Άρθρο
Οι πρόσφυγες της Αραβικής Άνοιξης

Πρόσφυγες στη διαδήλωση μπροστά στο Δημαρχείο

Ο Αμτζάντ αλ Φαχούρι, πρόσφυγας από τη Συρία, μίλησε στον Γιώργο Πίττα για τις επαναστατικές εμπειρίες που κουβαλάει όλος αυτός ο κόσμος που βρίσκεται αντιμέτωπος με την Ευρώπη - Φρούριο.

Πήρες ενεργά μέρος στη Συριακή αραβική άνοιξη το 2011. Μπορείς να μας πεις την εμπειρία σου από αυτήν την επανάσταση;

To όνομά μου είναι Αμτζάντ, είμαι 36 χρονών, κατάγομαι από την πόλη Χαμά που βρίσκεται στην κεντρική Συρία, έχω σπουδάσει νομικά με ειδικότητα στη διεθνή νομολογία και σήμερα είμαι πρόσφυγας.

Η πόλη μου καταστράφηκε πριν από 35 χρόνια από τον Χαφέζ Αλ Άσαντ πατέρα του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Το 1982 κορυφώθηκε ένας ξεσηκωμός σε μια σειρά από πόλεις της Συρίας, στο Χαλέπι, στην Λατάκια και έφτασε και στη πόλη μου τη Χαμά ενάντια στο μονοκομματικό καθεστώς.

Ο πρόεδρος Χαφέζ Αλ Άσαντ απείλησε ότι θα καταστρέψει την πόλη και θα φυτέψει πατάτες αντί για ανθρώπους. Και το έκανε. Το 1982 ο στρατός κατέστειλε την εξέγερση. Πολύς κόσμος αντιστάθηκε, πολέμησε μέσα από τα ίδια του τα σπίτια. Αυτό το καθεστώς το χρέωσε στη Μουσουλμανική Αδελφότητα αποκαλώντας τους «τρομοκράτες». Στην πραγματικότητα ήταν μια αυτοάμυνα. Ο στρατός σκότωσε δεκάδες χιλιάδες (σ.σ. οι εκτιμήσεις κυμαίνονται ανάμεσα στις 20.000 - 40.000) κατοίκους της πόλης, δεκάδες χιλιάδες κλείστηκαν στις φυλακές και χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν, σε μια πόλη που τότε είχε 250.000 κατοίκους. Ένα μεγάλο μέρος της πόλης καταστράφηκε ολοσχερώς.

Η ιστορία της πόλης και μαζί και η οργή πέρασε σε μας, στη νεότερη γενιά, μέσα από τις ιστορίες που μας είπαν οι γονείς και οι παππούδες μας που τα έζησαν. Μετά, η πόλη αποκλείστηκε, οι κάτοικοί της βίωσαν διακρίσεις, κανείς δεν μπορούσε να εργαστεί σε οποιοδήποτε δημόσιο πόστο «γιατί είναι από τη Χαμά». Πολλοί από εμάς έφυγαν από τη Συρία και πήγαμε σε άλλες αραβικές χώρες, για να βρούμε δουλειά. Εγώ βρήκα δουλειά στο Ντουμπάι, όπου ζούσα και εργαζόμουν από το 2000 ως το 2011 παίρνοντας πολύ καλό μισθό.

Όταν το 2011 έγινε η επανάσταση στην Αίγυπτο και είδαμε το καθεστώς εκεί να καταρρέει, αυτό άναψε τη φλόγα μέσα μου και με ώθησε να γυρίσω πίσω στη Συρία. Έφτασα στην πόλη μου Φλεβάρη του 2011, με σκοπό να δω καταρχήν τι συμβαίνει, τι σκέφτεται ο κόσμος για όλα αυτά που συμβαίνουν. Στους πατεράδες και τους παππούδες μας, ήταν ριζωμένος ο φόβος. Η οργή ήταν πιο δυνατή μέσα στη νέα γενιά.

Μια μικρή ομάδα ατόμων αποφασίσαμε να πάρουμε την πρωτοβουλία για να οργανώσουμε ειρηνικές διαδηλώσεις, όπως ο Γκάντι στην Ινδία. Για να το πετύχουμε έπρεπε να οργανωθούμε. Στην πόλη, όλα αυτά τα 30 χρόνια ίσχυε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και απαγορευόταν σε πάνω από τρία πρόσωπα να στέκονται μαζί, γιατί αυτό ήταν διαδήλωση. Έτσι είπαμε, έστω και δέκα άνθρωποι, να προσπαθήσουμε να διαδηλώσουμε και μετά να δούμε τι θα γίνει.

Επιλέξαμε να το κάνουμε αυτό την Παρασκευή μετά την προσευχή, σε ένα από τα τζαμιά της πόλης. Μιλήσαμε με όσο περισσότερους μπορούσαμε προσωπικά και όταν βγήκαμε από το τζαμί αυτή η μικρή ομάδα αρχίσαμε να φωνάζουμε συνθήματα: «Βοηθήστε τα αδέλφια σας στην Νταρά». Την προηγούμενη βδομάδα είχε γίνει διαμαρτυρία στην πόλη Νταρά, κάποια νέα παιδιά έγραψαν στους τοίχους συνθήματα ενάντια στο καθεστώς και αυτό τα συνέλαβε, τα χτύπησε πολύ άσχημα και ένα από αυτά πέθανε. Οι άνθρωποι στη Νταρά απευθύνθηκαν στο καθεστώς για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους, αλλά οι εκπρόσωποι του καθεστώτος δεν δέχτηκαν, είπαν φέρτε τη μάνα του παιδιού θα της κάνουμε καινούργια παιδιά. Αυτά τα μαθαίναμε μέσα από το facebook όπου η επικοινωνία γινόταν συνθηματικά. Η αστυνομία δεν θέλησε να μας συλλάβει εκείνη τη στιγμή, ίσως γιατί αν μας έπιαναν αμέσως, μετά θα μαζεύονταν και οι οικογένειές μας και θα γινόμασταν περισσότεροι. Μας είπαν να φύγουμε και να πάμε σπίτι μας.

Αυτή η πρώτη μικρή διαμαρτυρία θορύβησε τον κόσμο. Μας έλεγαν «είστε τρελοί» που το κάνετε αυτό. ‘Ενας φίλος κατέγραψε το γεγονός και το έστειλε στο Aλ Τζαζίρα. Η αστυνομία ισχυριζόταν ότι τη διαδήλωση την έκαναν δέκα «μεθυσμένοι». Αλλά για τον κόσμο που το είδε ήταν μια τεράστια έμπνευση, άρχισαν να μας προσεγγίζουν. ‘Ενας ηλικιωμένος φίλος της οικογένειάς μου, 80 ετών με αναγνώρισε και ήλθε και μου είπε: «Είστε πολύ γενναίοι που το κάνατε αυτό. Ό, τι θέλετε να μου πείτε να κάνω για να βοηθήσω θα το κάνω» και επειδή ήξερε πολύ κόσμο, του είπαμε να τον κινητοποιήσει.

Την επόμενη Παρασκευή αποφασίσαμε να κάνουμε παρόμοιες διαδηλώσεις σε περισσότερα τζαμιά. Για να μην έρθει η αστυνομία, παίξαμε στο facebook το «φάντασμα», δηλαδή είχαμε δημοσιοποιήσει άλλα σημεία σαν χώρους συγκέντρωσης και μέχρι να φτάσουν εκεί που γινόταν η διαδήλωση εμείς είχαμε διαλυθεί. Το αποτέλεσμα ήταν να διαδηλώσουν εκατοντάδες βγαίνοντας από τα τζαμιά, αυτή τη φορά και γυναίκες και μεγαλύτεροι άνθρωποι. Κυκλοφόρησαν ξανά στα διεθνή ΜΜΕ εικόνες από αυτές τις διαμαρτυρίες που επαναλήφθηκαν μια βδομάδα αργότερα. Αυτά συνέβαιναν Μάρτη και Απρίλη του 2011. Όμως η αστυνομία άρχισε πια να φυλάει κάθε δρόμο γύρω από τα τζαμιά, έτσι αλλάξαμε σχέδιο. Η ιδέα ήταν πια να διαδηλώνουμε τα απογεύματα ανά γειτονιά.

Το καθεστώς έβλεπε ότι οι διαδηλώσεις απλώνονταν αντί να σταματάνε και έψαξαν για άλλη διέξοδο. Πήγαν στους πλούσιους που ελέγχουν οικονομικά την πόλη. Τότε μας προσέγγισε ένας από αυτούς, ρωτούσαν εκ μέρους του καθεστώτος τι ακριβώς ζητάμε. Το μόνο που είπαν ότι μπορούσαν να κάνουν είναι να στείλουν στην πόλη μια οικονομική βοήθεια και να προσλάβουν την επόμενη χρονιά 30 άτομα σε δημόσια υπηρεσία. Φαντάζεσαι που θα κατέληγε η οικονομική βοήθεια, στους ίδιους. Τους είπαμε ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτούμε, θα παραμείνουμε στο δρόμο. Γιατί για να μας πλησιάσει το καθεστώς για διαπραγματεύσεις πήγαινε να πει ότι μας φοβόταν.

Την επόμενη κινητοποίηση την κάναμε στην παλιά πόλη. Τα σπίτια είναι το ένα δίπλα στο άλλο ή και συνδεδεμένα το ένα με το άλλο, οι δρόμοι στενοί, ξέραμε πως θα κινηθούμε, πως θα φύγουμε. Αυτή η διαδήλωση πετύχαμε και ανέβηκε ζωντανή 5 λεπτά στο Αλ Τζαζίρα και στο Οριεντ ΤV, μπροστά στο μεγάλο νερόμυλο. (σ.σ. Η Χαμά φημίζεται για τους παλιούς νερόμυλους στον ποταμό Ορόντη).

Η αστυνομία άρχισε να μας βομβαρδίζει με δακρυγόνα, αλλά φοβήθηκαν να μπουν μέσα στην παλιά πόλη, είναι το κομμάτι που είχε γλιτώσει από το μαζικό βομβαρδισμό του στρατού του 1982. 2-3000 άτομα συμμετείχαν σε αυτή τη διαδήλωση και από εκεί και πέρα όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να μας πλησιάζει. Σε μια πόλη 800.000 περίπου κατοίκων υπάρχει μεν αρκετός κόσμος, αλλά όλοι γνωρίζονται, οικογένειες, ξαδέλφια, φίλοι. Δεν γινόταν πλέον να λειτουργούμε όπως πριν. Χωριστήκαμε σε 25 μικρές ομάδες των πέντε ανθρώπων, που είχαν επικοινωνία μεταξύ τους. Δρούσαμε μέσα στον κόσμο χωρίς να δηλώνουμε ότι είμαστε σε αυτό το οργανωμένο δίκτυο. Δεν χρησιμοποιούσαμε κινητά, οι επικεφαλής στις ομάδες ξέραμε μόνο έναν από κάθε άλλη ομάδα και δώσαμε όρκο αίματος να πεθάνουμε παρά να δώσουμε ονόματα, ώστε να μην μπορεί να καταστραφεί το δίκτυο γιατί ήδη είχαν αρχίσει οι συλλήψεις, η αστυνομία ερχόταν στα σπίτια.

Μέχρι το τέλος του Μάη, οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν κυρίως στην παλιά πόλη με επιθέσεις της αστυνομίας. Είχαμε την επικοινωνία με τη Νταρά και αποκτήσαμε με άλλες πόλεις. Βρήκαμε τρόπους να επικοινωνούμε χωρίς να μας εντοπίζει το καθεστώς μέσα από ψεύτικους σέρβερ που μας έδειχνε να βρισκόμαστε σε άλλες χώρες, μέσα από προγράμματα που έκρυβαν την ταυτότητα των υπολογιστών, χρησιμοποιώντας κωδικούς στο γράψιμο των φράσεων. Τα δίκτυα που υπήρχαν σε κάθε πόλη άρχισαν να συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι οι διαδηλώσεις άρχισαν να έχουν σε όλη τη Συρία συγκεκριμένα αιτήματα. Πχ, την τάδε μέρα η επανάσταση διαδηλώνει για ελευθερία, την τάδε για δημοκρατία, την άλλη μέρα ενάντια στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την άλλη ενάντια στον τάδε νόμο. Μαζικές διαδηλώσεις συνέβαιναν πια σε πόλεις, ακόμα και σε χωριά σε όλη τη χώρα.

Τις πρώτες μέρες του Ιούνη, το καθεστώς αποφάσισε να προχωρήσει σε άλλο επίπεδο βίας. Μέχρι τότε υπήρχαν νεκροί σε άλλες πόλεις, ένας στη μια πόλη, τρεις στην άλλη, που το καθεστώς μπορούσε να προβάλει σαν «ατυχήματα». Στη Χαμά χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά και σκότωσαν 60 άτομα. Η οργή έγινε τεράστια και εκφράστηκε στις κηδείες όπου έγιναν διαδηλώσεις. Ο στρατός έκανε την εμφάνισή του έξω από την πόλη. Λίγες μέρες πριν αυτή τη σφαγή πάνω από μισό εκατομμύριο κάτοικοι, συμμετείχαν στη μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ποτέ στη Χαμά.

Αποφασίσαμε ότι πρέπει να περάσουμε και εμείς σε άλλο επίπεδο. Η ιδέα ήταν να γίνει τρεις μέρες απεργία, να κλείσουν όλα στην πόλη, μαγαζιά, τα πάντα. Και το κάναμε, δηλαδή το έκανε ο κόσμος. Τότε ήρθαν ξανά οι πλούσιοι μετά την πρώτη μέρα για διαπραγμάτευση για να μας πουν να σταματήσουμε γιατί κάθε μέρα που έχει απεργία η πόλη (δηλαδή το καθεστώς, γιατί στη Συρία δεν έχεις μεγάλο μαγαζί ή εργοστάσιο αν δεν είσαι με το καθεστώς) χάνει 400.000 δολάρια.

Αλλά δεν κάναμε πίσω. Είπαμε αν είναι έτσι τότε με 10 μέρες απεργία, το καθεστώς θα χάσει 4 εκατομμύρια δολάρια, θα τους δημιουργήσουμε οικονομική κρίση και θα πέσουν. Πολλοί διαφώνησαν, έλεγαν ότι το καθεστώς έχει λεφτά και θα αντέξει, τελικά συμφωνήσαμε για τρεις μέρες, η απεργία όμως τελικά συνεχίστηκε. Αφορούσε τα εργοστάσια, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα μαγαζιά και ήταν προς τα έξω, δηλαδή, ο κόσμος μπορούσε να ψωνίσει τα απαραίτητα στα μαγαζιά της γειτονιάς. Προχωρήσαμε σε συνεννόηση με τους αγρότες από χωριά της περιοχής, ότι κάνουμε γενική απεργία και ό, τι θα προμηθεύουν τα προϊόντα μόνο για τις ανάγκες των κατοίκων. Και το έκαναν χωρίς να πάρουν καθόλου λεφτά.

Μαζί με τη γενική απεργία αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε αποκλεισμό της πόλης, δηλαδή να σηκώσουμε μεγάλα οδοφράγματα στις κεντρικές εισόδους της πόλης. Έτσι όσοι πήγαιναν να δουλέψουν, τους λέγαμε με ωραίο τρόπο συγνώμη δεν περνάτε έχουμε κλείσει. Στα μεγάλα μαγαζιά και στα εργοστάσια οι ιδιοκτήτες είχαν γίνει έξαλλοι, δεν μας αποδέχτηκαν, αλλά αυτό δεν είχε σημασία γιατί οι εργάτες ήταν μαζί μας. Έκλεισαν τις μηχανές και τελειώσαμε.

Στο τέλος αποκλείσαμε όλη την πόλη με οδοφράγματα, αρχικά τις κεντρικές αρτηρίες και μετά και άλλους δρόμους. Δεν μπορούσαν να περάσουν λεωφορεία, φορτηγά, αυτοκίνητα. Η αστυνομία είχε κρυφτεί μέσα στα αστυνομικά τμήματα. Τους στείλαμε μήνυμα μέσα σε 48 ώρες να έχουν φύγει από την πόλη, διαφορετικά θα κάψουμε τα αστυνομικά τμήματα. Τους δώσαμε οδό διαφυγής να πάρουν μαζί τους ό, τι θέλουν και να φύγουν, με την προϋπόθεση να μην οπλοφορούν. Και έτσι έγινε, άφησαν τα τμήματα και έφυγαν, υπήρχαν και κάποιοι από αυτούς που ήταν μαζί μας. Το ζήτημα δεν ήταν πλέον αν διαδηλώνουμε αλλά ο έλεγχος της πόλης, ο οποίος γινόταν στα οδοφράγματα.

Οι πλούσιοι όταν είδαν ότι έφυγε η αστυνομία πανικοβλήθηκαν, αλλά δεν έφυγαν από την πόλη, κρύφτηκαν στα σπίτια τους. Η λογική τους ήταν αν νικήσει η επανάσταση, να μην χρεωθούν ότι είναι στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αν πάλι χάσει, να μπορούν να συνεχίσουν, όπως παλιότερα. Μαζέψαμε πληροφορίες για το ποιοι είναι πραγματικά μαζί μας και ποιοι υποκρίνονταν και υπήρχαν κάποιοι που μας στήριξαν.

Οι 25 ομάδες που είχαμε στήσει ανέλαβαν να συντονίζουν και να καθοδηγούν τον κόσμο, αν και αυτό δεν γινόταν ανοιχτά, ας το πούμε έτσι, είχαμε φτιάξει μια μικρή κυβέρνηση, προσπαθούσαμε να δώσουμε ένα σχέδιο, μια κατεύθυνση. Αλλά στην ουσία την πόλη την έτρεχε ο ίδιος ο κόσμος, συζητούσαν μεταξύ τους πως θα λύσουν τα καθημερινά προβλήματα, να κάνουμε εκείνο, να κάνουμε το άλλο. Παράδειγμα, το νοσοκομείο που συνέχισε να λειτουργεί κανονικά, είχαμε επαφές με τους γιατρούς που ζητούσαμε να μας στηρίξουν, αλλά αυτοί είχαν τη γνώση που εμείς δεν είχαμε, για να λειτουργήσουν το νοσοκομείο. Εμείς ζητούσαμε από τον καθένα ξεχωριστά να δουλεύει σαν μια μηχανή.

Υπήρχε ρίσκο, από την πρώτη βδομάδα που ξεκίνησε η απεργία και έφυγε η αστυνομία, τι θα γινόταν αν κάποιοι άρχιζαν να κλέβουν ή να κάνουν κάτι κακό. Φτιάξαμε ομάδες περιφρούρησης, δεν χρειαζόμασταν την αστυνομία. Αλλά χρειαζόταν να λειτουργεί το δικαστήριο για να παίρνει αποφάσεις για ζητήματα που θα προκύπτανε. Υπήρξαν αυτό το διάστημα κάποιες περιπτώσεις που έγιναν δίκες.

Αλλά οι άνθρωποι γενικά ήταν ευτυχισμένοι που ήταν στο δρόμο και έκαναν αυτό που εκείνοι ήθελαν, αισθάνονταν για πρώτη φορά ελεύθεροι, ότι είναι πραγματικά ελεύθεροι. Μέσα στους δύο μήνες δεν αναφέρθηκε ούτε μια ληστεία, δεν καταστράφηκε κανένα δημόσιο κτίριο, εκτός από το παλιό Αστυνομικό Τμήμα, σύμβολο της καταστολής το 1982, που το κάψαμε. Ζητούσαμε από όλους τους κατοίκους να είναι καθημερινά στις πλατείες και τους δρόμους. Κοιμόμασταν στους δρόμους, οι γυναίκες στα σπίτια μαγείρευαν φαγητό και το έστελναν στις πλατείες, τα εστιατόρια μας έδιναν φαγητό επίσης. Αλλά και οι γυναίκες έμεναν και αυτές στην πλατεία, και τα παιδιά το ίδιο, πολλές φορές το μαγείρεμα γινόταν εκεί. Και ήταν όλοι και όλες απόλυτα ασφαλείς.

Αυτά τα έδειχναν στα αραβικά ΜΜΕ και το καθεστώς τρελαινόταν. Άρχισαν να κυκλοφορεί η φήμη ότι το καθεστώς θα κόψει το ηλεκτρικό και το νερό, τις επικοινωνίες. Το καθεστώς είναι έξυπνο, εμείς έπρεπε να σκεφτόμαστε δύο-τρία βήματα μπροστά. Έτσι, πήγαμε στους ιδιοκτήτες των εργοστασίων που είχαν γεννήτριες και τους είπαμε ότι θα τις χρειαστούμε αν κοπεί το ρεύμα. Πανικοβλήθηκαν στην ιδέα, αλλά το αποδέχτηκαν. Σε δέκα μέρες πράγματι έκοψαν το ρεύμα και χρειάστηκε να τις χρησιμοποιήσουμε αλλά επιπλέον απειλήσαμε τον Ασαντ ότι και εμείς θα σαμποτάρουμε το σταθμό παραγωγής ενέργειας που δίνει ρεύμα και σε άλλες πόλεις, ακόμα και στη Δαμασκό. Μετά το ρεύμα ξαναήρθε. Όταν κόπηκε η επικοινωνία χρησιμοποιούσαμε δορυφορικό σήμα για να επικοινωνούμε μεταξύ μας, με άλλες πόλεις, να επικοινωνήσουμε με δημοσιογράφους, όπως το BBC που ήλθε στην πόλη και πρεσβευτές διαφότων χωρών, νομίζαμε τότε ότι ο Ομπάμα θα έκανε κάτι για να βοηθήσει και ήρθε στη Χαμά ο πρεσβευτής των ΗΠΑ.

Το μήνυμα του Άσαντ μετά από όλα αυτά ήταν ανοίξτε την πόλη ή θα την ανοίξω εγώ. Ξέραμε, από την εμπειρία του 1982, ότι ήταν θέμα χρόνου να μπει ο στρατός. Παρά το πανηγυρικό κλίμα, όλοι είχαμε το φόβο τι ακριβώς θα κάνουμε, γιατί εμείς δεν ήμασταν οπλισμένοι. Ήδη είχαν σκοτώσει διαδηλωτές, ενώ προκειμένου να σπείρουν την τρομοκρατία στον κόσμο αποκεφάλισαν ένα τραγουδιστή που είχε γράψει τραγούδι για την επανάσταση. Επίσης ξέραμε ότι ο στρατός είχε ήδη πάει σε άλλες πόλεις.

Η απεργία και η πολιορκία της πόλης συνεχίστηκε για βδομάδες μέχρι τέλη Ιουλίου. Την 1η Αυγούστου ο στρατός μπήκε στη Χαμά, πυροβολώντας στο ψαχνό και βομβαρδίζοντας στις γειτονιές που είχαν χτιστεί μετά το 1982 και όχι το ιστορικό κέντρο για να μπορεί μετά να φέρει τα ΜΜΕ και να δείξει ότι τάχα δεν βομβάρδισε την πόλη.

Μέσα σε ένα μήνα είχε πάρει τον πλήρη έλεγχο της πόλης, οπότε άρχισαν μαζικές συλλήψεις. Με συνέλαβαν, με πήγαν στη βασική φυλακή της Δαμασκού, κατηγορούμενο για τρομοκρατικές πράξεις, για να με ανακρίνουν. Για τρεις μέρες ήμουν κρεμασμένος από τα χέρια μου. Έμεινα συνολικά 33 μέρες.

Από τον Ιανουάριο του 2012 επιβλήθηκε στην πόλη απαγόρευση της κυκλοφορίας πριν τις 7 το πρωί και μετά τις 4 το μεσημέρι. Οι συλλήψεις είχαν σαν στόχο, όχι μόνο να βρουν αυτούς που ήταν οι μπροστάρηδες στην επανάσταση, αλλά γίνονταν μαζικά για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Η λογική ήταν απλή, αφού διαδήλωνε όλη η πόλη, όλη η πόλη έπρεπε να συλληφθεί έστω και για λίγες μέρες.

Παρά την καταστολή ο κόσμος ήθελε να κάνει κάτι. Πολλοί είχαν αρχίσει να οργανώνονται ξανά σε κλειστές ομάδες, αλλά αυτή τη φορά ένοπλα, με βόμβες, σαμποτάζ, επιθέσεις σε φυλάκια και σημεία ελέγχου του στρατού. Το 2013 ο στρατός του Άσαντ είχε αντικατασταθεί από ιρανικές μιλίτσιες, φανατισμένους μισθοφόρους που πιστεύουν ότι αν σκοτώσουν όσο περισσότερους γίνεται στη Συρία, θα πάνε στον παράδεισο, αλλά που πληρώνονται 3000 δολάρια το μήνα. Ελεύθεροι σκοπευτές χτυπούσαν ό, τι κινείται, πολλές φορές απλά για παιχνίδι. Οι πράξεις αντίστασης συνεχίστηκαν, έγινε σαμποτάζ στο αεροδρόμιο που ήταν υπό τον έλεγχό τους και κάηκε μέρος του. Αλλά ήταν πολύ πιο δυνατοί από εμάς. Εμείς είμαστε κανονικοί άνθρωποι, δεν είμαστε στρατιώτες ούτε εκπαιδευμένες μιλίτσιες. Πολλές ομάδες έφυγαν από την πόλη, αλλά εγώ παρέμεινα και παρείχα ενημέρωση τι γίνεται.

Ο ντόπιος πληθυσμός της Χαμά το 2011 ήταν 800.000. Σήμερα είναι 200.000. Το 30% αυτών που λείπουν είναι είτε σκοτωμένοι είτε φυλακισμένοι είτε αγνοούμενοι και οι υπόλοιποι έχουν φύγει. Τώρα στην πόλη έχουν έρθει χιλιάδες πρόσφυγες από άλλες πόλεις, ενώ από το Μάιο του 2015 ήρθαν 1000 Ρώσοι στρατιώτες για να ελέγχουν την κατάσταση μαζί με την ιρανική μιλίτσια.

Από τον Ομπάμα μέχρι τον Πούτιν και από τον Άσαντ μέχρι τον Ερντογάν όλοι ισχυρίζονται ότι στη Συρία πολεμάνε τους "τρομοκράτες" ή τους "ισλαμιστές τρομοκράτες. Τι πραγματικά συμβαίνει σήμερα; Ποια μπορεί να είναι η διέξοδος;

Στις διαδηλώσεις δεν είχαμε πολιτικούς ή θρησκευτικούς φραγμούς, συμμετείχαν από όλες τις θρησκείες, χριστιανοί, ακόμα και αλαουίτες, που είναι το θρήσκευμα του Άσαντ και οι οποίοι στην πλειοψηφία τους στελεχώνουν τις κρατικές θέσεις. Εγώ δεν είμαι θρησκόληπτο άτομο αλλά ακόμη πιστεύω στο θεό. Στη φυλακή, σε ένα αλαουίτη (σ.σ. αλαουίτες μουσουλμάνοι είναι περίπου το 12% του πληθυσμού της Συρίας και στελέχωσαν εδώ και δεκαετίες τον κρατικό μηχανισμό της δυναστείας των Ασαντ που είναι αλαουίτες) του έκαναν 10 φορές τα βασανιστήρια που έκαναν σε μένα, γιατί δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι ήταν ενάντια στο καθεστώς και εκείνος τους έλεγε ο στρατός σας σκότωσε τον πατέρα μου όχι οι «τρομοκράτες».

Αυτός που είναι εξουσία κατηγορεί όποιον διαφωνεί μαζί του για τρομοκράτη, σαν δικαιολογία προς τη διεθνή κοινότητα για τα εγκλήματα που διαπράττει εναντίον του. Η Συρία μας κατηγορεί για τρομοκράτες προκειμένου να μας σκοτώσει. Η Ρωσία μας αποκαλεί «ισλαμιστές» τρομοκράτες, δηλαδή αν είσαι μουσουλμάνος είσαι και τρομοκράτης - λες και η ιρανική μιλίτσια με την οποία συνεργάζεται δεν είναι ακριβώς αυτό που μας κατηγορεί. Πριν μερικά χρόνια οι ΗΠΑ χαρακτήρισαν τον Σαντάμ "τρομοκράτη" για να εισβάλουν στο Ιράκ. Τώρα το τουρκικό κράτος λέει ότι οι Κούρδοι είναι τρομοκράτες. Το ζήτημα με τους τρομοκράτες είναι ζήτημα εξουσίας. Τη δεκαετία του ’70 η Βρετανία κατηγορούσε τους Ιρλανδούς για τρομοκράτες. Που είναι ο IRA σήμερα; Είναι μέρος μιας κυβέρνησης.

Η αλήθεια είναι ο συριακός στρατός, οι Ρώσοι στρατιώτες και η ιρανική μιλίτσια δεν πολεμάνε με το ISIS πουθενά. Βλέπεις στην τηλεόραση, ότι το καθεστώς, η Ρωσία, το ΝΑΤΟ, όλοι βομβαρδίζουν το ISIS, αλλά δεν είναι αλήθεια. Αν πέσει το καθεστώς του Άσαντ την επόμενη μέρα δεν θα υπάρχει ούτε το ISIS. Θα πάρει ο λαός την κατάσταση στα χέρια, εμείς ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε μετά τα πράγματα.

Είναι ένα καθεστώς το οποίο από την πρώτη στιγμή κατήγγειλε σαν τρομοκράτες ένα κίνημα που ξεκίνησε με μεγάλες ειρηνικές διαδηλώσεις. Μετά από δύο-τρεις μήνες μας κατήγγειλε σαν ναρκομανείς και αλκοολικούς που ελεγχόμαστε από άλλους. Μετά είπε ότι μας υποστηρίζει η Σαουδική Αραβία. Και τώρα προσπαθεί να δείξει ότι πολεμάει τους ισλαμιστές. Γιατί; Για να κατοχυρώσει στη Δύση, ότι το καθεστώς θα είναι κομμάτι της λύσης αυτού του ζητήματος. Όμως η όποια λύση, αν βρεθεί δεν μπορεί να περιλαμβάνει το καθεστώς του Ασαντ μετά από τέτοια καταστροφή.

Όσο για τον ρόλο των ΗΠΑ, όταν το καθεστώς χτύπησε με χημικά όπλα και ο αμερικάνικος στόλος εμφανίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο, οι περισσότεροι αξιωματικοί του Άσαντ έτρεξαν να κρυφτούν. Όμως ξαναγύρισαν σε μια βδομάδα, όταν ΗΠΑ και Ρωσία τα βρήκαν.

Όμως ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες συνεχίζονται και οι διαδηλώσεις στη Συρία. Έστω και πενήντα, εκατό άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν συνθήματα, αλλά πότε; Στα διαλείμματα των βομβαρδισμών και με το φόβο των ελεύθερων σκοπευτών. Ό, τι και να συμβεί όμως δεν πρόκειται να εγκαταλείψουμε την επανάσταση. Η επανάσταση θα νικήσει. Χρειάζεται να είμαστε πιο οργανωμένοι, να αλλάξουμε και πράγματα στον τρόπο που σχεδιάζουμε και οργανώνουμε.

Πότε αποφάσισες να φύγεις;

Αποφάσισα να φύγω από τη χώρα όταν η ιρανική μιλίτσια με συνέλαβε ξανά τον Ιούνιο του 2015. Με άφησαν ελεύθερο, αλλά μου απαγόρευσαν να βγω από την πόλη. Παρακολουθούσαν εμένα και τη γυναίκα μου συνέχεια, μετά δεν με άφησαν να γράψω το γιο μου στο ληξιαρχείο. Άφησα πίσω μου ένα καλό σπίτι που το φτιαξα δουλεύοντας 10 χρόνια. Στεναχωριέμαι για όλα αυτά που μου λείπουν, την πόλη μου, τους φίλους μου, άλλοι έχουν πεθάνει, άλλοι έχουν φύγει, άλλοι είναι φυλακή, άλλοι αγνοούμενοι, κάποιοι παραμένουν εκεί, αλλά δεν είναι όπως πριν, όταν είχες εκατοντάδες χιλιάδες στο δρόμο. Όμως αισθάνομαι χαρούμενος για αυτά που έκανα για το λαό.

Δεν ήθελα να έρθω στην Ευρώπη, ήθελα να είμαι κοντά στη Συρία για να έχω επαφή με τους συναγωνιστές μου και αν χρειαστεί να πολεμήσω μαζί τους - αν και δεν είμαι το είδος του πολεμιστή είμαι το είδος του ανθρώπου που οργανώνει. Ήθελα να μείνω στην Τουρκία και να δουλέψω γιατί τα λεφτά μου είχαν εξανεμιστεί - και εδώ με δανεικά μπόρεσα να φτάσω. Εκεί δούλευα 16 ώρες για να μου δώσουν 25 ευρώ τη μέρα, αλλά ούτε… Μετά από δύο μήνες δουλειάς μου έδωσαν 400 ευρώ. Η γυναίκα μου έχει πρόβλημα με την καρδιά της, χρειάζεται να κάνει εγχείρηση. Έτσι αποφασίσαμε να φύγω για την Ευρώπη. Δούλεψα τον Γενάρη και τον Φλεβάρη στη Σμύρνη έβγαλα κάποια λεφτά και μετά πέρασα στην Ελλάδα σε μια βάρκα με 50 άτομα στο Φαρμακονήσι, μετά Λέρος και στις 10 Μαρτίου στον Πειραιά.

Ποια είναι η εμπειρία σου στην Ελλάδα;

Όταν είδα την κατάσταση στον Πειραιά έπαθα κυριολεκτικά σοκ. Με τα 50 άτομα που ταξιδέψαμε μαζί λειτουργούσαμε σαν ομάδα. Θέλαμε να συνεχίσουμε προς τα πάνω, αλλά όταν είδαμε ότι τα σύνορα είναι κλειστά αποφασίσαμε να κάνουμε εδώ αίτηση για πρόγραμμα relocation. Όμως οι μέρες και οι βδομάδες πέρναγαν και δεν γινόταν τίποτα. Ταυτόχρονα άρχισε να υπάρχει πίεση να αδειάσει το λιμάνι. Τα μέρη που θέλουν να μας πάνε, πχ στη Λάρισα είναι σαν φυλακή. Από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ μας είπαν ότι τα πράγματα δεν είναι καλά εκεί, ότι τον έλεγχο τον έχει ο στρατός, μας είπαν να κάνουμε λίγο υπομονή μέχρι αυτό να αλλάξει, αλλά ότι στο μεταξύ oι ίδιοι δεν πρόκειται να έχουν παρουσία εκεί ακριβώς λόγω του στρατού!

Ήρθε ένας αξιωματικός και μας πίεζε να φύγουμε, του είπαμε είμαστε έτοιμοι, μόνο να μας δείξεις το χώρο που μας πας πρώτα, δεν μας έλεγε καν που θα πάμε. Τελικά μας έδειξε κάτι άθλιες φωτογραφίες. Του είπαμε, ποιον θες να πιστέψουμε την οργάνωση του ΟΗΕ ή έναν αξιωματικό;

Οι ΜΚΟ δεν κάνουν τίποτα, κανένα σύστημα δεν δουλεύει στον Πειραιά, ακόμα και το φαγητό μας το παρέχουν ιδιώτες, ο κόσμος ο ίδιος φέρνει φαγητό. Οι εθελοντές που μας βοηθάνε, η Σοφία, η Στέλλα, η Ελιάνα, καθημερινοί άνθρωποι, εγώ τις αποκαλώ αγγέλους. Παίρνουν ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους για να κάνουν μπάνιο, να καθαριστούν, ή προσκαλούν κόσμο σε γεύμα.

Xρειάστηκε να έρθουμε ξανά και ξανά σε σύγκρουση και να απαιτήσουμε από όλους, από την UNCHR, την κυβέρνηση προκειμένου να αρχίσουν να γίνονται κάποια πράγματα. Προσπαθήσαμε να κάνουμε μόνοι μας μια διαδήλωση μπροστά στο κοινοβούλιο τον Απρίλη, αλλά αυτό που συνέβη ήταν ότι η αστυνομία σταμάτησε τον κόσμο, 130 άτομα στην Ομόνοια και κάποιους ακόμα στο Μοναστηράκι, και τους κράτησε μέχρι το πρωί, και έτσι φτάσαμε περίπου 40 στο Σύνταγμα.

Στον Πειραιά, είχαμε ξεκινήσει ένα μικρό σχολείο, για να μαθαίνουν αγγλικά όλοι οι πρόσφυγες, Σύριοι, Αφγανοί, απ όπου και αν κατάγονται. Για αυτό πήραμε την πρωτοβουλία τρεις Σύριοι, δύο Αφγανοί, ένας Κούρδος και ένας Ιρανός. Ο Μούσλιμ είναι από το Ιράν και είναι ο καλύτερος φίλος μου, μου λένε πολλοί Σύριοι "οι Ιρανοί μας σκοτώνουν στη Συρία", τους λέω δεν με νοιάζει, είναι καλός άνθρωπος και είναι φίλος μου. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο.

Μετά πήραμε αυτήν την εμπειρία, τη μεταφέραμε στον Σκαραμαγκά και τώρα έχουμε αυτό το σχολείο, που τώρα μαθαίνουν πέρα από αγγλικά και γαλλικά και ελληνικά - που στην αρχή προσπάθησαν να μας το απαγορεύσουν κάποιες ΜΚΟ που είναι εκεί, γιατί η συμφωνία ήταν, είπαν, να μάθουμε ζωγραφική και μουσική - λες και το πιο χρήσιμο πράγμα στη ζωή χιλιάδων προσφύγων αυτή τη στιγμή είναι να μάθουν να ζωγραφίζουν.

Τι ζητάτε από την ελληνική κυβέρνηση;

Πρώτα από όλα θέλουμε να ξέρουμε τι γίνεται με τις αιτήσεις που κάνουμε, ποια είναι η πραγματική διαδικασία, ποιο είναι το σύστημα για το οποίο μιλάνε ότι θα λειτουργήσει αλλά στην ουσία δεν υφίσταται. Το Skype δουλεύει ελάχιστες ώρες και όταν δουλεύει δεν απαντάνε. Όταν ρωτάς την κυβέρνηση σε παραπέμπει στην Ύπατη Αρμοστεία και όταν ρωτάς αυτούς σε παραπέμπουν σε ΜΚΟ και αυτές σε παραπέμπουν στο Praxis, είναι ένας φαύλος κύκλος. Ούτε οι ίδιοι ξέρουν τι ακριβώς θέλουν να κάνουν με τους πρόσφυγες.

Εμείς θέλουμε οι αιτήσεις να προχωρήσουν γρήγορα, θέλουμε να ξέρουμε ποια ακριβώς είναι η διαδικασία είτε πρόκειται για πρόγραμμα relocation είτε για επανένωση, είτε οποιοδήποτε πρόγραμμα. Θέλουμε σε αυτά τα προγράμματα να μπορούν να είναι όλοι όχι μόνο οι πρόσφυγες αλλά και όσοι χαρακτηρίζονται μετανάστες, που στην ουσία δεν τους δίνουν χαρτιά. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να κινούνται ελεύθερα, να πάνε στη Γαλλία, τη Γερμανία, εκεί που οι ίδιοι θέλουν.

Το δεύτερο αίτημά μας είναι ότι δεν θέλουμε να μείνουμε σε άθλια στρατόπεδα, που τον έλεγχο τον έχει ο στρατός, που είναι σαν απομονωμένες φυλακές. Ο οποιοσδήποτε χώρος φιλοξενίας πρέπει να είναι οπωσδήποτε μέσα στην πόλη και να είναι αξιοπρεπής είτε σε σπιτάκια σε camp είτε να φροντίσουν να μείνουμε σε σπίτια. Αυτή είναι η δουλειά τους.

Το τρίτο αίτημα είναι εκπαίδευση. Όχι εκπαίδευση μέσα στο χώρο φιλοξενίας ή στο στρατόπεδο, αλλά επίσημη εκπαίδευση, τα παιδιά να πάνε κανονικά στο σχολείο και όταν τελειώνουν να παίρνουν τον ελεγχό τους κλπ. Αυτό ζητάμε από το υπουργείο Παιδείας.

Θέλουμε ιατροφαρμακευτική μέριμνα, γιατί ο Ερυθρός Σταυρός και οι άλλες οργανώσεις των γιατρών έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μόνο περιορισμένη δουλειά ρουτίνας. Υπάρχουν άνθρωποι με μόνιμα προβλήματα υγείας, που η παραμονή τους σε στρατόπεδα μπορεί να είναι καθοριστική για την ίδια τους τη ζωή.

Θέλουμε δουλειά. Όλοι μας έχουμε ξεμείνει πια από λεφτά. Ζητάμε από την κυβέρνηση να μας δώσει το δικαίωμα να δουλέψουμε και εμείς θα δουλέψουμε.