Καμιά απεργία δεν μπορεί να γίνει και κανένας αντιφασιστικός αγώνας δεν είναι αποτελεσματικός χωρίς κοινή δράση και συνεργασία όλης της Αριστεράς, όπως επιχειρηματολογεί ο Λέανδρος Μπόλαρης.
Είναι το ενιαίο μέτωπο επίκαιρο και αναγκαίο σήμερα; Αυτή η συζήτηση ανοίγει πιεστικά στον κόσμο της Αριστεράς που έχει σοκαριστεί από τη δεξιά κατρακύλα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την αμφισβητεί και παλεύει εναντίον της. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα παίζει κρίσιμο ρόλο στην πορεία της Αριστεράς που επιμένει στο δρόμο της σύγκρουσης με τις άρχουσες τάξεις και τους μηχανισμούς τους. Όταν η συζήτηση πάει από την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στο εδώ και τώρα, αρχίζουν τα ερωτήματα και οι αμφιβολίες.
Με ποιες δυνάμεις, με ποια κόμματα, είναι το ερώτημα στον πυρήνα αυτών των αντιρρήσεων και των προβληματισμών. Κόμματα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση εφαρμόζουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στα χνάρια των χειρότερων παραδόσεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλού, στην Πορτογαλία, στηρίζουν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στο όνομα του ρεαλισμού. Από την άλλη το ΚΚΕ επιμένει στο δρόμο της περιχαράκωσης και του «σας τα λέγαμε». Άρα, είναι η κοινή κατάληξη τέτοιων εκτιμήσεων, το ενιαίο μέτωπο μπορεί να ήταν κατάλληλο για μια άλλη εποχή, αλλά σήμερα δεν έχει πεδίο εφαρμογής.
Γι’ αυτό καταρχάς χρειαζόμαστε μια αφετηρία για το τι είναι και κυρίως που απευθύνεται η πολιτική του ενιαίου μετώπου. Είναι μια τακτική των επαναστατών με την οποία παίρνουν πρωτοβουλίες που προωθούν την κοινή δράση με δυνάμεις που δεν παλεύουν για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, που βρίσκονται δηλαδή στα δεξιά τους.
Αυτή η τακτική δεν είναι ένα «κόλπο» προς αναζήτηση μαζικού ακροατήριου. Παίρνει σαν αφετηρία αυτό που γνωρίζουν ή νιώθουν όλοι οι εργαζόμενοι: απέναντι στα τεράστια μέσα που διαθέτουν οι «από πάνω», την οικονομική και πολιτική τους ισχύ, εμείς έχουμε να αντιπαρατάξουμε τη δύναμη των αριθμών μας και των ενωμένων αγώνων μας. Καμιά απεργία δεν μπορεί να κερδίσει αν οι εργαζόμενοι είναι διασπασμένοι. Οι επαναστάτες θέλουν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτούς τους αγώνες για τις ανάγκες και τα αιτήματα της πλειοψηφίας των εργαζόμενων. Για να το κάνουν αυτό δεν αρκεί το κάλεσμα, πολύ περισσότερο τα τελεσίγραφα, σε αυτό τον κόσμο να μπει κάτω από την σημαία μας.
Ταυτόχρονα, όμως, το επαναστατικό κόμμα που πρωταγωνιστεί στα ενιαία μέτωπα, δεν εξαφανίζεται σε αυτά. Τα ενιαία μέτωπα είναι πρωτοβουλίες για δράση και εκεί, στο πεδίο της δράσης, οι επαναστάτες έχουν ένα διπλό καθήκον. Να αποδείξουν ότι είναι οι καλύτεροι, πιο αποτελεσματικοί αγωνιστές αλλά και να διατηρήσουν την πολιτική και οργανωτική τους ανεξαρτησία. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να παίρνουν πρωτοβουλίες που πάνε το κίνημα μπροστά, να απαντάνε στα διλήμματα που προκύπτουν στην πορεία του αγώνα, και να κερδίζουν μέσα από αυτές τις εμπειρίες νέες δυνάμεις στην οργανωμένη πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Ανάγκη
Οι δεκαετίες του ’20 και των αρχών του ’30 είναι σχολείο από αυτή την άποψη. Τότε μπήκαν τα θεμέλια της πολιτικής του ενιαίου μετώπου, διατυπώθηκε συστηματικά. Τότε έγιναν οι πιο σοβαρές προσπάθειες να εφαρμοστεί στην πράξη, και γεννήθηκαν τα ερωτήματα και τα μπερδέματα από αυτή την εμπειρία.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε με επαναστάσεις. Στην Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917 τα εργατικά συμβούλια, τα σοβιέτ, είχαν πάρει την εξουσία με ηγεσία ένα επαναστατικό, διεθνιστικό κόμμα, τους μπολσεβίκους. Ένα χρόνο μετά η Γερμανική Επανάσταση έφερνε τα εργατικά συμβούλια στη καρδιά της Ευρώπης. Οι επαναστάτες που το 1914 ένιωθαν απομονωμένοι βρίσκονταν να κολυμπάνε στον αφρό ενός κύματος ριζοσπαστικοποίησης, αγώνων και επαναστάσεων. Από την Ουγγρική Δημοκρατία των Συμβουλίων το 1919 μέχρι την «κόκκινη διετία» των καταλήψεων και απεργιών στην Ιταλία, από την Γενική Απεργία στο μακρινό Σιάτλ των ΗΠΑ μέχρι τα πρώτα σκιρτήματα της επανάστασης και του εργατικού κινήματος στην Κίνα.
Μέσα σε αυτό το καμίνι άρχισαν να διαμορφώνονται μαζικά επαναστατικά κόμματα. Όταν ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) τον Μάρτη του 1919, εκτός από τους μπολσεβίκους το μόνο κόμμα-μέλος της που μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν μαζικό, ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Και αυτό, όμως, τότε είχε μόλις μερικές δεκάδες χιλιάδες μέλη. Ένα χρόνο μετά η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική. Στα τέλη του 1920 για παράδειγμα το γερμανικό είχε σχεδόν μισό εκατομμύριο μέλη και δίπλα σε αυτό υπήρχαν μαζικά κόμματα σε Γαλλία, Ιταλία, Τσεχοσλοβακία.1
Η εργατική τάξη πήγαινε προς τα αριστερά, αλλά όχι με ομοιόμορφο τρόπο. Εκτός από τους επαναστάτες το κύμα της ριζοσπαστικοποίησης δυνάμωσε και τους ρεφορμιστές. Αυτό εκ πρώτης όψεως μοιάζει παράδοξο. Οι ηγεσίες των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είχαν κρατήσει μια άθλια, προδοτική στάση στο ξέσπασμα και τη διάρκεια του πολέμου. Είχαν στηρίξει το ιμπεριαλιστικό σφαγείο, είχαν υπογράψει σύμφωνα «κοινωνικής ειρήνης» και στρατιωτικοποίησης της εργασίας. Στη συνέχεια, είχαν παίξει ανοιχτά αντεπαναστατικό ρόλο· στην περίπτωση της Γερμανίας οι σοσιαλδημοκράτες υπουργοί είχαν εξοπλίσει και ενθαρρύνει τα ακροδεξιά στρατιωτικά σώματα που δολοφόνησαν εκατοντάδες εργάτες και επαναστάτες όπως την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπνεχκτ.
Για τα πιο μαχητικά και πρωτοπόρα τμήματα της τάξης, κόμματα σαν την γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχαν ξοφλήσει με τη στάση τους. Όμως, για εκατομμύρια εργάτες και εργάτριες η στήριξη σε αυτά τα κόμματα και τα συνδικάτα ήταν το πρώτο βήμα της πολιτικής τους αφύπνισης και ριζοσπαστικοποίησης. Για αυτούς η «επίσημη» σοσιαλδημοκρατία ήταν το «κόκκινο» κόμμα που το είχε πολεμήσει η άρχουσα τάξη όλα τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης το «παλιό», «γνωστό» κόμμα που υποσχόταν έναν ασφαλή, ήρεμο δρόμο για την κοινωνική αλλαγή.
Από τη θεωρία στην πράξη
Τα επαναστατικά κόμματα έπρεπε να βρουν δρόμο προς αυτές τις «μάζες» αν δεν ήθελαν να μείνουν περιθωριακές ομάδες προπαγάνδας. Η καπιταλιστική επίθεση που άρχισε να ξεδιπλώνεται από τα τέλη του 1920 έβαζε αυτό το ζήτημα επί τάπητος. Ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία για αγώνες και αντίσταση ενάντια στις απολύσεις, τις περικοπές μισθών, την καταστολή και την απειλή της ακροδεξιάς που σήκωνε κεφάλι στην Ιταλία και στην Γερμανία; Τότε άρχισε να διαμορφώνεται η πολιτική του ενιαίου μετώπου, όχι σαν εγκεφαλικό κατασκεύασμα αλλά με πρωτοβουλίες που κάποιες φορές έρχονταν από αγωνιστές που βρίσκονταν στη πρώτη γραμμή της πάλης.
Τον Γενάρη του 1921 οι κομμουνιστές συνδικαλιστές στη Στουτγάρδη έπεισαν τα συνδικάτα τους να απευθύνουν κάλεσμα δράσης στις ηγεσίες του συνδικάτου μετάλλου και της ADGB (της γερμανικής ΓΣΕΕ της εποχής) για μια σειρά αιτήματα: μείωση των τιμών στα τρόφιμα, αύξηση της φορολογίας στους καπιταλιστές και μείωση στους εργάτες, εργατικός έλεγχος στη διανομή τροφίμων και πρώτων υλών με «άνοιγμα των βιβλίων» των επιχειρήσεων, αφοπλισμός των ακροδεξιών συμμοριών και εξοπλισμός των εργατών.2
Η πολιτική του ενιαίου μετώπου διατυπώθηκε «επίσημα» από την Κομιντέρν σε μια περίοδο από τα μέσα του 1921 μέχρι τα τέλη 1922 (ανάμεσα στο 3ο και το 4ο Συνέδριό της). Ο Λένιν και ο Τρότσκι σήκωσαν το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας σε αυτές τις συζητήσεις. Επέμεναν ιδιαίτερα ότι το ενιαίο μέτωπο απευθύνεται όχι μόνο στη βάση αλλά και στις ηγεσίες του ρεφορμισμού. Ο Τρότσκι εξηγούσε τον Μάρτη του 1922 σε μια εισήγησή του στην Εκτελεστική της Κομιντέρν:
«Αλλά δεν διασπαστήκαμε με αυτούς; Ναι, επειδή διαφωνούμε στα θεμελιώδη προβλήματα του εργατικού κινήματος. Όμως παρόλα αυτά επιδιώκουμε συμφωνία με αυτούς; Ναι, σε όλες τις περιπτώσεις που οι μάζες που τους ακολουθούν είναι έτοιμες να ενωθούν σε ένα κοινό αγώνα μαζί με τις μάζες που ακολουθούν εμάς και όταν αυτοί, οι ρεφορμιστές, αναγκάζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό να γίνουν εργαλεία του αγώνα…». Σε πολλές περιπτώσεις και ίσως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι οργανωτικές συμφωνίες δεν θα τηρηθούν ολοκληρωτικά ή δεν θα τηρηθούν καθόλου. Όμως είναι αναγκαίο να δίνεται πάντα στις μαχόμενες μάζες η ευκαιρία να καταλάβουν ότι η ανυπαρξία της ενότητας στη δράση δεν οφείλεται στη δική μας τυπολατρική άρνηση να συνεργαστούμε, αλλά στην πραγματική έλλειψη διάθεσης για αγώνα των ρεφορμιστών.
«Οι ρεφορμιστές τρέμουν τις επαναστατικές δυνατότητες του μαζικού κινήματος. Το αγαπημένο τους πεδίο είναι το κοινοβουλευτικό βήμα, το γραφείο του συνδικάτου, οι επιτροπές μεσολάβησης, οι υπουργικοί προθάλαμοι. Εμείς, αντίθετα, πέρα από όλα τα άλλα, ενδιαφερόμαστε να σύρουμε τους ρεφορμιστές έξω από τα άσυλά τους και να τους βάλουμε δίπλα μας μπροστά στα μάτια των αγωνιζόμενων μαζών. Με τη σωστή τακτική μόνο κερδισμένοι θα βγούμε».3
Ο Τρότσκι απαντούσε σε συγκεκριμένες αντιρρήσεις που εκφράζονταν στις γραμμές της Κομιντέρν για την πολιτική του ενιαίου μετώπου. Οι εισηγήσεις ψηφίζονταν και τυπικά όλοι συμφωνούσαν «καταρχάς» με το ενιαίο μέτωπο. Όμως ολόκληρα ρεύματα (και ηγεσίες κομμάτων) θεωρούσαν ότι δεν είναι εφικτό. Είτε γιατί η εργατική τάξη ήταν πολύ πίσω είτε γιατί καμιά ηγεσία δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του.
Η Γερμανία, όπου δρούσε το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός Ρωσίας, ήταν το πιο σημαντικό πεδίο των πρωτοβουλιών του ενιαίου μετώπου. Τον Ιούνη του 1922 μια φασιστική συμμορία δολοφόνησε τον υπουργό Εξωτερικών, τον Βάλτερ Ραθενάου (πολιτικά φιλελεύθερος, Εβραίος και βιομήχανος). Το KPD είχε ζητήσει ήδη από τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κοινή δράση ενάντια στις φασιστικές συμμορίες. Η δολοφονία προκάλεσε ένα κύμα οργής στην εργατική τάξη και τελικά η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών συμφώνησε σε κοινές διαδηλώσεις, που ήταν γιγάντιες.
Την ίδια ώρα που έβαζαν την υπογραφή τους, βέβαια, αρνούνταν κάθε σοβαρή συνέχεια στη δράση και σε αιτήματα όπως η εκκαθάριση του στρατού από την ακροδεξιά και η δημιουργία εργατικών πολιτοφυλακών αυτοάμυνας που πρότειναν οι κομμουνιστές. Αυτό που κέρδισε το KPD ήταν η εκτίμηση πλατιών στρωμάτων σοσιαλδημοκρατών ή ανένταχτων εργατών/τριών ότι ήταν η μόνη δύναμη που σκόπευε να παλέψει στα σοβαρά τους φασίστες.
Παράλληλα, οι κομμουνιστές πρωταγωνίστησαν σε οικονομικούς αγώνες, για αυξήσεις –ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να αυξάνει με ταχύτητα. Το έκαναν παρόλο που ήταν αδύναμοι στα συνδικάτα, ακόμα και σε αγώνες όπου οι ίδιοι ήταν εντελώς «εξωτερικοί». Όταν για παράδειγμα ένα «απολίτικο» συνδικάτο σιδηροδρομικών κατέβηκε σε απεργία τον Φλεβάρη του 1922, τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα το κατήγγειλαν και οι κομμουνιστές οργάνωσαν την συμπαράσταση.
Τα εργοστασιακά συμβούλια προορίζονταν από τους σοσιαλδημοκράτες ως διακοσμητικά όργανα «συμμετοχής» στη διοίκηση των επιχειρήσεων στο πλάι της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Οι κομμουνιστές τα έκαναν όργανα πάλης. Τα συμβούλια της περιφέρειας Βερολίνου ζήτησαν από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να καλέσουν μια πανεθνική συνδιάσκεψη και όταν αυτές αρνήθηκαν την κάλεσαν τα ίδια τον Νοέμβρη του 1922. Αυτά τα όργανα πάλης θα έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο την επόμενη χρονιά. Ήταν αυτά που κάλεσαν την Γενική Απεργία τον Αύγουστο του 1923, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης σε συνθήκες κορύφωσης της επαναστατικής κρίσης.
Οι απόπειρες να εφαρμοστεί το ενιαίο μέτωπο στην πράξη δεν σταμάτησαν το 1922-23. Η πορεία τους ήταν δεμένη με την συνολική πορεία της Κομιντέρν και αυτή με την σειρά της με τις εξελίξεις στην ίδια την Ρωσία. Η εμπειρία για παράδειγμα της Βρετανίας από το 1921 μέχρι την Γενική Απεργία του 1926 είναι γεμάτη από μαθήματα τόσο για το πως πρέπει όσο και για το πως δεν πρέπει να εφαρμόζεται αυτή η πολιτική.4
«Τρίτη περίοδος»
Ποια είναι η απάντηση όταν ο ρεφορμισμός μετατοπίζεται στα δεξιά και μάλιστα με θεαματικό τρόπο; Είναι το ενιαίο μέτωπο αναγκαίο και εφικτό σε τέτοιες συνθήκες; Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’20 η σοσιαλδημοκρατία διεθνώς έκανε μια τέτοια στροφή που έγινε ακόμα πιο έντονη με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης στα τέλη του 1929.
Αυτό συνέβη με το Εργατικό Κόμμα στην Αγγλία μετά την ήττα της Γενικής Απεργίας του 1926 με το τέρμα αυτής της πορείας να έρχεται το 1931, όταν το κόμμα διασπάστηκε για την συμμετοχή στην «Εθνική Κυβέρνηση» με τους Συντηρητικούς. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία συμμετείχε σε κυβερνήσεις που επέβαλαν λιτότητα και αιματοβαμμένη καταστολή ανάμεσα στο 1928 και το 1930. Στη συνέχεια, τυπικά από την αντιπολίτευση, στήριζε ως το «μικρότερο κακό» απέναντι στους φασίστες τις αστικές κυβερνήσεις που κυβερνούσαν με διατάγματα ενόσω η κρίση αποκτούσε γιγάντιες διαστάσεις.
Η δεξιά στροφή των πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών άνοιγε δυνατότητες για τους επαναστάτες να κερδίσουν μαζικά τον κόσμο που αμφισβητούσε αυτές τις προδοσίες. Όμως, η επιλογή της Κομιντέρν δεν ήταν το άνοιγμα στην κοινή δράση, αλλά η καταγγελία και η περιχαράκωση, καλυμμένη με μπόλικη «επαναστατική» φρασεολογία.
Αυτή η στάση έχει μείνει στην ιστορία ως η πολιτική της «τρίτης περιόδου»5 και τα θεμέλιά της μπήκαν από το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν τον Αύγουστο του 1928. Όμως, σε πλήρη μορφή η νέα «γραμμή» αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του 1929. Τον Ιούλη εκείνης της χρονιάς η Ε.Ε της Κομιντέρν διακήρυττε ότι:
«Όπως η σοσιαλδημοκρατία μετεξελίσσεται από τον σοσιαλιμπεριαλισμό στον σοσιαλφασισμό και γίνεται μέρος της εμπροσθοφυλακής του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους… έτσι η σοσιαλφασιστική συνδικαλιστική γραφειοκρατία περνάει πλήρως στην πλευρά της μεγάλης αστικής τάξης… μετατρέποντας το ρεφορμιστικό συνδικαλιστικό μηχανισμό σε μια απεργοσπαστική οργάνωση».
Όπως σημειώνει ο Ντάνκαν Χάλας: «Αυτό που σήμαινε στην πράξη ο παραπάνω ωκεανός ανοησίας ήταν η άρνηση του ενιαίου μετώπου, όχι ξεκάθαρα φυσικά, αλλά μέσω της πρότασης για ενιαιομετωπική δράση ‘μόνο από τα κάτω’. Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν τώρα ο κύριος εχθρός όχι οι πραγματικοί φασίστες».6 Η θεωρία ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία γινόταν «φασιστική» οδηγούσε λογικά στην επιλογή της συγκρότησης ξεχωριστών «επαναστατικών», «ταξικών» ή «κόκκινων» συνδικάτων.
Αυτές οι επιλογές μπορεί να ταίριαζαν στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Στάλιν που ήταν άλλωστε και ο εμπνευστής τους. Όμως, ήταν καταστροφικές για το κίνημα. Απομόνωσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα και παρά τις φλογερές καταγγελίες έλυσαν τα χέρια των σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών να κάνουν τα ξεπουλήματά τους σχετικά ανενόχλητες.
Το πιο τραγικό παράδειγμα ήταν η Γερμανία. Εκεί το KPD έφτασε στα ακρότατα όρια τη λογική ότι ο κύριος εχθρός είναι οι «σοσιαλφασίστες» και όχι ο Χίτλερ. Όταν στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 οι ναζί οκταπλασίασαν την εκλογική τους δύναμη φτάνοντας το 18% η ηγεσία του ΚΚ πανηγύριζε γιατί αύξησε τους βουλευτές του σε βάρος των σοσιαλδημοκρατών. Όσο για τους ναζί; «Αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι η παρακμή και η πτώση» έγραφε η εφημερίδα του κόμματος. Με αυτή την πολιτική πορεύτηκε μέχρι τον Γενάρη του 1933 όταν ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος και το ισχυρότερο εργατικό κίνημα στον κόσμο συντρίφτηκε χωρίς να δώσει καν μια μάχη.
Αν το KPD είχε να πανηγυρίσει για κάποιες χάρτινες εκλογικές επιτυχίες, τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα δεν είχαν καν αυτό. Τα μέλη τους μειώνονταν: το γαλλικό κόμμα έπεσε από τα 52.000 μέλη το 1928 στα 30.000 το 1932. Το τσεχοσλοβάκικο κόμμα που ισχυριζόταν ότι είχε 150.000 μέλη το 1928 έπεσε στα 35.000 το 1931. Τα «κόκκινα συνδικάτα» (υπό την αιγίδα μιας σφραγίδας της «Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς») συσπείρωναν ουσιαστικά τα κομματικά μέλη -τα περισσότερα άνεργοι- χωρίς κανένα αντίκτυπο.
Ο Λ. Τρότσκι ήταν εκείνος -ίσως ο μοναδικός- που σήκωσε στους ώμους του την υπεράσπιση της πολιτικής του ενιαίου μετώπου προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες. Τα κείμενά του για την κατάσταση στην Γερμανία και την πάλη ενάντια στο φασισμό ανάμεσα στα 1930 και το 1933 είναι πλέον κλασσικά μαρξιστικά κείμενα ανάλυσης. Είναι απαραίτητα και για την κατανόηση του φασιστικού φαινομένου και για το τι σημαίνει ενιαίο μέτωπο.7 Όμως, ο Τρότσκι διέθετε μεν τις ιδέες, δεν διέθετε την υλική δύναμη, την οργάνωση για να τις βάλει στην πράξη.
Παρόλα αυτά, έχει σημασία να επισημάνουμε ότι η εγκατάλειψη της πολιτικής της «τρίτης περιόδου» από τα μέσα του 1934 δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας σοφής πρωτοβουλίας του Στάλιν και των ηγεσιών των δυτικών ΚΚ. Η πολιτική αυτή έσπασε κάτω από την πίεση της βάσης και των κομμουνιστικών και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Η ημερομηνία 12 Φλεβάρη 1934 συμπυκνώνει αυτή την εικόνα. Εκείνη τη μέρα το σοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό κόμμα Γαλλίας -και οι δυο συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες- κάλεσαν χωριστές συγκεντρώσεις ενάντια στις προκλήσεις της ακροδεξιάς. Οι πορείες ενώθηκαν στο κέντρο του Παρισιού αυθόρμητα κάτω από το σύνθημα «Ενότητα! Ενότητα!»8 Κι η Γαλλία δεν ήταν το μοναδικό παράδειγμα, σε όλες τις χώρες εκτυλίχτηκαν παρόμοια γεγονότα. Ο συνδυασμός του σοκ που είχε προκαλέσει η επικράτηση των ναζί στην Γερμανία με την άνοδο των απεργιών και των αγώνων, δημιούργησε τη δυναμική που γκρέμιζε τα σεχταριστικά τείχη που ύψωναν οι κάθε λογής ηγεσίες.
Πρόσφατες εμπειρίες
Το ενιαίο μέτωπο δεν ανήκει στις σελίδες της ιστορίας του ’20 και του ’30. Είναι μια πολιτική που έχουν εφαρμόσει με επιτυχία οι επαναστάτες και στο κίνημα στην Ελλάδα πρόσφατα. Ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα είναι το αντιπολεμικό κίνημα το 2002-2003. Στις 15 Φλεβάρη του 2003 το κέντρο της Αθήνας πλημμύρισε από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές που απαιτούσαν να μη ξεκινήσει ο πόλεμος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Ιράκ.
Η Αθήνα ήταν μια ψηφίδα μόνο σε μια παγκόσμια κινητοποίηση στην οποία συμμετείχαν εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο, «η νέα υπερδύναμη το αντιπολεμικό κίνημα» ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε η εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς.
Η 15 Φλεβάρη δεν προέκυψε αυθόρμητα. Ήταν προϊόν της παρέμβασης των επαναστατών που πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση ενός πλατιού αντιπολεμικού κινήματος και στην Ελλάδα, με την συγκρότηση της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο το φθινόπωρο του 2002. Ενας από τους ομιλητές στην ιδρυτική της συνέλευση ήταν ο Τζέρεμι Κόρμπιν, τότε βουλευτής και σήμερα αρχηγός του Εργατικού Κόμματος στην Βρετανία. Η ίδια η απόφαση για τις 15 Φλεβάρη πάρθηκε στο πρώτο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Φλωρεντίας εκείνο τον Νοέμβρη.
Αυτή η προσπάθεια δεν απευθύνθηκε απλά στον «κόσμο», αλλά στις ηγεσίες. Ήταν συστηματική η προσπάθεια να βγάλουν αποφάσεις τα συνδικάτα, και η ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ ενάντια στον πόλεμο και την συμμετοχή της Ελλάδας, να καλέσουν σε αντιπολεμικές απεργίες. Στο αντιπολεμικό κίνημα βρήκαν τη θέση τους ολόκληρα κομμάτια του ΠΑΣΟΚ, σε μια εποχή που η κυβέρνηση Σημίτη ευθυγραμμιζόταν και συμμετείχε σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπως στο Αφγανιστάν.
Έτσι φτάσαμε να καλεί επίσημα ο Λαλιώτης τότε γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, στη διαδήλωση της 15 Φλεβάρη «που οργανώνει η Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο», επισύροντας τη μήνη του Αμερικάνου πρέσβη που έκανε ανεπίσημο διάβημα στην κυβέρνηση. Το πρόβλημα το είχε ο Σημίτης και η σοσιαλδημοκρατία του, όχι οι επαναστάτες που πρωταγωνίστησαν σε ένα κίνημα που έβαλε την σφραγίδα του στις μετέπειτα εξελίξεις.
Τον Δεκέμβρη του 2009 με την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου φρεσκοεκλεγμένη έγινε η πρώτη «ανεπίσημη» γενική απεργία. Σε αυτήν συναντήθηκαν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, της ΑΔΕΔΥ, της ΟΛΜΕ και άλλων σωματείων που είχαν κηρύξει συμμετοχή στην απεργία, μαζί με τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που είχε σπρώξει σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτή η απεργία έβαλε με την σειρά της την πίεση στην ηγεσία της ΓΣΕΕ να κηρύξει την κάπως ξεχασμένη σήμερα απεργία της 24 Φλεβάρη 2010 στην οποία συμμετείχαν 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Ετσι άνοιξε ο κύκλος των γενικών απεργιών και των αγώνων που «υποδέχτηκαν» τα μνημόνια και γκρέμισαν, ανάμεσα στα άλλα τις μνημονιακές κυβερνήσεις.
Δεν είναι μόνο οι «οικονομικοί» αγώνες που προσφέρουν πρόσφατα παραδείγματα ενιαίου μετώπου. Το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα δεν θα είχε τη δύναμη που έχει σήμερα αν οι επαναστάτες που είναι στη καρδιά του δεν παίρναν τις ανάλογες πρωτοβουλίες από το 2009 κιόλας, όπως η συγκρότηση της ΚΕΕΡΦΑ, και δεν διεκδικούσαν την κοινή δράση.
Η σύγχρονη επαναστατική αριστερά έχει άπειρες περισσότερες δυνατότητες να μεγαλώσει σε μια περίοδο σαν τη σημερινή απ’ ότι είχε σε προηγούμενες εποχές. Είναι μεγαλύτερη από ποτέ, με περισσότερες εμπειρίες. Ταυτόχρονα, ο ρεφορμισμός είναι πράγματι σε κρίση.
Το γεγονός ότι σήμερα οι ρεφορμιστές είναι «μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις» δεν ακυρώνει από την μια την υποχρέωση του επαναστατών να εμπλακούν με τις αντιφατικές ιδέες της εργατικής τάξης που παλεύει, από την άλλη όμως τους δίνει τη δυνατότητα να δείξουν στην πράξη τα όρια του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα που έδειχνε υποτίθεται το δρόμο στη ριζοσπαστική αριστερά της Ευρώπης, σε μια κυβέρνηση που η δεξιά κατρακύλα της είναι βαρέλι δίχως πάτο, προκαλεί σοκ στον κόσμο του, αλλά ταυτόχρονα οξύνει κάθε μέρα την κρίση του. Αυτή η εξέλιξη κάνει ακόμα πιο επιτακτική την πολιτική του ενιαίου μετώπου και προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες ευκαιρίες για την πιο πλατιά εφαρμογή της.
Οι επαναστάτες μπορούν να παίρνουν πρωτοβουλίες σε όλα τα μέτωπα της ταξικής πάλης που θα κερδίζουν ολόκληρα κομμάτια που έχουν αποδεσμευτεί ή απογοητεύονται από το κόμμα τους. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα ότι η επαναστατική αριστερά πρέπει να ρίξει όλες τις δυνάμεις της στην στήριξη των αγώνων και στη προσπάθεια να οργανωθεί η βάση στους χώρους δουλειάς και να εξοπλιστεί πολιτικά με επιχειρήματα κόντρα στις σειρήνες του «ρεαλισμού». Ο Λένιν στην εποχή του είχε συμπυκνώσει αυτή την πολιτική παρέμβαση στην φράση «χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χωριστά». Διατηρεί όλη την επικαιρότητά της και σήμερα.
Σημειώσεις
1. Βλέπε Ντάνκαν Χάλας, Κομιντέρν-Η Τρίτη Διεθνής, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 1999, ιδιαίτερα πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο.
2. Pierre Broué, The German Revolution 1917-1924, Haymarket Books 2006, σ.σ. 459-460.
3. Leon Trotsky, On the United Front, https://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/ffyci-2/08.htm#f1
4. Για παράδειγμα βλέπε Λέανδρος Μπόλαρης, «1926 - Γενική Απεργία στη Βρετανία», Εργατική Αλληλεγγύη 1221, http://ergatiki.gr/article.php?issue=1221&id=13678
5. Σύμφωνα με την περιοδολόγηση της σταλινικής Κομιντέρν η «δεύτερη περίοδος» ήταν η «προσωρινή σταθεροποίηση» του καπιταλισμού ανάμεσα στο 1924-1928 ενώ η «Τρίτη» σηματοδοτούσε την έναρξη της «τελειωτικής» κρίσης του.
6. Χάλας, οπ, σ.σ 138-139.
7. Κυκλοφορούν από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο (2002) με τίτλο Η Πάλη ενάντια στο Φασισμό στην Γερμανία.
8. Λέανδρος Μπόλαρης, «1934: Η στροφή προς τα Λαϊκά Μέτωπα», Σοσιαλισμός από τα Κάτω 102, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=45