Πανεργατική Απεργία, 8 Δεκέμβρη 2016
Η Μαρία Στύλλου γράφει για τις μάχες που έχουμε μπροστά μας το 2017 αντλώντας έμπνευση από τα 100 χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης.
Όλοι εύχονται για μια καλύτερη χρονιά από το 2016, και όλοι αναρωτιούνται με ποιον τρόπο μπορούμε να την εξασφαλίσουμε. Κανένας δεν πιστεύει ότι η Ε.Ε. θα αλλάξει, τουναντίον θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, κανένας δεν ελπίζει πια ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα συγκρουστεί με την Τρόικα, θα ανατρέψει τα μνημόνια και θα ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις των εργατών/τριών. Επίσης κανένας δεν θέλει εκλογές που θα τις κερδίσει η Ν.Δ., ή που θα καταλήξουν σε νέες «οικουμενικές» σαν αυτές του Παπαδήμου ή σαν τις τρικομματικές Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Άρα στο κέντρο αυτής της ελπίδας και της ευχής είναι εάν μπορούν να το πετύχουν οι ίδιοι, η τάξη που πάλεψε για επτά ολόκληρα χρόνια τα μνημόνια, που έχει φέρει τα πάνω κάτω στα πολιτικά κόμματα και στη σειρά που υπολόγιζε η κυρίαρχη τάξη ότι εξελίσσονταν τα πράγματα, που ανέτρεψε προβλέψεις, ιεραρχίες και ιδέες που μέχρι τώρα κυριαρχούσαν.
Στο ερώτημα, αν μπορούμε, χρήσιμο είναι να ανατρέξουμε σε μια διάλεξη που έδωσε ο Λένιν τον Γενάρη του 1917 στην Ελβετία, ακριβώς πριν 100 χρόνια από τώρα, όταν η επανάσταση στη Ρωσία ακόμα δεν έμοιαζε ότι βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη, και ο ίδιος ζούσε με την Κρούπσκαγια εξόριστος στη Ζυρίχη. Ο Λένιν εκείνη την περίοδο έδινε μάχη να δυναμώσει την αριστερά που είχε σπάσει πάνω στο θέμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Η ομάδα του Τσίμερβαλντ, όπως ονομαζόταν αυτή η κίνηση, ήταν μοιρασμένη σε τρεις τάσεις, τη δεξιά, την αριστερή, και το κέντρο. Ο Λένιν σε όλη αυτή την περίοδο1 παλεύει για να μεγαλώσει αυτή η τάση όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Ήταν δυνατόν μέσα στη χειρότερη περίοδο των μαζικών σφαγών και της μεγάλης πείνας να υποστηρίζει κάποιος σοβαρά ότι ήταν δυνατόν να ανατραπούν αυτές οι συνθήκες μέσα από το ρόλο των εργατών/τριών και την προοπτική των επαναστατών;
Για να πείσει τους συντρόφους του στην Ελβετία, αφιέρωσε την ανοιχτή ομιλία που έκανε το Γενάρη, όχι στην επερχόμενη επανάσταση στη Ρωσία (για την οποία ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος αν θα προλάβει να τη δει!) αλλά στην επανάσταση του 1905. «Δεν πρέπει να μας ξεγελά η σημερινή κεντρική σιγή στην Ευρώπη. Οι τερατώδεις φρικαλεότητες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, τα βάσανα από την ακρίβεια, γεννούν παντού επαναστατικές διαθέσεις και οι κυρίαρχες τάξεις, δηλαδή η αστική και τα τσιράκια της, δηλαδή οι κυβερνήσεις, πέφτουν όλο και περισσότερο σε αδιέξοδο, απ’ όπου δεν μπορούν να βρουν γενικά διέξοδο χωρίς τους πιο μεγάλους κλονισμούς… Στον τομέα των κοινωνικών φαινομένων, δεν υπάρχει μέθοδος πιο διαδεδομένη και πιο αστήρικτη από το πάρσιμο μεμονωμένων μικρών γεγονότων, από το παιχνίδι με τα παραδείγματα… Τα γεγονότα όταν τα παίρνουμε στο σύνολο τους, στη σύνδεση τους, είναι όχι μόνο «πεισματάρικα» μα και οπωσδήποτε αποδεικτικά».2
Αυτό που υποστηρίζει ο Λένιν, και που είναι πολύ χρήσιμο και απαραίτητο και για σήμερα, είναι το πόσο λάθος γίνεται όταν τα παραδείγματα αντικαθιστούν την συνολικότερη εκτίμηση για την περίοδο. Μια περίοδος δεν είναι το άθροισμα των παραδειγμάτων αλλά η δυναμική που διαμορφώνεται.
Αυτή η διάλεξη είναι χρήσιμη και για έναν άλλο λόγο. Ο Λένιν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στους επαναστάτες και τους ρεφορμιστές στην επανάσταση του 1905 στη Ρωσία. Οι ρεφορμιστές ήταν με μισή καρδιά στα γεγονότα και βολόδερναν ανάμεσα στον Τσάρο και τους εξεγερμένους, αλλά ήταν έτοιμοι να στηρίξουν τον Τσάρο σε κάθε μικρή υποχώρηση που έκανε, θεωρώντας ότι μέχρι εκεί μπορούν να φτάσουν τα πράγματα και άρα ήρθε η στιγμή για τον συμβιβασμό. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η υπόσχεση του Τσάρου ότι θα προχωρούσε σε μέτρα εκδημοκρατισμού, συγκροτώντας μια νέα Δούμα. Λέει ο Λένιν: «ο νόμος προέβλεπε ένα γελοία μικρό αριθμό εκλογέων… και δεν παραχωρούσε σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο «κοινοβούλιο» κανένα νομοθετικό αλλά μόνο συμβουλευτικό δικαίωμα… και όμως οι ρεφορμιστές του 1905 δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι οι υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις επιδιώκουν να σταματήσουν ή τουλάχιστον να εξασθενίσουν την ταξική πάλη…»3
Οι συσχετισμοί σήμερα
Το κυβερνητικό επιτελείο υπόσχεται ότι το 2017 η στενωπός της οικονομικής ύφεσης τελειώνει, ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης και ότι σε συνδυασμό με τη μείωση του χρέους, θα τελειώσουν τα μνημόνια, η φτώχεια και η ανεργία. Αυτή η εικόνα δεν είναι αποκλειστικά ελληνική. Ξεκινάει από την ίδια την Αμερική, όπου επικρατεί η εκτίμηση ότι το 2017 θα σημάνει το τέλος της παρατεταμένης ύφεσης. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, με βάση αυτή την εκτίμηση, όχι μόνο προχώρησε σε μικρή αύξηση των επιτοκίων τον Δεκέμβρη, αλλά προέβλεψε ότι αυτό θα ξαναγίνει αρκετές φορές με την καινούργια χρονιά. Πρόκειται για μια αντίληψη που δίνει νερό στον μύλο του Τραμπ και ενέσεις αισιοδοξίας στα κράτη μέλη της Ε.Ε. που πηγαίνουν για εκλογικές αναμετρήσεις το 2017, αλλά η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή την ρόδινη εικόνα.
«Η επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομίας που βλέπουν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι», υποστηρίζει ο Μάϊκλ Ρόμπερτς στο βιβλίο του4 «δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από τότε που άρχισε η μεγάλη ύφεση, οι πιο γνωστοί διεθνείς οικονομολόγοι, το Δ.Ν.Τ., ο ΟΟΣΑ κλπ.. προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ, του διεθνούς εμπορίου και των επενδύσεων, και κάθε χρόνο αναγκάζονται να καταπιούν τις λέξεις τους και να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους. Οι επενδύσεις στις μεγάλες οικονομίες βρίσκονται τώρα κατά 20% χαμηλότερα απ’ αυτές που προέβλεψε το Δ.Ν.Τ. το 2007…
Η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ το 2016, κατ' αρχή είναι πολύ μικρή (δεν θα ξεπεράσει το 1,5%) και δεύτερο, δεν προέρχεται από καινούργιες επενδύσεις αλλά από την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών (λόγω δανεισμού με φθηνό χρήμα) και από την αύξηση των αποθεμάτων…».
Η εκτίμηση του Μάικλ Ρόμπερτς, λοιπόν, είναι ότι όχι μόνο δεν θα υπάρχει ανάπτυξη το 2017, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος μιας νέας υφεσιακής βουτιάς στο δεύτερο εξάμηνο της νέας χρονιάς ή το αργότερο στις αρχές του 2018. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες υπάρχουν δυο πράγματα που μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα: τράπεζες που θα καταρρεύσουν σαν αποτέλεσμα της φούσκας που ξαναδημιουργείται με το φτηνό χρήμα και τα φτηνά δάνεια, και τράπεζες που θα χρεοκοπήσουν λόγω κόκκινων δανείων. Οι τραπεζικές αναδιαρθρώσεις και οι συνενώσεις τραπεζών στην τελευταία οκταετία μεγαλώνουν τον κίνδυνο αντί να τον μικραίνουν. Αυτό είναι άμεσα ορατό στην Ιταλία, αλλά ισχύει και για την Ελλάδα, παρά τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Ο Πάνος Γκαργκάνας στο άρθρο του «η ανάκαμψη της κρίσης»5 θυμίζει ότι η διεθνής επιδείνωση της κρίσης βρίσκει τον ελληνικό καπιταλισμό και τις ελληνικές τράπεζες πιο ευάλωτες. «Το 2008 υπήρχαν 19 ελληνικές και 22 ξένες τράπεζες που απασχολούσαν 64.550 εργαζόμενους, είχαν καταθέσεις 240 δις ευρώ, και χορηγούσαν δάνεια 249 δις. Σήμερα έχουν απομείνει 4 ελληνικές (και με την Άττικα 5) και 5 ξένες με 44 χιλιάδες εργαζόμενους, 122 δις καταθέσεις και δάνεια 204 δις, από τα οποία τα 100 δις δεν εξυπηρετούνται…».
Στο ερώτημα: πόσο προετοιμασμένες μπαίνουν οι κυρίαρχες τάξεις σε μια περίοδο νέων οικονομικών προβλημάτων και ανταγωνισμών, η απάντηση είναι χειρότερα από ποτέ. Το 2016 δεν σηματοδοτεί μόνο τον θάνατο μιας σειράς από γνωστούς μουσικούς και τραγουδιστές, αλλά και το τέλος μιας πολιτικής σταθερότητας, κομμάτων και συνεργασιών που ήταν τα στηρίγματα των κεντρικών επιλογών της τελευταίας 40ετίας. Και για τους τραγουδιστές, κυκλοφορούν οι δίσκοι και επιβιώνουν τα τραγούδια τους, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την πολιτική κρίση.
Στη Βρετανία συμβαίνουν ταυτόχρονα δυο συγκλονιστικά γεγονότα μέσα στο καλοκαίρι του 2016: από τη μια το δημοψήφισμα που αποφασίζει με 52% την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. και από την άλλη η νίκη του Κόρμπιν απέναντι στον δεξιό υποψήφιο για την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος. Στις εκλογές που γίνονται στην Ιρλανδία επίσης συμβαίνουν δυο ταυτόχρονες μετακινήσεις: από τη μια καταρρακώνονται τα ποσοστά των κομμάτων που μέχρι τώρα κυβερνούσαν ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύονται νέες αριστερές δυνάμεις μέσα από την καμπάνια για το νερό και μέσα από την πρωτοβουλία να πάρει μέρος στις εκλογές μια νέα αντικαπιταλιστική κίνηση που κατάφερε να εκλέξει επτά βουλευτές σε βορρά και νότο. Στην Ισπανία έχει ανοίξει μια παρατεταμένη περίοδος πολιτικής αστάθειας την οποία δεν μπορεί να καλύψει η στήριξη της κυβέρνησης του Ραχόϊ από το Σοσιαλιστικό κόμμα. Αντίθετα, η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχει διασπαστεί στα δύο μετά από την προς τα αριστερά μετακίνηση ενός πολύ μεγάλου κομματιού του κόσμου. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το δημοψήφισμα στην Ιταλία. Όχι μόνο έριξε τον Ρέντζι, αλλά ανοίγει μια περίοδο που το μέσα ή έξω από την Ε.Ε. μπαίνει με την ίδια πίεση που μπήκε με το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και στη Βρετανία και τώρα και στην Ιταλία.
Το 2016, όμως, δεν κατάγραψε μόνο τις πολλαπλές και επαναλαμβανόμενες κρίσεις των από τα πάνω αλλά και τη δυνατότητα που έχει η αριστερά να παίξει καθοριστικό ρόλο στην καινούργια χρονιά.
Εργατική αντίσταση
Μετά από σαράντα χρόνια νεοφιλελευθερισμού και δέκα χρόνια με σκληρή λιτότητα και μνημόνια, η θεωρία ότι η εργατική τάξη είναι πολύ αδύνατη για να παίξει τον ιστορικό της ρόλο, δίνει και παίρνει.
Για τη δεξιά, το επιχείρημα ότι η εργατική τάξη είναι ένα σύνολο ατόμων που ο ρόλος τους και η πολιτική τους εξαρτώνται από εξωτερικούς παράγοντες, δίνει και παίρνει από παλιά. Παλιότερα, η εξαφάνιση της εργατικής τάξης γινόταν με τις θεωρίες περί “κοινωνίας των δυο τρίτων”. Αστοί και εργάτες ήταν “βολεμένοι” μέσα στα δυο τρίτα και το υπόλοιπο τρίτο ήταν “περιθώριο”. Ακόμα και σήμερα οι εφημερίδες γράφουν για την “κρίση της μεσαίας τάξης” και εννοούν τους εργαζόμενους σε κλάδους που μια προηγούμενη περίοδο είχαν κερδίσει δυνατές συλλογικές συμβάσεις και καλούς μισθούς. Μετά την κρίση και τα μνημόνια όλα αυτά έχουν χαθεί και απλά περιγράφεται ένας φόβος για την “οργισμένη μάζα που άγεται και φέρεται από τους λαϊκιστές”.
Όμως, αυτές οι λάθος απόψεις υπάρχουν και σε κομμάτια και κόμματα της αριστεράς. Ο νεοφιλελευθερισμός – υποστηρίζουν – έχει διαλύσει την εργατική τάξη, έχει ανεβάσει το κομμάτι των ανέργων και των επισφαλώς εργαζομένων και άρα ούτε οι παλιές μορφές οργάνωσης μπορούν πια να λειτουργήσουν – τα σωματεία – , ούτε οι τρόποι πάλης μπορούν να είναι οι προηγούμενοι, δηλαδή η απεργία.
Μέσα σ’ αυτά τα τελευταία 40 χρόνια έχουν υπάρξει αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου που έχουν σαν αποτέλεσμα τη συρρίκνωση παλιών επαγγελμάτων και την ανάδειξη καινούργιων. Αυτές όμως οι αλλαγές μεταφράζονται σε δυνάμωμα της εργατικής τάξης, και σαν σύνολο – αριθμητικά είναι μεγαλύτερη σε κάθε χώρα, αλλά και με την ανάδειξη νέων κομματιών που φέρνουν νέες εμπειρίες και δύναμη μέσα στο εργατικό κίνημα. Σαν αποτέλεσμα, όλα τα τελευταία χρόνια – από το ξεκίνημα του πρώτου μνημόνιου μέχρι σήμερα – γίνονται ταυτόχρονα μεγάλες πανεργατικές απεργίες και ενδιάμεσα γίνονται μεγάλες κινητοποιήσεις, απεργίες, συντονισμοί ανάμεσα σε κομμάτια και κλάδους καινούργιους.
Το 2016 άρχισε με τη μεγάλη μαζική πανεργατική απεργία στις 4 Φλεβάρη, έκλεισε με μια καινούργια πανεργατική στις 8 Δεκέμβρη και ανάμεσα, με ρυθμούς όχι μήνα αλλά εβδομάδας, καινούργια ξεσπάσματα και απεργιακές κινητοποιήσεις. Η ΑΔΕΔΥ αναγκάστηκε να καλεί σε απεργία τουλάχιστον μια φορά το μήνα για να καλύψει εργαζόμενους που ο κλάδος και το σωματείο τους ανήκει στην ΑΔΕΔΥ.
Η ΟΕΝΓΕ και η ΠΟΕΔΗΝ έτρεχαν πίσω από τις κινητοποιήσεις-απεργίες-στάσεις-κλείσιμο των εφημεριών – που οργάνωναν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία. Τα σωματεία εμποροϋπαλλήλων και η Ομοσπονδία κήρυξαν απεργίες για να καλύψουν την απεργία των εργαζομένων στον Μαρινόπουλο. Το ίδιο και η Ομοσπονδία Επισιτισμού για να στηρίξει την κινητοποίηση των απολυμένων του Άθενς Λήδρα. Οι απεργίες της ΠΝΟ που ανάγκασαν την κυβέρνηση να δηλώσει ότι...δεν σκεφτόταν να αυξήσει τη φορολογία των ναυτικών, η απεργία διαρκείας στα λιμάνια Αθήνας και Θεσσαλονίκης ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, η απεργία της ΕΥΔΑΠ και η διαδήλωση στο Χρηματιστήριο της Αθήνας στις 23 Δεκέμβρη, δεν είναι ένας απλός κατάλογος κινητοποιήσεων, αλλά η εικόνα μιας τάξης που παλιά και νέα κομμάτια παλεύουν, οργανώνονται και συντονίζονται. Κι αυτή η εικόνα δεν είναι μόνο στην Ελλάδα. Στις παραμονές των Χριστουγέννων στην Αγγλία, οι εφημερίδες έγραφαν ότι η κατάσταση θυμίζει την περίοδο των μεγάλων απεργιών γιατί ταυτόχρονα απεργούσαν οι εργαζόμενοι στα τρένα, στα αεροπλάνα και στα ταχυδρομεία. Στη Γαλλία το σχέδιο του Ολάντ για μόνιμη κατάσταση πολιορκίας με απαγόρευση διαδηλώσεων κατάρρευσε κάτω από τις απεργίες και τα συλλαλητήρια που οργάνωσαν τα συνδικάτα ενάντια στο νομοσχέδιο που προωθούσε τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Τελικά το νομοσχέδιο πέρασε με προεδρικό διάταγμα και όχι με ψηφοφορία στη Βουλή. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος γιατί ο Ολάντ κατάρρευσε.
Όσοι κάνουν λάθος ανάλυση για την τάξη, καταλήγουν και σε λάθος συμπεράσματα. Μιλάνε για αποστράτευση, απογοήτευση και προσαρμογή, ότι ο Παναγόπουλος μπορεί και ελέγχει τις εξελίξεις στις ομοσπονδίες, ενώ τα παραδείγματα και οι εξελίξεις τους διαψεύδουν. Το 80% των εργατογειτονιών που ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015, είναι μάχιμο, θέλει να συγκρουστεί, ακόμα και με την κυβέρνηση που στήριξε εκλογικά, και το δείχνει με κάθε ευκαιρία. Άλλοτε με τα συνδικάτα του ενάντια στο ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις απολύσεις και άλλοτε μαζί με τους πρόσφυγες για ανοιχτά σύνορα και ανοιχτά σχολεία.
Μόνο γιατί αυτή είναι η πραγματική εικόνα, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί στις εκλογές των συνδικάτων έχει άνοδο η αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ και γιατί μέσα σε όλους τους εργατικούς χώρους έχουν ανέβει τα ποσοστά της κριτικής απέναντι στην Ε.Ε. και το ευρώ.
Η αντιρατσιστική πάλη
Τον Γενάρη του 2016, σε γκάλοπ που έκανε η Public Issue, το 83% των ερωτηθέντων υποστήριζε ότι όλοι οι πρόσφυγες πρέπει να πάρουν άσυλο και ότι είναι καλοδεχούμενοι. Μ’ αυτή την άποψη κινήθηκε ένας ολόκληρος κόσμος και συμμετείχε σε όλες τις μάχες που οργανώθηκαν σε όλη τη χρονιά. Συμμετείχε από την αρχή της χρονιάς με ψηφίσματα, χρήματα, και δίνοντας το “παρών” στις διήμερες διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις και πορείες που οργανώθηκαν από τις αντιρατσιστικές κινήσεις ενάντια στον φράχτη στον Έβρο. Δήλωσε την αντίθεση του στη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας που έκλεινε τα σύνορα και το πέρασμα στα νησιά, συμμετέχοντας στα συλλαλητήρια που οργάνωσε η ΚΕΕΡΦΑ στις 19 Μάρτη σε οκτώ μεγάλες πόλεις: Μυτιλήνη, Χανιά, Πάτρα, Αθήνα, Βόλο, Γιάννενα, Θεσσαλονίκη και Ξάνθη, στήριξε την καμπάνια των δασκάλων και των καθηγητών για να ανοίξουν τα σχολεία και να γράψουν τα προσφυγόπουλα στις ίδιες τάξεις με τους άλλους μαθητές. Οι πρωτοβουλίες που έπαιρναν οι εργαζόμενοι σε κάθε πόλη ανάγκασαν τα συνδικάτα να στηρίξουν τους χιλιάδες πρόσφυγες από τον Πειραιά μέχρι την Ειδομένη με υλική βοήθεια, χρήματα και πάνω απ’ όλα, με πίεση πάνω στην ίδια την κυβέρνηση και τον Μουζάλα να δώσουν άσυλο και στέγη σε όλους.
Οι μάχες που δώσαμε ήταν και θα είναι πολύ μεγάλες και πολύ καθοριστικές για τις πολιτικές εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα για την αντίσταση στην άνοδο της ακροδεξιάς που ευνοείται από τις πολιτικές των κυβερνήσεων. Στους Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς που κυκλοφόρησαν την τελευταία μέρα του 2016 (31/12), ο Τόνι Μπάρνερ (πολιτικός συντάκτης) κάνει την παρατήρηση ότι η παρουσία της ακροδεξιάς στην Ευρώπη επηρεάζει και τραβάει προς τη μεριά της και την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά. «Τώρα είναι καθαρό ότι ένα μεγάλο κομμάτι από την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά έχει πρόθεση να αντιμετωπίσει την πρόκληση από τα δεξιά της, με το να υιοθετήσει πολιτικές που ακολουθούν τις επιλογές της ακροδεξιάς: για το Ισλάμ, για τους μετανάστες, για την εθνική ταυτότητα, και απόψεις για την Ε.Ε. Η κεντροδεξιά απομακρύνεται από το Κέντρο και πηγαίνει δεξιότερα».6
Αυτό σημαίνει ότι είναι λάθος η αντίληψη για συνεργασίες με αστικά κόμματα (του “δημοκρατικού τόξου” όπως ονομάζονται) πάνω στην αντιρατσιστική και την αντιφασιστική μάχη. Ενδεικτική η συνέντευξη που έδωσε ο Ντέϊβιντ Άλμπριχ στην Εφημερίδα των Συντακτών και που κάνει την παρατήρηση «Τα κατεστημένα κόμματα στο κοινοβούλιο (οι αντιπολιτευόμενοι Πράσινοι και τα κόμματα της κυβερνητικής συμμαχίας, το Σοσιαλδημοκρατικό SPO και το συντηρητικό OVP) απλώνουν το χέρι προς το FPO (το ακροδεξιό κόμμα)…».7
Αυτό σήμανε, όπως εξηγεί και στη συνέντευξη, ότι η πρωτοβουλία που πήρε η Linkswende κατόρθωσε να συσπειρώσει νεολαίους, πράσινους, συνδικάτα, και σοσιαλδημοκράτες, να οργανώσουν συλλαλητήριο με 150 χιλιάδες κόσμου στη Βιέννη, και να δώσει τη μάχη μέχρι τέλους έτσι ώστε να ηττηθεί ο υποψήφιος της ακροδεξιάς Χόφερ. Η αριστερά, μια μικρή αντικαπιταλιστική οργάνωση, έγινε το κέντρο για να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις στην Αυστρία και να στείλει μήνυμα σε όλη την Ευρώπη. Η μάχη δεν τελείωσε ούτε στην Αυστρία ούτε πουθενά αλλού. Η μάχη για ανοιχτά σύνορα, ενάντια στην Ευρώπη-φρούριο, είναι δεμένη με τη μάχη για να μην αφήσουμε τους φασίστες να σηκώσουν κεφάλι. Το τσάκισμα των δολοφόνων της Χρυσής Αυγής ξέρουμε καλά ότι θα κριθεί και στη δίκη και στους δρόμους, θα κριθεί από τη δυνατότητα της αριστεράς να συσπειρώσει τις αντιφασιστικές διαθέσεις του κόσμου, να καθορίσει και να κερδίσει σ’ αυτή την αναμέτρηση.
Τα καθήκοντα της αριστεράς
Στα τέλη του Δεκέμβρη του 1916 ο Λένιν έστελνε γράμμα στον Μπορίς Σουβαρίν, Γάλλο σοσιαλιστή, επιχειρηματολογώντας για την αναγκαιότητα να δημιουργηθούν σε όλες τις χώρες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, σπάζοντας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που μέχρι τότε συμμετείχαν8: «Οι αληθινά επαναστάτες διεθνιστές είναι αριθμητικά αδύνατοι; Τι μας λέτε! Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τη Γαλλία του 1780 και τη Ρωσία του 1900. Οι συνειδητοί και αποφασιστικοί επαναστάτες που στην πρώτη περίπτωση ήταν εκπρόσωποι της αστικής τάξης – της επαναστατικής τάξης εκείνης της εποχής – και στη δεύτερη περίπτωση της επαναστατικής τάξης της σημερινής εποχής, δηλ. του προλεταριάτου, ήταν αριθμητικά εξαιρετικά αδύνατοι. Δεν ήταν παρά μονάδες που αποτελούσαν το πολύ πολύ μόλις το 1/10.000 ή ακόμα και το 1/100.000 της τάξης τους. Μα ύστερα από μερικά χρόνια αυτές οι ίδιες οι μονάδες, αυτή η τάχα τόσο μηδαμινή μειοψηφία, τράβηξε μαζί της τις μάζες, εκατομμύρια και δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Γιατί; Επειδή η μειοψηφία αυτή εκπροσωπούσε πραγματικά τα συμφέρονται αυτών των μαζών, επειδή πίστευε στην επερχόμενη επανάσταση, γιατί ήταν «έτοιμη να την υπηρετήσει με αυτοθυσία».
Πώς μπορούν να γίνουν τόσο μεγάλες ανατροπές; Υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα;
«Το μίσος του τσαρισμού στράφηκε ενάντια στους Εβραίους. Έγιναν πογκρόμ σε 100 πόλεις με πάνω από 4 χιλιάδες σκοτωμένους και πάνω από 10.000 σακατεμένους… Η αστική τάξη, ακόμα και την πιο ελεύθερη, ακόμα και των πιο δημοκρατικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης, ξέρει θαυμάσια να συνδυάζει τις υποστηρικτικές τις φράσεις για «ρώσικες θηριωδίες» με τις πιο ξετσίπωτες χρηματιστικές συναλλαγές, ιδιαίτερα με την οικονομική υποστήριξη του τσαρισμού και την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της Ρωσίας…».9
Εκατό χρόνια αργότερα δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερη περιγραφή της Ευρώπης-φρούριο, της συμφωνίας με την Τουρκία και τη συμμετοχή (ανοιχτά ή καλυμμένα) στη σφαγή της αντίστασης στη Συρία και σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο Ντέϊβιντ κλείνει τη συνέντευξη του στην Εφ.Συν. με το διεθνές κάλεσμα για την κοινή μέρα δράσης στις 18 Μάρτη σε όλη την Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο. Ο συντονισμός του αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στην επέμβαση του Μπους στο Ιράκ το 2003 σήμανε την ήττα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και τις δυσκολίες που έχει ακόμα και σήμερα να συμμετέχει με χερσαίες δυνάμεις στις συγκρούσεις στην περιοχή. Η κοινή δράση της Αριστεράς, των συνδικάτων και των προσφύγων σε όλη την Ευρώπη είναι ο δρόμος για να σταματήσουμε τις νέες πολεμικές επεμβάσεις, την άνοδο της ακροδεξιάς και των φασιστών, για να ρίξουμε τους φράχτες, για να κλείσουμε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να σταματήσουμε τις δολοφονίες των προσφύγων.
Είναι μια μεγάλη μάχη που τη δίνουμε όλοι μαζί αλλά και ταυτόχρονα σε κάθε χώρα χωριστά, σε κάθε πόλη, σε κάθε εργατικό χώρο, σχολή και σχολείο. Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία όπου ο Καμμένος με την πατριδοκαπηλεία αγκαλιάζει προκλητικά τους χρυσαυγίτες βουλευτές και παίρνει και θεωρητική κάλυψη από τον Παρασκευόπουλο για δήθεν εκδημοκρατισμό των νεοναζί.
Η αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης να μπει μπροστά σε αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές μάχες, είναι αποτέλεσμα των αγώνων και των απεργιών ενάντια στα μνημόνια τα τελευταία επτά χρόνια, αλλά και ενάντια σε όλες τις επιθέσεις που αντιμετώπιζε από πιο πριν. Τα εικοσιπέντε χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας του Μάαστριχτ και την επιλογή των ελλήνων καπιταλιστών να συμμετέχουν στο Ευρώ, σήμαναν μια μεγάλη περίοδο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με το κόστος εκείνης της επιλογής πάνω στο εργατικό κίνημα. Η αντίσταση στα μνημόνια δεν έπεσε από τον ουρανό. Αυτή η εμπειρία είναι που τρομάζει την οικονομική και την πολιτική ηγεσία της Ε.Ε. Θέλουν να σταματήσουν μια πορεία όπου σε όλα τα κτυπήματα είχαν απέναντι τους ένα σκληρό καρύδι που ήταν η εργατική αντίσταση. Ξέρουν ότι αυτή η τάξη είναι που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, και που δεν υποχώρησε μετά τους συμβιβασμούς του.
Δεν φτάνει να κοιτάξουμε προς το παρελθόν, χρειάζεται να οργανώσουμε το μέλλον, και ιδιαίτερα τους εργατικούς αγώνες του 2017. Οι αγώνες για προσλήψεις, η αντίσταση στα κλεισίματα και τις ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι απλά ένα άθροισμα άμεσων διεκδικήσεων, αλλά μεταβατικά αιτήματα που λειτουργούν προς δυο κατευθύνσεις: αντικειμενικά σημαίνουν σύγκρουση με τα μνημόνια και την Ε.Ε., και υποκειμενικά το δυνάμωμα της συλλογικότητας και του συντονισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Χρειάζεται να στηρίξουμε αυτούς τους αγώνες που ανοίγουν το δρόμο για πολιτική γενίκευση ενάντια στο σύστημα και χτίζουν τη δύναμη της τάξης για να κάνει αυτό το προχώρημα.
Η αριστερά πρέπει να έχει αυτή την αντιμετώπιση στις εργατικές μάχες και τις απεργίες για να μπορέσει όχι μόνο να τις στηρίξει, αλλά και να τις οργανώσει. Έτσι μόνο μπορεί να γίνει πρόγραμμα των ίδιων των εργατικών χώρων και των σωματείων, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και που συζητιέται μέσα σε όλη την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά. Στην πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά υπάρχουν συζητήσεις και διεργασίες που θα ενταθούν τη νέα χρονιά. Το ΚΚΕ ετοιμάζεται για το 20ο συνέδριό του την άνοιξη. Σε πρωτοβουλίες και ομάδες που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να διαπιστώνονται τα όρια μιας λάθος στρατηγικής αντιμετώπισης, ότι πάμε για να δημιουργήσουμε ένα άλλο ΣΥΡΙΖΑ, πιο κοντά σ’ αυτόν στα πρώτα χρόνια της συγκρότησής του. Το άρθρο του Θ. Καμπαγιάννη σ’ αυτό το περιοδικό, με τίτλο «Δυο χρόνια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ» μπαίνει σ’ αυτή τη συζήτηση και προσπαθεί να απαντήσει στις λάθος απόψεις.
Είναι πολύ σημαντικό να προχωρήσουμε αυτή τη συζήτηση για τα ξεκαθαρίσματα πάνω στην στρατηγική, και ταυτόχρονα να δυναμώσουμε και να επιβάλλουμε τη συνεργασία μέσα σ’ αυτή την πιο μεγάλη αριστερά που υπάρχει, δυναμώνει αριθμητικά και δεν έχει πάει πίσω. Έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε στο δυνάμωμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς;
Ας θυμηθούμε ξανά τον Λένιν όταν περιέγραφε τις απόψεις που κυκλοφορούσαν πριν την επανάσταση του 1905: «“Στη Ρωσία δεν υπάρχει ακόμα επαναστατικός λαός”, έτσι έγραφε δυο μέρες πριν από την «Ματωμένη Κυριακή» ο κύριος Πέτρος Στρούβε, ο τοτινός αρχηγός των ρώσων Φιλελευθέρων… ως τις 22 (9 με το παλιό ημερολόγιο) του Γενάρη του 1905 το επαναστατικό κόμμα της Ρωσίας αποτελούνταν από μια μικρή χούφτα ανθρώπων… Στη διάρκεια όμως μερικών μηνών η εικόνα αυτή άλλαξε ολότελα. Οι εκατοντάδες των επαναστατών αυξήθηκαν ξαφνικά σε χιλιάδες, οι χιλιάδες έγιναν αρχηγοί 2-3 εκατομμυρίων προλετάριων. Η προλεταριακή πάλη προκάλεσε μεγάλο αναβρασμό, και εν μέρει και επαναστατικό κύμα, στα σπλάχνα της μάζας πενήντα-εκατό εκατομμυρίων αγροτών, το αγροτικό κίνημα βρήκε απήχηση στο στρατό και οδήγησε σε εξεγέρσεις φαντάρων, σε ένοπλες συγκρούσεις του ενός στρατιωτικού τμήματος με το άλλο. Έτσι μια κολοσσιαία χώρα με 130 εκατ. κατοίκους μπήκε στην επανάσταση, έτσι η μισοκοιμωμένη Ρωσία μετατράπηκε στη Ρωσία του επαναστατικού προλεταριάτου και του επαναστατικού λαού. Χρειάζεται να μελετήσουμε αυτό το πέρασμα, να καταλάβουμε πώς στάθηκε δυνατό να γίνει, να καταλάβουμε, ας το πούμε έτσι, τις μεθόδους και τους δρόμους του».10
Ο Λένιν έδωσε αυτή τη διάλεξη στην Ελβετία ένα μήνα πριν αρχίσει η Ρώσικη Επανάσταση του 1917 με σπινθήρα την εξέγερση των γυναικών ενάντια στον πόλεμο, την πείνα και την ακρίβεια. Έχουμε να μάθουμε πολλά και να εμπνευστούμε από το ’17, γιατί έχουμε ξανά να απαντήσουμε στο δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.
Σημειώσεις
1. Το Τσίμερβαλντ είναι γνωστό από τη συνάντηση των μελών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που διαφωνούσαν με τη συμμετοχή των ηγεσιών τους στον Α’ Π.Π. Η δεξιά τάση με επικεφαλής τον Κάουτσκι, υποστήριζε την ειρήνη μέσα από διεθνείς συμφωνίες και διεθνείς θεσμούς συνεργασίας, ενώ η αριστερή με επικεφαλής τον Λένιν, θεωρούσε ότι η μόνη προοπτική ήταν η μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο.
2. Λένιν: Άπαντα, τόμος 30, «Διάλεξη για την επανάσταση του 1905»
3. Λένιν: Άπαντα, όπως και παραπάνω
4. «Forecast for 2017», Michael Roberts blog
5. Η ανάκαμψη της κρίσης, Πάνος Γκαργκάνας, ΣΑΚ 115, σελ. 7
6. Τόνυ Μπάρμπερ, «Σε όλη την Ευρώπη οι ακροδεξιοί τραβάνε τους μετριοπαθείς προς τα δεξιά», εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς, 31 Δεκέμβρη 2016, σελ. 7
7. Ντέϊβιντ Άλμπριχ, ηγετικό στέλεχος της αυστριακής αριστερής οργάνωσης Neue Linkswende. Η συνέντευξη στον Τάσο Τσακίρογλου έχει τίτλο «Ο φασισμός νικήθηκε πάντα στους δρόμους» Εφ.Συν. Τρίτη 27/12. Ο Ντέϊβιντ συμμετείχε στη διεθνή συνάντηση που οργάνωσε η ΚΕΕΡΦΑ στις 15-16 Οκτώβρη 2016, και έχει δώσει συνέντευξη στον Θανάση Καμπαγιάννη στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 119.
8. Ο Μπορίς Σουβαρίν ήταν γάλλος σοσιαλιστής και δημοσιογράφος, στενός συνεργάτης του Τρότσκι. Το 1921 μπήκε στο Κ.Κ. της Ιταλίας απ’όπου διαγράφτηκε το 1924 για την τροτσκιστική του δράση. Λένιν, Άπαντα, τ. 30, ανοιχτή επιστολή στον Μπορίς Σουβαρίν.
9. Λένιν, Άπαντα, τόμος 30, Η επανάσταση του 1905.
10. Λένιν, Άπαντα, τόμος 30, σελ. 310