Άρθρο
Η πολλαπλή αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού

Απεργοί λιμενεργάτες στη Μασσαλία στις 23 Ιού

Πριν από τρεις δεκαετίες οι νεοφιλελεύθεροι έλεγαν ότι θα τερματίσουν την κρίση του καπιταλισμού. Ο Πάνος Γκαργκάνας γράφει για τη διάψευσή τους.

Όταν ξεκινούσε η φετινή χρονιά, οι ανησυχίες στις διεθνείς χρηματαγορές οδηγούσαν πολλούς σχολιαστές να διαπιστώνουν ότι πρόκειται για το χειρότερο ξεκίνημα χρονιάς από τότε που ξέσπασε η σημερινή μακρόσυρτη οικονομική κρίση σε όλο τον πλανήτη.1 Έξη μήνες αργότερα, τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα είναι το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ανέβαλε για άλλη μια φορά την αύξηση των επιτοκίων της επικαλούμενη ανησυχίες για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Από πουθενά δεν έρχονται θετικά μηνύματα. Μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ, τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την απασχόληση ήταν απογοητευτικά, στην Κίνα το νόμισμα πιέζεται από τους φόβους για τα «κόκκινα» δάνεια σε μεγάλους τομείς της οικονομίας, στην Ευρώπη η ανησυχία για την έκβαση του δημοψηφίσματος της Βρετανίας αναστατώνει όλα τα χρηματιστήρια.2

Ακόμη πιο δραματική επιβεβαίωση για την παράταση της κρίσης ήρθε από την Ιαπωνία, όπου τρία χρόνια μετά την άνοδο του Σίντσο Άμπε στην κυβέρνηση και την εφαρμογή των «αμπενόμικς», η οικονομία δεν λέει να πάρει μπροστά. Η κυβέρνηση ανέβαλε την αύξηση του ΦΠΑ επειδή η ζήτηση παραμένει ασθενής3 και ο ίδιος ο Άμπε δήλωσε στη Σύνοδο των G7 ότι ανησυχεί μήπως βρισκόμαστε στο ίδιο επικίνδυνο σημείο όπως το φθινόπωρο του 2008 μετά τη χρεοκοπία της Λήμαν Μπάδερς!

Μέσα σε αυτό το κλίμα, αίσθηση προκάλεσε μια μελέτη από οικονομολόγους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που έφτασε να μιλάει επικριτικά για «πλευρές του νεοφιλελευθερισμού».4 Σοκαρισμένη η εφημερίδα Financial Times έγραψε ότι ακόμη και η χρήση του όρου «νεοφιλελευθερισμός» από το ΔΝΤ είναι προκλητική, αφού συνήθως χρησιμοποιείται από αντιπάλους της ελεύθερης αγοράς όπως το …Socialist Worker.5

Δυο είναι τα βασικά σημεία αποτυχίας που εντοπίζουν οι αρθρογράφοι του ΔΝΤ.

Το πρώτο είναι η διάψευση του μύθου ότι η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων φέρνει επενδύσεις από το εξωτερικό και ανάπτυξη. Τα στοιχεία δείχνουν ότι συχνά η απελευθέρωση ακολουθήθηκε από πανικόβλητη φυγή κεφαλαίων.

Συγκεκριμένα: «Ενώ τα αναπτυξιακά οφέλη είναι αβέβαια, το κόστος από άποψη μεγαλύτερης οικονομικής αστάθειας και συχνότητας κρίσεων είναι πιο εμφανές. Από το 1980 έχουν σημειωθεί περίπου 150 περιπτώσεις απότομης εισροής κεφαλαίων σε πάνω από 50 οικονομίες αναδυόμενων αγορών. Με συχνότητα περίπου 20% αυτές οι περιπτώσεις καταλήγουν σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις και πολλές από αυτές συνδέονται με μεγάλες πτώσεις του ΑΕΠ». Επίσης, συμπληρώνουν οι αρθρογράφοι, οι κρίσεις αυτές συνδέονται με αύξηση των ανισοτήτων μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνίες.

Ο δεύτερος νεοφιλελεύθερος μύθος που διαψεύδεται από τη μελέτη έχει να κάνει με την «αναπτυξιακή» επίδραση του «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών: «Η ιδέα ότι οι δημοσιονομικές προσαρμογές (η λιτότητα, όπως λέγεται μερικές φορές) μπορεί να είναι επεκτατικές (δηλαδή να μεγεθύνουν το ΑΕΠ και την απασχόληση) αυξάνοντας εν μέρει την εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα και τις επενδύσεις, έχει υποστηριχθεί ανάμεσα σε άλλους από τον οικονομολόγο του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα σε ακαδημαϊκό επίπεδο και από τον πρώην Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής. Ωστόσο, στην πράξη, οι περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής ακολουθούνται κατά μέσο όρο από πτώσεις αντί για επεκτάσεις του ΑΕΠ. Κατά μέσο όρο, προσαρμογές ύψους μιας ποσοστιαίας μονάδας αυξάνουν τη μακροχρόνια ανεργία κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες και ανεβάζουν το δείκτη Gini που μετράει την ανισότητα στα εισοδήματα κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες».

Αντίδοτο της κρίσης;

Φυσικά, οι αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού δεν περιορίζονται σε αυτούς τους τομείς. Και οι μαρξιστές δεν περίμεναν την «αυτοκριτική» ορισμένων οικονομολόγων του ΔΝΤ για να διατυπώσουν μια ολοκληρωμένη απόρριψή του στη θεωρία και στην πράξη.

Ίσως η πιο γνωστή κριτική παρουσίαση είναι αυτή του Ντέιβιντ Χάρβεϊ6 που ξεκινάει ως εξής:

«Το 1978 ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ έκανε τα πρώτα σημαδιακά βήματα προς τη φιλελευθεροποίηση μιας οικονομίας υπό κομμουνιστικό έλεγχο σε μια χώρα που αποτελούσε το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού. … Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες, μια σχετικά άγνωστη (αλλά σήμερα διάσημη) φιγούρα με το όνομα Πολ Φόλκερ ανέλαβε την ηγεσία της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ τον Ιούλη του 1979 και μέσα σε λίγους μήνες άλλαξε δραματικά τη νομισματική πολιτική. … Πέρα από τον Ατλαντικό, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε ήδη εκλεγεί Πρωθυπουργός της Βρετανίας τον Μάιο του 1979 με εντολή να περιορίσει τη δύναμη των συνδικάτων και να τερματίσει την άθλια πληθωριστική στασιμότητα που είχε αγκαλιάσει τη χώρα την προηγούμενη δεκαετία. Έπειτα, το 1980, ο Ρόναλντ Ρήγκαν εκλέχτηκε Πρόεδρος των ΗΠΑ και, προσωπικά χαρισματικός και οπλισμένος με εγκαρδιότητα, έβαλε τις ΗΠΑ σε πορεία αναζωογόνησης της οικονομίας τους στηρίζοντας τις κινήσεις του Φόλκερ στη Fed και προσθέτοντας το δικό του μείγμα πολιτικών για να μειώσει τη δύναμη της εργασίας, να περιορίσει τους ρυθμιστικούς κανονισμούς στη βιομηχανία, τη γεωργία και την εξόρυξη και να απελευθερώσει τις δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού τομέα τόσο στο εσωτερικό όσο και στην παγκόσμια σκηνή. Από αυτά τα διάφορα επίκεντρα φάνηκαν να απλώνονται και να αντηχούν επαναστατικές ωθήσεις για να μετασχηματίσουν τον κόσμο σε τελείως διαφορετική όψη».

Εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά από εκείνο το ξεκίνημα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης (που δεν είχε ακόμη αποκτήσει αυτό το όνομα και πέρασε από διάφορα άλλα, όπως μονεταρισμός, θατσερισμός ή ρηγκανόμικς), το 2005 οι άρχουσες τάξεις στα κέντρα που αναφέρει ο Χάρβεϊ μπορούσαν ακόμη να υπερηφανεύονται για τα επιτεύγματά τους.

Η Κίνα είχε πετύχει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης για πάνω από δυο δεκαετίες και είχε γίνει ένας βιομηχανικός γίγαντας. Οι αμερικάνικες αρχικά και οι ευρωπαϊκές τράπεζες στη συνέχεια είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα παγκοσμιοποιημένο γήπεδο για τη δράση τους με ανεξέλεγκτη κίνηση κεφαλαίων σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη. Το Ανατολικό Μπλοκ είχε καταρρεύσει και διασπαστεί: οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης προσχωρούσαν στην ΕΕ και προσδένονταν στο άρμα του ΝΑΤΟ, ενώ οι Ρώσοι ολιγάρχες έμπαιναν στην παγκοσμιοποιημένη αγορά από χειρότερη αφετηρία. Οι ΗΠΑ είχαν ξεπεράσει την ιαπωνική πρόκληση και οι «νεοσυντηρητικοί» πολιτικοί τους μπορούσαν να ονειρεύονται έναν νέο «αμερικάνικο αιώνα». Η σοσιαλδημοκρατία είχε εγκαταλείψει τις κεϊνσιανές παραδόσεις της και είχε ενστερνιστεί τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αμυντικά στην αρχή με τη στροφή του Μιτεράν στη δεκαετία του 1980 και διθυραμβικά στη δεκαετία του 1990 με τον Μπλερ.

Όλα αυτά είχαν προχωρήσει με στυγνές μεθοδεύσεις των κυρίαρχων τάξεων και απέραντο πόνο για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη τη γη. Η χούντα του Πινοσέτ στη Χιλή, η καταστροφή των κοινοτήτων των ανθρακωρύχων στη Βρετανία της Θάτσερ, ο ξεριζωμός εκατομμυρίων αγροτών στην ύπαιθρο Κίνα για να γίνουν προλετάριοι στις νέες βιομηχανικές ζώνες, οι πόλεμοι των Μπους πατέρα και γιου στη Μέση Ανατολή, είναι και αυτά «επιτεύγματα» του νεοφιλελεύθερου «μετασχηματισμού».

Ωστόσο, πέρα από αυτό το αιματηρό ισοζύγιο ανάμεσα στις βαρβαρότητες και τις επιτυχίες του νεοφιλελευθερισμού, υπάρχει ένα βασικό ζήτημα: η αδυναμία του να εξασφαλίσει τον κεντρικό του στόχο, δηλαδή το ξεπέρασμα της κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Αφετηρία των αναδιαρθρώσεων και αντιμεταρρυθμίσεων που τελικά ονομάστηκαν νεοφιλελευθερισμός ήταν οι προσπάθειες κρατών και μεγάλων (πολυεθνικών) επιχειρήσεων να ξεπεράσουν την κρίση της περιόδου 1973-1982 που είχε τερματίσει τη μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού. Κατάληξη ήταν η ακόμη μεγαλύτερη κρίση που ζούμε σήμερα, από το καλοκαίρι του 2007 όταν έσκασε η φούσκα στην αμερικάνικη αγορά στεγαστικών δανείων. Και βέβαια η αποτυχία του να εξασφαλίσει στοιχειώδη ανάκαμψη ύστερα από εννιά ολόκληρα χρόνια.

Όσο αποτυχημένος ήταν ο κεϊνσιανισμός μετά τη δεκαετία 1973-1982, άλλο τόσο είναι ο νεοφιλελευθερισμός μετά τη δεκαετία 2007-2016. Για την ακρίβεια η αποτυχία είναι μεγαλύτερη αν πάρουμε υπόψη την αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μικρότερων ενδιάμεσων κρίσεων στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού σε σύγκριση με την εικοσαπενταετία πριν από το 1973. Από το 1950 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν υπήρχαν φαινόμενα ανάλογα με τις «Μαύρες Παρασκευές» του 1987 και του 19987 ή τη δραματική έξοδο της στερλίνας από το πρόδρομο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα το 1992.

Μια μαρξιστική ερμηνεία

Το ερώτημα είναι: γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί μετά από τόσες έντονες «απελευθερώσεις των αγορών» και σκληρές επιθέσεις σε βάρος της εργατικής τάξης, τόση προσπάθεια εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης με περικοπές του κοινωνικού μισθού, χτυπήματος των συνδικάτων και μείωσης του εργατικού κόστους, οι καπιταλιστές δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν μια ανάκαμψη της οικονομίας έστω με τους δικούς τους όρους;

Καλή αφετηρία για να αναζητήσουμε τις απαντήσεις είναι ένα άρθρο του Κρις Χάρμαν, γραμμένο το 2007 στο περιοδικό International Socialism Journal.8

Μια πρώτη καίρια παρατήρηση είναι ότι παρά τους βερμπαλιστικούς δογματισμούς των απολογητών του, ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί μια επιστροφή στον καπιταλισμό «της ελεύθερης αγοράς» του 19ου αιώνα. Γράφει ο Χάρμαν:

«Ο όρος ‘νεοφιλελεύθερη’ δεν αποτελεί στην πραγματικότητα μια ακριβή περιγραφή της λειτουργίας του κεφάλαιου σήμερα. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επιστροφή στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς που έφτασε στο τέρμα του πριν από πάνω από έναν αιώνα. Αντιμετωπίζουμε μάλλον ένα σύστημα που προσπαθεί να ξεπεράσει τα προβλήματά του μέσα από αναδιαρθρώσεις σε διεθνή κλίμακα των μονάδων του συστήματος που προέκυψαν στην πορεία του 20ου αιώνα- μονάδων που οι μαρξιστές αποκάλεσαν ‘μονοπωλιακούς καπιταλισμούς’, ‘κρατικομονοπωλιακούς καπιταλισμούς’ ή ‘κρατικούς καπιταλισμούς’. Τα κράτη εξακολουθούν να παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια να διευκολύνουν ή να ρυθμίσουν αυτή τη διαδικασία, έστω κι αν η διεθνοποίηση της παραγωγής κάνει αυτή τη διαδικασία πιο δύσκολη σε σύγκριση με τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο».

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός παραμένει πολύ πιο «κρατικοδίαιτος» από όσο είναι διατεθειμένοι να παραδεχθούν οι απολογητές του. Όχι μόνο γιατί έχει αντιμετωπίσει εργατικές αντιστάσεις π.χ. ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ή στις περικοπές του κράτους πρόνοιας που επιβραδύνουν τους ρυθμούς των επιθέσεων, αλλά και γιατί τα ίδια τα συμφέροντα του κεφάλαιου απαιτούν την παρουσία του κράτους σε καίριους τομείς.

Κωδικοποιώντας αυτή την παρουσία του νεοφιλελεύθερου κράτους θα μπορούσαμε να την εντοπίσουμε σε τρεις καίριους τομείς: τον κατασταλτικό, τον στρατιωτικό και τον οικονομικό.

Η επίθεση στα συνδικάτα, στις εργασιακές σχέσεις και στους μισθούς δεν είναι κάτι που προωθείται αυτόματα από τους ίδιους τους καπιταλιστές και τις επιχειρήσεις τους, όσο μεγάλες κι αν είναι. Απαιτεί κρατικές παρεμβάσεις όπως αλλαγές της νομοθεσίας, αναδιάρθρωση εποπτικών οργανισμών και υπηρεσιών και βέβαια δυνάμεις αστυνόμευσης. Οι κρατικές δαπάνες που απαιτήθηκαν για να νικήσει η Θάτσερ την απεργία των ανθρακωρύχων πριν από τρεις δεκαετίες ήταν τεράστιες και αυτό δεν το έχει ξεχάσει καμιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση όσες διακηρύξεις κι αν κάνει υπέρ του «μικρότερου κράτους». Κανένας θεματοφύλακας του νεοφιλελευθερισμού, ούτε η ΕΕ ούτε το ΔΝΤ δεν επιπλήττει τον Ολάντ γιατί επιδεινώνει τα γαλλικά δημοσιονομικά ελλείμματα ξοδεύοντας αλόγιστα για αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των διαδηλώσεων και των απεργιών που συγκλονίζουν τη Γαλλία ενάντια στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων.

Ένας άλλος τρόπος για να το δούμε αυτό, είναι να κοιτάξουμε τη σύνθεση των κρατικών δαπανών για τη μισθοδοσία δημοσίων υπαλλήλων. Στην Ελλάδα, παραδείγματος χάρη, τα στοιχεία του προϋπολογισμού δείχνουν ότι το σχετικό βάρος των δαπανών για αστυνομικούς έχει διογκωθεί σταθερά όλο το διάστημα των νεοφιλελεύθερων διακυβερνήσεων ακόμη και αν ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μειώνεται.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα στον τομέα των «αμυντικών» δαπανών. Όταν τελείωνε ο Ψυχρός Πόλεμος και οι νεοφιλελεύθεροι απολογητές διαπίστωναν το «τέλος της ιστορίας με τον θρίαμβο του καπιταλισμού», υπήρχε μια ολόκληρη φιλολογία περί «μερίσματος ειρήνης» που θα απολάμβαναν όλες οι οικονομίες. Στην πράξη αυτό το «μέρισμα» αποδείχθηκε ανύπαρκτο. Τα ποσοστά των στρατιωτικών δαπανών στις ΗΠΑ μειώθηκαν για ένα διάστημα, αλλά το βάρος της πολεμικής βιομηχανίας και της διαπλοκής της με το Πεντάγωνο παρέμεινε χαρακτηριστικό στοιχείο της μητρόπολης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Σήμερα βρισκόμαστε σε νέα φάση ανόδου των πολεμικών δαπανών, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά παγκόσμια. Η Κίνα αυξάνει τις στρατιωτικές δαπάνες με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, η Ιαπωνία και η Γερμανία εγκαταλείπουν τους περιορισμούς που είχαν σε αυτόν τον τομέα (ακόμη και συνταγματικά μετά την ήττα τους στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Αλλά και ο άμεσα οικονομικός ρόλος του κράτους παραμένει καθοριστικός. Ποιος έσωσε τις τράπεζες από τη χρεοκοπία το 2008-2010; Η «ελεύθερη αγορά» ή ο κρατικός παρεμβατισμός; Οι επεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος ήταν παντού τεράστιες και καθοριστικές. Μπορεί τα μεγέθη και ο συντονισμός αυτών των κρατικών επιχειρήσεων διάσωσης να ήταν πρωτοφανείς, αλλά δεν ήταν κάποια εξαίρεση. Αν ανατρέξουμε στις δεκαετίες του νεοφιλελευθερισμού θα συναντήσουμε «μικρότερες» κρατικές επεμβάσεις διάσωσης αρχίζοντας από την Chrysler το 1979, τα Brady bonds που έσωσαν αμερικάνικες τράπεζες από τα λατινοαμερικάνικα δάνειά τους στη δεκαετία του 1980,9 το Long Term Capital Management hedge fund το 1998, τα «μαγικά» του Greenspan στη δεκαετία του 2000.

Πέρα από τις άμεσες παρεμβάσεις διάσωσης τραπεζών και επιχειρήσεων, υπήρχε και υπάρχει μια διαρκής κρατική στήριξη προς τις μεγάλες επιχειρήσεις με επιδοτήσεις, μείωση της φορολογίας και συμβάσεις για μεγάλα έργα υποδομής. Η στήριξη αυτή καθρεφτίζεται στη συνεχή άνοδο του δημόσιου χρέους σε όλη την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, όχι μόνο σε αδύναμους καπιταλισμούς σαν τον ελληνικό ή ακόμη και τον ιταλικό, αλλά και στις οικονομικές υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Πίσω από το «αόρατο χέρι της αγοράς» βρισκόταν και βρίσκεται σταθερά το μακρύ χέρι του κρατικού δανεισμού για να στηρίζει τα κέρδη διευρύνοντας αγορές και απλώνοντας δίχτυ ασφαλείας από κάτω από τους «πρωταθλητές της επιχειρηματικότητας». Ακόμη και οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν «πατρίδα» με την έννοια των δεσμών τους με το κράτος που δεν είναι ίδιοι με όλα τα κράτη.

Αντιφάσεις

Όταν βλέπουμε αυτή την πραγματικότητα πίσω από την επιφάνεια του νεοφιλελευθερισμού, διαπιστώνουμε ότι αναδύονται αντιφάσεις. Υπάρχουν όρια στις δυνατότητες του κράτους να «ξελασπώνει» το σύστημα; Και πόσο είναι ίδια αυτά τα όρια για τα διάφορα κράτη;

Γράφει ο Κρις Χάρμαν στο ίδιο άρθρο που αναφέραμε πιο πάνω:

«Για την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, ο νεοφιλελευθερισμός –με την έννοια της απελευθέρωσης των αγορών ώστε να καταστρέφουν χρεοκοπημένα κεφάλαια- είναι κάτι που πρέπει να επιβάλλεται πάνω στους ασθενέστερους εθνικούς καπιταλισμούς προς όφελος των αμερικάνικων κεφαλαίων και όχι κάτι που θα μπορούσε να επιτρέπεται χωρίς περιορισμούς μέσα στις ίδιες τις ΗΠΑ».

Αυτή είναι μια πολύ σημαντική πλευρά του ορισμού του νεοφιλελευθερισμού ως απόπειρα αναδιάρθρωσης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και όχι ως επιστροφή στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς. Εντοπίζει δυο καίρια ζητήματα. Το πρώτο είναι η όξυνση των ανταγωνισμών όχι μόνο ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και ανάμεσα στα κράτη, με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τη θέση τους στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία.

Και το δεύτερο είναι η απειλή ότι ακόμη και τα ισχυρότερα κράτη μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπα με την εξάντληση των δυνατοτήτων να παίζουν το ρόλο του διασώστη των δικών τους κεφαλαίων.

Ας σταθούμε αρχικά στο πρώτο ζήτημα. Έχοντας την ελληνική εμπειρία των μνημονίων, ξέρουμε πολύ καλά ότι οι κρατικές παρεμβάσεις είναι διαφορετικές από κράτος σε κράτος και από περίοδο σε περίοδο. Νεοφιλελεύθερη κρατική παρέμβαση στην Ελλάδα σημαίνει ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, ακόμη και με εξευτελιστικό τίμημα, ακόμη και αν οι αγοραστές είναι δημόσιες γερμανικές ή γαλλικές επιχειρήσεις. Αντίστοιχα, οι νεοφιλελεύθερες κρατικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών στην Ελλάδα είχαν πιο ευεργετικά αποτελέσματα για τις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες. Τον ρόλο που έπαιζαν και παίζουν οι ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική από την εποχή του Δόγματος Μονρόε, τον διεκδικεί η Γερμανία στην Ευρώπη πάνω στην «περιφέρεια» της ΕΕ.

Ξέρουμε, όμως, εξίσου καλά ότι ο ελληνικός καπιταλισμός πριν από την κρίση διεκδικούσε έναν αντίστοιχο ρόλο στα Βαλκάνια. Ιδιωτικοποιήσεις στα Σκόπια, στη Σόφια ή στο Βουκουρέστι μπορούσαν να σημαίνουν σκανδαλώδεις εξαγορές από τον ΟΤΕ ή την Εθνική Τράπεζα ακόμη και όταν το ελληνικό δημόσιο ήταν βασικός μέτοχός τους.10 Η μετάπτωση από τη μια κατηγορία νεοφιλελεύθερης κρατικής παρέμβασης στην άλλη έγινε απότομα και οδυνηρά μέσα στη μεγάλη κρίση που άνοιξε το 2007-08.

Η απειλή τέτοιων μεταπτώσεων κυνηγάει όλους τους εθνικούς καπιταλισμούς και οξύνει τους ανταγωνισμούς των ισχυρότερων για την κατοχή και διατήρηση μιας θέσης στο κλαμπ όπου οι θυσίες του νεοφιλελευθερισμού είναι «για τους άλλους». Η Ρωσία έδωσε και δίνει μάχη μετά την κρίση του 1998 για να παραμείνει στη λέσχη των ισχυρών και αυτό είναι το χαρακτηριστικό της περιόδου Πούτιν. Η Κίνα φοβάται ότι ένα «πιστωτικό γεγονός» στο νόμισμα και στο τραπεζικό της σύστημα μπορεί να τη φέρει στη θέση που ήταν η Ρωσία του Γιέλτσιν. Οι ΗΠΑ (και μαζί τους η Ιαπωνία) κλιμακώνουν τις εντάσεις στη θάλασσα της Κίνας τροφοδοτώντας έναν αγώνα δρόμου εξοπλισμών και γεωπολιτικής διαμάχης για τις νησίδες και τα περάσματα της περιοχής.

Ιδιαίτερα, όμως, βλέπουμε τις επιπτώσεις τέτοιων ανησυχιών και πιέσεων στην κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δημοψήφισμα στη Βρετανία για την παραμονή ή την έξοδο από την ΕΕ είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Ιστορικά, η Βρετανία ήταν η χώρα που προσπάθησε να οργανώσει μια εναλλακτική οικονομική ζώνη απέναντι στη Γαλλογερμανική ΕΟΚ. Ήταν η ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών) που αγκάλιαζε σκανδιναβικές χώρες αλλά και την Αυστρία και την Πορτογαλία. Η προσπάθεια απέτυχε και η Βρετανία (μαζί με τη Δανία) μπήκε στην ΕΟΚ το 1972. Ωστόσο η σχέση παρέμενε αντιφατική, όπως φάνηκε από την έξοδο της στερλίνας από τις απόπειρες για κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα το 1992. Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, όμως, μετέτρεψε το Σίτι του Λονδίνου στο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο των διεθνών συναλλαγών του ευρώ.

Αυτή η αντιφατική πορεία έχει σημάνει ότι οι καπιταλιστές της Βρετανίας θέλουν τη συμμετοχή της στην ΕΕ αλλά με ειδικούς όρους. Η διαπραγμάτευση, όμως, δεν είναι κάτι που γίνεται ερήμην της οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας. Οικονομικά, χρόνια νεοφιλελεύθερων αντεργατικών επιθέσεων και σκληρής λιτότητας έχουν συσσωρεύσει πικρές εμπειρίες σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Και πολιτικά, το κατεξοχή κόμμα της κυρίαρχης τάξης, το Συντηρητικό, κουβαλάει μέσα του το διχασμό από τη διαπάλη με την ΕΟΚ ,την ΕΕ και το κοινό νόμισμα.

Αυτά τα στοιχεία μετέτρεψαν έναν απλό πολιτικό ελιγμό του Κάμερον σε εστία αναστάτωσης όλης της ΕΕ και ακόμη πιο πέρα. Σύμφωνα με τους Financial Times, όταν ο Κάμερον ρωτήθηκε από τον τότε Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν φαν Ρόμπαϊ γιατί έμπλεξε με το δημοψήφισμα η απάντησή του ήταν: «ένας παραλληλισμός με το δημοψήφισμα της Σκοτίας. ‘Θα το κερδίσω άνετα και αυτό θα κλείσει το σκοτσέζικο ζήτημα για είκοσι χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για την ΕΕ’».11

Αντί να κλείσει το ζήτημα της ΕΕ στη Βρετανία, κατάφερε να το απλώσει σε όλη την Ευρώπη. Οι καπιταλιστές, τα κόμματά τους και οι κυβερνήσεις παντού ανησυχούν όχι μόνο για τη συνοχή της ΕΕ αλλά και για την αμφισβήτηση των επιλογών τους από τα κάτω.

Το 2016 δεν είναι 2008, όχι με την έννοια ότι η κρίση είναι πίσω μας, αλλά, αντίθετα, με την έννοια ότι τα εργαλεία του νεοφιλελεύθερου κρατικού παρεμβατισμού εξαντλούνται ακόμη και για τα ισχυρότερα κράτη, το ίδιο και η υπομονή των εργατών.

Η αμερικάνικη κεντρική τράπεζα έχει σήμερα διακηρυγμένη πολιτική ότι η «ποσοτική χαλάρωση» που έσωσε τις τράπεζες την τελευταία δεκαετία δεν μπορεί να συνεχιστεί. Τα επιτόκια πρέπει να ανέβουν για να «ομαλοποιηθεί» η κατάσταση. Το κράτος δεν έχει ανεξάντλητα περιθώρια να ανεβάζει το δημόσιο χρέος για να τροφοδοτεί το τραπεζικό σύστημα με φτηνό χρήμα. Αυτό είναι επικίνδυνο και οικονομικά και πολιτικά. Οικονομικά υπάρχει ο κίνδυνος ότι σε ένα νέο κύκλο χρεοκοπιών οι κρατικές διασώσεις θα σκοντάψουν στα δυσθεώρητα ύψη του δημόσιου χρέους. Όπως έγκαιρα είχαμε επισημάνει τα μεγέθη θεωρούνται υπερβολικά από τους ίδιους τους διαχειριστές του συστήματος λόγω του γιγαντισμού των επιχειρήσεων.12 Αλλά και πολιτικά αναδεικνύονται τα όρια της ανοχής απέναντι στην ατελείωτη λιτότητα των περικοπών που απαιτούνται για να σηκώνουν οι προϋπολογισμοί τα βάρη τέτοιων διασώσεων.

Η δύναμη των εργατών

Τα πολιτικά ζητήματα συνδέονται με μια άλλη πλευρά των ορίων του νεοφιλελευθερισμού: τα όρια της εξασθένισης της εργατικής τάξης μέσα από νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις.

Ένας από τους πιο διαδεδομένους ισχυρισμούς της νεοφιλελεύθερης αφήγησης είναι ότι η οικονομία ενισχύεται στο βαθμό που τα συνδικάτα και τα «συντεχνιακά» τμήματα της εργατικής τάξης χάνουν τη δυνατότητα να παρεμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Δυστυχώς, αυτός είναι ένας ισχυρισμός που έχει γίνει αντίστροφα αποδεκτός από μεγάλα τμήματα της Αριστεράς: η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού έχει αφήσει την εργατική τάξη σε τόσο χειρότερη θέση ώστε είναι δύσκολο να παρέμβει στις εξελίξεις σαν τέτοια.

Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Μια πρώτη απάντηση είναι σίγουρα αυτή που δίνουν οι εργάτες της Γαλλίας στους δρόμους αυτή τη στιγμή. Τριανταδυό ολόκληρα χρόνια μετά την ηρωική σύγκρουση των ανθρακωρύχων της Βρετανίας με τη Θάτσερ, ο Ολάντ βρίσκει μπροστά του την ίδια και πιο γενικευμένη αντίσταση από την τάξη που πολλοί και διάφοροι είχαν ξεγράψει.

Πολιτικά, η αντίσταση και η ριζοσπαστικοποίηση των εργατών είναι ορατή αυτή τη στιγμή με τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ιρλανδία και στην Ισπανία. Στην Ιρλανδία, τα δυο κόμματα που κυβερνούσαν με εναλλαγές τη χώρα συνεχώς από τότε που κέρδισε την ανεξαρτησία της, έπαθαν συντριβή και η οργή στράφηκε προς τα αριστερά, όχι μόνο προς το Sinn Fein (που διεκδικούσε ρόλο ιρλανδικού ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και προς την αντικαπιταλιστική αριστερά PΒP-AAA (People before profit-Anti austerity alliance) που μπήκε στη Βουλή με 6 έδρες. Στην Ισπανία, το Podemos σε συνεργασία με την Ενωμένη Αριστερά (Izquierda Unida) ανεβάζουν τα ποσοστά τους σε πείσμα όσων έλεγαν ότι η στροφή αριστερά έχει ξεθυμάνει μετά τους συμβιβασμούς του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.

Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να απαλλάξει τον καπιταλισμό από τον «ιστορικό νεκροθάφτη» του. Πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι ανάγκες του κεφάλαιου για εργατικό δυναμικό που να μπορεί να βάλει σε κίνηση την οικονομική μηχανή του.

Ακόμη και στις πιο καθυστερημένες τεχνολογικά επιχειρήσεις, η εργοδοσία έχει πάντοτε να μετρήσει αν έχει κάτι να κερδίσει από μια πολιτική συχνής εναλλαγής προσωπικού. Πολύ περισσότερο στις επιχειρήσεις με προχωρημένη τεχνολογία, ένα εξειδικευμένο προσωπικό δεν αντικαθίσταται εύκολα από «πρεκαριάτο». Παρά τις πιέσεις της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης εξακολουθούν να έχουν τη δύναμη ότι είναι δύσκολο να αντικατασταθούν. Ακόμη και όπου ο συνδικαλισμός έχει κάνει βήματα πίσω (μικρότερη συμμετοχή στα συνδικάτα, μεγαλύτερη γραφειοκρατία), όταν οι εργάτες μπαίνουν σε κίνηση φαίνεται πόσο διατηρούν τη δύναμή τους.

Αντίστοιχα όρια υπάρχουν στον τομέα της διάλυσης του κράτους πρόνοιας. Οι υπηρεσίες που διευκολύνουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης δεν είναι κάποιο «φιλοδώρημα» που πετάνε οι καπιταλιστές για να καλμάρουν τους προλετάριους. Οι νεοφιλελεύθερες επιθέσεις αναζητούν τρόπους μείωσης του κόστους λειτουργίας των υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας και παιδείας, αλλά δεν μπορούν να τις καταργήσουν. Για χρόνια οι κρατικές δαπάνες για αυτές τις υπηρεσίες χρηματοδοτούνται από τις κρατήσεις και τους φόρους των εργατών ενώ εξυπηρετούν τις ανάγκες των επιχειρήσεων για εκπαιδευμένο και υγιές εργατικό δυναμικό. Οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις αυξάνουν τα βάρη πάνω στην εργατική οικογένεια (π.χ ακριβότερη νοσηλεία στον ιδιωτικό τομέα) αλλά δεν μπορούν να εξαφανίσουν τα κομμάτια της εργατικής τάξης που εργάζονται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Οι εκπαιδευτικοί, οι νοσηλευτές, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα και τόσοι άλλοι κλάδοι παραμένουν ισχυρά τμήματα της σύγχρονης εργατικής τάξης σε πείσμα των νοσταλγών της Θάτσερ ή ακόμα και του Πινοτσέτ.

Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, η αντικειμενική δύναμη των εργατών, η φθορά των πολιτικών θεσμών, η εξάντληση του οπλοστάσιου του νεοφιλελεύθερου κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, αναδεικνύει την αδυναμία του νεοφιλελευθερισμού να σώσει τον καπιταλισμό από την κρίση του.

Οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις μπορούν να πετυχαίνουν μέχρι ένα σημείο την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης μέσα από την απόσπαση απόλυτης υπεραξίας από την εργατική τάξη, αυξάνοντας τα ωράρια και μειώνοντας τους μισθούς. Αλλά οι κρίσεις δεν τελειώνουν έτσι «απλά». Πάντα ο καπιταλισμός για να ξεπεράσει μια κρίση είχε ανάγκη από άλλα δυο στοιχεία: την καταστροφή των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων και την αύξηση της σχετικής υπεραξίας μέσα από την άνοδο της παραγωγικότητας από έναν νέο γύρο επενδύσεων. Αυτά τα στοιχεία δεν έχουν καταφέρει να τα εξασφαλίσουν ούτε τα 25 χρόνια του θατσερισμού ούτε η δεκαετία των νεοφιλελεύθερων «διασώσεων». Οι τράπεζες-ζόμπι είναι ακόμη εδώ και η παραγωγικότητα της εργασίας πέφτει ακόμη και στο προπύργιο του παγκόσμιου καπιταλισμού, στις ΗΠΑ. Απέναντι σε αυτή την ιστορική αποτυχία, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά μπορούν να αντιπαραθέσουν τη δική τους αντικαπιταλιστική εναλλακτική.

Σημειώσεις

1. Πάνος Γκαργκάνας, Η ανάκαμψη της κρίσης, Σοσιαλισμός από τα κάτω 115, Μάρτης-Απρίλης 2016, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=843 και Alex Callinicos, Intimations of mortality, ISJ 150, winter 2016, http://isj.org.uk/intimations-of-mortality/

2. Yellen signals Fed will sit tight on rates amid unclear jobs outlook, Financial Times 7 June 2016.

3. Abe puts off sales tax rise in bid to deliver fresh economic boost, Financial Times 2 June. Βλέπε επίσης «Και τώρα ανάπτυξη ή πίσω στο 2008;» Εργατική Αλληλεγγύη 1225, 1 Ιούνη 2016, http://ergatiki.gr/article.php?issue=1225&id=13801

4. Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani, and Davide Furceri, Neoliberalism: Oversold?, Finance & Development, June 2016, Vol 53, No. 2, http://www.imf. org/external/pubs/ft/fandd/2016/06/ostry.htm

5. Άλεξ Καλλίνικος, Η (επίσημη) χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, Εργατική Αλληλεγγύη 1225, 1 Ιούνη 2016. http://ergatiki.gr/article.php?issue=1225&id=13802

6. David Harvey, A Brief History of Neoliberalism, Oxford 2005. Ελληνική έκδοση, Νεοφιλελευθερισμός : Ιστορία και παρόν, Καστανιώτης 2007.

7. Μαρία Στύλλου, Κρίση από την Ανατολή στη Δύση, περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, τεύχος 28, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998. http://socialismfrombelow.gr/pdf/28.pdf. Περιλαμβάνει την εξής «προφητική» τοποθέτηση: «Η ανάκαμψη της αμερικάνικης οικονομίας στηρίχτηκε στους χαμηλούς μισθούς. Οι τράπεζες καλύπτουν το κενό, ανοίγονται σε καταναλωτικά δάνεια. Το ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες στις αρχές του ’98 είχε φτάσει στο 3,3% της ετήσιας παραγωγής. Μέχρι πρόσφατα ο κύκλος λειτουργούσε τονωτικά για τα κέρδη και το Χρηματιστήριο. Αλλά όταν η υπερχρέωση των νοικοκυριών φτάνει σε τέτοια επίπεδα, αρχίζουν τα ερωτήματα: Από πού θα ξεπληρώσουν τις δόσεις οι εργατικές οικογένειες όταν τα μεροκάματα μένουν χαμηλά; Μπορούν οι τράπεζες να πάρουν τα λεφτά τους πίσω; Τελικά η ίδια η εσωτερική οικονομία των ΗΠΑ έβαλε τις ίδιες ανησυχίες στη Γουόλ Στριτ όπως και η αδυναμία της Ρωσίας ή της Ν.Α. Ασίας να πληρώσουν τα χρέη τους». Αυτά 10 χρόνια πριν από το κραχ του 2007-08.

8.Chris Harman, Theorising neoliberalism, ISJ 117, Winter 2008. http://isj.org.uk/theorising-neoliberalism/

9. Μαρία Στύλλου, Η κρίση των τραπεζών και η Λατινική Αμερική, περιοδικό Η Μαμή, τεύχος 4, Μάης-Ιούνης 1984. https://issuu.com/ergatiki/docs/mami4

10. Κώστας Σαρρής, Βαλκάνια-Το Ελντοράντο των ελληνικών τραπεζών, περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, τεύχος 67, Μάρτης-Απρίλης 2008, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=667.

11. Αναφέρεται από τον Άλεξ Καλλίνικος στο David Cameron’s cunning plan goes awry, ISJ 151, summer 2016, http://isj.org.uk/david-camerons-cunning-plan-goes-awry/

12. Πάνος Γκαργκάνας, Πέρα από το νεοφιλελευθερισμό, περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, τεύχος 71, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2008. http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=628. Εκεί αναφέρεται: «Το αστικό κράτος δεν είναι πανίσχυρο. Έχει τους περιορισμούς των ταξικών συμφερόντων που υπηρετεί. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με τους Financial Times: «Τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία των πέντε μεγάλων τραπεζών της Βρετανίας ισοδυναμούν με τέσσερις φορές το ΑΕΠ τους. Μια κεφαλαιακή αναδιάρθρωση της τάξης του 1% του ενεργητικού τους θα οδηγούσε στην αύξηση του χρέους της κυβέρνησης κατά ποσό ίσο με 4% του ΑΕΠ, ενώ μια κεφαλαιακή αναδιάρθρωση της τάξης του 5% θα της κόστιζε ένα 20% του ΑΕΠ». (αναφέρεται από τον Κώστα Σαρρή στην Εργατική Αλληλεγγύη Νο 838, 23/10/2008).

Οι τράπεζες έχουν γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και τα ισχυρότερα κράτη κινδυνεύουν να γονατίσουν από τα χρέη, αν προσπαθήσουν να σώσουν τις τράπεζες με όρους εμπορικούς, όπως κάνουν αυτή τη στιγμή».