Το τελευταίο δίμηνο του 2016 συμπυκνώνει τη διάψευση των προσδοκιών για έξοδο από τη μακρόσυρτη κρίση που έχει συγκλονίσει όχι μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. Δεν είναι «μόνο» οι διακηρύξεις του Αλέξη Τσίπρα για επιστροφή στην ανάπτυξη που ηχούν όλο και πιο παράταιρα. Είναι η προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα στις ΗΠΑ που ξεκίνησε με υποσχέσεις για τερματισμό της πολεμόχαρης πολιτικής του Μπους και τελειώνει με κλιμάκωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Και βέβαια, η πολυεπίπεδη κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα σκηνικό όπου η συζήτηση μέσα στην Αριστερά για τις εναλλακτικές παίρνει νέες διαστάσεις, τόσο σε άμεσα ζητήματα οργάνωσης της εργατικής αντίστασης στα μνημόνια, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και στον ρατσισμό, όσο και στα στρατηγικά ζητήματα της προοπτικής. Αλλά ας ξεκινήσουμε από το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση.
Η ατζέντα της Ε.Ε.
Η τελευταία σύνοδος στις Βρυξέλλες, με την παρουσία και της Τερέζα Μέι – πρωθυπουργού της Βρετανίας – δεν κατάληξε σε συμφωνία: ούτε για το ποιες θα είναι οι σχέσεις πηγαίνοντας προς το Brexit και μετά από αυτό, ούτε τι θα γίνει με τις συμφωνίες απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου μετά τις αντιρρήσεις της Βαλονίας, ούτε τι θα γίνει με τους πρόσφυγες μέσα και έξω από τα σύνορα της ΕΕ.
Η οικονομική κρίση της Ευρωζώνης βρίσκεται στο κέντρο του προβλήματος. Ως τον «μεγαλύτερο ασθενή της παγκόσμιας οικονομίας» χαρακτηρίζουν την Ευρωζώνη σε κύριο άρθρο τους οι Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή, τα κράτη μέλη είναι βουτηγμένα στα χρέη και στα ελλείμματα, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλοί, και η Γερμανία συνεχώς πιέζει για νέα προγράμματα λιτότητας που χειροτερεύουν την κατάσταση.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το δημοψήφισμα για το Brexit στη Βρετανία και η απόφαση της τοπικής Βουλής του κρατιδίου της Βαλονίας (η γαλλόφωνη περιοχή του Βελγίου) να αρνηθεί την επικύρωση της εμπορικής συμφωνίας με τον Καναδά (CETA), επιδρούν αρνητικά για την ΕΕ και χειροτερεύουν την κατάστασή της.
Ενδεικτικό για τα προβλήματα που ανοίγει η διαπραγμάτευση για το Brexit είναι το γεγονός ότι η Γερμανία κινδυνεύει να βγει χαμένη από την αποχώρηση της Βρετανίας. Συνήθως η συζήτηση επικεντρώνεται στις απώλειες που μπορεί να έχει ο βρετανικός καπιταλισμός αν το Σίτι του Λονδίνου ως τραπεζικό κέντρο αποκοπεί από την ΕΕ. Ωστόσο, η Γερμανία είναι μεγάλος εξαγωγέας υπηρεσιών προς τη Βρετανία και το ισοζύγιο μεταξύ τους είναι πλεονασματικό για τη Γερμανία. Να το πούμε απλά,το Brexit είναι πρόβλημα και για την Ντόυτσε Μπανκ στην πιο δύσκολη στιγμή της και όχι μόνο για το Σίτι.
Αντίστοιχα, δεν είναι οι διαφωνίες της Βαλονίας για την CETA που περιορίζουν το διεθνές εμπόριο. Η πραγματικότητα είναι ότι η οικονομική κρίση και πόσο έχει μειωθεί ο ρυθμός των επενδύσεων σε όλον τον κόσμο τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια της νεοφιλελεύθερης «παγκοσμιοποίησης». Σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρει ο Μάρτιν Γουλφ στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς.
«Ανάμεσα στο 1960 και το 2015, το παγκόσμιο εμπόριο ανέβαινε κατά μέσο όρο 6,6% κάθε χρόνο, σε πραγματικές τιμές, ενώ ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης (ή της ανόδου της παραγωγής) ήταν κατά μέσο όρο 3,5%. Ανάμεσα στο 2008 και το 2015, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου έπεσε στα 3,4% σε πραγματικές τιμές, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας παραγωγής έπεσε στα 2,4%».1
Το ότι η μείωση του παγκοσμίου εμπορίου είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ρυθμού των επενδύσεων φαίνεται και από τη σύνθεση των εισαγωγών και εξαγωγών. Αυτό που περιορίστηκε είναι η ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών, που είναι αναγκαία για νέες επενδύσεις στην παραγωγή. Επαληθεύεται η ανάλυση του Μαρξ για το πώς λειτουργεί η οικονομική κρίση. Ξεκινάει με σταμάτημα των επενδύσεων και των προσλήψεων και στη συνέχεια απλώνεται σε όλη την οικονομία με τον περιορισμό της ζήτησης, νέο γύρο κλεισιμάτων και απολύσεων, περιορισμό στις εμπορικές συναλλαγές και κρίση στις τράπεζες.
Σ’ αυτές τις συνθήκες οι υποσχέσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ότι η πιστή εφαρμογή του τρίτου μνημονίου θα ανοίξει το δρόμο για συμφωνία για το χρέος, για συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και στο τέλος σε κρουνό νέων επενδύσεων που περιμένουν στη γωνία για να μπουν, ανήκουν στη σφαίρα της οικονομικής φαντασίας.
Η ποσοτική χαλάρωση δεν έχει οδηγήσει την Ευρώπη σε οικονομική ανάπτυξη, παρόλο που συμπληρώνεται ένας χρόνος από την απόφαση του Ντράγκι και της ΕΚΤ να ρίχνει κάθε μήνα 80 δις για αγορές ομολόγων, με τον ίδιο τρόπο που δεν λειτούργησε και στις ΗΠΑ. Προσωρινές μικρές ανακάμψεις μπορούν να υπάρχουν σε περίοδο παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης. Όμως καμιά απ’ αυτές δεν είναι αρκετή και δυνατή για να βγάλει την παγκόσμια οικονομία από τον λάκκο που βρίσκεται. Μέσα στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, η αυταπάτη ότι μπορούμε να «αξιοποιούμε τις ρωγμές για να αλλάξουμε συσχετισμούς αποφεύγοντας τις συγκρούσεις» έχει οδηγήσει σε εκατόμβες για το εργατικό κίνημα και για την αριστερά, και παλιότερα και κινδυνεύει και τώρα.
Εκατόμβες νεκρών από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους!
Χαλέπι και Μοσούλη, είναι δυο πόλεις σε μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους, που πριν τις ιμπεριαλιστικές επιδρομές (παλιότερες και πρόσφατες) ήταν μέρος μιας ενιαίας περιοχής στη Μέση Ανατολή. Οι ανταγωνισμοί της Γαλλικής και Βρετανικής αυτοκρατορίας πάνω στο πτώμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έβαλαν σύνορα και έσπασαν την περιοχή σε διαφορετικά κράτη. Η Γαλλία πήρε τον έλεγχο της Συρίας και η Βρετανία τον έλεγχο του Ιράκ. Το Χαλέπι πέρασε στη Συρία και στη γαλλική αυτοκρατορία, η Μοσούλη πέρασε στο Ιράκ και στη Βρετανική αυτοκρατορία.
Σήμερα ο κόσμος στο Χαλέπι έχει την επιλογή να γίνει πρόσφυγας για να γλιτώσει από τα ρώσικα βομβαρδιστικά και τον στρατό του Άσαντ, και ο λαός στη Μοσούλη έχει να πληρώσει με τη ζωή του έναν πόλεμο που ξεκίνησε το 2003 με εισβολή των ΗΠΑ και που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Η προοπτική που ανοίγεται δεν είναι η απελευθέρωση ούτε για τη Μοσούλη ούτε για το Χαλέπι, αλλά η κλιμάκωση των σκληρών ανταγωνισμών ανάμεσα σε μεγάλους και μικρούς ιμπεριαλισμούς για το ποιος θα ελέγξει την περιοχή. Στο σφαγείο των ανταγωνισμών Ρωσίας και ΗΠΑ, έχουν μπει η Τουρκία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, με κίνδυνο να απλωθεί η ανάφλεξη παντού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βρίσκεται έξω απ’ αυτούς τους ανταγωνισμούς ούτε στη Μέση Ανατολή, ούτε στο δεύτερο μεγάλο μέτωπο, στη σύγκρουση με τη Ρωσία στην Ουκρανία. Η Ε.Ε. συμμετέχει μαζί με τις ΗΠΑ στο οικονομικό εμπάργκο ενάντια στη Ρωσία και στηρίζει με στρατό την ανάπτυξη δυνάμεων του ΝΑΤΟ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε όλα τα σύνορα με τη Ρωσία.
Η Ελλάδα συμμετέχει στο ΝΑΤΟ, και συμμετείχε στην τελευταία διάσκεψή του που αποφάσισε την κλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας απέναντι στη Ρωσία. Παράλληλα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επαναπροσέγγιση ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ μετά την καταστολή της Αραβικής Άνοιξης, δημιουργώντας ένα νέο κουαρτέτο (Ελλάδα, Ισραήλ, Αίγυπτος και Κύπρος), με στόχο να αναβαθμίσουν τη στρατιωτική παρουσία τους την Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή. Η βάση της Σούδας, παραδοσιακό στήριγμα της ελληνικής εμπλοκής στις επεμβάσεις των ΗΠΑ, τώρα διευκολύνει και τις επεμβάσεις της ΕΕ στη Λιβύη και την αεροπορία του Ισραήλ και τη συνεργασία με το πολεμικό ναυτικό της Αιγύπτου.
Αυτές είναι κινήσεις που δεν σημαίνουν «σταθερότητα» και ειρήνη, αλλά όξυνση των ανταγωνισμών στην περιοχή. Η Ελλάδα παρέα με τον Σίσι και το Ισραήλ αλλά και τη Σαουδική Αραβία απέναντι στον Ερντογάν και την Τουρκία. Δεν είναι τυχαία η άνοδος της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Οι κορώνες για σεβασμό του διεθνούς δικαίου δεν μπορούν να συγκαλύψουν τις ενέργειες που υποδαυλίζουν την ένταση ούτε την εμπλοκή στη νέα κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο Ιράκ και στη Συρία.
Το κλείσιμο των συνόρων
Το απαραίτητο συμπλήρωμα αυτών των επεμβάσεων είναι η ρατσιστική πολιτική της ΕΕ απέναντι στους πρόσφυγες. Παρά τις διαφωνίες ανάμεσα στα κράτη μέλη που γίνονται ορατές στις Συνόδους Κορυφής, ο κοινός παρονομαστής είναι ο φυσικός αποκλεισμός των προσφύγων στα σύνορα και ο κοινωνικός αποκλεισμός τους μέσα στην Ευρώπη.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι μέσα στους δέκα πρώτους μήνες του 2016 ο αριθμός των προσφύγων που πνίγηκαν στα νερά της Μεσογείου ξεπέρασε το τραγικό σύνολο του 2015. Αντί για τα νερά του Αιγαίου, τα περισσότερα «ναυάγια» σημειώνονται στα ανοιχτά της Αιγύπτου και της Λιβύης. Και η μόνη ιδέα που συζητούν οι ηγέτες της «πολιτισμένης Ευρώπης» είναι να σφραγίσουν τα περάσματα όπως έκαναν και με την Τουρκία, δηλαδή με συμφωνίες με την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Δεν έχουν καμιά ηθική αναστολή. Πιο μεγάλη δυσκολία θεωρούν το χάος που επικρατεί στη Λιβύη, όπου δεν μπορούν να βρουν μια σταθερή συνεργάσιμη κυβέρνηση. Γι’ αυτό είναι πολύ πιθανό ότι ο έλεγχος των «προσφυγικών ροών» μπορεί να πάρει τη μορφή μιας νέας επέμβασης στη Λιβύη. Τα όρια ανάμεσα σε αυτό που ονομάζουν ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή (αναβαθμισμένη Frontex) και στις πολεμικές επεμβάσεις είναι ρευστά, όπως άλλωστε δείχνει ο Ερντογάν που μπαίνει στρατιωτικά στη Συρία και στο Ιράκ στο όνομα της δημιουργίας «ασφαλούς περιοχής» για τους πρόσφυγες έξω από τα τουρκικά σύνορα. Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό αποδεικνύεται όχι μόνο ρατσιστική αλλά και πολεμική.
Η μεγαλύτερη εξυπηρέτηση στην Ε.Ε. που προσφέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η συμφωνία με την Τουρκία να κλείσουν τα σύνορα στους πρόσφυγες και να προχωρήσουν σε μαζικές απελάσεις. Στη συνάντηση που οργάνωσε ο Τσίπρας στην Αθήνα με τους ηγέτες της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Μάλτας και της Κύπρου, βασικό ζήτημα ήταν το πώς συντονίζεται όλος ο Νότος της ΕΕ σ’ αυτή την προοπτική. Πίσω από τα μεγάλα λόγια για ένα προοδευτικό άξονα του Νότου βρίσκεται η απειλή ότι η Μεσόγειος μετατρέπεται σε μια απέραντη πολεμική ζώνη με συμμετοχή της Ε.Ε. για να εμποδίσει τους πρόσφυγες να φτάσουν στις ακτές της.
Αδιέξοδες συμμαχίες
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ξεδιπλώνεται μια διαρκής προσαρμογή της ηγεσίας Τσίπρα προς τα δεξιά. Οι δικαιολογίες για αυτή την πορεία είναι γνωστές και ακούστηκαν και στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ: «με το δημοψήφισμα δημιουργήσαμε ρωγμές για αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη, το Grexit θα ήταν καταστροφή, φτάσαμε τη διαπραγμάτευση στα όριά της, τώρα θα αξιοποιήσουμε τις νέες δυνατότητες για να βγούμε από την κρίση με ανάπτυξη και δίκαιη κατανομή των καρπών της».
Δίπλα σε αυτή την αφήγηση έρχεται ως συμπλήρωμα μια πολιτική συμμαχιών όχι μόνο με τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία του Ρέντσι και του Ολάντ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και με τη λεγόμενη «δημοκρατική δεξιά». Χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο του Γιώργου Καρτερού στην Αυγή που μιλάει για την ανάγκη για ένα πλατύ δημοκρατικό μέτωπο απέναντι στην «εκτροχιασμένη δεξιά». Πρόκειται ουσιαστικά για αναβάθμιση και συστηματοποίηση των ανοιγμάτων προς την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ με στόχο όχι μόνο τη στήριξη για τις κυβερνητικές επιλογές αυτή την περίοδο αλλά και την προοπτική μετά τις επόμενες εκλογές.
Αυτός ο χειρισμός οδηγεί από υποχώρηση σε υποχώρηση και τελικά σε αποτυχία.
Πρώτο πεδίο υποχωρήσεων είναι η οικονομική πολιτική. Αρχικά, το αντάλλαγμα για την πιστή υλοποίηση του τρίτου Μνημόνιου θα ήταν η ρύθμιση του χρέους άμεσα, μέσα στο 2016 και πριν αρχίσει ο εκλογικός κύκλος στη Γερμανία και τη Γαλλία. Τώρα που φτάνουμε στο τέλος της χρονιάς και η κυβέρνηση εφαρμόζει όλα τα άγρια προαπαιτούμενα και της πρώτης και της δεύτερης αξιολόγησης, η ρύθμιση του χρέους πάει για το 2018 και βάλε. Ως υποκατάστατο για αυτό το αντάλλαγμα (που πάει περίπατο) προβάλλεται τώρα η ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αν προλάβει να εγκριθεί πριν τελειώσει αυτό το πρόγραμμα. Στο τέλος, ακόμη και η εκταμίευση κάποιας υποδόσης για να πληρωθούν οι δανειστές θα θεωρείται θρίαμβος.
Ένα δεύτερο πεδίο υποχωρήσεων είναι η αντιμετώπιση των προσφύγων. Η επιμονή για πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας είναι διαρκής κατήφορος. Νομικά, ψηφίστηκε ρύθμιση που περιορίζει τις δυνατότητες των προσφύγων για άσυλο, ενώ αντίθετα διευκολύνει τις μαζικές απελάσεις στην Τουρκία ως «ασφαλή χώρα». Οι ίδιοι που κόπτονται για την τήρηση της Συνθήκης της Λωζάννης (με προεξάρχοντα τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον καραμανλικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας που ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ) φροντίζουν να γίνει κουρελόχαρτο η Συνθήκη της Γενεύης για τα δικαιώματα των προσφύγων. Στην πράξη, οι κατ’ ευφημισμό «χώροι υποδοχής» έχουν μετατραπεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι πρόσφυγες στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου αντιμετωπίζουν εσωτερικά σύνορα με την απαγόρευση να μετακινηθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Όσο για τα προσφυγόπουλα, η υπόσχεση ότι θα μπουν στα σχολεία μετατράπηκε σε απογευματινές ομάδες για μικρό (συμβολικό) αριθμό σε κάποια σχολεία, που ακόμη και αυτό εγκαταλείπεται: τα παιδιά βρίσκονται έγκλειστα στα στρατόπεδα μαζί με όλους τους πρόσφυγες κάτω από τη «στοργική» φροντίδα της αστυνομίας, του στρατού και των συνεργαζόμενων ΜΚΟ. Το υπουργείο Παιδείας έχει στο ενεργητικό του και την αναδίπλωση για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών. Οι κραυγές των δεσποτάδων έφεραν άμεσα συνάντηση της Ιεραρχίας με τον Πρωθυπουργό και υποχώρηση της κυβέρνησης.
Και βέβαια ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νόμου Παππά για τα κανάλια. Μια ρύθμιση που προοριζόταν να δείξει ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώνει και τους πλούσιους να πληρώσουν κάτι για τη λεηλασία των δημόσιων αγαθών σκόνταψε στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει το νόμο αντισυνταγματικό. Οι συμμαχίες με τη «δημοκρατική δεξιά» αποδείχθηκαν ανίσχυρες να εμποδίσουν το δικαστικό κατεστημένο να δώσει ένα πολιτικό χαστούκι στην κυβέρνηση.
Το συνέδριο και η εναλλακτική
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, το δεύτερο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε δυο σημαντικές διαπιστώσεις. Το πρώτο ότι η ηγεσία του κάνει μια τεράστια προσπάθεια να πείσει τα μέλη του για τη δεξιά προσαρμογή του, και δεύτερο ότι αυτό συναντάει αντιδράσεις από τον κόσμο που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιδράσεις που καταγράφτηκαν ακόμα και στο ίδιο το συνέδριο, έστω κι αν η ηγεσία το οργάνωσε για να το ελέγξει. Αυτή η αντιφατική εικόνα απαιτεί μια εξήγηση.
Τα ρεφορμιστικά κόμματα έχουν ανάγκη τα συνέδρια γιατί έχουν ανάγκη να συσπειρώσουν την επιρροή τους και να την οργανώσουν στο κόμμα. Τα ρεφορμιστικά κόμματα δεν είναι η πρώτη επιλογή της κυρίαρχης τάξης για να διαχειριστούν το κράτος της. Αυτό ήταν ολοφάνερο πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά ισχύει και για την περίοδο της «ομαλότητας» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα και εκεί που συνεργάστηκαν σε κοινές κυβερνήσεις μετά την απελευθέρωση, η κυρίαρχη τάξη το έκανε κάτω από την πίεση ενός αριστερού κινήματος που είχε βγει από την περίοδο της Αντίστασης. Αλλά ακόμα και σ’ αυτές τις συνθήκες η συνεργασία ήταν αντιφατική – και για την κυρίαρχη τάξη και για τα ρεφορμιστικά κόμματα.
Στη δεκαετία του ’30, στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, της ανεργίας και του φασισμού έμοιαζε ότι ο ρεφορμισμός και τα ρεφορμιστικά κόμματα θα τελείωναν. Ο Τρότσκι έγραψε ότι «στην περίοδο ενός καπιταλισμού σε παρακμή, δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των μαζών. Σε τέτοια περίοδο κάθε σοβαρό αίτημα του προλεταριάτου και των μικροαστών ξεπερνάει τα όρια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και του αστικού κράτους».2 Η διαπίστωση του Τρότσκι ότι η οικονομική κρίση οδηγεί στην αδυναμία των ρεφορμιστικών κομμάτων να συνεχίσουν δεν επαληθεύτηκε ούτε πριν ούτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για να καταλάβουμε πώς μπορεί ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα να έχει επιρροή μέσα στην εργατική τάξη και να αναγκάζεται να οργανώνει συνέδριο για να κρατήσει την επιρροή του, χρειάζεται να πάρουμε τη βοήθεια του Ένγκελς.Έγραφε: «οι συνθήκες της εργατικής τάξης είναι η πραγματική βάση και το σημείο εκκίνησης για όλα τα κοινωνικά κινήματα σήμερα… Η γνώση των συνθηκών (που ζει) το προλεταριάτο είναι τελείως απαραίτητες για τους σοσιαλιστές».3 Ακόμα και όταν οι οικονομικές ρίζες του ρεφορμισμού εξαφανίζονται, ο ρεφορμισμός δεν θα εξαφανιστεί από μόνος του. Πολλές από τις ιδέες συνεχίζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, έστω και εάν έχουν εξαφανιστεί οι υλικές συνθήκες που του εξασφάλισαν την ύπαρξη. Η ανατροπή του ρεφορμισμού μπορεί να έρθει μόνο από τη συνειδητή επαναστατική δράση, από τις πρωτοβουλίες και τις ενέργειες των επαναστατών. Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες έχουν επίγνωση της βαρύτητας που έχει η σχέση τους με την τάξη και έχουν ανάγκη να συσπειρώσουν το κόμμα τους, ακόμα και στις μεγαλύτερες δεξιές προσαρμογές τους – ιδιαίτερα τότε.
Δυο κρίσιμα συνέδρια
Ας σταθούμε σε δυο ιστορικά παραδείγματα από την Ελλάδα: Το δεύτερο συνέδριο της ΕΔΑ του Δεκέμβρη του ’62 – τότε που η ηγεσία της ΕΔΑ ετοιμαζόταν να συνεργαστεί με τον Γεώργιο Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου και το 12ο συνέδριο του ΚΚΕ τον Μάη του 1987, ένα χρόνο πριν τη δημιουργία του Ενιαίου Συνασπισμού με την ΕΑΡ του Κύρκου το 1988.
Στο δεύτερο συνέδριο της η ΕΔΑ είχε να αντιμετωπίσει τρία σοβαρά ζητήματα. Το πρώτο, την εμφάνιση της Ένωσης Κέντρου και την πολιτική του ανένδοτου που κήρυξε ο Γ. Παπανδρέου. Το δεύτερο, την κλιμάκωση ενός νέου εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, και το τρίτο, τη σινοσοβιετική διαμάχη και τις αντιδράσεις που άρχισαν να υπάρχουν στο εσωτερικό της – και από παλιά στελέχη, αλλά και μέσα στη νεολαία που δεν συμφώνησε με την φιλοσοβιετική θέση που είχε πάρει η ΕΔΑ.
Το «στίγμα» του συνεδρίου ήταν ο στόχος για ένα «πλατύ μαζικό κόμμα» και αυτό συγκεκριμενοποιήθηκε πάνω στα εξής: στη συνεργασία με την Ένωση Κέντρου, στην αλλαγή στη θέση της ΕΔΑ απέναντι στην Κοινή Αγορά (ΕΟΚ), και στην ανοιχτή αντίθεση με την Αλβανία και την Κίνα. Σε σχέση με την Κοινή Αγορά, η γραμμή αλλάζει και από αντίθεση γίνεται σταδιακή προσαρμογή: «χωρίς να παραιτούμαστε από το αίτημα της απαγκίστρωσης της χώρας μας από την ΚΕΑ (Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά) και την χάραξη μιας αδέσμευτης οικονομικής πολιτικής, σήμερα πρέπει να αντιπαλεύουμε τις καταστρεπτικές της συνέπειες για κάθε κοινωνικό στρώμα».4
Μετά απ’ αυτό το συνέδριο η δεξιά προσαρμογή είναι ραγδαία. Η στάση της ηγεσίας της ΕΔΑ μετά τη δολοφονία Λαμπράκη είναι αποκαλυπτική. Ο Λαμπράκης δολοφονείται δυο χρόνια από τις εκλογές της βίας και νοθείας που εξασφάλισαν στην ΕΡΕ να βγει πλειοψηφία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Για τον κόσμο, την εργατική τάξη και τη νεολαία η δολοφονία ήταν η μεγάλη ευκαιρία για να οργανωθεί μια μετωπική σύγκρουση με την κυρίαρχη τάξη, με τα ανάκτορα και με τη δεξιά, και να την κερδίσει. Άλλωστε αυτό το κίνημα είχε αυτοπεποίθηση ότι μπορούσε να τα καταφέρει γιατί οργάνωνε απεργίες αλλά και φοιτητικά συλλαλητήρια και καταλήψεις με αιτήματα «λεφτά για την παιδεία».
Αντί γι’ αυτό, η ΕΔΑ οργάνωσε μια «πάνδημη» κηδεία που δεν ακούστηκε ούτε ένα σύνθημα και που η ηγεσία της και η Αυγή την επόμενη μέρα περηφανεύονταν ότι ήταν «ειρηνική». Το μόνο σύνθημα που επιτρεπόταν ήταν «Ο Λαμπράκης ζει». Ακόμα και το πολιτικό γραφείο του παράνομου τότε ΚΚΕ υποστήριζε ότι τα συνδικάτα και η αριστερά έπρεπε να καλέσουν σε απεργίες και συλλαλητήρια αλλά η ηγεσία της ΕΔΑ ήταν αντίθετη. Είχε την εκτίμηση, όπως όλα τα ρεφορμιστικά κόμματα σε τέτοιες συνθήκες, ότι η δολοφονία Λαμπράκη κατάγραφε τη δύναμη των από πάνω, και όχι τα αδιέξοδα τους. «Ο Λαμπράκης έπεσε σαν δρυς αλλά με τη θυσία του προβλήθηκαν με εκτυφλωτικό φως οι τρομεροί κίνδυνοι που απειλούν τα υπολείμματα της Δημοκρατίας και της ομαλότητας. Η στυγερή δολοφονία του αποτέλεσε αποφασιστικό στοιχείο μιας νέας κατάστασης που δημιουργείται στη χώρα μας».5
Η συνέχεια μετά απ’ αυτήν τη στάση ήταν μονόδρομος. Τα όρια της αντιπολίτευσης και της πολιτικής της ΕΔΑ από κει και πέρα ήταν τα όρια της πολιτικής και των επιλογών της Ένωσης Κέντρου και του Γ. Παπανδρέου.
Στις βουλευτικές εκλογές που γίνονται τον Νοέμβρη του 1963 η ηγεσία της ΕΔΑ διαπραγματεύεται να στηρίξει την Ένωση Κέντρου σε μια σειρά από νομούς, ενώ στις εκλογές που γίνονται τον Φλεβάρη του 1964 εφαρμόζει τον λεγόμενο «ελιγμό». Η ΕΔΑ κατέβηκε μόνο σε 31 εκλογικές περιφέρειες, πήρε 11, 80% και έβγαλε 22 βουλευτές. Στις υπόλοιπες 24 περιφέρειες δεν κατέβασε δικούς της υποψήφιους και υποστήριξε την Ένωση Κέντρου. Στις εκλογές του 1964 η Ένωση Κέντρου πήρε 52,22% και έβγαλε 171 βουλευτές. Οι «ελιγμοί», οι πολιτικές υποχωρήσεις και οι συμβιβασμοί της ηγεσίας της ΕΔΑ οδήγησαν στη συρρίκνωση της δύναμης της, στο χάσιμο της ηγεμονίας της μέσα στον κόσμο των κινημάτων και της αντίστασης. Άφησε όλο αυτό το κίνημα βορά στα χέρια της Ένωσης Κέντρου με αποκορύφωμα το φρενάρισμα της λαϊκής έκρηξης στα Ιουλιανά του 1965.
Μια αντίστοιχη καμπή με τη δεξιά στροφή της ΕΔΑ σημειώνεται στο 12ο συνέδριο του ΚΚΕ που γίνεται τον Μάη του 1987. Χαρακτηριστική είναι η ερώτηση που μπήκε τότε στον Χαρίλαο Φλωράκη: «Γιατί στις αποφάσεις δεν υπάρχει ούτε μια φράση για τη δικτατορία του προλεταριάτου;». Η απάντηση του γραμματέα ήταν «Τώρα μιλάμε για αγώνες και όχι για το σοσιαλισμό»…
Σύμφωνα με τις θέσεις του 12ου, η προώθηση «της αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό» (τέταρτο κεφάλαιο των θέσεων) έχει τρεις βασικές προϋποθέσεις: η πρώτη είναι η «οικοδόμηση ενός συνασπισμού των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων», η δεύτερη, «η διαμόρφωση ενός κοινού προγράμματος» και η τρίτη, «η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας».6
«Για το ΚΚΕ, το να κερδίσει την εμπιστοσύνη όσων στήριξαν το ΠΑΣΟΚ απαιτεί θυσίες κι αυτές είναι διατεθειμένο να τις κάνει. Και γι’ αυτό όχι μόνο πετάει ολόκληρα κομμάτια απ’ το πρόγραμμα του, που μέχρι τότε λειτουργούσαν σαν ιδεολογική στήριξη για τον κόσμο του (π.χ. δικτατορία του προλεταριάτου) αλλά και κάνει, για πρώτη φορά, ανοιχτή υπόκλιση στον ευρωκομμουνισμό, με το ότι διαλύει την εργατική τάξη μέσα σε μια πλουραλιστική συνύπαρξη κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και υποκειμένων.
Έτσι, συνολικά το πρόγραμμα που προτείνει αυτή τη στιγμή το ΚΚΕ, στα βασικά του σημεία μοιάζει μ’ αυτό του ΠΑΣΟΚ το ’81.7
Οι μάχες σήμερα
Τα δεξιά ανοίγματα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα πάνε πολύ πιο πέρα και από το Κέντρο και το ΠΑΣΟΚ φτάνοντας στη Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο σαν πρόσωπα (π.χ. Πολύδωρας), αλλά και σαν πολιτική. Η αυστηρή τήρηση των Μνημονίων, η αντιμετώπιση των «προσφυγικών ροών» ως πρόβλημα και η εμπλοκή στην επιβολή «σταθερότητας» στην περιοχή παρέα με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ είναι το αντιδραστικό περιεχόμενο αυτών των ανοιγμάτων.
Η ανάγκη για να χτίσουμε την επαναστατική αριστερά σαν εναλλακτική απέναντι στο σημερινό δεξιό κατήφορο του ΣΥΡΙΖΑ προβάλει επιτακτικά. Και μπορούμε να πούμε ότι αυτή η προοπτική είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και ρεαλιστική. Αρκεί να κινηθούμε ταυτόχρονα σε δυο τομείς. Στην οργάνωση και στήριξη των αγώνων ενάντια στις αντεργατικές επιθέσεις των μνημονίων και του ρατσισμού αλλά και στην προβολή της αντικαπιταλιστικής ανατροπής σαν γνήσια διέξοδο από τη συνολική κρίση του συστήματος.
Σε πείσμα όσων κηρύττουν την απογοήτευση και αποστράτευση του κόσμου, οι εργαζόμενοι απαντούν με απεργίες σε κάθε χτύπημα. Το καραβάνι για τη σωτηρία του ΕΣΥ στα Νοσοκομεία ξεσήκωσε Θεσσαλονίκη και Αθήνα και άνοιξε το δρόμο για την Πανελλαδική απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 24 Νοέμβρη. Στην ΕΥΔΑΠ, έδειξαν μαχητικά τι θα γίνει αν η κυβέρνηση προχωρήσει τα σχέδια για ιδιωτικοποίηση του νερού. Η Συνέλευση Εργατικής Αντίστασης που οργανώνει ο Συντονισμός ενάντια στα Μνημόνια στις 4 Δεκέμβρη είναι μια ευκαιρία για να δικτυωθούν από τα κάτω όλες οι κινήσεις των εργατικών χώρων.
Χιλιάδες ακτιβιστές μπαίνουν σε δράση σε κάθε σχολείο και σε κάθε στρατόπεδο προσφύγων για να απομονώσουν τις ακροδεξιές προκλήσεις, να αγκαλιάσουν τα προσφυγόπουλα και να οδηγήσουν τη Χρυσή Αυγή στην καταδίκη που της αξίζει. Η Διεθνής Συνάντηση που οργάνωσε η ΚΕΕΡΦΑ στις 15-16 Οκτώβρη έβαλε την ατζέντα για το αντιρατσιστικό και το αντιφασιστικό κίνημα με κορύφωση την Πανευρωπαϊκή μέρα δράσης στις 18 Μάρτη 2017 σε συντονισμό με το Λονδίνο, τη Βιέννη, το Βερολίνο, τη Βαρκελώνη.
Η ανάδειξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κορμό για όλες αυτές τις αντιστάσεις, είναι αυτή τη στιγμή στην ημερήσια διάταξη. Σαν δύναμη που συσπειρώνει ενωτικά όλο τον κόσμο του αγώνα και ταυτόχρονα προβάλλει τη συνολική εναλλακτική λύση για έναν κόσμο χωρίς φτώχεια, ρατσισμό και πόλεμο: να περάσει ο έλεγχος του πλούτου στα χέρια της ίδιας της εργατικής τάξης.
Σημειώσεις
1. Η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου ήρθε για να μείνει. F.T. Τετάρτη 26/10 σελ. 9
2. Τρότσκι, «Η επιθανάτια αγωνία του καπιταλισμού»
3. Ένγκελς, «Οι συνθήκες της εργατικής τάξης στην Αγγλία»
4. 2ο συνέδριο της ΕΔΑ
5. Ανακοίνωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ μετά την κηδεία του Λαμπράκη στις 30/5/63
6. Από τη μηνιάτικη Εργατική Αλληλεγγύη, Μάρτης 1987
7. Εργατική Αλληλεγγύη, όπως και παραπάνω