Τιμή 12.7€, 356 σελίδες
Εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2016
Το απεργιακό κίνημα στις ΗΠΑ
Στα τέλη Μάη του 1934, ζητωκραυγές ξεσπούσαν στις κινηματογραφικές αίθουσες σε ολόκληρες τις ΗΠΑ. Στα επίκαιρα, τις σύντομες δημοσιογραφικές ειδήσεις πριν ξεκινήσει η προβολή, περιλαμβάνονταν σκηνές από συμπλοκές μεταξύ απεργών και αστυνομικών, στις οποίες οι πρώτοι, αντίθετα με ό, τι συνέβαινε συνήθως, έσπαγαν στο ξύλο τους δεύτερους. Αυτοί που ξυλοφόρτωναν τους μπάτσους και προκαλούσαν τον γενικό ενθουσιασμό στους θεατές ήταν οι Τίμστερς της Μινεάπολις, οι οδηγοί φορτηγών της πόλης, που έδιναν έναν σκληρό απεργιακό αγώνα για την αναγνώριση του τοπικού σωματείου τους, του Παραρτήματος 574. Θα το πετύχαιναν λίγες βδομάδες αργότερα, τσακίζοντας τα πιο αδίστακτα αφεντικά και σπάζοντας, στην καρδιά της Μεγάλης Ύφεσης, την για δεκαετίες βασική αρχή των εργοδοτών για «επιχειρήσεις χωρίς συνδικάτα».
Τη συγκλονιστική ιστορία τους, κομμάτι των εκπληκτικών αγώνων που έδωσε η εργατική τάξη των ΗΠΑ τη δεκαετία του '30, αφηγείται ένας από τους απεργούς και πρωταγωνιστές του αγώνα, ο Φάρελ Ντομπς, στο βιβλίο του «Η εξέγερση των Τίμστερς» που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Ήταν μια μάχη που μαζί με δύο ακόμα νικηφόρες απεργιακές κινητοποιήσεις την ίδια χρονιά -των λιμενεργατών του Σαν Φρανσίσκο και των εργατών στην αυτοκινητοβιομηχανία του Τολέδο- σημάδεψαν το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ. Και άνοιξαν το δρόμο για τις πιο θυελλώδεις απεργιακές συγκρούσεις με τη συμμετοχή εκατομμυρίων εργατών και εργατριών τα επόμενα χρόνια σε όλη τη χώρα για το δικαίωμα στο συνδικαλισμό.
Χωρίς καμία δόση υπερβολής από τη μεριά του Ντομπς «σπάνια υπήρξε, οπουδήποτε, μια τόσο καλά προετοιμασμένη απεργία». Αυτός ήταν και ο λόγος που κανένας από τους αντιπάλους της δεν στάθηκε ικανός να τη σπάσει. Ούτε η Συμμαχία των Πολιτών, η περίφημη οργάνωση των εργοδοτών που «διατηρούσε ένα γραφείο με προσωπικό πλήρους απασχόλησης, είχε τους χαφιέδες της στα συνδικάτα, διέθετε την αμέριστη συμπαράσταση της δημαρχίας και είχε την αστυνομία στην υπηρεσία της». Ούτε οι γραφειοκράτες των συνδικάτων με τα υψηλά εισοδήματα και τα δεκάδες προνόμια που τα διατηρούσαν έχοντας τις καλύτερες σχέσεις με τα αφεντικά, αποφεύγοντας τις απεργίες σα το διάολο και κρατώντας ένα απίστευτα ελιτίστικο και διασπαστικό σύστημα συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ούτε η συνεχής άγρια καταστολή της αστυνομίας και των οπλισμένων τραμπούκων των εργοδοτών που έφτασαν στη δολοφονία δύο απεργών την «Αιματοβαμμένη Παρασκευή». Ούτε τα ΜΜΕ, τα δικαστήρια, οι «ανεξάρτητοι» διαμεσολαβητές της κυβέρνησης Ρούζβελτ ή στο τέλος ο ίδιος ο στρατός.
Δύο παράγοντες ήταν οι καθοριστικοί για να μην καταφέρουν όλες αυτές οι δυνάμεις μαζί να λυγίσουν την απεργϊα. Ο πρώτος ήταν ο ενεργός ρόλος της βάσης των εργαζόμενων στις αποφάσεις, το σχεδιασμό, την εκτέλεσή της. «Ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ευφυίας αυτών των απλών μελών» γράφει για παράδειγμα ο Ντομπς, ήταν ο τρόπος που επιλέχτηκε ως ο πιο αποτελεσματικός για την περιφρούρηση της απεργίας. Ήταν οι «κινητές απεργιακές φρουρές», τα κινητά συνεργεία απεργών που περιπολούσαν στους δρόμους ακινητοποιώντας τα απεργοσπαστικά φορτηγά. Το βιβλίο είναι γεμάτο με ιστορίες απεργών –πολλοί εκ των οποίων μετανάστες- που εντυπωσιάζουν για το πως αντιμετώπισαν τις απεργοσπαστικές προκλήσεις, απάντησαν με άγρια αποφασιστικότητα στην καταστολή, συγκρούστηκαν με τους γραφειοκράτες, συνόδευσαν τους νεκρούς τους και επέμειναν μέχρι τη νίκη.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η ύπαρξη μιας μικρής μεν αλλά σταθερά προσανατολισμένης στην οργάνωση από τα κάτω ομάδας σοσιαλιστών επαναστατών στο δυναμικό του σωματείου. Τα μέλη της τροτσκιστικής Κομμουνιστικής Ένωσης –μέλος και στέλεχος της οποίας αναδείχτηκε ο νεαρός εργάτης σε ανθρακαποθήκη τότε Ντομπς- έγιναν, στηριγμένοι στη δύναμη της βάσης, ηγεσία του αγώνα. Με τη δική τους επιμονή έφτασε το Παράρτημα 574 που το φθινόπωρο του 1933 αριθμούσε «μόλις εβδομηντα πέντε μέλη» να γίνει ένα μαζικό σωματείο με 3000 μέλη τον Απρίλη του 1934 πριν ακόμα ξεκινήσει η μεγάλη σύγκρουση, 6000 μέλη τον επόμενο μήνα και πολλά περισσότερα στη συνέχεια. Με τη δική τους καθοδήγηση, που ξεδιπλώνεται βήμα βήμα στο βιβλίο, σημειώθηκε μια ιστορική ήττα των αφεντικών όταν μέχρι τότε, με ευθύνη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, «δεν είχε κερδηθεί ούτε μία απεργία των Τίμστερς στην πόλη σε πάνω από είκοσι χρόνια».
Δεν υπάρχει αγωνιστής ή αγωνίστρια σήμερα που δεν θα ενθουσιαστεί από το πώς οι Τίμστερς έβαλαν κυριολεκτικά όλη την πόλη στη μάχη. Από τους ανέργους που, αντί να γίνουν απεργοσπάστες όπως έλπιζαν οι εργοδότες, «πολέμησαν σαν τίγρεις στις μάχες» μέχρι τις γυναίκες που συγκρότησαν την Επικουρική Οργάνωση Γυναικών προσφέροντας στην υπηρεσία της απεργίας «τις ιδιαίτερες δεξιότητες τις οποίες κατείχαν ως μαγείρισσες, σερβιτόρες, νοσοκόμες ή ως υπάλληλοι γραφείων».
Λειτουργώντας με τον πιο δημοκρατικό τρόπο, οι τακτικές συναντήσεις της απεργιακής επιτροπής διαμόρφωναν την απεργιακή πολιτική, ενώ οι καθημερινές γενικές συνελεύσεις, στις οποίες «το πλήθος συχνά απαριθμούμε δύο με τρεις χιλιάδες άτομα», εξασφάλιζαν τη συνεχή ενημέρωση των απεργών. Στο μηχανισμό στήριξης της απεργίας προστέθηκε η εφημερίδα του σωματείου, The Organizer, που ξεκίνησε ως εβδομαδιαία με 5.000 αντίτυπα και που στη δεύτερη φάση της απεργίας έγινε καθημερινή με 10.000 αντίτυπα.
Ανοίγοντας τις πόρτες του σε όλους τους εργαζόμενους των οδικών μεταφορών και όχι απλά στους οδηγούς φορτηγών δίνοντας μάλιστα σκληρή μάχη γι’ αυτό με τα αφεντικά και τους γραφειοκράτες, το σωματείο κατάφερε να απλώσει την απεργία μέχρι τους οδηγούς ταξί.. Όπως γράφει ο Ντομπς, μετά τη δεύτερη μέρα της απεργίας, «δεν υπήρχε όχημα με τροχούς σε κίνηση, χωρίς να φέρει την άδεια του σωματείου». Ενώ δεν ήταν λίγες οι απεργίες συμπαράστασης από άλλους κλάδους ειδικά μετά τις επιθέσεις της αστυνομίας.
«Θα κάνω τη Μινεάπολις τόσο ήσυχη, όσο το κατηχητικό της Κυριακής» διακήρυσσε ο τοπικός κυβερνήτης πριν κινητοποιήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις. Δε τα κατάφερε. Οι απεργοί και οι συμπαραστάτες τους μετέτρεψαν τη Μινεάπολις σε πόλη εξεγερμένη και τελικά συνδικαλισμένη. Δυο χρόνια αργότερα, ο συνδυασμός της απεργίας και της κατάληψης θα επέβαλε το συνδικαλισμό σε κάθε χώρο δουλειάς, από τα εργοστάσια της General Motors στο Ντιτρόιτ μέχρι τα πολυκαταστήματα και τα θέατρα της Νέας Υόρκης.