Μια παράδοση που αναζήτησε εναλλακτική κοινοβουλευτική στρατηγική απέναντι στο σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία κατέληξε σε αδιέξοδο. Ο Κώστας Βλασόπουλος θυμίζει το πώς και γιατί.
Στην Ελλάδα του 2016 η κυβέρνηση Τσίπρα βασίζεται σε ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστική αριστερά· στην Ιταλία, η κυβέρνηση του Ρέντσι βασίζεται στο Δημοκρατικό Κόμμα, που δεν περιέχει τη λέξη αριστερά ούτε καν στο τίτλο του. Παρολ’ αυτά, και οι δύο κυβερνήσεις εφαρμόζουν πιστά την πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων, υιοθετούν την Ευρώπη-φρούριο, και είναι σταθεροί σύμμαχοι της χούντας του Σίσι στην Αίγυπτο.
Οι ομοιότητες όμως δεν σταματούν εκεί: ο ΣΥΡΙΖΑ έλκει την καταγωγή του μέσω του Συνασπισμού από το ΚΚΕ Εσωτερικού, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα από το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. ΚΚΕ Εσωτερικού και ΙΚΚ αποτέλεσαν μέλη του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού, που τη δεκαετία του 1970 κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή αριστερά, περιλαμβάνοντας τα δύο μεγαλύτερα ΚΚ της Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία), αλλά και κόμματα με μεσαία (Ισπανία) και μικρή επιρροή (Αγγλία, Ελλάδα).
Στο αποκορύφωμα του στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο ευρωκομμουνισμός πρότεινε μια στρατηγική που επιχειρούσε να διαχωριστεί από το σταλινισμό, να συνδυάσει το σοσιαλισμό με τη δημοκρατία και τις ελευθερίες που διεκδικούσαν τα νέα κινήματα για τη γυναικεία και τη σεξουαλική απελευθέρωση, και να οραματιστεί μια Ευρώπη των λαών. Μπορεί τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα της δεκαετίας του 1970 να είχαν διαφορετικές τύχες και διαδρομές, αλλά οι ευρωκομμουνιστικές ιδέες εξακολουθούν να ασκούν σημαντική επιρροή σε μεγάλα τμήματα του κινήματος μέχρι και τις μέρες μας. Σε τι βαθμό μπορούν αυτές οι ιδέες να είναι χρήσιμες για τη σημερινή Αριστερά και τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από την ιστορία του ευρωκομμουνιστικού κινήματος;
Οι ρίζες του ευρωκομμουνισμού
Τα κομμουνιστικά κόμματα δημιουργήθηκαν μετά το 1917 από εργάτες που έσπαγαν με τη σοσιαλδημοκρατία στην κατεύθυνση του διεθνισμού και της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Μετά τη σταλινική αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όμως, μέσα από μια σειρά από σκληρές μάχες τα ΚΚ εγκατέλειψαν τον επαναστατικό προσανατολισμό. Η επισφράγιση αυτής της στροφής ήταν η τακτική των λαϊκών μετώπων τη δεκαετία του 1930, με την οποία τα ΚΚ δεν χρησιμοποίησαν την βαθειά κρίση του καπιταλισμού ως μοχλό για την επαναστατική ανατροπή του, αλλά προσανατολίστηκαν σε μια στρατηγική συνεργασιών με τα «προοδευτικά» τμήματα της αστικής τάξης στην κατεύθυνση της «υπεράσπισης της δημοκρατίας» από το φασισμό. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τα ΚΚ προσπάθησαν να επιβάλλουν στα μαζικά κινήματα της Αντίστασης την κατεύθυνση όχι της επανάστασης, αλλά αυτή της συμμετοχής στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις, όπως π.χ. στη Γαλλία και την Ιταλία.
Αφού όμως έβγαλαν τα κάστανα από τη φωτιά εξασφαλίζοντας την «ομαλή» διάλυση των κινημάτων της αντίστασης, η όξυνση του Ψυχρού Πολέμου σήμανε το 1947 την εκδίωξη των ΚΚ από τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας. Στο εξής, και για τις επόμενες τρεις δεκαετίες, η αποτροπή της συμμετοχής των ΚΚ στην κυβέρνηση ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος των δυτικοευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων. Παρά την απεμπόληση του αρχικού επαναστατικού προσανατολισμού τους, τα ΚΚ είχαν εκ των πραγμάτων βρεθεί εκτός κυβερνητικού παιχνιδιού· ταυτόχρονα, ο διαχωρισμός του κόσμου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα σήμαινε ότι οποιαδήποτε ριζική αλλαγή έμοιαζε να μετατίθεται στη σφαίρα της Δευτέρας Παρουσίας.
Αυτή η κατάσταση άλλαξε ριζικά με τα δραματικά γεγονότα του 1968 σε Δύση και Ανατολή. Ο Μάης του 1968 σηματοδότησε την επιστροφή της επαναστατικής προοπτικής και τη μαζική ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Τη Γαλλία του 1968 ακολούθησαν το καυτό φθινόπωρο του 1969 στην Ιταλία, το Πολυτεχνείο του 1973 στην Ελλάδα, η επανάσταση των γαρυφάλλων στην Πορτογαλία το 1974, τα μαζικά κινήματα της μεταπολίτευσης μετά την πτώση των δικτατοριών σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία το 1974-76.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η Άνοιξη της Πράγας στην Τσεχοσλοβακία, και η σοβιετική εισβολή για την καταστολή της εξέγερσης το καλοκαίρι του 1968. Η λάμψη του σταλινισμού είχε πια ξεθωριάσει, και όλα τα δυτικοευρωπαϊκά ΚΚ αναγκάστηκαν να κριτικάρουν για πρώτη φορά ανοιχτά τη σοβιετική πολιτική. Για τα εκατομμύρια των εργατών και της νεολαίας που στρέφονταν στα αριστερά η Σοβιετική Ένωση δε φάνταζε πια ως σοσιαλιστικός παράδεισος: αυτό άνοιγε για πρώτη φορά μετά απο δεκαετίες τη συζήτηση για το τι είδους σοσιαλισμό παλεύουμε.
Ο τρίτος παράγοντας ήταν η επιστροφή της οικονομικής κρίσης στην καρδιά του καπιταλισμού. Η ιλλιγιώδης μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη του 1950 και του 1960 έλαβε τέλος με την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Αν για δεκαετίες έμοιαζε ότι ο καπιταλισμός είχε πια ξεπεράσει τις κρίσεις του και το διαρκές μεγάλωμα της πίτας σήμαινε δουλειά και ευημερία για όλους, η μαζική επανεμφάνιση του πληθωρισμού, της ανεργίας και των περικοπών, μαζί με δραματικά γεγονότα όπως η προσφυγή στο ΔΝΤ μεγάλων κρατών όπως η Αγγλία, έφερνε ξανά στο προσκήνιο τα ερωτήματα της δεκαετίας του 1930 για το πως πρέπει να απαντήσει η Αριστερά στην κρίση.
Όταν τα ΚΚ μετατράπηκαν σε σταλινικά κόμματα στα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι επαναστάτες στα αριστερά τους ήταν αμελητέα ποσότητα. Ο Μάης είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση μαζικών επαναστατικών οργανώσεων για πρώτη φορά στα αριστερά των ΚΚ. Αυτό είχε κομβική σημασία για τη δημιουργία του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού. Τα ΚΚ μπορεί να είχαν εγκαταλείψει από το 1930 την επαναστατική στρατηγική, αλλά τα καταστατικά τους διατηρούσαν αναλοίωτες τις αναφορές στην επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Για όσο καιρό η συμμετοχή στην κυβέρνηση ή η επανάσταση φάνταζαν μακρινά πράγματα, μπορούσαν να διατηρούν τις τυπικές αναφορές στην επανάσταση, ενώ στην πράξη η πολιτική τους ήταν τελείως διαφορετική.
Η επανεμφάνιση όμως της επανάστασης στην ημερήσια διάταξη και η δημιουργία μιας μαζικής επαναστατικής αριστεράς μετά το Μάη σήμαινε μια τεράστια διπλή πίεση πάνω στα ΚΚ. Σε όλες τις εκρήξεις από το 1968 και μετά τα ΚΚ βρέθηκαν σταθερά αντίθετα με την επαναστατική ανατροπή και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ήττα των επαναστάσεων.1 Από τη μία επιδίωκαν να πείσουν τις άρχουσες τάξεις ότι δεν είχαν καμία σχέση με τους «τυχοδιωκτισμούς των αριστεριστών», και από την άλλη προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τα νέα μαζικά κινήματα για να βγουν από την ψυχροπολεμική τους απομόνωση, να μεγαλώσουν την επιρροή τους και να διεκδικήσουν μερίδιο εξουσίας. Από την άλλη, ο ευρωκομμουνισμός αντανακλούσε τις αναζητήσεις μιας ριζοσπαστικοποιημένης γενιάς, που απέρριπτε το σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, και αναζητούσε ένα νέο, εναλλακτικό δρόμο για το σοσιαλισμό. Οι αναζητήσεις μιας γενιάς που ριζοσπαστικοποιούνταν δεν θα μπορούσαν παρά να επηρρεάζονται από τις ιδέες και τις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς.
Αυτή η διπλή πίεση σήμαινε ταυτόχρονα άνοιγμα στα κινήματα και τη ριζοσπαστικοποίηση, και από την άλλη την προσπάθεια να τα καναλιζάρουν στον κοινοβουλευτικό δρόμο της μεταρρύθμισης. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε συνοπτικά να διακρίνουμε μεταξύ «δεξιού» και «αριστερού» ευρωκομμουνισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του ΚΚΕ Εσωτερικού. Η πολιτική της ηγεσίας του ήταν δεξιότερα του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ, ζητώντας για παράδειγμα το 1976 την παραμονή της κυβέρνησης Καραμανλή στην εξουσία, με το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε «άλλη εναλλακτική».2 Από την άλλη, οι Ρηγάδες, η νεολαία του κόμματος, υιοθετούσαν θέσεις που συχνά τους έφερναν κοντά στην επαναστατική αριστερά της εποχής. Παρά όμως τις υπαρκτές διαφορές, οι ευρωκομμουνιστές μοιράζονταν μια μήτρα ιδεών που ήταν βαθιά προβληματικές και οδηγούσαν σε ανυπέρβλητα αδιέξοδα.
Οι ιδέες του ευρωκομμουνισμού
Πυρήνας του ευρωκομμουνισμού ήταν η ανοιχτή παραδοχή της εγκατάλειψης της επαναστατικής προοπτικής και η αποδοχή του ρεφορμισμού ως στρατηγικής για την σταδιακή μεταρρύθμιση του καπιταλισμού. Αυτή η επιλογή εκφραζόταν μέσα από την ευρωκομμουνιστική κριτική του σταλινισμού. Για δεκαετίες φαινόταν αυτονόητο στους περισσότερους αγωνιστές της αριστεράς ότι ο σοσιαλισμός ήταν ταυτόσημος με τη Σοβιετική Ένωση και το σταλινικό μοντέλο της μονοκομματικής γραφειοκρατίας. Η σοβιετική καταστολή της Άνοιξης της Πράγας διέλυσε τις αυταπάτες σε μεγάλες μάζες αγωνιστών για τα σταλινικά καθεστώτα. Ποιά μπορούσε όμως να ήταν η εναλλακτική για όσους πάλευαν για μια σοσιαλιστική κοινωνία; Για τις ηγεσίες των ευρωκομμουνιστικών ΚΚ η ελπίδα ήταν οι μεταρρυθμιστές γραφειοκράτες τύπου Ντούμπτσεκ, όχι οι μάζες των εξεγερμένων εργατών και νεολαίων που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μορφές εργατικής δημοκρατίας από τα κάτω. Αυτό εξηγεί και γιατί τη δεκαετία του 1980 οι ευρωκομμουνιστές υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές του Γκορμπατσώφ, βλέποντας την προοπτική στο συνδυασμό γραφειοκρατίας και αγοράς της Περεστρόϊκα, αντί για τις απεργίες και τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Για τα ευρωκομμουνιστικά ΚΚ η απόρριψη του σταλινισμού σήμαινε και την απόρριψη της επαναστατικής στρατηγικής. Όπως έλεγε ο ευρωκομμουνιστής διαννοούμενος Νίκος Πουλαντζάς, «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει». Με αυτό εννοούσε ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από τις εκλογές σε κοινοβουλευτική δημοκρατία: η επανάσταση οδηγεί μαθηματικά στα γκούλαγκ. Γι’ αυτό το σκοπό η Αριστερά πρέπει να κερδίσει την ιδεολογική ηγεμονία, χτίζοντας συμμαχίες με άλλα κομμάτια προκειμένου να κερδίσει την πλειοψηφία.3
Για να δικαιολογήσουν την εγκατάλειψη της επαναστατικής προοπτικής, ευρωκομμουνιστές διαννοούμενοι όπως ο Πουλαντζάς προσπάθησαν να επικαλεστούν το έργο του Ιταλού επαναστάτη Αντόνιο Γκράμσι.4 Σύμφωνα με την επιλεκτική αυτή ανάγνωση του Γκράμσι, η επανάσταση ήταν μια εφικτή στρατηγική στη Ρωσία του 1917, διότι ο τσαρικός απολυταρχισμός δεν άφηνε άλλα περιθώρια πολιτικής αλλαγής. Στη Δυτική Ευρώπη αντίθετα, η ανάπτυξη μιας πολύμορφης κοινωνίας των πολιτών σήμαινε ότι το κράτος δεν ήταν απλά ένας μονολιθικός μηχανισμός που εξέφραζε αποκλειστικά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, αλλά αντίθετα ένα πεδίο συγκρούσεων ταξικών συμφερόντων. Το κράτος δεν ήταν πια μόνο κατασταλτικοί μηχανισμοί, όπως ο στρατός και η αστυνομία, έλεγαν οι ευρωκομμουνιστές: δείτε για παράδειγμα το κράτος πρόνοιας που προέκυψε στη μεταπολεμική Ευρώπη. Κρατικοί θεσμοί όπως τα σχολεία, τα νοσοκομεία, το ΙΚΑ, η τοπική αυτοδιοίκηση εκφράζουν μια ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Επομένως, μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να παρέμβει σε αυτό το πεδίο ταξικών συγκρούσεων, και σε συνεργασία και υποστήριξη από τα κινήματα, να αλλάξει σταδιακά τους συσχετισμούς προς όφελος της εργατικής τάξης.5
Η ευρωκομμουνιστική στρατηγική πρότεινε ένα συνδυασμό ανάμεσα στο πεδίο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που εκπροσωπούνταν από τα ΚΚ, και στο πεδίο της άμεσης δημοκρατίας των πολύπλευρων κινημάτων, όπως τα κινήματα για τη γυναικεία απελευθέρωση, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και το περιβάλλον, που ήρθαν στο προσκήνιο μετά το Μάη του 68. Ήταν σαφώς ένα μεγάλο βήμα μπροστά σε σχέση με τη σταλινική παράδοση, που θεωρούσε π.χ. τους ομοφυλόφιλους δείγματα της αστικής παρακμής. Αλλά η ηγεσία των ΚΚ χρησιμοποιούσε αυτό το άνοιγμα στα κινήματα για να δικαιολογήσει ταυτόχρονα την απόρριψη της εργατικής τάξης ως της δύναμης που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Για τους ευρωκομμουνιστές η κεντρικότητα της εργατικής τάξης είχε αντικατασταθεί από μια πλειάδα κινημάτων, που το καθένα διεκδικεί τα δικά του ξεχωριστά αιτήματα: οι εργάτες απλά διεκδικούν αυξήσεις και οι γυναίκες το δικαίωμα στην έκτρωση. Έτσι όμως χανόταν η μαρξιστική ανάλυση ότι ο καπιταλισμός παράγει εκμετάλλευση και καταπίεση σε διάφορες μορφές, και ότι εργατική τάξη, που περιλαμβάνει άντρες και γυναίκες, ετεροφυλόφιλους και ομοφυλόφιλους, λευκούς και μαύρους, είναι η δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό και να σταματήσει την καταπίεση. Αντί της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό, οι ευρωκομμουνιστές πρότειναν ότι ένας συνδυασμός άμεσης δημοκρατίας των κινημάτων και έμμεσης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα επέτρεπε σε μια αριστερή κυβέρνηση να παρέμβει σταδιακά και να μετασχηματίσει το πεδίο ταξικών αντιπαραθέσεων του κράτους προς όφελος των καταπιεσμένων.6
Τέλος, η επιστροφή της οικονομικής κρίσης από το 1973 και μετά και η σταδιακή αποστασιοποίηση των δυτικοευρωπαϊκών ΚΚ από τη Σοβιετική Ένωση οδήγησε στον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής τους απέναντι στην Ευρώπη. Αν στην κρίση της δεκαετίας του 1930 τα ΚΚ αναφέρονταν έστω και λεκτικά στην ανατροπή του καπιταλισμού, στην κρίση της δεκαετίας του 1970 η προοπτική των ευρωκομμουνιστικών ΚΚ ήταν πια ξεκάθαρα αυτή της μεταρρύθμισης. Οι ευρωκομμουνιστές υποστήριζαν ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι λύσεις δεν θα μπορούσαν να βρεθούν στα στενά όρια του έθνους-κράτους, αλλά σε ευρύτερες περιφερειακές ομαδοποιήσεις. Η ανεργία και ο πληθωρισμός δεν ήταν αποτελέσματα της κρίσης του καπιταλισμού, αλλά προβλήματα που μπορούσαν να λυθούν με ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Η λύση δεν ήταν οι «εργατίστικες» απεργίες και η ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ένας βελτιωμένος καταμερισμός εργασίας στα πλαίσια μιας μεγάλης οικονομικής περιφέρειας όπως η ΕΟΚ. Η λύση θα ερχόταν μέσα από τον εκδημοκρατισμό της ΕΟΚ, που μπορεί να είχε ξεκινήσει ως μορφή καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, αλλά θα μπορούσε να μετατραπεί σε Ευρώπη των λαών. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, που μόλις είχαν βγει από δικτατορίες, η ευρωπαϊκή συμμετοχή μπορούσε να εγγυηθεί τη δημοκρατία και την εγκατάλειψη δικτατορικών λύσεων. Οι ευρωκομμουνιστές έκαναν τον «αριστερό ευρωπαϊσμό» κομβικό σημείο της πολιτικής τους. Διεθνισμός δεν ήταν πια η αλληλεγγύη των εργατών, αλλά η προοδευτική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η πολιτική των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων
Οι ιδέες αυτές καθόρισαν την πολιτική των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων από τη δεκαετία του 1970 και εξής. Στη Γαλλία, η πρώτη εκδήλωση της ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής ήταν η υπογραφή το 1972 του Κοινού Προγράμματος του ΚΚΓ και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Έχοντας ενισχυθεί από τη ριζοσπαστικοποίηση του Μάη και αντιμετωπίζοντας από θέση ισχύος ένα διαλυμένο ΣΚ που προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί, το ΚΚΓ επιχειρούσε τη δημιουργία ενός συνασπισμού που θα του επέτρεπε την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο απ’΄αυτό που περίμενε. Η διατύπωση ενός μετριοπαθούς προγράμματος σε συμμαχία με τους Σοσιαλιστές δεν οδήγησε στην κυριαρχία του ΚΚΓ, αλλά στη μαζικοποίηση των Σοσιαλιστών, που φάνταζαν ως πιο ρεαλιστικός παίκτης εξουσίας. Η κατάληξη ήταν η συντριπτική νίκη των Σοσιαλιστών του Μιτεράν στις εκλογές του 1981, με τη συμμετοχή του ΚΚΓ ως ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου με τέσσερεις υπουργούς. Το ΚΚΓ αδυνατούσε να επηρρεάσει τις κυβερνητικές αποφάσεις, και αναγκάστηκε τελικά να αποχωρήσει από την κυβέρνηση το 1984 σα στυμμένη λεμονόκουπα.
Στην Ιταλία η ευρωκομμουνιστική στρατηγική ήρθε καθαρά στο προσκήνιο το 1973, με τη διατύπωση από τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, χαρισματικό γραμματέα του ΙΚΚ, της περίφημης θεωρίας του «ιστορικού συμβιβασμού». Η ανατροπή από τον Πινοσέτ της εκλεγμένης αριστερής κυβέρνησης του Αλιέντε στη Χιλή σηματοδοτούσε, σύμφωνα με τον Μπερλινγκουέρ, την ανάγκη αλλαγής στρατηγικής. Το μάθημα της Χιλής ήταν ότι οι κομμουνιστές στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δε θα μπορούσαν να κυβερνήσουν χωρίς ευρύτερες συναινέσεις με μετριοπαθείς δυνάμεις: η αποφυγή τέτοιων συναινέσεων είχε οδηγήσει στην ανατροπή του Αλιέντε. Η πρόταση του ΙΚΚ ήταν λοιπόν ένας ιστορικός συμβιβασμός με τη Χριστιανοδημοκρατία, που κυβερνούσε την Ιταλία από το 1947· το ΙΚΚ θα συνεργαζόταν κυβερνητικά με τις «υγιείς δυνάμεις» της Χριστιανοδημοκρατίας, με κατεύθυνση τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό της χώρας.
Η προοπτική αυτή έγινε πραγματικότητα μετά τις εκλογές του 1976, όταν το ΙΚΚ πήρε 34% και ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς την υποστήριξη του κατέστη αδύνατος. Τυπικά, το ΙΚΚ δεν συμμετείχε με υπουργούς του στην κυβέρνηση, αλλά πρακτικά συγκυβερνούσε. Πρόεδρος της Βουλής εκλέχτηκε ο αριστερός ευρωκομμουνιστής Πιέτρο Ινγκράο, ενώ το κυβερνητικό πρόγραμμα καθοριζόταν από τις κοινές συσκέψεις των κομματικών επιτελείων της Χριστιανοδημοκρατίας και του ΙΚΚ. Στα πλαίσια αυτής της «άτυπης συγκυβέρνησης» και της ιταλικής πρσφυγής στο ΔΝΤ, τα συνδικάτα που ελέγχονταν από το ΙΚΚ καλούσαν στην αποδοχή της λιτότητας ως αναγκαίας θυσίας για το εθνικό καλό.7 Μετά τη διάλυση της «άτυπης συγκυβέρνησης» λόγω της εκτέλεσης του Χριστιανοδημοκράτη Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978, ακολούθησε η καθοριστική ήττα της μεγάλης απεργίας στη FIAT το 1980, που σηματοδότησε την αρχή μιας δραματικής οπισθοχώρησης για το ιταλικό εργατικό κίνημα. Ο ιστορικός συμβιβασμός είχε στρώσει το δρόμο ώστε τα αφεντικά να αρχίσουν να παίρνουν πίσω ό,τι είχαν αιματηρά κερδίσει οι εργάτες τις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Στην Ισπανία, ο θάνατος του Φράνκο το 1976 πυροδότησε την ισπανική μεταπολίτευση. Το ΚΚ Ισπανίας είχε δρομολογήσει τη δική του ευρωκομμουνιστική παραλλαγή στη διάρκεια ήδη της δικτατορίας. Αυτή προέβλεπε τη συμμαχία ακόμα και με ευρεία τμήματα της άρχουσας τάξης στην κατεύθυνση της επιστροφής στη δημοκρατία. Το 1972 το ΚΚΙ δήλωνε ότι «η ΕΟΚ είναι μια μη αναστρέψιμη πραγματικότητα, και το ΚΚΙ θα συνεργαστεί με την ισπανική αστική τάξη για τη σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ και την εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος».8 Η κατάληξη αυτής της στρατηγικής ήταν οι συμφωνίες της Μονκλόα το 1977, όπου το ΚΚΙ μαζί με τους σοσιαλιστές και τα συνδικάτα έβαλαν την υπογραφή τους ότι η ισπανική μεταπολίτευση θα έμενε στα όρια της αστικής νομιμότητας, και οι εργάτες θα μείωναν τις προσδοκίες τους σε «λογικά πλαίσια» προς όφελος της εθνικής συμφιλίωσης και του εθνικού συμφέροντος.
Στην Ελλάδα το ΚΚΕ Εσωτερικού προήλθε από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, λόγω των συγκρούσεων για τις ευθύνες για τη Χούντα και τη στάση απέναντι στη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Το ΚΚΕ Εσωτερικού υιοθέτησε μια τόσο δεξιά πολιτική, που υπερφαλαγγίστηκε τόσο από το ΚΚΕ όσο και το ΠΑΣΟΚ· ήταν το μόνο αριστερό κόμμα που συντάχτηκε με τον Καραμανλή υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1979.9 Η πορεία αυτή το οδήγησε το 1986 να καταργήσει και τυπικά την αναφορά του στην κομμουνιστική παράδοση, μετασχηματιζόμενο στην Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ). Ταυτόχρονα όμως το ίδιο το ΚΚΕ προσχωρούσε στην ευρωκομμουνιστική στρατηγική, με τη δημιουργία το 1988 του ενιαίου Συνασπισμού, που συμπεριελάμβανε ΚΚΕ και ΕΑΡ. Απέναντι στη βαθειά κρίση του ΠΑΣΟΚ λόγω των σκανδάλων και της λιτότητας, η επιλογή του ενιαίου Συνασπισμού ήταν να αποστασιοποιηθεί από «τα γιουρούσια της πρωτοπορίας» και να «προστατεύσει τους θεσμούς» μέσω της συγκυβέρνησης με το Μητσοτάκη το 1989. Το αποτέλεσμα ήταν μια διπλή διάσπαση. Αντιδρώντας στη συγκυβέρνηση με τη δεξιά, το σύνολο της ΚΝΕ αποχώρησε για να προσχωρήσει στην επαναστατική αριστερά δημιουργώντας το ΝΑΡ. Από την άλλη, όταν το ΚΚΕ αποχώρησε από τον ενιαίο Συνασπισμό το 1991, τα μισά μέλη του παρέμειναν στο Συνασπισμό, αποδεχόμενα την ευρωκομμουνιστική στρατηγική.
Τα όρια του ευρωκομμουνισμού
Η αποτυχία αυτής της στρατηγικής οδήγησε τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα όλο και δεξιότερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στη Γαλλία και την Ισπανία τα ΚΚ θα διατηρήσουν την ευρωκομμουνιστική τους κληρονομιά, παραμένοντας ελάσσονες κυβερνητικοί εταίροι της σοσιαλδημοκρατίας όποτε τους δινόταν η ευκαιρία, όπως με τις κυβερνήσεις της «πληθυντικής αριστεράς» του Ζοσπέν στη Γαλλία μεταξύ 1997-2002. Στην Ιταλία το ΙΚΚ θα αποφασίσει το 1991 να μετασχηματιστεί στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς και να γίνει ένα καθαρά σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μοιάζει ειρωνεία της ιστορίας, αλλά η πιο ξεκάθαρη εφαρμογή της ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής και των αδιεξόδων της δεν πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1970 από τα μεγάλα ΚΚ της Ιταλίας ή της Γαλλίας, αλλά το 2015 από τον απόγονο του μικρότερου ευρωκομμουνιστικού ΚΚ, του ΚΚΕ Εσωτερικού. Η καχεκτική δεξιόστροφη πορεία του Συνασπισμού τη δεκαετία του 1990 θα αλλάξει από τη στιγμή που θα στραφεί προς το κίνημα του Σηάτλ και της Γένοβα και θα επαναπροσδιοριστεί ως ριζοσπαστική αριστερά. Η κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων μέσα από την αντίσταση στα μνημόνια μετά το 2010 επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να έρθει στην εξουσία στη βάση μιας κλασικής ευρωκομμουνιστικής πρότασης: η κατάληξη είναι γνωστή.
Όπως δείξαμε παραπάνω, η στρατηγική του ευρωκομμουνισμού δεν αντανακλούσε μόνο την προσπάθεια των ηγεσιών των ΚΚ να μπουν στην κυβέρνηση, αλλά και τις αγωνίες εκατομμυρίων εργατών και νεολαίων, που αναζητούσαν ένα δρόμο για το σοσιαλισμό πέρα από το σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία. Η δεξιόστροφη πορεία των ευρωκομμουνιστικών ΚΚ δεν έγινε πουθενά χωρίς τεράστιες μάχες και σπασίματα προς τα αριστερά.
Στην Ιταλία ο ιστορικός συμβιβασμός του ΙΚΚ συνάντησε έντονη κριτική από το ευρείας επιρροής περιοδικό Il Manifesto, και ένα σημαντικό μέρος του κοινού του έσπασε από το ΙΚΚ προς τα αριστερά. Στην Ελλάδα η δεξιά πορεία του ΚΚΕ Εσωτερικού οδήγησε το 1978 στην αποχώρηση μεγάλου τμήματος της νεολαίας του, που ως Β’ Πανελλαδική στράφηκε προς την επαναστατική αριστερά. Ο σοσιαλδημοκρατικός μετασχηματισμός του ΙΚΚ το 1991 οδήγησε στη δημιουργία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο κίνημα της Γένοβα το 2001. Μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ, χιλιάδες μέλη του αποχώρησαν από τα αριστερά. Σε όλες τις περιπτώσεις, η παρουσία επαναστατικών οργανώσεων στα αριστερά των ευρωκομμουνιστικών ΚΚ έπαιξε καθοριστικό ρόλο, ενώ ταυτόχρονα το ακροατήριο των επαναστατών μεγάλωσε δραματικά μέσα από τέτοιες αριστερόστροφες ανταρσίες.
Για τους αγωνιστές που ψάχνουν εναλλακτικές, το ξεκαθάρισμα για τα αδιέξοδα της ευρωκομμουνιστικής στρατηγικής αποκτά κομβική σημασία. Η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία είναι αδύνατος είναι σωστή. Η μόνη όμως πραγματική δημοκρατία που μπορεί να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των καταπιεσμένων είναι η δημοκρατία από τα κάτω, των απεργιακών συνελεύσεων και των πλατειών. Το αστικό κράτος δεν είναι ένα διαφορετικό επίπεδο δημοκρατικής διαπάλης, ένα ουδέτερο πεδίο αντιθέσεων που αριστεροί υπουργοί θα διαχειριστούν προς όφελος των εργατών, αλλά ο εγγυητής των συμφερόντων των καπιταλιστών, που οι εργάτες θα χρειαστεί να τσακίσουν και να αντικαταστήσουν με τη δική τους εργατική εξουσία.
Το αγκάλιασμα των πολύπλευρων κινημάτων από την ευρωκομμουνιστική Αριστερά μετά το 68 ήταν αναμφίβολα σωστό. Χωρίς την κεντρικότητα της εργατικής αντίστασης όμως κανένα κίνημα δε μπορεί να πετύχει νίκες, όσο προοδευτικοί και αν είναι οι υπουργοί. Η διαπίστωση ότι η κρίση του καπιταλισμού είναι διεθνής είναι αναμφισβήτητη. Αλλά η ΕΕ δεν είναι το σπίτι των λαών που εγγυάται τη δημοκρατία και τα δικαιώματα, αλλά μια λυκοσυμμαχία μικρών και μεγάλων καπιταλιστών που περιφρονεί τη δημοκρατία, επιβάλλει τη λιτότητα και δολοφονεί μαζικά με την πολιτική της Ευρώπης-φρούριο. Η υπέρβαση της κρίσης του διεθνοποιημένου καπιταλισμού δεν περνά μέσα από τη μεταρρύθμιση των θεσμών της ΕΕ, αλλά μέσα από το χτίσιμο ενός διεθνιστικού αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Η επιλογή ενός κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, ακόμα και όταν βαφτίζεται με τα πιο ριζοσπαστικά χρώματα, έχει παντού την ίδια κατάληξη. Η αναζήτηση «ρεαλιστικών» συμβιβασμών με τα «υγιή» και «πεφωτισμένα» κομμάτια της αστικής τάξης στα πλαίσια των θεσμών δεν οδηγεί στην προοδευτική αλλαγή των συσχετισμών, αλλά στην πιο γρήγορη και ξεδιάντροπη προσαρμογή, όπως δείχνει η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως έλεγε ο Γκράμσι, οι ρεφορμιστές είναι σαν εκείνους τους κάστορες, που προκειμένου να γλυτώσουν τη ζωή τους από τους κυνηγούς που θέλουν να αποσπάσουν τούς όρχεις τους για την παραγωγή φαρμάκων, καταλήγουν να αυτοευνουχίζονται.10 Για τους αγωνιστές της γενιάς του Μάη, αλλά και της γενιάς των μνημονίων, η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική που δεν καταλήγει να αυτοευνουχίζεται περνάει μέσα από την επαναστατική παράδοση του Λένιν, του Τρότσκι και του Γκράμσι.
Σημειώσεις
1. C. Harman, The Fire Last Time: 1968 and after, Λονδίνο, 1998.
2. Γ. Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός: από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Αθήνα, 2015, 320.
3. Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα, 2008.
4. C. Harman, Gramsci versus Reformism, Λονδίνο, 1983.
5. Λ. Μπόλαρης, «Κράτος, κοινοβούλιο και εργατικά συμβούλια», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 99, 2013 http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=180.
6. E. M. Wood, The Retreat from Class: A New ‘True’ Socialism, Λονδίνο, 1986.
7. Μπαλαμπανίδης, ο.π., 419-20.
8. Μπαλαμπανίδης, ο.π., 509.
9. Μ. Στύλλου, «Η αριστερά και η Ε.Ε.», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 102, 2014 http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=42.
10. A. Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, Λονδίνο, 1971, 223.