής Πουλιόπουλος αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα του Απεργιακού Κινήματος της Θεσσαλονίκης. Ότι μπορεί να οδηγήσει σε επαναστατική ανατροπή. Όμως, είναι πολύ λίγοι. Στην Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή αντιπροσωπεύονται μόνο με δύο συντρόφους. Δεν μπορούν να προωθήσουν την επέκταση και θεμελίωση της εργατικής εξουσίας.
Σαν έτοιμοι από καιρό εργάτες και εργάτριες ξεσηκώνονται. Μια καινούρια γενιά εργατικής τάξης ενισχυμένη στο Μεσοπόλεμο παρά τη συνεχή τρομοκρατία προχωρά στην ανατροπή. Αυτοί είναι που ύστερα από το τετραετές διάλειμμα της δικτατορίας του Μεταξά, θα οδηγούσαν το καινούριο Κίνημα Αντίστασης ’41-’44 στην συγκρότηση ολόκληρου Κράτους αρχίζοντας από τα Βουνά της χώρας. Μπορούμε να θεωρήσουμε το Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη σαν την αρχή μιας νέας επαναστατικής εποχής για τη χώρα μας.
Δημήτρης Λιβιεράτος
Eργατική έκρηξη παντού
Ο Μάης του 1936 ήταν η συμπύκνωση και η κορύφωση της αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος που είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ‘30. Στα τέλη του Απρίλη του 1936 η απεργία των καπνεργατών έγινε το κέντρο ενός πελώριου απεργιακού κινήματος. Κι όπως είχε επισημάνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, τέτοια μαζικά εργατικά κινήματα τροφοδοτούνται από την πολιτική πάλη και με την σειρά τους την τροφοδοτούν.
Οι «μέρες Μαγιού» ξεκίνησαν ως μια απεργία με οικονομικά αιτήματα για να καταλήξουν σε ένα πολιτικό κίνημα με αίτημα «Κάτω ο δολοφόνος Μεταξάς», δηλαδή ο πρωθυπουργός που δυο μήνες μετά σε συνεργασία με τον στρατό και το Παλάτι θα επέβαλε τη δικτατορία. Αυτή την πολιτική μάχη η εργατική τάξη την έδωσε με τα όπλα της, την συλλογική της δύναμη στο χώρο δουλειάς, την απεργία και τη διαδήλωση.
Δεν ήταν μια πορεία που εκτυλίχτηκε στο κενό. Η φράση του Μαρξ «οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους αλλά όχι σε συνθήκες που επιλέγουν οι ίδιοι» ισχύει και σε αυτή την περίπτωση. H περίοδος που το κίνημα πήρε φόρα για να φτάσει στην αναμέτρηση του Μάη του 1936, σημαδεύτηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση και τον τρόπο που ο ελληνικός καπιταλισμός πέρασε από τις συμπληγάδες της. Η πολιτική κρίση στο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης που έφτασε στα πρόθυρα ενός εμφυλίου, ήταν η άλλη παράμετρος. Επίσης, ο Μάης δεν μπορεί να γίνει κατανοητός έξω από το διεθνές του πλαίσιο: την άνοδο του φασισμού, την ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων της εργατικής τάξης. Το 1936 ήταν η χρονιά της γενικής απεργίας στην Γαλλία, της Ισπανικής Επανάστασης και όχι μόνο.
Η κατάληξη αυτών των ταξικών αναμετρήσεων -και του Μάη στην Ελλάδα- δεν ήταν κάτι προκαθορισμένο. Η στρατηγική κι οι επιλογές της πολιτικής δύναμης που είχε κυριαρχήσει στο κίνημα ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας.
Στροφή
Το 1928 ο Ε. Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές με ένα συντριπτικό 47% και μια ακλόνητη αυτοδυναμία στη Bουλή (το πλειοψηφικό σύστημα βοήθησε στο τελευταίο). Η περίοδος επέτρεπε αισιοδοξία στην άρχουσα τάξη -ο παγκόσμιος καπιταλισμός ζούσε ακόμα στη μέθη των «χρυσών χρόνων» της δεκαετίας ’20.
Την ίδια χρονιά η Ελλάδα προσχώρησε στον «κανόνα του χρυσού». Η δραχμή ανακηρύχθηκε «σκληρό» νόμισμα και η ισοτιμία της προσδέθηκε σταθερά στον χρυσό και ουσιαστικά στη λίρα Αγγλίας. Θεματοφύλακας αυτής της ισοτιμίας θα ήταν η νεοϊδρυθείσα Τράπεζα της Ελλάδας.
Για την άρχουσα τάξη αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα. Η Ελλάδα άνοιγε τις πύλες της στο ξένο κεφάλαιο που για την κυβέρνηση του Βενιζέλου μεταφραζόταν κυρίως σε φτηνά δάνεια για την χρηματοδότηση των μεγαλεπήβολων αναπτυξιακών της σχεδίων. Όμως, τον Οκτώβρη του 1929 ήρθε η κατάρρευση του Χρηματιστήριου της Ν. Υόρκης και η παγκόσμια οικονομία βυθίστηκε στην πιο εφιαλτική κρίση. Τους πρώτους μήνες η κυβέρνηση αδιαφορούσε, θεωρώντας ότι δεν είναι παρά μια προσωρινή αναμπουμπούλα που δεν θα προλάβει να πλήξει τελικά τα σχέδιά της. Τα γεγονότα, όμως, ήταν αμείλικτα: τον Σεπτέμβρη του 1931 η Βρετανία εγκατέλειψε τον «κανόνα του χρυσού» και άφησε την λίρα να υποτιμηθεί.
Ο Βενιζέλος προσπάθησε να δώσει τη «μάχη της δραχμής» επιβάλλοντας σκληρά μέτρα λιτότητας. Κανένα γιατροσόφι δεν λειτουργούσε. Τα αποθεματικά σε συνάλλαγμα εξαντλούνταν, οι δανειστές ζητούσαν τα λεφτά τους, νέα δάνεια δεν υπήρχαν στον ορίζοντα. Τον Φλεβάρη του 1932 η Ελλάδα αποχώρησε από τον «κανόνα του χρυσού», και κήρυξε στάση πληρωμών.1 Η κυβέρνηση έπεσε.
Οι εργάτες, οι αγρότες και οι φτωχοί είχαν πληρώσει ήδη πολύ ακριβά τη «μάχη της δραχμής». Όχι μόνο οικονομικά. Για να ελέγξει τις «ταραχές» που ξεσπούσαν ο «εθνάρχης» Βενιζέλος κατέφευγε ολοένα και περισσότερο στην αστυνομοκρατία και την καταστολή. Στην Νάουσα οι εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας έκαναν συλλαλητήρια, στην Ξάνθη οι άνεργοι εισέβαλαν σε ένα φούρνο, στην Νιγρίτα ο κόσμος έκλεισε τους δρόμους και χρειάστηκε η ένοπλη επέμβαση της αστυνομίας, που άνοιξε πυρ, για να φύγει. Το νομικό οπλοστάσιο ήταν έτοιμο ήδη από το 1929, με τον νόμο 4229 το περιβόητο «ιδιώνυμο» (ειδικός νόμος). Ήταν ένας νόμος που ποινικοποιούσε τη διάδοση «ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν τη διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος».
Η πολιτική κατάρρευση της Βενιζελικής παράταξης άνοιξε τα περιθώρια για να κερδηθούν από την αριστερά τα προλεταριοποιημένα στρώματα των προσφύγων.2 Ένα προμήνυμα αυτής της στροφής προς τ’ αριστερά έδωσαν οι αναπληρωματικές εκλογές της 5ης Ιούλη 1931 στη Μυτιλήνη. Το ΚΚΕ ήρθε πρώτο κόμμα στην πόλη ξεπερνώντας όλους μαζί τους υποψήφιους των αστικών κομμάτων και συνολικά στο νησί πήρε 5.000 ψήφους. Στις βουλευτικές εκλογές του 1932 θα τριπλασιάσει την εκλογική του δύναμη.3
Όμως, οι εκλογές ήταν μια πολύ ασθενική αντανάκλαση αυτού που συνέβαινε στους χώρους δουλειάς. Σποραδικά στην αρχή και με όλο και περισσότερη ορμή στα χρόνια που ακολουθούν οι εργατικοί αγώνες εντείνονται. Πρωταγωνιστές παλιά κομμάτια της τάξης, όπως οι καπνεργάτες αλλά και πολλά καινούργια τα προσφυγικά.
Στην πραγματικότητα ο διαχωρισμός ήταν δυσδιάκριτος. Η Καβάλα ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ήταν παραδοσιακό κέντρο των καπνεργατικών σωματείων και αγώνων πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κιόλας. Μετά το 1922 η σύνθεση της πόλης και του νομού άλλαξε. Οι «μουσουλμάνοι» έφυγαν και οι πρόσφυγες ήλθαν. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν περίπου 30 χιλιάδες. Από το 1926 ο κλάδος της κατεργασίας καπνών περνούσε κρίση. Η παγκόσμια κρίση την έκανε χειρότερη. Οι καπνέμποροι βρήκαν ευκαιρία να πάρουν πίσω πολλές από τις κατακτήσεις προηγούμενων χρόνων.
Τον Ιούλη του 1933 η εταιρεία Μπενβενίστε αποφάσισε να εφαρμόσει τη «τόγκα» -μια απλή και γρήγορη μέθοδο επεξεργασίας καπνών- και να προσλάβει μόνο γυναίκες με μεροκάματα το μισό των ανδρών συναδέλφων τους. Η απάντηση ήταν μια εξαήμερη κατάληψη όλων των καπναποθηκών από 5 χιλιάδες καπνεργάτες και καπνεργάτριες. Κρέμασαν μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και έγραφαν σε χαρτόνια «κι οι άνδρες στην τόγκα – ψωμί –νερό». Η κυβέρνηση των Λαϊκών έστειλε στρατό και απειλούσε με σφαγή. Τελικά, κι αφού ολόκληρη η πόλη είχε ταχθεί στο πλευρό των καπνεργατών, ο αγώνας νίκησε.4
Πολιτική Κρίση
Επιφανειακά, η πτώχευση και η υποτίμηση της δραχμής, δημιούργησε συνθήκες μια ταχείας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας με την στροφή στην «υποκατάσταση των εισαγωγών». Όμως αυτό δεν σήμαινε ότι η άρχουσα τάξη απαλλάχτηκε από τους οικονομικούς εφιάλτες της.5 Τα τραντάγματα της κρίσης ενέτειναν τις κόντρες ανάμεσα στα δυο «πολιτικο-στρατιωτικά συγκροτήματα» της αστικής τάξης, γύρω από τα κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών (της μοναρχικής δεξιάς).
Οι Φιλελεύθεροι χάσανε δυο εκλογές στην σειρά, τον Νοέμβρη του 1932 και τον Μάρτη του 1933. Το Λαϊκό Κόμμα με επικεφαλής τον Π. Τσαλδάρη τελικά σχημάτισε κυβέρνηση. Η απάντηση του στρατηγού Πλαστήρα ήταν να εξαπολύσει ένα κακά οργανωμένο πραξικόπημα που απέτυχε εν τη γενέσει του. Τον Ιούνη του 1933 γίνεται απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου από μοναρχικούς αξιωματικούς. Η συνέχεια ήταν το «κίνημα» (δηλαδή απόπειρα πραξικοπήματος) του Μάρτη του 1935 των «δημοκρατικών» αξιωματικών. Το «κίνημα» κατέρρευσε, αλλά δεν ήταν αναίμακτο: στη βόρειο Ελλάδα έγιναν κανονικές μάχες.
Οι επιπτώσεις του αποτυχημένου πραξικοπήματος ήταν δραματικές. Δυο χιλιάδες περίπου βενιζελικοί αξιωματικοί αποτάχτηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. Ο κρατικός μηχανισμός αποστειρώνεται από οποιαδήποτε δημοκρατική φωνή, με την εκστρατεία της μοναρχικής Δεξιάς ενάντια στον «βενιζελοκομμουνισμό» που φορείς του ήταν οι πρόσφυγες να φτάνει σε υστερικά επίπεδα.
Η κυβέρνηση των Λαϊκών οξύνει την καταστολή και ανασύρει από την ναφθαλίνη τον Ι. Μεταξά, που διορίζεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Όμως, κι αυτή ανατρέπεται από ένα πραξικόπημα που οργάνωσε ο Κονδύλης, υπουργός Στρατιωτικών, σε συνεργασία με τους αρχηγούς του στρατού του ναυτικού και της αεροπορίας στις 10 Οκτώβρη του 1935. Αυτή η νέα πραξικοπηματική κυβέρνηση πραγματοποιεί ένα νόθο δημοψήφισμα τον Νοέμβρη του 1935 που καταργεί την αβασίλευτη δημοκρατία και επαναφέρει τον Γεώργιο Β’ στο θρόνο.
Η σύγκρουση δεν ήταν ανάμεσα στους υποστηρικτές των ιδανικών της δημοκρατίας και τους Μοναρχικούς εκφραστές κάποιων «φεουδαρχικών υπολειμμάτων» στην ελληνική κοινωνία. Ο Παντελής Πουλιόπουλος σε ένα άρθρο του το καλοκαίρι του 1935 εξηγούσε τον πραγματικό χαρακτήρα της σύγκρουσης:
«Η σημερινή οξύτατη ενδοαστική σύγκρουση στην Ελλάδα έχει σε τελευταία ανάλυση τις ρίζες της στις τεράστιες δυσχέρειες της κεφαλαιοκρατίας να αντιμετωπίσει τα φοβερά και πολύμορφα προβλήματα και τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις των συμφερόντων που γέννησε η κρίση της αστικής οικονομίας και ο αντίχτυπος της γενικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Βγαίνει από τις απεγνωσμένες της προσπάθειες να προφυλάξει το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα της ταξικής κυριαρχίας από ένα απειλητικό ξέσπασμα των ταξικών αντιθέσεων.
Εκείνο που απασχολεί σήμερα την κατέχουσα τάξη στο σύνολο είναι: ποια η σκοπιμότερη μορφή για την απολυταρχική συγκέντρωση της εξουσίας. Οι κοινοβουλευτικές πολυτέλειες και τα υπολείμματα λαϊκών ελευθεριών έχουνε γίνει ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα της κυριαρχίας αυτής της τάξης στην Ελλάδα, όπως και σ' όλες τις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Καμιά απόλυτα αντίθεση δεν υπάρχει σ' αυτό βασικό προσανατολισμό ανάμεσα στα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, διαφορά τους είναι στον τύπο: προεδρική ή στρατιωτική ή αυλική διχτατορία του Κεφαλαίου; Σ' αυτό τα πεδίο μετατοπίστηκε σήμερα η οξύτατη σύγκρουση των δύο στρατιωτικοπολιτικών συγκροτημάτων της μπουρζουαζίας».6
Οι εξελίξεις δικαίωσαν την εκτίμηση του Πουλιόπουλου. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, διανοούμενοι και από τα δυο στρατόπεδα έψαχναν μια λύση που θα εξασφάλιζε «ισχυρό Κράτος» και κοιτούσαν με συμπάθεια τέτοιες απόπειρες στη φασιστική Ιταλία κυρίως, αλλά και στη ναζιστική Γερμανία.
Τον Γενάρη του 1936 έγιναν εκλογές, αλλά κανένα από τα δυο μεγάλα κόμματα δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία. Ήταν και τα δυο αποδυναμωμένα και σε πορεία αποσάθρωσης.
Έτσι προβάλει το Παλάτι (και οι στρατηγοί) σαν ο «εγγυητής της τάξης». Ο «άνθρωπός» τους ήταν ο Ι. Μεταξάς. Ο βασιλιάς τον διόρισε -χωρίς να ρωτήσει κανέναν- υπουργό Στρατιωτικών και αντιπρόεδρο στην κυβέρνηση Δεμερτζή. Όταν αυτός πέθανε, ο Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός (διατηρώντας το υπουργείο Στρατιωτικών) τον Απρίλη του 1936. Τον διορισμό του ενέκρινε η βουλή στις 27 Απρίλη, με 241 ψήφους υπέρ, ανάμεσά τους και αυτές των Φιλελεύθερων.7 Τρεις μέρες αργότερα, η Βουλή με ψήφισμά της διέκοψε τις εργασίες της για πέντε μήνες εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, με τη σύμφωνη γνώμη μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία δε λειτούργησε ποτέ.
Η ομολογία της χρεοκοπίας της αστικής πολιτικής συνολικά ήρθε από τα χείλη ενός βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, του Βάσου Στεφανόπουλου από την Ηλεία, στην ομιλία του στη βουλή στις 29 Απρίλη:
«Εχρεωκοπήσαμεν ως Κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις [...] Και έτι πλέον κ. Βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι, τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή, όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήση ο κ. Μεταξάς».8
Με άλλα λόγια, όταν οι εργάτες και οι εργάτριες της Θεσσαλονίκης ξεκίνησαν το κύμα των απεργιών από τις αρχές του 1936, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κυβέρνηση σχεδόν δικτατορική. Το εργατικό κίνημα μπορούσε να γίνει ο πόλος συσπείρωσης όλων των στρωμάτων των χτυπημένων από την κρίση που φώναζαν «δεν θέλω να με κυβερνήσει ο Μεταξάς».
Οι απεργίες απλώνονται
Το «απειλητικό ξέσπασμα των ταξικών αντιθέσεων» δεν ήταν σχήμα λόγου του Πουλιόπουλου. Ήταν πραγματικότητα. Η Θεσσαλονίκη -και η Καβάλα- ήταν κέντρα του οργανωμένου εργατικού κινήματος και της Αριστεράς και πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμα. Όμως, στα χρόνια εκείνα βλέπουμε το εργατικό κίνημα να δίνει συγκλονιστικές μάχες στα πιο «ήρεμα» μέρη που θεωρούνταν κάστρα των μεγάλων αστικών κομμάτων και η παρουσία της Αριστεράς ήταν περιθωριακή εκλογικά. Τρία παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά: Η Καλαμάτα και ευρύτερα η Πελοπόννησος, το Ηράκλειο της Κρήτης και το Σουφλί στον Έβρο.
Τον Μάη του 1934 οι λιμενεργάτες, οι μυλεργάτες και οι φορτοεκφορτωτές στην Καλαμάτα κατεβαίνουν σε απεργία ενάντια στις απολύσεις που έφερνε η απόφαση των αλευροβιομήχανων να εγκαταστήσουν ένα σιλό (απορροφητήρα). Η αστυνομία και ο στρατός χτύπησαν τους απεργούς, δολοφονώντας οχτώ. Ολόκληρη η πόλη ξεσηκώθηκε, τα καταστήματα έκλεισαν, το θέμα έφτασε να γίνει πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και στη Βουλή. Ο αγώνας έληξε με συμβιβασμό.9
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί αιματηρές απεργίες στο λιμάνι το 1932 και το 1933 και στη διάρκεια του ξεσηκωμού του 1934 εκτυλισσόταν μια άλλη απεργία στο εργοστάσιο της Εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων που τελικά τσακίστηκε με την πιο σκληρή βία από απεργοσπάστες και μπράβους της εργοδοσίας. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος εξηγούσε στο Εμπορικό Επιμελητήριο Αθηνών ότι «εάν εις όλας τας αναλόγους περιστάσεις ο εργοδοτικός κόσμος ηκολούθει σταθεράν τακτικήν δια την αντιμετώπισιν παρομοίων αναρχικών εκδηλώσεων, αυταί θα εξέλιπον». Στη συνέχεια περιόδευσε στην δυτική Ευρώπη και μετά την επιστροφή του εξύμνησε την «πειθαρχία» που είχε επιβάλει ο Χίτλερ στην Γερμανία.10 Ο Χαρίλαος δεν ήταν κάποια περιθωριακή φιγούρα. Ήταν τραπεζίτης, είχε κάνει υπουργός, συμμετείχε στο πρώτο ΔΣ της Αγροτικής Τράπεζας, ήταν συγγενής εξ’ αγχιστείας με μια άλλη δυναστεία βιομηχάνων, τους Κανελλόπουλους, και διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα.
Ο επικεφαλής της χωροφυλακής που πυροβόλησε τους εργάτες στην Καλαμάτα ονομαζόταν Παπαευσταθίου. Τον ξανασυναντάμε αρχές Αυγούστου του 1935 στο Ηράκλειο της Κρήτης όταν οι σταφιδεργάτες που δούλευαν σε άθλιες συνθήκες οργανώθηκαν και κατέβηκαν σε απεργία απαιτώντας 8ωρο και συλλογική σύμβαση. Όλοι οι εργάτες της πόλης τους συμπαραστέκονται, τσαγκαράδες, λιμενεργάτες, αρτεργάτες. Όταν η χωροφυλακή άνοιξε πυρ με πολυβόλα, δολοφονώντας 8 εργάτες, η πόλη εξερράγη. Η κυβέρνηση έστειλε δυο αντιτορπιλικά και διέταξε τα αεροπλάνα στο αεροδρόμιο του Τατοϊου να είναι έτοιμα να …βομβαρδίσουν το Ηράκλειο! Τελικά η απεργία νίκησε.
Τον Ιούλη του 1936 η απόλυση 23 εργατριών από το εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού στο Σουφλί έγινε το σύνθημα για την εξέγερση των μεταξεργατριών και των μεταξοκαλλιεργητών της πόλης. Είχε προηγηθεί η μαχητική συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς με σύνθημα «100 ή θάνατος» (εκατό ήταν η τιμή του κουκουλιού που απαιτούσαν οι μεταξοκαλλιεργητές). Για 20 ώρες οι διαδηλωτές είχαν καταλάβει δημόσια κτίρια και τις πλατείες, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να τους χτυπήσουν και οι αρχές είχαν εξαφανιστεί.
Ένα χαρακτηριστικό των παραπάνω -και πολλών άλλων κινητοποιήσεων- είναι ότι η κίνηση των εργατών έγινε ο άξονας συσπείρωσης όλων των εκμεταλλευόμενων και χτυπημένων από την κρίση στρωμάτων. Με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο αυτό φάνηκε στην Πελοπόννησο: ο Αύγουστος του 1935 ήταν ο μήνας της γενικευμένης εξέγερσης των σταφιδοπαραγωγών που ζητούσαν καλύτερες τιμές για το προϊόν τους.11
Κορύφωση
Μια άλλη συνέπεια της κίνησης της εργατικής τάξης από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 ήταν η πίεση για ενότητα στις ηγεσίες της. Το 1930 υπήρχαν τρεις συνομοσπονδίες: η «επίσημη» ΓΣΕΕ, η «Ενωτική ΓΣΕΕ» που είχε ιδρύσει το 1929 το ΚΚΕ και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα που είχαν συγκροτήσει οι αδύναμες σοσιαλδημοκρατικές ομάδες. Στην πραγματικότητα η πολυδιάσπαση ήταν χειρότερη στο επίπεδο των Εργατικών Κέντρων και των πρωτοβάθμιων σωματείων -στον Πειραιά για παράδειγμα υπήρχαν τέσσερα Εργατικά Κέντρα.
Όταν η εργατική τάξη άρχισε να περνάει όμως στην αντεπίθεση, η πολυδιάσπαση ήταν εμπόδιο. Το 1932 οι τροχιοδρομικοί στην Αθήνα κατέβηκαν σε απεργία και συγκρότησαν μια ενωτική απεργιακή επιτροπή. Όταν έγινε η σφαγή των απεργών στην Καλαμάτα, η ΓΣΕΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ αναγκάστηκαν να βγάλουν κοινή ανακοίνωση και να υποσχεθούν κοινή γενική απεργία (που δεν πραγματοποιήθηκε).
Οι επαφές για την «συνδικαλιστική ενοποίηση» συνεχίστηκαν το 1935 και το 1936. Οι εργάτες θέλανε ενότητα για να παλέψουν, όμως οι ηγεσίες είχαν μια διαφορετική οπτική, την «υπευθυνότητα». Ο Μάης του 1936 στην Θεσσαλονίκη ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Στις αρχές του 1936 το απεργιακό κύμα είχε φουντώσει. Υπολογίζεται ότι στους τρεις πρώτους μήνες εκείνης της χρονιάς περίπου 300.000 εργάτες και εργάτριες κατέβηκαν σε απεργίες.12 Η πιο κοινή αιτία που έσπρωχνε τους εργάτες να απεργήσουν ήταν οι μεγάλες αυξήσεις στο κόστος της ζωής. Ο πληθωρισμός κατέτρωγε τα μεροκάματα και οι εργάτες χρησιμοποιούσαν τη συλλογική τους δύναμη για να επιβάλλουν μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς τους, την «τιμαριθμοποίηση των μεροκάματων».
Στις αρχές του Απρίλη, οι δυο καπνεργατικές συνομοσπονδίες ενοποιήθηκαν σε ένα συνέδριο. Το ίδιο συνέδριο διατύπωσε μια σειρά φλέγοντα αιτήματα σε κυβέρνηση και καπνεμπόρους. Όταν τα απέρριψαν, ξεκίνησαν οι ετοιμασίες για απεργία.
Δίπλα στην Εκτελεστική Επιτροπή συγκροτήθηκε μια Απεργιακή Επιτροπή. Ο σκοπός της ήταν να μεταφέρει πιο γρήγορα τις κατευθύνσεις της ηγεσίας στη «βάση», στα καπνομάγαζα. Όμως επειδή αποτελούταν από εκπροσώπους της βάσης, εν τέλει μεταβίβαζε τις μαχητικές διαθέσεις από τα κάτω προς τα πάνω, προς μια ηγεσία που έμπαινε σε μια μάχη έτοιμη να υποχωρήσει.
Η απεργία ξεκίνησε 29 Απρίλη στη Θεσσαλονίκη. Τις επόμενες μέρες απλώθηκε σε πολλές πόλεις. Και γινόταν όλο και πιο μαχητική, ιδιαίτερα όταν η αστυνομία χτύπησε τις απεργιακές φρουρές έξω από τα καπνομάγαζα. Και επειδή αυτοί που απεργούσαν ήταν οι καπνεργάτες, το «βαρύ πυροβολικό» του εργατικού κινήματος εκείνα τα χρόνια, οι δονήσεις της μάχης προκαλούν απεργίες συμπαράστασης σε εργοστάσια και κλάδους. Οι εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία και νηματουργία για παράδειγμα βγήκαν δυναμικά το Μάη στο πλευρό των καπνεργατών.
Τη δέκατη μέρα της απεργίας, ο Κ. Θέος, επικεφαλής της «Ενωτικής» ΓΣΕΕ και ο Καλομοίρης της ΓΣΕΕ αναλαμβάνουν να βρουν συμβιβαστική λύση με την κυβέρνηση στην Αθήνα. Όμως, ακριβώς την ίδια μέρα, χάνουν προς στιγμή τον έλεγχο. Στη Θεσσαλονίκη η κυβέρνηση χτυπά τους απεργούς καπνεργάτες στην Εγνατία. Όχι μόνο δεν υποχώρησαν, αλλά ενώθηκαν με τη διαδήλωση των απεργών της νηματουργίας -ένας καινούργιος κλάδος που έμπαινε στη μάχη. Την επόμενη μέρα, 9 Μάη, η χωροφυλακή άνοιξε ξανά πυρ, στο ψαχνό και δολοφόνησε 12 εργάτες και εργάτριες.
Η απεργία πλέον έγινε απόλυτη. Η χωροφυλακή κλείστηκε φοβισμένη στα τμήματά της, ύστερα από διαταγή του Ζέπου, του διοικητή του Γ' Σώματος Στρατού. Η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή ήταν η μόνη «αρχή» που υπάκουε ο πληθυσμός της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης στην Ελλάδα. Η απεργία από «οικονομική» γίνεται πολιτική: το σύνθημα Κάτω ο Δολοφόνος Μεταξάς! δονεί όλη χώρα.
Όμως, αυτό ακριβώς τον πολιτικό χαρακτήρα φοβήθηκε η ηγεσία του ΚΚΕ. Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται παράξενο. Η ηγεσία του ΚΚΕ, με πρώτο τον “αρχηγό” Ζαχαριάδη, δήλωνε σε όλους τους τόνους, και σε αποφάσεις των συνεδρίων και της Κεντρικής Επιτροπής, ότι το καθήκον ήταν η απόκρουση του “φασιστικού κινδύνου”, της δικτατορίας. Τι μεγαλύτερη ευκαιρία για αυτό, από ένα κίνημα που θα γκρέμιζε την κυβέρνηση του βασιλιά-Μεταξά;
Κι όμως. Στη Θεσσαλονίκη, η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή δέχεται τις διαβεβαιώσεις του Ζέπου ύστερα από μεσολάβηση του βουλευτή του ΚΚΕ Σινάκου και των Φιλελεύθερων βουλευτών Ζάνα και Μαυρογορδάτου. Δεν παίρνει μέτρα κλιμάκωσης και επέκτασης του αγώνα όπως θα ήταν το αίτημα της ανατροπής της κυβέρνησης. Στις 11 Μάη, οι ηγεσίες των συνομοσπονδιών σπεύδουν να κλείσουν την καπνεργατική απεργία. Κηρύσσουν βέβαια μια απεργία στις 13 Μάη ενάντια στις δολοφονίες, αλλά δηλώνουν ότι δεν έχει πολιτικούς σκοπούς!
Το «Σύμφωνο»
Η ηγεσία του ΚΚΕ πορεύτηκε σε αυτή την κορύφωση του κινήματος στους πρώτους μήνες του 1936 με πολύ συγκεκριμένες δεσμεύσεις και επιδιώξεις. Επιδίωκε μια κυβερνητική συνεργασία με το κόμμα των Φιλελευθέρων και ήταν δεσμευμένη (αλλά μόνο αυτή όπως αποδείχτηκε) από ένα μυστικό σύμφωνο που είχε υπογράψει ο κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος, ο Σ. Σκλάβαινας με τον Σοφούλη, τον αρχηγό του Φιλελευθέρων. Το «σύμφωνο» ή «πρωτόκολλο» υπογράφτηκε, στις 19 Φλεβάρη του 1936.
Επειδή κανένα από τα δυο μεγάλα κόμματα δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Γενάρη, το ΚΚΕ υιοθέτησε το ρόλο του «ρυθμιστικού παράγοντα». Θα ψήφιζε τοn Φιλελεύθερο υποψήφιο για πρόεδρο της Βουλής και την κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν κατόπιν, με αντάλλαγμα την υλοποίηση ενός «μίνιμουμ» προγράμματος. Ήταν ένα «ρεαλιστικό» πρόγραμμα, όπως όλα τα κυβερνητικά προγράμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς από τότε μέχρι σήμερα, που όπως δήλωσε μάλιστα αργότερα ο Σοφούλης δεν έλεγε κάτι περισσότερο από ότι το πρόγραμμα του κόμματός του.
Το ΚΚΕ στήριξε την εκλογή Φιλελεύθερου προέδρου στη Βουλή, ο ίδιος ο Σοφούλης κατέλαβε την περίοπτη αυτή θέση στις 6 Μάρτη. Όμως το Φιλελεύθερο Κόμμα δεν υλοποίησε το δικό του κομμάτι της συμφωνίας. Τέσσερις μέρες μετά, στις 11 Μάρτη, ο Σοφούλης έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Δεμερτζή που είχε αντιπρόεδρο τον… Μεταξά. Χρειάστηκε να φτάσει η 2 Απρίλη 1936 για να αποκαλύψει ο Σκλάβαινας τη μυστική συμφωνία. Από κει και πέρα το αίτημα που πρόβαλε το ΚΚΕ ήταν η συγκρότηση «δημοκρατικής κυβέρνησης» βασισμένης στο «σύμφωνο». Ακόμα και τον Ιούνη, δηλαδή μετά τις μέρες του Μάη, ο Ζαχαριάδης υμνούσε το «Σύμφωνο» ως μια πολύ θετική εμπειρία που δείχνει το δρόμο για να μην έρθει δικτατορία. Όμως, τέτοιες «συμμαχίες» το μόνο που κατάφερναν ήταν να στομώσουν τη δυναμική του εργατικού κινήματος, της μόνης δύναμης που μπορούσε να φράξει το δρόμο στη δικτατορία.
Αυτές οι επιλογές υπάκουαν στην στρατηγική που είχε υιοθετήσει το ΚΚΕ. Τον Γενάρη του 1934 στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του αποφάσισε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «ανώριμος» για σοσιαλιστική επανάσταση. Χρειαζόταν ένα ενδιάμεσο στάδιο, που θα απάλλασσε την Ελλάδα από τα «μισο-φεουδαρχικά υπολείμματα» και την «εξάρτηση». Αυτή η στροφή συνέπεσε με την άνοδο της επιρροής του κόμματος. Γι’ αυτό από τότε μέχρι πρόσφατα, η κυρίαρχη αντίληψη στην Αριστερά ήταν ότι με έτσι άνοιξε ο δρόμος για να γίνει μαζική δύναμη, με αποκορύφωμα την Αντίσταση. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ενώνει την στροφή του ΚΚΕ στη δεκαετία του ’30 με την Αντίσταση, αλλά αυτή είναι η γραμμή των συμβιβασμών και της ήττας.
Στην ουσία τότε άνοιξε η πύλη για την επιδίωξη συμμαχιών με τα «προοδευτικά», «πατριωτικά» κομμάτια της άρχουσας τάξης. Η στροφή ολοκληρώθηκε όταν το 1935 ολόκληρη η Κομμουνιστική Διεθνής υιοθέτησε την στρατηγική των «πλατιών λαϊκών μετώπων» ενάντια στο φασισμό δηλαδή τη συμμαχία με αστικά κόμματα για συγκρότηση κυβερνήσεων που θα αντιτάσσονταν στην ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία. Υποτίθεται ότι αυτά τα «πλατιά μέτωπα» ήταν συνέχεια της πολιτικής του “ενιαίου μετώπου” που είχε χαράξει στα πρώτα χρόνια της η Κομμουνιστική Διεθνής του Λένιν-Τρότσκι. Όμως, βρίσκονταν στον αντίποδά της: δεν ήταν μια τακτική που στόχο είχε να ενώσει την εργατική τάξη στη δράση και να κερδίσει την πλειοψηφία της στην ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά μια πολιτική που υπέτασσε τη δράση των εργατών στις κοινοβουλευτικές μανούβρες με τα αστικά κόμματα.
Η δεκαετία
Στη δεκαετία του ’30 αναμετρήθηκαν η αντεπαναστατική απελπισία και η επαναστατική ελπίδα διεθνώς. Από τη μια, η βαρβαρότητα του φασισμού και της οικονομικής κρίσης, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που έφερναν πιο κοντά ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο. Από την άλλη, οι μεγαλύτερες επαναστατικές εξορμήσεις των εργατών· με την εξέγερση του Μάη στην Ελλάδα να είναι μια από αυτές.
Μετά την συντριβή στην Γερμανία το 1933, οι εργάτες στην Αυστρία αντιστάθηκαν με το όπλο στο χέρι στο φασιστικό πραξικόπημα το 1934. Την ίδια χρονιά οι εργάτες στις Αστούριας στην Ισπανία ξεσηκώθηκαν, ηττήθηκαν, αλλά ενέπνευσαν το κίνημα που δυο χρόνια μετά θα γεννούσε την Ισπανική Επανάσταση, τον Ιούλη του 1936. Τον Μάη της ίδιας χρονιάς, η εργατική τάξη στην Γαλλία είχε υποδεχτεί την εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου με την μεγαλύτερη γενική απεργία στην ιστορία, που συνοδευόταν με καταλήψεις των εργοστασίων. Οι πρωταγωνιστές του Μάη στην Ελλάδα είχαν συνείδηση αυτών των συνδέσεων: τόσο οι εργάτες που στρέφονταν στα αριστερά, όσο και οι «από πάνω» που ανησυχούσαν, όπως έγραφαν οι εφημερίδες «για την όψιν της ισπανοποιηθείσας Θεσσαλονίκης».13
Ο Τρότσκι έγραψε μια μπροσούρα του το 1931 με τίτλο «Γερμανία, το κλειδί της διεθνούς κατάστασης».14 Σε αυτή κατηγορούσε την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας ότι όλη η πολιτική της στηριζόταν στην ηττοπαθή εκτίμηση πως εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των «συσχετισμών», η νίκη του φασισμού ήταν αναπόφευκτη και οι πραγματικές ευκαιρίες θα ερχόταν μετά τη φθορά του στην εξουσία. Ο Τρότσκι επέμενε πως αυτή η εκτίμηση εκτός από θανάσιμα επικίνδυνη ήταν λάθος. Η κατάσταση είναι «προ-επαναστατική» υποστήριζε, και αυτό που κρινόταν ήταν αν θα γίνει «επαναστατική» ή «αντεπαναστατική».
Δεν υπάρχουν αυτοματισμοί στη μετατροπή μιας κατάστασης σε «επαναστατική» ή «αντεπαναστατική». Το ποιες πολιτικές δυνάμεις καθορίζουν τον τρόπο και την προοπτική με την οποία δίνει η εργατική τάξη τις μάχες της, κρίνει που θα γύρει η ζυγαριά. Η τραγωδία της δεκαετίας του ’30 διεθνώς και στην Ελλάδα ήταν η τάξη μας δεν είχε την ηγεσία «που της άξιζε» αλλά ηγεσίες, σοσιαλδημοκρατικές και σταλινικές- που δεν πίστευαν στη δύναμή της.
Λέανδρος Μπόλαρης
Σημειώσεις
1. Περισσότερα στο άρθρο «Η κρίση την προηγούμενη φορά - Ο Βενιζέλος και η ‘μάχη της δραχμής’», Εργατική Αλληλεγγύη φ 955 (2011) http://ergatiki.gr/article.php?issue=955&id=1488
2. Βλέπε Λ. Μπόλαρης, «Πώς η προσφυγιά του ’22 έχτισε κάστρα της Αριστεράς’», Εργατική Αλληλεγγύη νο 1214 (2016), http://ergatiki.gr/article.php?issue=1214&id=13359
3. Πήρε 58.223 ψήφους και εξέλεξε 10 βουλευτές (14.325 το 1928). Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1933 οι ψήφοι του είχαν μια ελαφρά κάμψη (53.000) αλλά δεν έβγαλε κανένα βουλευτή λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.
4. Δ. Λιβιεράτος, Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα 1932-1936, εκδόσεις Κομμούνα, σ.σ. 12-123.
5. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ 2002, σ.σ. 310, 358-360.
6. Π. Πουλιόπουλος, «Βασιλεία, Δημοκρατία, Κομμουνισμός» Ιούλης 1935 περιλαμβάνεται στο «Π. Πουλιόπουλος Διαλεχτά Έργα», εκδόσεις Εργατική Πάλη 2013.
7. Κατά ψήφισαν οι 15 βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου (του ΚΚΕ) και ο Γ. Παπανδρέου.
8. Gunnar Hering, Tα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008, τ. Β, σ. 1260.
9. Δ. Λιβιεράτος, οπ, σ.σ. 203-206.
10. Mazower, ο.π, σ.σ. 346-347.
11. Για τα γεγονότα του Ηρακλείου, του Σουφλιού και την εξέγερση των σταφιδοπαραγωγών, βλέπε Λιβιεράτος, όπ, σ.σ. 231-233, 295-296 και 235-240 αντίστοιχα.
12. Λ. Μπόλαρης, ΣΕΚΕ -Οι Επαναστατικές Ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2008, σελ. 156.
13. Λ. Μπόλαρης, ο.π, σ.σ. 188-89.
14. Το μεγαλύτερο τμήμα της περιλαμβάνεται στη συλλογή Λέον Τρότσκι Η Πάλη Ενάντια στο Φασισμό στην Γερμανία, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2002.