Ο Κώστας Βλασόπουλος αναλύει το φιάσκο των Αγγλογάλλων και τις δυνατότητες που άνοιξε για το αντιμπεριαλιστικό κίνημα.
Τον Ιούλιο του 1956 ο Αιγύπτιος πρόεδρος Νάσερ ανακοίνωνε στην Αλεξάνδρεια την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, που ανήκε σε μια αγγλογαλλική εταιρεία. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας έβγαζαν αφρούς για το θράσος του Νάσερ. Αλλά η συνταγή για να αντιμετωπίζονται τέτοια προβλήματα ήταν παλιά και δοκιμασμένη: μια στρατιωτική εισβολή θα συνέτριβε τον Αιγυπτιακό στρατό και θα αντικαθιστούσε το Νάσερ με πειθήνια πιόνια. Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή την 29η Οκτώβρη 1956. Μέσα σε έξι μέρες Άγγλοι, Γάλλοι και οι Ισραηλινοί σύμμαχοι τους είχαν καταλάβει τη διώρυγα του Σουέζ και τη χερσόνησο του Σινά: η ανατροπή του Νάσερ φαινόταν ζήτημα ωρών.
Όμως η συνταγή, που τόσες φορές είχε δουλέψει στο παρελθόν, τώρα οδήγησε σε ένα εκκωφαντικό φιάσκο. Μέσα σε λίγες μέρες Άγγλοι, Γάλλοι και Ισραηλινοί αποχωρούσαν ντροπιασμένοι. Το φιάσκο του Σουέζ σήμανε το οριστικό τέλος των αυτοκρατοριών της Αγγλίας και της Γαλλίας: μέσα σε λίγα χρόνια, και κάτω από την πίεση τεράστιων κινημάτων, οι παλιές αποικίες της Αφρικής και της Ασίας κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Ταυτόχρονα ο Νάσερ μετατρεπόταν σε σύμβολο για εκατομμύρια ανθρώπους στη Μέση Ανατολή και ευρύτερα, που οραματίζονταν τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
Για να καταλάβουμε την κρίση του Σουέζ πρέπει να επικεντρωθούμε σε τρεις παράγοντες. Ο πρώτος ήταν η προσπάθεια της Αγγλίας και της Γαλλίας να διατηρήσουν μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τις αυτοκρατορίες τους και τα στρατηγικά τους συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Ο δεύτερος ήταν η εμφάνιση δυο νέων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης, που είχαν βγει νικηφόρες από τον Β’ Παγκόσμιο και προσπαθούσαν τώρα να επεκτείνουν τα συμφέροντα τους στην περιοχή. Ο τρίτος ήταν αναμφίβολα τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα στη Μέση Ανατολή.
Οι αποικιακές αυτοκρατορίες
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα η ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών οδήγησε στη «μοιρασιά του πλανήτη», κυρίως μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας. Σε μια πρώτη φάση η μοιρασιά αυτή αφορούσε βασικά την Αφρική, με τη Γαλλία να κατακτά την Αλγερία και την Τυνησία, και την Αγγλία την Αίγυπτο· μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1918, οι ιμπεριαλιστές μοίρασαν τα εδάφη της, με τη Γαλλία να παίρνει Συρία και Λίβανο και την Αγγλία να προσθέτει Ιορδανία και Ιράκ στην Αίγυπτο.
Η Αίγυπτος έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη στρατηγική του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Για όσο καιρό η Ινδία αποτελούσε το θεμέλιο της βρετανικής αυτοκρατορίας, ο έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ, που είχε κατασκευαστεί από μια κοινοπραξία γαλλικών συμφερόντων το 1869, επέτρεπε στο βρετανικό στόλο την άμεση πρόσβαση στην Ινδία χωρίς την ανάγκη του περίπλου της Αφρικής. Το 1882 η Αγγλία εισέβαλλε στην Αίγυπτο και απέκτησε την ουσιαστική επικυριαρχία της χώρας, παρότι η διεφθαρμένη βασιλική δυναστεία τυπικά διατηρήθηκε. Η Αγγλία είχε το στρατηγικό έλεγχο της διώρυγας, με μια δύναμη που στο απόγειο της αριθμούσε 100.000 στρατιώτες. Μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας το 1947, η σημασία της Αιγύπτου και του Σουέζ για την Αγγλία πήρε νέο χαρακτήρα. Η ανακάλυψη τεράστιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων στη Μέση Ανατολή, και η αυξανόμενη εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από το πετρέλαιο έκαναν τη διώρυγα του Σουέζ τη βασική δίοδο των πετρελαιοφόρων.
Παρότι τυπικά Αγγλία και Γαλλία βγήκαν από τον Β’ Παγκόσμιο νικητές, στην πράξη η οικονομική και πολιτική τους ισχύς είχε υποστεί ένα τεράστιο πλήγμα. Η διατήρηση των αποικιών και των προτεκτοράτων τους αποκτούσε τώρα κομβική σημασία προκειμένου να παραμείνουν στον αστερισμό των μεγάλων δυνάμεων μαζί με τις νέες υπερδυνάμεις, Αμερική και Σοβιετική Ένωση. Στην πράξη αυτό σήμαινε τη δημιουργία και στήριξη μιας σειράς απο καθεστώτα-μαριονέτες, που θα τους επέτρεπαν να διατηρήσουν τον ουσιαστικό έλεγχο στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα στρατηγικά σημεία. Τέτοιες μαριονέτες ήταν προϋπάρχουσες μοναρχίες, όπως του βασιλιά Φαρούκ στην Αίγυπτο, διάσημου για το πάχος και τη συλλογή πορνογραφίας του, και το καθεστώς του Σάχη στο Ιράν, αλλά και βασιλιάδες που είχαν δημιουργήσει από το μηδέν οι Άγγλοι στο μεσοπόλεμο, όπως ο Φαϊζάλ στο Ιράκ και ο Χουσσεΐν της Ιορδανίας.
Μέσα από τέτοια μοναρχικά καθεστώτα, που δεν υπάγονταν στο λαϊκό έλεγχο, οι Άγγλοι περίμεναν να διατηρήσουν τον κυριαρχία τους. Επιπλέον, διέθεταν τις δικές τους στρατιωτικές βάσεις σε αυτές τις χώρες, και είχαν τεράστια επιρροή πάνω στις αραβικές στρατιωτικές δυνάμεις: για παράδειγμα, ο αρχηγός του Ιορδανικού στρατού ήταν Άγγλος. Και όταν μια αραβική κυβέρνηση απειλούσε έστω και στο ελάχιστο τα συμφέροντα τους, χρησιμοποιούσαν πραξικοπήματα για να τις ανατρέψουν και να επαναφέρουν τις μαριονέτες. Αυτή ήταν η περίπτωση της κυβέρνησης του Μοσάντεκ στο Ιράν, που προσπάθησε να εθνικοποιήσει την πετρελαιοβιομηχανία, και ανατράπηκε το 1953 με πραξικόπημα οργανωμένο από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες.
Η στρατιωτική συμφωνία της Βαγδάτης του 1955, που περιλάμβανε την Τουρκία, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Ιράν και την Αγγλία, ήταν η ύστατη προσπάθεια των Άγγλων να διατηρήσουν τον ηγεμονικό τους ρόλο στην περιοχή. Αλλά η ελπίδα των παλαιών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ότι θα διατηρούσαν τον έλεγχο και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε απέναντι της πολλαπλά εμπόδια. Από τη μια ήταν οι ενδοιμπεριαλιστικές συγκρούσεις ανάμεσα στις παλιές αποικιακές αυτοκρατορίες και τις νέες υπερδυνάμεις. ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση καταδίκαζαν την αποικιοκρατία: το βασικό τους όμως μέλημα δεν ήταν η ανεξαρτησία των αραβικών χωρών, αλλά το πως να προωθήσουν τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα στην περιοχή, και να στήσουν ένα σύστημα συμμαχιών υπό την ηγεσία τους. Το κομβικό ερώτημα για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ήταν αν Αγγλία και Γαλλία θα διατηρούσαν την πρωτοκαθεδρία τους στην περιοχή μαζί με τις αποικίες τους και τις μαριονέτες τους, ή θα υποχρεώνονταν να αποδεχτούν ένα δευτερεύοντα ρόλο κάτω από μια νέα συμμαχία υπό Αμερικανική ηγεμονία.
Τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα
Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο, που ήταν η γιγάντωση των αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων στη μεταπολεμική περίοδο. Τα δυο κομβικότερα κινήματα ήταν αυτό της Αλγερίας, όπου το 1954 ξέσπασε υπό την ηγεσία του FLN ο πόλεμος για την ανεξαρτησία από τη Γαλλία, και αυτό της Αιγύπτου, που είχε μακρά ιστορία αγώνων ενάντια στην αγγλική κατοχή. Τα κινήματα αυτά ήταν πολυσυλλεκτικά. Ραχοκοκαλιά τους ήταν η νεολαία, οι φτωχοί αγρότες και οι εργάτες. Το Φλεβάρη του 1946 η απεργία και η διαδήλωση που κάλεσε στην Αίγυπτο η «Επιτροπή Φοιτητών και Εργατών» κατέληξε σε σκληρές συγκρούσεις με βρετανικές δυνάμεις στο Κάιρο με 23 νεκρούς. Η 4η Μάρτη, η «μέρα των μαρτύρων», ήταν η μεγαλύτερη απεργία που είχε γνωρίσει η Αίγυπτος: στην Αλεξάνδρεια η αστυνομία άνοιξε πυρ δολοφονώντας 28 διαδηλωτές.1
Ταυτόχρονα όμως στα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα συμμετείχαν και τα κατώτερα μεσοστρώματα και οι πιο εύποροι αγρότες, που στελέχωναν το κράτος και το στρατό. Το αντιαποικιακό κίνημα ριζοσπαστικοποιούσε τα στρώματα των κατώτερων αξιωματικών, που μισούσαν τους Άγγλους αποικιοκράτες, το βασιλιά και τους τσιφλικάδες, αλλά δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στους φτωχούς αγρότες και εργάτες. Το αποτέλεσμα ήταν στρατιωτικά κινήματα που ανέτρεψαν τις μαριονέτες, και έφεραν στην εξουσία καθεστώτα που από τη μια συγκρούονταν με τους ιμπεριαλιστές και έπαιρναν κάποια προοδευτικά μέτρα, και από την άλλη δε δίσταζαν να χτυπάνε το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, όταν έρχονταν σε αντίθεση με τις επιδιώξεις τους.
Τον Ιούλιο του 1952 οι «Ελεύθεροι Αξιωματικοί», με επικεφαλής τον Νάσερ και τον Μοχάμεντ Ναγκίμπ, ήρωες του αραβο-ισραηλινού πολέμου του 1948, ανέτρεψαν το βασιλιά Φαρούκ και πήραν την εξουσία στην Αίγυπτο. Τα πρώτα βήματα του καθεστώτος ήταν αντιφατικά: είχε τεράστια λαϊκή υποστήριξη, αλλά ταυτόχρονα δε δίσταζε μέχρι και να κρεμάει απεργούς, όταν συγκρούονταν με την κυβέρνηση. Από τη μια παραχωρούσε βάσεις επιχειρήσεων στην εξόριστη ηγεσία του FLN και ενίσχυε στρατιωτικά το κίνημα στην Αλγερία, και από την άλλη παζάρευε τη διπλωματική και οικονομική υποστήριξη των Αμερικάνων. Αλλά η απόφαση των ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1956 να αποσύρουν τη χρηματοδότηση τους για τη δημιουργία του τεράστιου φράγματος του Ασσουάν έκανε το Νάσερ να προσανατολιστεί οριστικά σε άλλη κατεύθυνση.
Στις 26 Ιουλίου του 1956 ο Νάσερ ανακοίνωνε σε ένα έξαλλο από χαρά πλήθος την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ. Η απόφαση είχε τεράστια απήχηση σε όλο τον αραβικό κόσμο, ως ένα αποφασιστικό βήμα ρήξης με την αποικιοκρατία. Η αντίδραση Αγγλίας και Γαλλίας ήταν εκρηκτική. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ήντεν δήλωνε οργισμένος: «τι είναι όλες αυτές οι ανοησίες περί απομόνωσης του Νάσερ; Θέλω να τον καταστρέψω, δεν το καταλαβαίνετε;»2 Ο Γάλλος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Mollet έβγαινε στην τηλεόραση κρατώντας το Mein Kampf του Χίτλερ, παρομοιάζοντας το με τη Φιλοσοφία της Επανάστασης του Νάσερ, ενώ τα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια αποκαλούσαν διαρκώς το Νάσερ «νέο Χίτλερ».
Το φιάσκο του Σουέζ
Φυσικά δεν έμειναν μόνο στα λόγια. Από την πρώτη στιγμή Αγγλία και Γαλλία άρχισαν να καταστρώνουν μυστικά ένα σχέδιο εισβολής, που οριστικοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 1956 με τη συμμετοχή και του Ισραήλ. Το σχέδιο προέβλεπε ότι το Ισραήλ θα εισέβαλε στην Αίγυπτο επικαλούμενο τη δράση των φιλοπαλαιστινίων ανταρτών. Αυτό θα έδινε την αφορμή σε Αγγλία και Γαλλία να εμφανιστούν ως προστάτες της διεθνούς ναυσιπλοΐας και ειρήνης, καλώντας Αίγυπτο και Ισραήλ να απομακρυνθούν σε ακτίνα δεκαέξι χιλιομέτρων από τη διώρυγα του Σουέζ, που θα έμπαινε υπο αγγλο-γαλλική προστασία. Με δεδομένο ότι η Αίγυπτος ήταν απίθανο να δεχτεί να αποχωρήσει από τα ίδια της τα εδάφη, αυτό θα έδινε την αφορμή για την επιθυμητή εισβολή, την ανατροπή του Νάσερ και την επιβολή ενός νέου καθεστώτος-μαριονέτα. Η υποκρισία των ιμπεριαλιστών δεν έχει ποτέ όριο.
Η ισραηλινή εισβολή ξεκίνησε την 29η Οκτώβρη, ενώ την επομένη ο Ήντεν ανακοίνωσε το τελεσίγραφο του. Στις 31 Οκτώβρη ξεκίνησαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, που σε λίγες ώρες οδήγησαν στην καταστροφή της αιγυπτιακής αεροπορίας. Τέλος, την 5η Νοέμβρη ξεκίνησε η χερσαία απόβαση, που οδήγησε στην κατάληψη της στρατηγικής θέσης του Πορτ Σαΐντ την 6η Νοέμβρη. Η επιχείρηση φαινόταν να έχει στεφθεί με σχεδόν απόλυτη στρατιωτική επιτυχία. Και όμως, μόλις λίγες ώρες μετά ανακοινωνόταν κατάπαυση του πυρός, ενώ τα αγγλογαλλικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν ολοσχερώς μέχρι τα τέλη Νοέμβρη. Τι είχε συμβεί;
Καταρχάς, παρά τη φαινομενική επιτυχία της εισβολής, οι ιμπεριαλιστές βρίσκονταν αντιμέτωποι με την προοπτική ενός ανταρτοπόλεμου μακράς διάρκειας. Με δεδομένη την αποτυχία του αιγυπτιακού στρατού να αντιμετωπίσει τους εισβολείς, ο Νάσερ αποφάσισε να στηριχτεί στις λαϊκές μάζες. Περίπου 400.000 ντουφέκια μοιράστηκαν στον κόσμο από περιφερόμενα φορτηγά. Στις Επιτροπές Λαϊκής Αντίστασης που δημιουργήθηκαν οι κομμουνιστές έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Οι αποφυλακισμένοι κομμουνιστές και απεργοί πήγαιναν κατευθείαν από τη φυλακή στα εργοστάσια, όπου οργάνωναν τη σύσταση και εκπαίδευση μονάδων πολιτοφυλακής.
Ένας συνδικαλιστής περιγράφει τις συνθήκες στη βιομηχανική περιοχή Ράμλα της Αλεξάνδρειας: «Στήσαμε ένα κέντρο εκπαίδευσης στη σκοποβολή σε ένα ερημότοπο δίπλα στα εργοστάσια. Μετά τη βάρδια τους οι εργάτες έρχονταν για εκπαίδευση. Όταν τελείωναν, ερχόταν η επόμενη βάρδια».3 Η Λάιλα αλ-Σαλ, ακτιβίστρια στην κομμουνιστική οργάνωση Δημοκρατικό Κίνημα για την Εθνική Απελευθέρωση, περιέγραφε το ρόλο των γυναικών στην αντίσταση: «Πολλές γυναίκες διαννοούμενες, φοιτήτριες και νοικοκυρές ενώθηκαν μαζί μας. Στήσαμε γυναικείες επιτροπές αντίστασης σε όλη την πρωτεύουσα. Είχαμε εκπαίδευση στρατιωτικού τύπου: πως να αποσυναρμολογούμε μια βόμβα, πως να πυροβολούμε κλπ. Σε εκείνη τη φάση η κυβέρνηση ήταν σε συμμαχία με τους κομμουνιστές. Υπήρχε ένα στρατόπεδο στην περιοχή κοντά στη διώρυγα, όπου κομμουνιστές εθελοντές πήγαιναν για εξάσκηση».4
Στο σύντομο διάστημα της εισβολής οι Αγγλογάλλοι πήραν μια γεύση για το τι θα επακολουθούσε από την επίχειρηση κατάληψης του Πορτ Σαΐντ. Ένας Άγγλος στρατιωτικός περιγράφει στα απομνημονεύματα του: «πολλοί Αραπάδες εμφανίστηκαν τρέχοντας στο δρόμο μπροστά μας. Είχαν ντουφέκια άλλα όχι στολές, και πρέπει να ανήκαν στην Εθνοφρουρά. Ότι και να’ταν, ο Σόγκερς πυροβόλησε τέσσερεις από δαύτους».5 Οι εισβολείς βρέθηκαν να πολεμούν με γυναίκες και παιδιά, που χρησιμοποιούσαν ότι έπεφτε στα χέρια τους. Χρειάστηκε ο μαζικός βομβαρδισμός της πόλης για να πάρουν οι Αγγλογάλλοι τον έλεγχο.6
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν το ξέσπασμα ενός μαζικού αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος συμπαράστασης τόσο στον αραβικό κόσμο, όσο και στην ίδια την Αγγλία. Οι μαζικότερες διαδηλώσεις στον αραβικό κόσμο ξέσπασαν στο Ιράκ, του οποίου ο βασιλιάς και η κυβέρνηση ήταν σύμμαχοι των Άγγλων. Οι διαδηλωτές δεν καταδίκαζαν μόνο τη σύμπραξη της ιρακινής κυβέρνησης με τους εισβολείς, αλλά απαιτούσαν ταυτόχρονα την ανατροπή των καταπιεστικών μέτρων που εφάρμοζε το καθεστώς. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν για βδομάδες ακόμα και μετά την ήττα των ιμπεριαλιστών στο Σουέζ. Ο κίνδυνος να χάσουν οι Άγγλοι τον έλεγχο στο Ιράκ, και τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου του, ήταν ορατός, κάτι που τελικά συνέβη δύο χρόνια αργότερα.7
Στην ίδια την Αγγλία, η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα μαζικό κύμα οργής. Μεγάλα συνδικάτα, όπως το πανίσχυρο σωματείο των ανθρακωρύχων, οι πυροσβέστες, οι μηχανικοί, και οι εργαζόμενοι στις μεταφορές καταδίκασαν επίσημα την εισβολή: στην εργατούπολη του Crawley 1.200 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης. Σε πολλές αγγλικές πόλεις έγιναν αντιπολεμικές διαδηλώσεις, αλλά ιστορική έμεινε η διαδήλωση στο Λονδίνο την 4η Νοέμβρη, όπου συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες, φωνάζοντας «δίκιο, όχι πόλεμος» και «κάτω ο Ήντεν»· η διαδήλωση κατέληξε σε μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία. Ένας υπουργός περιέγραφε πως η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου το ίδιο βράδυ είχε ως σταθερή υπόκρουση τα συνθήματα των διαδηλωτών.8
Άγγλοι και Γάλλοι είχαν οργανώσει την εισβολή με απόλυτη μυστικότητα και χωρίς να ενημερώσουν τους Αμερικάνους. Αυτό σήμαινε μια σαφή αμφισβήτηση της αμερικάνικης ηγεμονίας του δυτικού στρατοπέδου, που οι Αμερικανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν εύκολα. Παρολ’ αυτά, ο Αμερικάνος πρόεδρος Αϊζενχάουερ δήλωνε χρόνια αργότερα ότι αν οι Αγγλογάλλοι είχαν πετύχει στρατιωτικά τους στόχους τους μέσα σε λίγες μέρες, θα είχε αποδεχτεί το γεγονός ως τετελεσμένο.9 Αλλά η προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου και η δυτική εισβολή από κοινού με το Ισραήλ φόβιζε τους Αμερικανούς ότι θα οδηγούσε σε γενικευμένη αποσταθεροποίηση σε όλη τη Μέση Ανατολή, και θα τίναζε στον αέρα την προσπάθεια τους να οικοδομήσουν μια αντισοβιετική συμμαχία στην περιοχή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι Αμερική και Σοβιετική Ένωση πρότειναν από κοινού στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ένα ψήφισμα που καταδίκαζε την τριμερή εισβολή, και ζητούσε άμεση κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση των εισβολέων. Αντιμέτωποι με αυτές τις συνθήκες, στις 7 Νοεμβρίου Αγγλία και Γαλλία αναγκάστηκαν να σταματήσουν την εισβολή και να αποχωρήσουν ολοσχερώς μέχρι τα τέλη Νοέμβρη.
Τα αποτελέσματα του Σουέζ
Το φιάσκο του Σουέζ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διάλυση των αποικιακών αυτοκρατοριών. Η τεράστια έμπνευση που έφερε έκανε τη νίκη των αντιαποικιακών κινημάτων να είναι πια θέμα χρόνου. Το 1958 ένα στρατιωτικό κίνημα στα πρότυπα των Ελεύθερων Αξιωματικών του Νάσερ ανέτρεψε τη φιλοβρετανική μοναρχία του Ιράκ. Την ίδια χρονιά Αίγυπτος και Συρία προχωρούσαν στη δημιουργία της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, που θα διαρκούσε μέχρι το 1961. Μετά από ένα αιματηρό πόλεμο, το 1962 το FLN πέτυχε την απελευθέρωση της Αλγερίας από τους Γάλλους.
Η διάλυση των παλαιών αυτοκρατοριών δεν σήμανε αυτόματα την επιβολή μιας νέας μορφής ιμπεριαλιστικού ελέγχου. Ο φόβος των Αμερικάνων ότι η τριμερής εισβολή θα οδηγούσε τα νέα αντι-αποικιακά καθεστώτα σε κάθετη ρήξη με τις ΗΠΑ και σε συμμαχίες με τη Σοβιετική Ένωση επαληθεύτηκε. Χρειάστηκε να περάσουν δυο ολόκληρες δεκαετίες μέχρι τη συνθήκη του Καμπ Ντέηβιντ το 1978, όταν Αίγυπτος και Ισραήλ υπόγραψαν μια συνθήκη που παραμένει ο άξονας της αμερικανικής πολιτικής την περιοχή, προκειμένου οι Αμερικάνοι να ξαναποκτήσουν τον έλεγχο στην Αίγυπτο.
Η ήττα των ιμπεριαλιστών στο Σουέζ άνοιξε ένα τέραστιο παράθυρο ευκαιριών για τα κινήματα στη Μέση Ανατολή. Το ότι αυτή η ευκαιρία τελικά χάθηκε δεν ήταν νομοτέλεια, αλλά αποτέλεσμα της φύσης των καθεστώτων που προέκυψαν από τα αντι-αποικιακά κινήματα και των στρατηγικών λαθών της Αριστεράς. Τα νέα καθεστώτα πήραν μια σειρά απο μέτρα, όπως εθνικοποιήσεις και αναδιανομή της γης, που βελτίωσαν σε σημαντικό βαθμό τη ζωή των λαϊκών μαζών. Όμως ο έλεγχος βρισκόταν στα χέρια μιας μικρής ελίτ αξιωματικών και γραφειοκρατών, που είχαν τα δικά τους συμφέροντα και δεν δίσταζαν να συγκρουστούν βάναυσα με τους εργάτες και τους αγρότες όταν το έκριναν αναγκαίο. Το τέλος της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης με την κρίση του 1973 οδήγησε σταδιακά αυτά τα καθεστώτα στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μέτρων και στη μαζική καταστολή για να τα επιβάλλουν.
Από την άλλη, η αραβική Αριστερά έκανε το τραγικό λάθος να γίνει ουρά αυτών των καθεστώτων. Όπως εξηγούσε ένας Αιγύπτιος κομμουνιστής χρόνια μετά: «Ο Νάσερ χρησιμοποιούσε τους κομμουνιστές ως μαντρόσκυλα: τη μια μέρα τους έβγαζε από τη φυλακή, και την άλλη τους ξανάριχνε μέσα. Σε εκείντη τη φάση [του 1956] μας χρειαζόταν γιατί είμασταν έξυπνοι: γράφαμε προκηρύξεις, ξεσηκώναμε τον κόσμο, παίρναμε τα όπλα κλπ... Όταν ο πόλεμος και η εισβολή τελείωσαν και τα πράγματα ηρέμησαν... άρχισαν και πάλι να συλλαμβάνουν τους κομμουνιστές».10
Η αραβική αριστερά αναζητούσε την προοπτική στον κρατικό καπιταλισμό και τις συμμαχίες με τη Σοβιετική Ένωση, αντί για την ανεξάρτητη οργάνωση των αγώνων των εργατών, που είχαν μαζικοποιηθεί δραματικά τις δεκαετίες του 1940 και 1950. Αντί να καθορίζεται από τη στρατηγική της επαναστατικής ανατροπής, η αραβική Αριστερά είδε την πορεία της να εξαρτάται από τις εναλλαγές μεταξύ καρότου και μαστιγίου που εφάρμοζαν τα νέα καθεστώτα αναλόγως των συμφερόντων τους. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από ήττες για το εργατικό κίνημα, και η αδυναμία της αραβικής Αριστεράς να κατακτήσει ένα διακριτό ρόλο και να οργανώσει την εργατική αντίσταση, όταν τα νασερικά καθεστώτα άρχισαν να εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ το 2003 και την Αραβική άνοιξη του 2011 διανύουμε μια περίοδο πολέμων και επαναστάσεων στη Μέση Ανατολή, που όμοια της έχει να δει κανείς από την εποχή του Σουέζ. Η διογκούμενη ένταση των συγκρούσεων, η αδυναμία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να ελέγξουν την κρίση, η διάλυση παλιών συμμαχιών και η δημιουργία νέων δημιουργούν μια απίστευτη φρίκη πολέμου και προσφυγιάς και θέτουν επιτακτικά καθήκοντα στις πλάτες του αντι-ιμπεριαλιστικού κινήματος. Η επανεμφάνιση ενός νέου εργατικού κινήματος στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 2000 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή του Μουμπάρακ με την αραβική άνοιξη του 2011. Η προοπτική τσακίσματος της συμμαχίας Αιγύπτου-Ισραήλ με ένα ισχυρό εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο έκανε τους Αμερικανούς, το Ισραήλ και τις αραβικές άρχουσες τάξεις να τρέμουν. Μπορεί να απέφυγαν προσωρινά τον κίνδυνο με τη χούντα του Σίσι, αλλά η εμπειρία του Σουέζ είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για την Αριστερά που θέλει να συγκρουστεί με τον ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του σε όλη τη Μέση Ανατολή. n
Σημειώσεις
1. Λ. Μπόλαρης, «Από τον Νάσερ στο Μουμπάρακ», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 85, 2011, http://www.socialismfrombelow.gr/article.php?id=513
2. A. Alexander, ‘Suez and the high tide of Arab nationalism’, International Socialism, 112, 2006, http://isj.org.uk/suez-and-the-high-tide-of-arab-nationalism/
3. Alexander, ο.π.
4. Alexander, ο.π.
5. S. Hall, 1956: The World in Revolt, Λονδίνο, 2016, σ. 320.
6. Alexander, ο.π.
7. Alexander, ο.π.
8. Hall, ο.π., σσ. 331-2.
9. Hall, ο.π., σ. 328.
10. Alexander, ο.π.