Τιμή 16€, 270 σελίδες
Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2016
Ποιός γράφει την ιστορία
Το νέο βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου αποτελεί μια εντυπωσιακή ανάλυση ενός δύσκολου θέματος: της επαναστατικής βίας του Δεκέμβρη του 1944. Ο Δεκέμβρης είναι αναμφίβολα η κατεξοχήν στιγμή που η άρχουσα τάξη της Ελλάδας είδε το χάρο με τα μάτια της: μεταξύ 6-18 Δεκέμβρη η εξουσία των αστών στη χώρα περιοριζόταν σε ένα τρίγωνο μεταξύ Ομόνοιας, Συντάγματος και Κολωνακίου, την περίφημη Σκομπία.
Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι τα Δεκεμβριανά αποτελούν κόκκινο πανί για την αστική τάξη, από τους επίσημους κρατικούς μηχανισμούς και τις ακροδεξιές και φασιστικές παραφυάδες μέχρι τους ρεβιζιονιστές φιλελεύθερους ιστορικούς τύπου Καλύβα και Μαραντζίδη. Όπως δείχνει διεξοδικά ο Κωστόπουλος στο πρώτο μέρος του βιβλίου, οι εικόνες των αιμοδιψών και βάρβαρων κομμουνιστών, του όχλου που πλιατσικολογεί και τρομοκρατεί, χρησιμοποιήθηκαν ως μπαμπούλας για το τι πραγματικά σημαίνει η προσπάθεια για επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Αλλά και ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς αντιμετωπίζει τα Δεκεμβριανά με αμηχανία. Για τη ρεφορμιστική αριστερά τα Δεκεμβριανά ήταν μια ατυχής και αποφευκταία εξέλιξη, στην οποία οδήγησαν είτε οι μηχανορραφίες των Άγγλων να δημιουργήσουν εμφύλιο σπαραγμό, είτε τα πολιτικά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Άλλοι πάλι προσπαθούν είτε να ελαχιστοποιήσουν τη βία των Δεκεμβριανών, είτε να ερμηνεύσουν τις πλευρές που δεν τους αρέσουν μέσω της προβοκατορολογίας. Για όποιον πιστεύει, όπως δήλωνε η Παπαρήγα το Δεκέμβρη του 2008 στη Βουλή, ότι «η πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν πρόκειται να σπάσει ούτε ένα τζάμι», η κόκκινη βία των Δεκεμβριανών είναι θέμα προς αποφυγή.
Απέναντι σε αυτές τις προσεγγίσεις, ο Κωστόπουλος παρουσιάζει μια διεξοδική ανάλυση της βίας των Δεκεμβριανών, που επικεντρώνεται σε τρείς βασικούς άξονες. Ο πρώτος είναι οι εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν από την ΟΠΛΑ και τη μετεξέλιξη της, την Εθνική Πολιτοφυλακή· ο δεύτερος είναι οι καταστροφές που προκάλεσαν οι ανατινάξεις κτηρίων και τα οδοφράγματα, και οι επιτάξεις και λεηλασίες αγαθών και χώρων· ο τρίτος είναι το ζήτημα των ομήρων που συνελήφθηκαν και αναλόγως την περίπτωση αφέθηκαν, εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν. Ο Κωστόπουλος κάνει μια εξαιρετική προσπάθεια να καταγράψει τις πραγματικές διαστάσεις αυτών των φαινόμενων, αποφεύγοντας τόσο την «πτωματολογία» της Δεξιάς, όσο και τις ωραιοποιήσεις και τις στρογγυλοποιήσεις.
Αυτό συνιστά αναμφίβολα μια σημαντική ιστορική συνεισφορά, αλλά ακόμα πιο σημαντική είναι η προσπάθεια του να μην παραμείνει στο στάδιο της περιγραφής, αλλά να προσφέρει μια ιστορική ερμηνεία των φαινομένων της επαναστατικής βίας. Αυτό που προκύπτει ξεκάθαρα από τις περιγραφές του βιβλίου είναι ότι η βία των Δεκεμβριανών δεν είναι ένα μονολιθικό φαινόμενο, αλλά μια σύνθετη αλληλουχία από παράγοντες. Δε χωρά αμφιβολία ότι τμήμα της βίας ήταν το ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών και η προσπάθεια να εξασφαλιστεί η βιολογική επιβίωση με κάθε μέσο στις δύσκολες συνθήκες των Δεκεμβριανών. Είναι επίσης σαφές ότι οι εκτελέσεις από την ΟΠΛΑ αρχειομαρξιστών και τροτσκιστών, πού ήταν ακόμα και μέλη του ΕΑΜ, ήταν απόροια της σταλινικής προσπάθειας να ελέγξουν το κίνημα τσακίζοντας οποιαδήποτε προσπάθεια αριστερής αντιπολίτευσης.
Όμως αυτές οι πλευρές έπαιξαν σχετικά μικρό ρόλο σε σχέση με δυο άλλα φαινόμενα, πολύ μεγαλύτερης έκτασης και σημασίας. Το πρώτο είναι η σύγκρουση μεταξύ της Εαμικής αντίστασης και των αντιπάλων της, του συμπλέγματος των κρατικών μηχανισμών (δικαστές, αστυνομία, στρατός, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί), των Ταγμάτων Ασφαλείας και των ακροδεξιών οργανώσεων. Όπως δείχνει ο Κωστόπουλος, ένας μεγάλος αριθμός των εκτελεσθέντων και των ομήρων προερχόταν από αυτές τις κατηγορίες. Η Αντίσταση είχε πληρώσει βαρύ φόρο αίματος από τις εκτελέσεις και τα αντίποινα των Γερμανοτσολιάδων και των φασιστών, και η τιμωρία τους συνιστούσε ένα από τα βασικά αιτήματα της Απελευθέρωσης, το οποίο το αστικό κράτος όπως αποδείχτηκε δεν είχε καμιά πρόθεση να τιμήσει. Οι συνεργάτες των Γερμανών παρέμεναν ατιμώρητοι στα πόστα τους και έπαιξαν νευραλγικό ρόλο στην προσπάθεια των αστών να τσακίσουν το κίνημα στα Δεκεμβριανά. Αν η Αριστερά ήθελε να επικρατήσει στη σύγκρουση, η αναμέτρηση με αυτούς τους μηχανισμούς ήταν αναγκαία.
Ο άλλος παράγοντας που προκύπτει με τόση ευγλωττία από τις περιγραφές του Κωστόπουλου είναι η βαθιά ταξική υφή των Δεκεμβριανών. Ενώ οι λαϊκές μάζες πεινούσαν, υπέφεραν και πέθαιναν στη διάρκεια της Κατοχής, οι αστοί είχαν χρησιμοποιήσει τις ίδιες συνθήκες για να απαλλαγούν από τους μαχητικούς εργάτες τους, να τσακίσουν τα μεροκάματα και τις εργασιακές συνθήκες, να πλουτίσουν μέσω του μαυραγοριτισμού, να ζουν πολυτελώς ανάμεσα στους λιμοκτονούντες. Ο Δεκέμβρης ήταν η στιγμή που η συσσωρευμένη ταξική οργή των από τα κάτω βγήκε στη επιφάνεια. Η εξοργισμένη περιγραφή ενός αστού για το πως το υπηρετικό προσωπικό είχε το «θράσος» να θεωρεί δικιά του και να χρησιμοποιεί τη βίλλα του συλληφθέντος αφεντικού του αποτυπώνει ξεκάθαρα την ταξική διάσταση της επαναστατικής βίας.
Την επαύριο της Απελευθέρωσης τα ΚΚ σε όλη την Ευρώπη προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη μαζικότητα και τη δυναμικότητα των κινημάτων της Αντίστασης προκειμένου να διαπραγματευτούν την είσοδο τους στις κυβερνήσεις και το ρόλο τους στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Η ιδιομορφία της Ελλάδας ήταν ο συνδυασμός της αδυναμίας της αστικής τάξης να ελέγξει την κατάσταση μετά το ρόλο της στην Κατοχή, και της ύπαρξης ενός μαζικού και οργανωμένου κινήματος από τα κάτω, ιδιαίτερα στις πόλεις. Η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά για μια ελεγχόμενη σύγκρουση που θα βελτίωνε τη διαπραγματευτική της θέση, συνάντησε την απροθυμία για οποιονδήποτε συμβιβασμό μιας άρχουσας τάξης που είχε δει το χάρο με τα μάτια της, και «εκτροχιάστηκε από την υπόγεια κοινωνική δυναμική του αθηναϊκού ΕΑΜ σε αυθεντικό επαναστατικό ξέσπασμα». Δυστυχώς, όποιος κάνει μισή επανάσταση σκάβει μόνο το δικό του τάφο. Αλλά το βιβλίο του Κωστόπουλου είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τους αγωνιστές που θέλουν οι αγώνες του μέλλοντος να μην καταλήξουν ξανά στην ήττα.