Άρθρο
Λένιν, Λούκατς, Γκράμσι - Τάξη και ταξική συνείδηση

Ο αγώνας της ΕΡΤ συγκλόνισε μαζικά συνειδήσ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι βασισμένο στην εισήγηση του Θανάση Καμπαγιάννη στον Μαρξισμό 2016 με θέμα την ταξική συνείδηση.

Ο τίτλος του κύκλου, κομμάτι του οποίου είναι η σημερινή συζήτηση, είναι “αν η εργατική τάξη έχει πάει στον παράδεισο”. Πρόκειται δηλαδή για το κλασικό ερώτημα του αν υπάρχει εργατική τάξη σήμερα και αν μπορεί να είναι ο φορέας της κοινωνικής αλλαγής. Ο θάνατος της εργατικής τάξης, ο “αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο”, έχει επαναληφθεί σαν ιδεολογικό μοτίβο πολλές φορές από πλήθος διανοούμενων σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Σήμερα έχουμε την τύχη να κάνουμε τη συζήτηση σε μία μέρα απεργίας στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, λόγω της ψήφισης του τρίτου μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Δεν θα είχε κανείς παρά να περιμένει σήμερα το τρόλευ ή το λεωφορείο σε μια στάση για να διαπιστώσει ο ίδιος το αν υπάρχει εργατική τάξη και το αν έχει τη συλλογική δύναμη μέσα από τη θέση της στην παραγωγή να ακινητοποιήσει τη ζωή και την κίνηση μιας ολόκληρης πόλης. Πρόκειται για μια καθαρή επιβεβαίωση της μαρξιστικής θέσης ότι ο καπιταλισμός παράγει μια τάξη, την εργατική τάξη, που λόγω της θέσης της στην παραγωγή έχει τη δύναμη να τον παραλύσει.

Αυτό όμως είναι μονάχα το μισό κομμάτι της εικόνας και ίσως και το πιο εύκολο. Η εργατική τάξη είναι σήμερα, αντικειμενικά, πολυπληθέστερη, πιο πολυεθνική, πιο μορφωμένη και γεωγραφικά πιο εξαπλωμένη από ποτέ στην ιστορία της. Τι συμβαίνει όμως υποκειμενικά; Η εργατική τάξη μπορεί να ανατρέψει το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Θέλει όμως να το κάνει; Έχει τις ιδέες, την απαραίτητη συνείδηση προκειμένου να παίξει σήμερα το ρόλο που έπαιξε η αστική τάξη πριν από κάποιους αιώνες, να ανατρέψει δηλαδή τους βασιλιάδες, τους ευγενείς και τους φεουδάρχες;

Όταν θέτουμε αυτό το ερώτημα, οι απαντήσεις που δίνονται είναι αντιφατικές, κι αυτό γιατί η ίδια η κατάσταση είναι αντιφατική. Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που η εργατική τάξη είναι πρωτοπόρα, επιδεικνύει φοβερή αγωνιστικότητα και μαχητικότητα, όπως επίσης υπάρχουν και καταστάσεις (με πιο χαρακτηριστικές στιγμές αυτές των πολέμων) όπου οι εργατικές τάξεις των αντιμαχόμενων χωρών σέρνονται στο πεδίο της μάχης και μακελεύονται για τα συμφέροντα των αφεντικών. Αυτή δεν είναι μια αντίφαση που την βλέπουμε μόνο στην ιστορία, αλλά και στη σημερινή συγκυρία: στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015, όλα τα ΜΜΕ και όλοι οι θεσμοί της κυρίαρχης τάξης δώσανε τα ρέστα τους για να καθορίσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Κι όμως, η εργατική ταξη κατόρθωσε να αψηφήσει και να σπάσει την ιδεολογική τρομοκρατία δίνοντας – ειδικά στις εργατικές γειτονιές – σαρωτικά ποσοστά για το “Όχι”.

Για να καταλάβουμε λοιπόν αυτή την αντιφατική κατάσταση, πρέπει να πάμε βαθύτερα από τις εντυπώσεις και να μπούμε στην ουσία του ζητήματος: τι είναι αυτό που καθορίζει τις ιδέες της εργατικής τάξης και πώς αυτές μπορούν να αλλάξουν. Για να το κάνουμε αυτό χρειάζεται να στραφούμε στις εμπειρίες και τις θεωρητικοποιήσεις των επαναστατών μαρξιστών των αρχών του 20ού αιώνα. Όλοι οι μαρξιστές επιχείρησαν να αναμετρηθούν με την αντίφαση τού ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της ιστορίας και της ανατροπής του καπιταλισμού, αλλά την ίδια στιγμή, για να θυμηθούμε τον Μαρξ και τον Ένγκελς, “οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες”.

Η παρέμβαση του Λούκατς

Ο Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971) ήταν ένας νεαρός διανοούμενος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ουγγαρία στις αρχές του 20ού αιώνα. Εβραϊκής καταγωγής ο ίδιος, με κύρια ασχολία τα ζητήματα της τέχνης, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού, έπαιξε ρόλο στο επαναστατικό κίνημα της χωρας του, διατέλεσε μάλιστα Κομισάριος Κουλτούρας στη βραχύβια κυβέρνηση του Μπέλα Κουν το 1919. Μετά την ήττα της ουγγρικής επανάστασης και το τσάκισμα του εργατικού κράτους, διέφυγε από τη χώρα του και έζησε σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, τη Βιέννη, τη Μόσχα, κλπ, επιχειρώντας να θεωρητικοποιήσει την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος της Ουγγαρίας.

Κομμάτι αυτής της προσπάθειας είναι το βιβλίο του “Τάξη και Ταξική Συνείδηση”, που είναι στην πραγματικότητα μια συλλογή άρθρων που δεν γράφτηκαν μονομιάς, αλλά μέσω των οποίων μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την ίδια την εξέλιξη της σκέψης του Λούκατς. Το βασικότερο κείμενο στο βιβλίο αυτό είναι “Η πραγμοποίηση της συνείδησης του προλεταριάτου”.

Ο Λούκατς ξεκινάει θέτοντας το ερώτημα γιατί η εργατική τάξη αποδέχεται τις κυρίαρχες ιδέες. Και για να το απαντήσει συνδέει την συνείδηση της εργατικής τάξης με τη θέση της μέσα στην καπιταλιστικη παραγωγή. Το καπιταλιστικό σύστημα μετατρέπει την εργατική τάξη σε ένα γρανάζι για την παραγωγή εμπορευμάτων και την υλοποίηση του κέρδους. Πρόκειται για μια θεωρητική σύλληψη που ανάγεται στο έργο του νεαρού Μαρξ για την αλλοτρίωση, αν και θα πρέπει να πούμε εδώ ότι ο Λούκατς δεν είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει όταν έγραφε την “Πραγμοποίηση” κρίσιμα έργα του νεαρού Μαρξ.

Η ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού για τον Λούκατς είναι ότι μετατρέπει όχι μόνο όλα τα υλικά αντικείμενα σε εμπορεύματα, τις αξίες χρήσης σε ανταλλακτικές αξίες, αλλα ακόμα και την ίδια την εργατική δύναμη. Οι “ελεύθεροι” στον καπιταλισμό εργάτες πρέπει να διαθέσουν το εμπόρευμα “εργατική δύναμη” προκειμένου να τραφούν και να ζήσουν. Αυτή η πραγματικότητα μετατρέπει τους εργάτες σε αντικείμενο της καπιταλιστικής παραγωγής, που εξελίσσεται έξω από τον έλεγχό τους, με συνέπεια η συνείδηση της εργατικής τάξης να “πραγμοποιείται”, να γίνεται “ψευδής συνείδηση”, να αντιλαμβάνεται δηλαδή ψευδώς τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων ως σχέσεις μεταξύ εμπορευματοποιημένων πραγμάτων.

Αν περιοριζόταν σ' αυτή την εικόνα, ο Λούκατς θα έμενε σε μια πολυ απαισιόδοξη θεώρηση των απελευθερωτικών δυνατοτήτων της εργατικής τάξης. Όμως, για τον Λούκατς η εργατική τάξη δεν ήταν μόνο το αντικείμενο, αλλά ταυτόχρονα και το υποκείμενο της παραγωγής και της κοινωνικής αλλαγής. Εξαιτίας ακριβώς της θέσης της στην παραγωγή, η εργατική τάξη είναι μοναδικά τοποθετημένη προκειμένου να ανακαλύψει τον τρόπο της λειτουργίας του συστήματος και να πρωταγωνιστήσει στην ανατροπή του. Αυτό είναι ένα στοιχείο που μάλιστα, κατά τον Λούκατς, λείπει από την αστική τάξη, της οποίας η κατανόηση των νόμων της λειτουργίας της κοινωνίας περιορίζεται αντικειμενικά από το γεγονός ότι επιδιώκει να διαιωνίσει την κυριαρχία της, γι' αυτό και τελικά τείνει να αναγεννάει τον ανορθολογισμό εναντίον του οποίου είχε τόσο στραφεί όταν η ίδια ήταν τάξη κοινωνικά ανερχόμενη.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η εργατική τάξη μπορεί να ξεπεράσει την πραγμοποιημένη συνείδηση, μπορεί να πάψει να είναι μια τάξη “καθ' εαυτήν”, μια οικονομική κατηγορία στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής, και να μετατραπεί σε τάξη “δι' εαυτήν”, σε μια τάξη για τον εαυτό της, μια τάξη με συνείδηση των ιστορικών της συμφερόντων.

Η συμβολή του Γκράμσι

Ο Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937) ήταν ένας επαναστάτης που έδρασε στις γραμμές του εργατικού κινήματος την ίδια περίοδο με τον Λούκατς και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Για τον Γκράμσι, η εικόνα της αντιφατικής συνείδησης της εργατικής τάξης είναι αφετηριακή, όπως και για τους υπόλοιπους μαρξιστές. Μάλιστα σύμφωνα με μια περίφημη διατύπωσή του, σε κάθε εργάτη υπάρχουν δύο αντιφατικές συνειδήσεις:

“Ο ενεργός άνθρωπος των μαζών δουλεύει πρακτικά, αλλά δεν έχει μια καθαρή θεωρητική συνείδηση των πράξεών του, που είναι ταυτόχρονα και μια γνώση του κόσμου στο βαθμό που τον αλλάζει. Μπορεί μάλιστα η θεωρητική του συνείδηση να έρχεται σε αντίθεση με τις πράξεις του. Μπορούμε σχεδόν να πούμε ότι αυτός έχει δύο θεωρητικές συνειδήσεις (ή μία αντιφατική συνείδηση), μία που υπονοείται στη δραστηριότητά του και τον ενώνει με όλους τους συναδέλφους του στον πρακτικό μετασχηματισμό της πραγματικότητας, και μία εκφραζόμενη επιφανειακά ή φραστικά που έχει κληρονομήσει από το παρελθόν και που την αποδέχεται άκριτα…”.

Η φυλάκισή του από το 1926 και μετά σήμανε ότι μέσα στη φυλακή ο Γκράμσι αφιέρωσε όλη του την πνευματική ενέργεια στο να μελετήσει αυτο ακριβώς το ζήτημα: το επίπεδο συνείδησης των λαϊκών μαζών και την οργανωμένη προσπάθεια να μετασχηματιστεί σε επαναστατική κατεύθυνση. Για τον Γκράμσι, η εργατική συνείδηση δεν ειναι “πραγμοποιημένη” αποκλειστικά εξαιτίας της κυριαρχούμενης θέσης των εργατών στην παραγωγή. Κρίσιμο ρόλο στην αποδοχή των κυρίαρχων ιδεών παίζουν μια σειρά από μηχανισμοί – το σχολείο, η εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, μέχρι και οι ανοιχτά κατασταλτικοί μηχανισμοί – που εξασφαλίζουν με την ενεργητική τους παρέμβαση ότι η “ψεύτικη συνείδηση” δεν πρόκειται να αλλάξει.

Τα ρεφορμιστικά κόμματα, για τον Γκράμσι, είναι μηχανισμοί που δεν θέλουν να λύσουν αυτή την αντίφαση της εργατικής συνείδησης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, απέναντι στο οποίο μια ολόκληρη πτέρυγα αγωνιστών της εποχής άρχισε να αναπτύσσει πολιτική και ιδεολογική κριτική, λειτουργούσε ως μηχανισμός περιορισμού της δράσης των πιο πρωτοπόρων κομματιών της εργατικής ταξης, υποτάσσοντάς έτσι τις εργατικές πρωτοπορίες στα πιο οπισθοδρομικά κομμάτια της τάξης και τελικά στις ίδιες τις κυρίαρχες ιδέες της αστικής τάξης. Ο Γκράμσι αντίθετα έβλεπε το επαναστατικό κόμμα σαν τον «σύγχρονο ηγεμόνα», σαν το θεσμό που μπορεί να γίνει συλλογικά ο πραγματικός ηγέτης των μαζών, χρησιμοποιώντας τη «μαιευτική μέθοδο» όπως έλεγε ο ίδιος: ξεκινώντας δηλαδή από το επίπεδο συνείδησης των μαζών, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύοντας και γενικεύοντας τις καλύτερες εμπειρίες από την αυθόρμητη δράση του ίδιου του κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η εργατική τάξη θα παραξει τους δικούς της “οργανικούς διανοούμενους”, που θα τη βοηθήσουν να υπερβεί τις κυρίαρχες ιδέες στην πορεία της προς την εξουσία.

Αυτή είναι μια εμπειρία που βγήκε μέσα από τη φωτιά της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα της Κόκκινης Διετίας το 1919-1920, όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα (του οποίου ο Γκράμσι ήταν ακόμα ηγετικό στέλεχος) απέτυχε συντριπτικά στη δοκιμασία της εργατικής και αγροτικής εξέγερσης και στα καθήκοντα της διεκδίκησης της εξουσίας. Τα εργοστασιακά συμβούλια που δημιούργησαν αυθόρμητα οι εργάτες μέσα από τη δράση τους δεν επιχειρήθηκε ποτέ να εξελιχθούν σε έμβρυα μιας καινούργιας εργατικής εξουσίας, τουναντίον το Σοσιαλιστικό Κόμμα βοήθησε στην ανασυγκρότηση του ιταλικού αστικού κράτους. Μέσα από αυτή την πορεία, δημιουργήθηκε από την αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1921.

Η τομή του Λένιν

Είναι μέσα από τις πρακτικές εμπειρίες τους, αλλά και την προσπάθειά τους να τις θεωρητικοποιήσουν που τόσο ο Λούκατς όσο και ο Γκράμσι στράφηκαν προς το θεωρητικό και πολιτικό παράδειγμα του Λένιν, του επαναστάτη μαρξιστή που κατόρθωσε να ηγηθεί μιας πετυχημένης εργατικης επανάστασης στη Ρωσία το 1917.

Ο Βλαντιμίρ Λένιν (1870-1924) δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι όμως ο επαναστάτης μαρξιστής που έχει δεχτεί την πιο θηριώδη ιδεολογική επίθεση – δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο Λούκατς και ο Γκράμσι αγκαλιάστηκαν από την Ακαδημία, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ με τον Λένιν. Κορωνίδα των επιθέσεων στη σκέψη και την πρακτική του Λένιν είναι ο υποτιθέμενος “ελιτισμός” του, η “υποτίμηση” της εργατικής τάξης και των αυθόρμητων δυνατοτήτων της, ο προνομιακός ρόλος των “επαγγελματιών επαναστατών” και του επαναστατικού κόμματος που φέρνει τη συνείδηση στην εργατική τάξη “από τα έξω”, σύμφωνα με την πολυσυζητημένη διατύπωση του “Τι να κάνουμε”. Πρόκειται για μια ψεύτικη κριτική.

Ο Λένιν, όπως και οι υπόλοιποι επαναστάτες μαρξιστές, αντιλαμβανόταν την αντιφατική συνείδηση της εργατικής τάξης. Κομμάτι αυτής της αντίληψης ήταν η βαθιά πίστη του στα αυθόρμητα επαναστατικά ξεσπάσματα της εργατικής τάξης που μπορούν να καταπλήξουν τους οργανωμένους επαναστάτες: η επιμονή του Λένιν για άνοιγμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στους ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες των οδοφραγμάτων του 1905, απέναντι στον συντηρητισμό των κομματικών οργανώσεων, ήταν μνημειώδης. Ωστόσο, ο Λένιν είναι ο επαναστάτης που περισσότερο από όλους επέμεινε στο ότι η νίκη μιας εργατικής επανάστασης δεν θα είναι συνέπεια ενός αυθόρμητου κινήματος, αλλά θα απαιτήσει μεθοδική προετοιμασία και ξεχωριστή οργάνωση εκείνων των πρωτοπόρων κομματιών της τάξης που αντιλαμβάνονται τα ιστορικά της καθήκοντα. Αυτή ειναι η ιδιαίτερη θεωρητική και πρακτική συμβολή του Λένιν στο επαναστατικό κίνημα.

Εδώ αξίζει να θέσουμε ιδιαίτερα δύο σημεία: το ένα είναι ότι η βάση του επιχειρήματος του Λένιν βρίσκεται στην ανισομέρεια της εργατικής ταξης και της εργατικής συνείδησης. Όσο και αν η εργατική τάξη κάνει προχωρήματα μέσα από τις εμπειρίες της, πάντα θα υπάρχουν κομμάτια που θα μένουν πιο πίσω. Το να αρκείται κανεις στο αυθόρμητο, σημαίνει ότι αποδέχεται τον τυχαίο μέσο όρο συνείδησης που γεννιέται από την εκάστοτε παροδική κατάσταση. Έτσι όμως το πρόβλημα της αντιφατικής συνείδησης δεν λύνεται, αλλά αναπαράγεται. Το “σοσιαλδημοκρατικό κόμμα” (όπως λεγόντουσαν τα επαναστατικά κόμματα της εποχής) πρέπει να αποτελεί την πολιτική έκφραση όχι του συνόλου της εργατικής τάξης, αλλά της πρωτοπορίας της.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι η εργατική πρωτοπορία που, σύμφωνα με τον Λένιν, πρέπει να οργανωθεί αυτοτελώς για να επιλύσει την αντίφαση, δεν είναι απλώς συνδικαλιστική, δεν προκύπτει μέσα από τη δράση στο εργοστάσιο για τα οικονομικά ζητήματα, αλλά αναμετριέται με το σύνολο των πολιτικών ζητημάτων που απασχολούν την κοινωνία. Γι' αυτό το λόγο ο Λένιν – στη σύγκρουσή του με τους “οικονομιστές” – έλεγε ότι η καλύτερη εικόνα ενός επαναστάτη δεν είναι αυτή ενός γραμματέα ενός συνδικάτου, αλλά ενός μεγάφωνου των καταπιεσμένων. Αυτός ειναι ο μοναδικός τρόπος η εργατική τάξη να κατακτήσει την ηγεμονία σε ολόκληρη την κοινωνία και να κατακτήσει την εξουσία.

Η πετυχημένη δοκιμασία της Ρώσικης Επανάστασης

Η Ρώσικη επανάσταση επιβεβαίωσε τους μαρξιστές στην εκτίμησή τους ότι η εργατική τάξη μπορεί να είναι ο φορέας της επαναστατικής αλλαγής, ταυτόχρονα όμως έθεσε με οξύτητα το ζήτημα που εντόπισε ο Λένιν. Ότι δηλαδή ένα αυθόρμητο ξέσπασμα δεν αρκεί για να υπάρξει μεταβίβαση της εξουσίας από μία τάξη σε μια άλλη, αν δεν υπάρχει ένα οργανωμένο επαναστατικό κόμμα που να παρέμβει ενεργητικά ώστε στη διάρκεια μιας επαναστατικής κρίσης η εργατική τάξη να ξεκαθαρίσει τις ιδέες της, να συγκροτηθεί σε “τάξη για τον εαυτό της”, να τσακίσει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και να κατορθώσει να γίνει τάξη κυρίαρχη. Το κόμμα του Λένιν, το κόμμα των μπολσεβίκων, κατόρθωσε να κερδίσει αυτή τη μάχη μέσα στα συμβούλια των εργατών και να δώσει στην αυτενέργεια των πρωτοπόρων εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας το εργαλείο που της άξιζε, ώστε τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία.

Αυτή η όχι μόνο ιδεολογική, αλλά ταυτόχρονα πολιτική και οργανωτική τοποθέτηση του Λένιν είναι που καθόρισε τη ριζοσπαστική πολιτικοποίηση της εποχής (γέννημα της οποίας ήταν η Γ' Διεθνής), με συνέπεια τόσο ο Γκράμσι να πρωτοστατήσει στην οικοδόμηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας όσο και ο Λούκατς να γράψει τη “Σκέψη του Λένιν”, μια καταπληκτική συστηματοποίηση της ιδιαίτερης συμβολής του Λένιν στα ζητήματα που απασχόλησαν τους επαναστάτες μαρξιστές τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Το τελευταίο σημείο που θα ήθελα να θίξω είναι ότι, αν κάνουμε αυτή τη συζήτηση σήμερα, δεν είναι γιατί πιστεύουμε ότι θα βρούμε στο παρελθόν έτοιμες φόρμουλες για τα ζητήματα που μας απασχολούν στο σήμερα. Αυτό που βρίσκουμε στις συζητήσεις ανάμεσα στους μαρξιστές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, είναι ένα πλούσιο απόθεμα εμπειρίας και θεωρίας, γέννημα των υψηλότερων κορυφών της ταξικής πάλης και της δράσης του εργατικού κινήματος, που το εργατικό κίνημα και η Αριστερά στο σήμερα μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει. Όχι ως ένα μνημείο του παρελθόντος, αλλά ως μια πυξίδα για τα πρωτότυπα ερωτήματα που μας απασχολούν στη σημερινή συγκυρία.