Βιβλιοκριτική
Βιβλιοκριτική: Τετράδια Μαρξισμού Τεύχος 01

Τιμή 10€, 288 σελίδες

Εκδόσεις ΚΨΜ, Ιούνιος 2016

 

Συμβολή στη συζήτηση της Αριστεράς

Η θεωρητική και πολιτική επιθεώρηση «Τετράδια Μαρξισμού» κυκλοφόρησε τον πρώτο της τόμο το καλοκαίρι. Δεν μπορεί παρά να είναι καλοδεχούμενη οποιαδήποτε προσπάθεια αναφέρεται στο μαρξισμό. Ιδιαίτερα αν αυτή η προσπάθεια γίνεται, όπως δείχνει ο κατάλογος των μελών της συντακτικής επιτροπής και των αρθρογράφων, κύρια (αλλά όχι αποκλειστικά) από μια οργάνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συγκεκριμένα το ΝΑΡ. Πέρα από τη γνωστή ρήση ότι τα «γραπτά μένουν, τα λόγια φεύγουν», οι συζητήσεις και οι αντιπαραθέσεις γίνονται πιο ουσιαστικές όταν μπαίνουν στα «βαθιά» νερά της θεωρίας και της στρατηγικής. 

Το μέγεθος του τόμου (249 σελίδες) και ο αριθμός των άρθρων που φιλοξενεί κάνουν δύσκολη μια συστηματική παρουσίαση και κριτική τους. Ο Αλ. Χρύσης στο κείμενό του «Ο κομμουνισμός του Μαρξ ως κριτική στη ‘ριζοσπαστική δημοκρατία’ του Ε. Λακλάου» ασκεί μια συστηματική κριτική στις απόψεις του Αργεντίνου διανοούμενου (και της Σ. Μουφ) που κεντρικός τους άξονας ήταν η μετατόπιση το υποκείμενο της αλλαγής από την εργατική τάξη στο “πολλαπλό υποκείμενο λαός”. Το άρθρο του Ντανιέλ Μπενσαΐντ «Ένας υυποθετικός κομμουνισμός» κινείται στην κατεύθυνση μιας αντίστοιχης αιχμηρής και ορθής κριτικής προς τον Μπαντιού. 

Είναι ενδιαφέρουσα επίσης η συνέχιση της συζήτησης για την οικονομική κρίση και τον ελληνικό καπιταλισμό. Το άρθρο του Σ. Μαυρουδέα «Η ‘χρηματιστικοποίηση’, η μετατροπή της εργασίας σε κεφάλαιο και η ελληνική περίπτωση» δίνει εύστοχες και τεκμηριωμένες απαντήσεις σε διάφορες θεωρίες της μόδας. Σε ένα άλλο άρθρο οι Γ. Οικονομάκης και Μ. Μάρκαρη εξετάζουν «Το ερώτημα της παρούσας κρίσης της ελληνικής οικονομίας», αλλά δίνουν τη λάθος απάντηση, προβάλλοντας την άποψη ότι η κρίση δεν μπορεί να ερμηνευτεί «ούτε στη βάση του μαρξικού ‘νόμου’ της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους… ούτε ως μια ‘κρίση δημόσιου χρέους’”. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, είναι κρίση “ανισομετρίας” και ανάγεται “στην υποδεέστερη θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της ΕΕ-ΟΝΕ».

Το αφιέρωμα συμπεριλαμβάνει ακόμα συμβολές των Δ. Ταβουλάρη, Κ. Γούση, Γ. Ρούση, Δ. Γρηγορόπουλου, Β. Μηνακάκη Γ. Ευσταθίου και Κ. Παλούκη.

Δυο κείμενα, ωστόσο, έχουν να κάνουν με την παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο εργατικό κίνημα και γι’ αυτό το λόγο αξίζουν ένα χωριστό σχολιασμό. Πρόκειται για το σχόλιο των Κική Μένου και Ολυμπίας Τζουβάρα «Ψηλαφώντας τη νέα εργασιακή πραγματικότητα», που γράφτηκε με αφορμή των αγώνα των 5μηνιτών «ωφελούμενων» στους ΟΤΑ και το άρθρο του Σπύρου Κοντομάρη «Η κοινωνική μήτρα του επίσημου συνδικαλισμού».

Ζούμε σε μια εποχή όπου «επιχειρείται η συνολική καπιταλιστική αναδιάρθρωση στον πυρήνα της εργασίας», με την επικράτηση των «ελαστικών εργασιακών σχέσεων» όπως υποστηρίζει το πρώτο άρθρο; Οι δυο συγγραφείς δηλώνουν ότι «το λαμπρότερο παράδειγμα για το τι σημαίνει επισφάλεια έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού». Όμως, τα στοιχεία που καταθέτουν είναι φτωχά, κάτι που μπορεί να εξηγείται από το περιορισμένο χώρο ενός σχολίου. 

Παρόλα αυτά, ο ισχυρισμός μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τις εικόνες που βλέπουμε γύρω μας στα χρόνια της κρίσης: ανεργία, και οι όποιες νέες θέσεις εργασίας αφορούν «σκατοδουλειές» του ποδαριού. Όμως, αν πάμε πιο βαθιά από αυτή την πρώτη εντύπωση, τότε θα διαπιστώσουμε ότι στις ΗΠΑ, «το λαμπρότερο παράδειγμα», η μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών εργάζεται σε θέσεις πλήρους απασχόλησης. 121,4 εκατομμύρια το 2015 έναντι 118,7 εκατομμυρίων το 2014 παρά πχ μερικής απασχόλησης 27,5 εκατομμύρια έναντι 27,4. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο μέσος όρος χρόνου απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη είναι τα 21.4 χρόνια, όσο περίπου ήταν και το …1969. (Τα στοιχεία από το Bureau of Labor Statistics, http://www.bls.gov/cps/cpsaat12.pdf και National Bureau of Economic Research, http://www.nber.org/papers/w11878)

Η άποψη ότι οι «καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις» των χρόνων του νεοφιλελευθερισμού έχουν κάνει την «επισφάλεια» και τις «ελαστικές σχέσεις εργασίας» τον κανόνα στο σύγχρονο καπιταλισμό, δεν είναι καινούργια: ο Γάλλος ριζοσπάστης κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ υποστήριζε ήδη στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ότι η επισφάλεια (precarité) είναι η νέα μορφή κυριαρχίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Μπουρντιέ είχε πάει να μιλήσει από την ντουντούκα σε απεργιακές συγκεντρώσεις τον Δεκέμβρη του ’95 όταν η Γαλλία συγκλονίστηκε από την γενική απεργία στο δημόσιο τομέα ενάντια στην επίθεση στην κοινωνική ασφάλιση. 

Όμως, παρόμοιες ιδέες είναι προσφιλείς στους κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού που θέλουν να παρουσιάσουν την εικόνα ενός κόσμου όπου το κεφάλαιο είναι πανίσχυρο και η εργατική τάξη εξατομικοποιημένη και ανίσχυρη. Σαν μαρξιστές που αναφέρονται στην απελευθερωτική δύναμη της εργατικής τάξης, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην υιοθετούμε άκριτα κλισέ για τον «κόσμο της εργασίας», και να τα παρουσιάζουμε με ένα τρόπο που θυμίζει «αριστερές συγχορδίες στην νεοφιλελεύθερη χορωδία» όπως εύστοχα έχει περιγράψει τέτοιες απόψεις ο βρετανός πανεπιστημιακός Κέβιν Ντούγκαν (New Capitalism? The Transformation of Work, Polity 2009, σελ. 11). 

Η άλλη όψη της ανάλυσης που αντιμετωπίζει την «επισφάλεια» όχι απλά σαν ένα χαρακτηριστικό του καπιταλισμού (ας θυμηθούμε την ανάλυση του Μαρξ για τον εφεδρικό στρατό εργασίας στο Πρώτο Τόμο του Κεφάλαιου) αλλά σαν της κυρίαρχης πραγματικότητάς του, είναι η ανάδειξή των «επισφαλώς εργαζόμενων» σαν το νέο υποκείμενο, σαν την «πραγματική» εργατική τάξη και το ξέγραμμα από αυτήν ολόκληρων κομματιών της, μαζί με τις οργανώσεις τους. Ένα δείγμα αυτής της αντίληψης, και μάλιστα σε ακραία μορφή είναι το άρθρο του Σ. Κοντομάρη για την «κοινωνική μήτρα του επίσημου συνδικαλισμού». 

Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι: 

«Ο «επίσημος συνδικαλισμός» δεν εντοπίζεται μόνο στις εκλεγμένες ηγεσίες των συνδικάτων μισθωτών εργαζομένων, δηλαδή στις παρατάξεις που συνθέτουν τις πλειοψηφίες στα συνδικαλιστικά όργανα. Αποκτά χαρακτηριστικά μιας κοινωνικής πρακτικής, κατά την άσκηση της οποίας συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, δεν διστάζουν να προσφέρουν πολιτικές υπηρεσίες στο κεφάλαιο και να υπονομεύσουν τα συμφέροντα της ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας

Η συγκεκριμένη ταξικά φορτισμένη κατεύθυνση ορισμένων μερίδων των μισθωτών τάξεων, με απόληξη την εκπροσώπησή τους από τον επίσημο συνδικαλισμό, προφανώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με το ερμηνευτικό σχήμα της εγγενούς έλλειψης συνείδησης. Έχει σημασία να αναζητηθούν οι πραγματικές πολιτικές αιτίες, μέσα από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής σύνθεσης των συγκεκριμένων συνδικάτων και επαγγελματικών φορέων και ειδικά εκεί που ο επίσημος συνδικαλισμός εμφανίζει δείγματα σημαντικής πυκνότητας σε μισθωτούς που βρίσκονται σε ενδιάμεση ταξική θέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη».

Η γενεαλογία των ρευμάτων που θεωρούσαν τον «επίσημο συνδικαλισμό» ξένο προς την πραγματική εργατική τάξη και μια συμπληρωματική λειτουργία στις ανάγκες του κεφαλαίου πάει πίσω στις αρχές του 20ου αιώνα. Πιο πρόσφατη είναι η περίπτωση της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς στη δεκαετία του ’60. Για τη μεγάλη πλειοψηφία της τα «επίσημα» συνδικάτα θεωρούνταν ξεπερασμένα και θεσμοί ενσωμάτωσης και πειθάρχησης της εργατικής τάξης. Οι εμπειρίες του «καυτού φθινοπώρου» των απεργιών στην Ιταλία του 1969, έμοιαζαν, πάλι, να επιβεβαιώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Μεγάλοι εργατικοί αγώνες όπως στην FIAT οργανώθηκαν από επιτροπές βάσης και γενικές συνελεύσεις έξω από τα συνδικάτα. 

Για το ρεύμα του εργατισμού (operaismo) αυτή η εξέλιξη επιβεβαίωνε τις επεξεργασίες που είχαν εμφανιστεί από τις αρχές της δεκαετίες του ’60. Αυτές εντόπιζαν ως το νέο επαναστατικό υποκείμενο τον «μαζικό εργάτη», τις νέες γενιές ανειδίκευτων ή μισοειδικευμένων εργατών στα μεγάλα εργοστάσια του βορρά. Τα συνδικάτα ανήκαν σε μια άλλη εποχή -του «συλλογικού» ειδικευμένου εργάτη με τις ιδιαίτερες παραδόσεις του. Βασισμένες σε τέτοιες αναλύσεις, επαναστατικές οργανώσεις όπως η Lotta Continua και η Potere Operaio, αρνήθηκαν να παρέμβουν στα νέα εργοστασιακά συμβούλια που είχαν προκύψει από τους αγώνες του «καυτού φθινοπώρου» και να δουλέψουν μέσα στα «επίσημα» συνδικάτα. 

Έκαναν τραγικό λάθος. Γιατί το νέο κύμα εργατικών αγώνων αντί να σημάνει το τέλος του «επίσημου συνδικαλισμού» σηματοδότησε την στροφή εκατομμυρίων εργατών σε αυτά ακριβώς τα συνδικάτα. Με την επιλογή τους αυτές οι επαναστατικές οργανώσεις άφησαν το πεδίο ανοιχτό στο ΚΚ Ιταλίας και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία που έλεγχε να «καβαλήσουν τον τίγρη» της εργατικής μαχητικότητας, να ηγεμονεύσει πχ στα εργοστασιακά συμβούλια που είχαν διαμορφωθεί το ’69-’70. και να το οδηγήσει στην ήττα και την υποχώρηση που έγινε ακόμα πιο σκληρή σε συνδυασμό με τα χτυπήματα της οικονομικής κρίσης. 

Μια από τις αιτίες τέτοιων επιλογών είναι η αντίληψη ότι η ταξική συνείδηση αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες μορφές ένταξης εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία και σε ένα σύνολο συμπεριφορών που τις συνοδεύουν, αυτό που οι Ιταλοί εργατιστές ονόμαζαν «ταξική σύνθεση της εργατικής τάξης». Όμως, όλη η ιστορία του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης είναι απόδειξη κόντρα σε αυτές τις απλουστευτικές γενικεύσεις. Κάθε μεγάλος «σταθμός» των αγώνων της εργατικής τάξης συνδύαζε την είσοδο της «νέας» εργατικής τάξης στο στίβο της ταξικής πάλης και την αναζωογόνηση της «παλιάς», τη δημιουργία νέων συνδικάτων και τη ριζοσπαστικοποίηση «παλιών». 

Όλα τα τελευταία χρόνια έχουμε ζήσει τέτοιους αγώνες. Από τους «αριστοκράτες» του λιμανιού του Πειραιά, στο κάτεργο της Cosco και τους μετανάστες εργάτες της Μανωλάδας και του Ασπρόπυργου, από τους «παραδοσιακούς» εργάτες της Χαλυβουργίας μέχρι τους «χαρτογιακάδες» του δημοσίου τομέα. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά συμμετείχε και πρωτοστάτησε σε αυτές τις μάχες που ανάγκασαν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες να κηρύττουν τη μια γενική απεργία μετά την άλλη. Σε αυτή την εμπειρία χρειάζεται να βασιστούμε σήμερα για τις σκληρές μάχες που έχουμε μπροστά μας.