Άρθρο
Η αντίσταση στον πόλεμο και οι επαναστάσεις 1917-1918

Συναδέρφωση Ρώσων και Γερμανών φαντάρων στον

100 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Κώστας Βλασόπουλος γράφει για την αντιπολεμική οργή που τροφοδότησε εκείνο το κίνημα επαναστάσεων.

Τον Ιούνιο του 1914 ένας Σέρβος φοιτητής δολοφόνησε στο Σεράγεβο τον Αυστριακό αρχιδούκα. Ελάχιστοι πίστευαν ότι αυτή η δολοφονία θα οδηγούσε σε ένα παγκόσμιο πόλεμο που θα διαρκούσε τέσσερα χρόνια και θα κόστιζε εκατομμύρια ζωές. Ο τελευταίος πόλεμος στην Ευρώπη είχε συμβεί το 1871, η τελευταία πανευρωπαϊκη σύρραξη το μακρινό 1814. Ο πόλεμος ήταν κάτι που συνέβαινε κάπου μακριά, και οι Μεγάλες Δυνάμεις φαινόταν να μπορούν να τα βρίσκουν στο τραπέζι της διπλωματίας. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν όμως ατύχημα: ήταν αποτέλεσμα της δομής του καπιταλισμού και των ενδοιμπεριαλιστικών συγκρούσεων για το μοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής.1

Εξίσου μεγάλη έκπληξη όμως ήταν και η αντίδραση των κομμάτων της Αριστεράς στην έκρηξη του πολέμου. Η προπολεμική Σοσιαλδημοκρατία είχε ξεκάθαρα διακηρύξει την αντίθεση της στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Ακόμα και στα τέλη Ιουλίου του 1914, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) διακήρυσσε: «το ταξικά συνειδητοποιημένο Γερμανικό προλεταριάτο εγείρει πύρινη διαμαμαρτυρία ενάντια στις πολεμοκάπηλες δολοπλοκίες... Ούτε μια σταγόνα από το αίμα των Γερμανών φαντάρων δεν θα θυσιαστεί για τη δίψα για εξουσία της Αυστριακής άρχουσας τάξης, για τους ιμπεριαλιστές κερδοσκόπους». Μόλις δέκα μέρες μετά, το SPD αποφάσιζε την υποστήριξη της πολεμικής επιχείρησης της Γερμανίας: «για το λαό μας και την ειρηνική του ανάπτυξη, πολλά, αν όχι τα πάντα, διακυβεύονται στην περίπτωση νίκης του Ρωσικού δεσποτισμού... Το καθήκον μας είναι να αποσοβήσουμε αυτό τον κίνδυνο, να εξασφαλίσουμε τον πολιτισμό και την ανεξαρτησία της ίδιας μας της χώρας... Δεν θα αφήσουμε την πατρίδα ανυπεράσπιστη την ώρα του κινδύνου».2

Όλα τα κόμματα της Β’ Διεθνούς, που όμνυαν στην επαναστατική κληρονομιά των Μαρξ και Ένγκελς, απαρνήθηκαν το διεθνισμό και σύρθηκαν ξεδιάντροπα στην υπεράσπιση της πολεμικής προσπάθειας των επιμέρους αρχουσών τάξεων.3 Ακόμα χειρότερα, ένας εθνικιστικός πυρετός φαινόταν να έχει κυριεύσει την εργατική τάξη. Ο κόσμος στους δρόμους τραγουδούσε πολεμικά εμβατήρια, και όποιος τολμούσε να εκφράσει επιφυλάξεις για τον πόλεμο κινδύνευε με λιντσάρισμα. Απλοί άνθρωποι έσπευδαν να καταταγούν ως εθελοντές μαζικά: μόνο στην Αγγλία μέχρι τα τέλη του 1914 ένα εκατομμύριο είχε καταταγεί εθελοντικά.4

Η έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και η αντίδραση των εργατών και των κομμάτων τους στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ήταν μια πανωλεθρία για την επαναστατική αριστερά της εποχής. Μεγάλες επαναστάτριες όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η Κλάρα Τσέτκιν έφτασαν αρκετές φορές στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Κι όμως, μέσα σε τέσσερα χρόνια η απελπισία θα έδινε τη θέση της στην ελπίδα της επαναστατικής αλλαγής. Ο πόλεμος που ξεκίνησε με την εθνικιστική υστερία και την κατάρρευση της Αριστεράς θα τελείωνε με ένα επαναστατικό κύμα που σηματοδότησαν η Ρωσική επανάσταση του 1917 και η Γερμανική επανάσταση που ξέσπασε το Νοέμβρη του 1918. Οι εμπειρίες, η δράση και η αντίσταση των εργατών της Ευρώπης στη διάρκεια του πολέμου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη δραματική αλλαγή.

Η φρίκη του πολέμου

Στο ξεκίνημα του πολέμου, τόσο οι κυβερνήσεις όσο και η συντριπτική πλειοψηφία των φαντάρων που έφευγαν για το μέτωπο, πίστευαν ότι η σύρραξη ήταν θέμα λίγων βδομάδων, ή το πολύ λίγων μηνών. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι ο πόλεμος θα κρατούσε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, κι ότι θα κόστιζε τη ζωή εννιά εκατομμυρίων φαντάρων και αμάχων. Μπορεί οι καραβανάδες να φαντασιώνονταν μεγαλειώδεις προελάσεις, αλλά η κατάληξη ήταν ένας πόλεμος χαρακωμάτων, όπου εκατοντάδες χιλιάδες ζωές χάνονταν για τον έλεγχο λίγων τετραγωνικών μέτρων. Στη μάχη της Somme, που κράτησε από τον Ιούλιο μέχρι τον Νοέμβρη του 1916, ένα εκατομμύριο φαντάροι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν προκειμένου οι Αγγλο-Γάλλοι να προχωρήσουν μόλις 6 μίλια από την αρχική τους θέση. Σε ένα πόλεμο που διεξαγόταν για πρώτη φορά με σύγχρονα βιομηχανικά μέσα, οι απώλειες ήταν τρομακτικές: στη Γαλλία σκοτώθηκε το 20% των ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας, ενώ στη Γερμανία το 13%. Δύσκολα θα έβρισκε κανείς οικογένεια που δεν είχε τουλάχιστον ένα νεκρό. Στους δρόμους των μεγάλων πόλεων έβλεπε κανείς εκατοντάδες χιλιάδες σακατεμένους φαντάρους, τυφλωμένους από τα δηλητηριώδη αέρια, καμμένους από τις φλόγες, ακρωτηριασμένους από τις σφαίρες και τις οβίδες.

Αλλά εξίσου δραματικές ήταν και οι συνέπειες για τη ζωή των ανθρώπων στα μετόπισθεν. Μπορεί η εργατική τάξη να είχε καταφέρει με τους αγώνες της να βελτιώσει κάπως το βιοτικό της επίπεδο πριν το 1914, αλλά ο πόλεμος σήμαινε μια απότομη χειροτέρευση των συνθηκών. Τα περισσότερα εργατικά δικαιώματα πήγαν περίπατο. Σχεδόν σε όλες τις χώρες το ωράριο έφτασε να ξεπερνά τις 11 ώρες ημερησίως, ενώ σε κομβικούς τομείς όπως οι εργάτες της FIAT στην Ιταλία ή οι τορναδόροι του Βερολίνου ξεπέρασε τις 70 ώρες τη βδομάδα. Στην Αυστρία οι μισθοί μειώθηκαν κατά 63% στη διάρκεια του πολέμου, ενώ οι Γερμανίδες εργάτριες είδαν το μεροκάματο να κατρακυλάει από τα 128 στα 30 μάρκα.5 Ο «χειμώνας των γογγυλιών» του 1916 στη Γερμανία είδε τους φτωχούς να αναγκάζονται να φτιάχνουν ψωμί, μαρμελάδα, ακόμα και καφέ από γογγύλια: εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν από την πείνα ως αποτέλεσμα.

Προκειμένου να εφαρμοστεί αυτή η βάρβαρη επίθεση πάνω στην εργατική τάξη, η μαζική καταστολή ήταν απαραίτητη. Στη Γερμανία στα τέλη του 1916 η κυβέρνηση έκανε υποχρεωτική την εργασία για όλους τους άνδρες μεταξύ 17 και 60, απαγόρευε στους εργάτες να αφήνουν τους εργοδότες τους, και σε περίπτωση απεργίας τους έθετε κάτω από τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Στις περισσότερες χώρες οι βιομηχανίες που ήταν καθοριστικές για τη διεξαγωγή του πολέμου και οι νευραλγικές περιοχές τέθηκαν υπό στρατιωτικό νόμο. Όσοι διαμαρτύρονταν κατά του πολέμου ή απεργούσαν κινδύνευαν συχνά με φυλάκιση ή με αποστολή στο μέτωπο.

Εξίσου αναγκαία όμως ήταν και η συνεργασία των ηγεσιών των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Στη Γερμανία η ηγεσία των συνδικάτων προχώρησε στην απαγόρευση της κήρυξης απεργιών στις 2 Αυγούστου 1914. Στη Γαλλία το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η γενική συνομοσπονδία CGT ανακήρυξαν την «Ιερά Ένωση», μια διαταξική συμμαχία για την υποστήριξη του πολέμου, ενώ ανακωχή στην κήρυξη απεργιών ανακοίνωσαν τα συνδικάτα και στην Αυστρία.

Η αντίσταση 

της εργατικής τάξης

Η δραματική χειροτέρευση των βιοτικών συνθηκών πυροδότησε την εργατική αντίσταση. Ο πόλεμος είχε δραματικές συνέπειες για τη σύνθεση της εργατικής τάξης. Η μαζική επιστράτευση εξήντα εκατομμυρίων ανδρών σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε εργατικά χέρια για τις οικονομίες των εμπόλεμων χωρών. Το αποτέλεσμα ήταν για πρώτη φορά η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας. Το 1916 η Γερμανική βιομηχανία έφτασε να απασχολεί 4.7 εκατομμύρια άνδρες και 4.3 εκατομμύρια γυναίκες· στην Ιταλία η πολεμική βιομηχανία απασχολούσε κατά 70% γυναίκες. Αρχικά η επιστράτευση εκατομμυρίων εργατών με συνδικαλιστική και πολιτική εμπειρία και η αντικατάσταση τους από γυναίκες εργάτριες που είχαν μικρή εμπειρία από απεργίες και συνδικαλισμό αποδυνάμωσε τα προπολεμικά συνδικάτα.

Όμως οι εργάτριες αντιμετώπιζαν ταυτόχρονα τις βάρβαρες συνθήκες εργασίας και τα χαμηλά μεροκάματα στο εργοστάσιο, και τις ατελείωτες ουρές, την έλλειψη προϊόντων και την ακρίβεια στα συσσίτια και στις διανομές με δελτίο. Πολύ γρήγορα λοιπόν οι γυναίκες μπήκαν στην πρωτοπορία του εργατικού κινήματος, χωρίς να κουβαλούν τα βαρίδια του παρελθόντος: οι γυναίκες διέθεταν «την ενεργητικότητα των πρωτάρηδων». Οι εκθέσεις των χαφιέδων αναφέρουν ότι οι γυναίκες αποτελούσαν το 30% στις συγκεντρώσεις των Γάλλων μεταλλεργατών, ενώ ήδη από τα τέλη του 1916 αποτελούσαν την πλειοψηφία στις απεργίες ενάντια στην ακρίβεια, τις υπερωρίες και τους καταπιεστικούς επιστάτες. Στην Ιταλία το 1918 αποτελούσαν το 20% του εργατικού δυναμικού, αλλά το 45% των απεργών.6

Οι πρώτες απεργίες ξεκίνησαν ως τοπικές αυθόρμητες αντιδράσεις στην ακρίβεια ή στα χαμηλά μεροκάματα, χωρίς ευρύτερο συντονισμό. Τέτοιου είδους κινητοποιήσεις ήταν η απεργία το 1916 στο εργοστάσιο της Wilcox-Regnault, που ξέσπασε μετά τη συμφωνία του Υπουργείου Εργασίας με την εργοδοσία να μειωθούν τα μεροκάματα προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα για τον σταθμό για τα παιδιά των γυναικών που απασχολούσε σε μαζική κλίμακα η εταιρεία. Αντίστοχα στο Βερολίνο του 1916 ήταν συχνό φαινόμενο οι συγκρούσεις με την αστυνομία λόγω έλλειψης τροφίμων, στις οποίες έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι γυναίκες και οι νέοι.

Ο πόλεμος όμως έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να αρχίζουν οι εργάτες να συνδέουν τα οικονομικά αιτήματα με τα πολιτικά και στη δραματική επέκταση της κλίμακας των κινητοποιήσεων. Ο πόλεμος δημιουργούσε εκατομμύρια νεκρούς στο μέτωπο και τραγικές συνθήκες φτώχειας, ακρίβειας και πείνας στα μετόπισθεν. Οι εργάτες που απεργούσαν για τα μεροκάματα και την ακρίβεια άρχιζαν να συνδέουν τα επιμέρους οικονομικά αιτήματα με τη βασική αιτία που είχε οδηγήσει στην καταρράκωση του βιοτικού τους επιπέδου: η σύνδεση των οικονομικών αιτημάτων με τα αιτήματα για να μπει τέλος στο σφαγείο του πολέμου άρχισε να βρίσκει μαζικά ακροατήρια. Μπορεί η μαζική κρατική καταστολή να έκανε την αντίσταση σαφώς πιο δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα υποχρέωνε τους εργάτες να έρχονται σε άμεση σύγκρουση με το κράτος ακόμα και για τα πιο απλά οικονομικά αιτήματα. Η φρίκη του πολέμου οδηγούσε τους εργάτες σε ρήξη με τις κυβερνήσεις που επιδίωκαν την συνέχιση και επέκταση της φρίκης.

Την Πρωτομαγιά του 1915 το συνδικάτο των μεταλλωρύχων στη Γαλλία κατάφερε να ξεφύγει από τη λογοκρισία και να τυπώσει την εφημερίδα του με πρωτοσέλιδο «αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός μας πόλεμος».7 Την Πρωτομαγιά του 1916 οργανώθηκαν αντιπολεμικές διαδηλώσεις στην Δρέσδη, την Ιένα και το Βερολίνο, όπου συμμετείχαν 10.000 άτομα. Μετά τη σύλληψη και καταδίκη σε διετή φυλάκιση του επαναστάτη βουλευτή Καρλ Λήμπκνεχτ για συμμετοχή στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, ακολούθησε μια πολιτική απεργία 55.000 εργατών στο Βερολίνο με αίτημα την απελευθέρωση του. Τον Απρίλη του 1917 οι οργανώσεις βάσεις των μεταλλεργατών του Βερολίνου κάλεσαν σε απεργία. Οι στρατιωτικές αρχές απάντησαν με τη σύλληψη και αποστολή στο μέτωπο του Ρίχαρντ Μύλλερ, ενός από τους ηγέτες των απεργών. Την επόμενη μέρα η απεργία αγκάλιασε 300 εταιρείες και 300.000 απεργούς, με αίτημα ανάμεσα στα άλλα την απελευθέρωση του Μύλλερ. Την ίδια μέρα ξέσπαγε μια μαζική απεργία στη Λειψία, όπου σε μια συγκέντρωση 10.000 ατόμων υιοθετήθηκε μια πλατφόρμα έξι πολιτικών αιτημάτων, που περιλάμβαναν το καθολικό δικαίωμα ψήφου και την ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις. Χρειάστηκε η απελευθέρωση του Μύλλερ αλλά και η επιβολή στρατιωτικού νόμου στα εργοστάσια προκειμένου να γυρίσουν οι εργάτες στις δουλειές τους.8

Στο Τορίνο τον Αύγουστο του 1917 η έκρηξη ξεκίνησε όταν 80 φούρνοι ανακοίνωσαν ότι είχαν μείνει από ψωμί, αν και διέθεταν αλεύρι για τα γλυκίσματα των πλουσίων. Οι εξοργισμένες γυναίκες ξεκίνησαν πορεία προς το δημαρχείο, για να τις ακολουθήσουν σύντομα 2.000 σιδηροδρομικοί που κατέβηκαν σε απεργία. Την επόμενη μέρα στην απεργία μπήκαν οι μεταλλεργάτες, και οι εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία και την πολεμική βιομηχανία. Όταν το απόγευμα η κυβέρνηση έστειλε το στρατό και την αστυνομία να καταστείλουν τις κινητοποιήσεις, συνάντησαν οδοφράγματα στις εργατογειτονιές.

Στην αυτοκινητοβιομηχανία Diatto-Frejus οι εργάτες συγκεντρώθηκαν στην πύλη και φώναζαν «θέλουμε ψωμί». Τρομοκρατημένο το αφεντικό υποσχέθηκε να τηλεφωνήσει στις στρατιωτικές αρχές να στείλουν ένα φορτηγό με ψωμιά. Οι εργάτες έμειναν σιωπηλοί για λίγο, και μετά άρχισαν όλοι μαζί να φωνάζουν: «Χεστήκαμε για τα ψωμιά. Θέλουμε ειρήνη! Κάτω οι κερδοσκόποι! Κάτω ο πόλεμος!»9 Δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς καλύτερη απεικόνιση της θεωρίας της Λούξεμπουργκ για το πως οι οικονομικοί αγώνες των εργατών μετατρέπονται σε πολιτικούς.

Η σύγκρουση με τη Σοσιαλδημοκρατία και 

η εμφάνιση μιας νέας 

επαναστατικής αριστεράς

Η εμπειρία του πολέμου και η προδοσία της Σοσιαλδημοκρατίας είχαν ριζοσπαστικοποιήσει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, που έρχονταν σε ρήξη με τις ηγεσίες της Σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων, που υποστήριζαν τον πόλεμο, αντιτίθενταν στις απεργίες και προσπαθούσαν να κουκουλώσουν κάθε κινητοποίηση. Οι ηγεσίες είχαν προσπαθούσαν να πείσουν τους εργάτες να πάρουν το μέρος της δικής τους άρχουσας τάξης επειδή τάχα ανήκε στο πιο «προοδευτικό» στρατόπεδο και αντιμετώπιζε τις δυνάμεις του απολυταρχισμού. Οι εργάτες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας κινδύνευαν από τον Γερμανικό μιλιταρισμό· αντίστοιχα, οι εργάτες της Γερμανίας και της Αυστρίας κινδύνευαν από την Τσαρική απολυταρχία που θα διέλυε τις κατακτήσεις τους. Η εμπειρία του πολέμου έφερε τους έργατες σταδιακά σε σύγκρουση με αυτά τα επιχειρήματα. Οι μαζικές δολοφονίες στο μέτωπο με αέρια μουστάρδας έδειχναν ότι στη σύγκρουση δεν υπήρχε προοδευτική πλευρά. Οι φαντάροι αντιλαμβάνονταν ότι οι στρατηγοί τους έβλεπαν απλά σαν κρέας για τα κανόνια, και δε δίσταζαν να τους θυσιάζουν μαζικά σε ένα πόλεμο χαρακωμάτων χωρίς λογική. Οι περιπτώσεις που οι αντίπαλοι φαντάροι αρνούνταν να εκτελέσουν αυτοκτονικές εντολές και προσπαθούσαν να αποφύγουν να αλληλοσκοτωθούν ήταν συχνές. Στα μετόπισθεν τα γράμματα των φαντάρων έφερναν σε κάθε σπίτι τη φρίκη των χαρακωμάτων, και η ταξική εμπειρία του πολέμου έδειχνε που βρισκόταν ο πραγματικός εχθρός.

Αυτό το αντιπολεμικό ρεύμα άρχισε να γιγαντώνεται: αν τον Δεκέμβρη του 1914 ο Λήμπκνεχτ ήταν ο μόνος σοσιαλιστής βουλευτής στο γερμανικό κοινοβούλιο που είχε ψηφίσει ενάντια στις πολεμικές δαπάνες, το Δεκέμβρη του 1915 είκοσι σοσιαλιστές καταψήφισαν και εικοσιδύο απείχαν. Αλλά η φιλοπόλεμη ηγεσία της Σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν διατεθειμένη να ανεχτεί καμία κριτική. Το Μάϊο του 1916 διαγράφτηκαν οι αντιπολεμικοί βουλευτές, ενώ το Γενάρη του 1917 το SPD διασπάστηκε, με τους διαγραμμένους να ιδρύουν το Ανεξάρτητο SPD (USPD).10 Η αντίσταση στον πόλεμο είχε πια προκαλέσει και οργανωτική ρήξη στην καρδιά της προπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτές οι εξελίξεις έθεταν κομβικά ζητήματα. Πως μπορούσαν οι σοσιαλιστές να σταματήσουν το φρίκη του πολέμου; Και τι μορφή οργάνωσης χρειάζονταν μετά την προδοσία των ηγεσιών της σοσιαλδημοκρατίας; Το πρώτο βήμα συντονισμού και αναζήτησης απαντήσεων έγινε το Σεπτέμβρη του 1915 στο Τσίμμερβαλντ της Ελβετίας, όπου συγκλήθηκε η πρώτη συνάντηση εκπροσώπων των αντιπολεμικών σοσιαλιστών. Ένα τμήμα της αντιπολεμικής αριστεράς πίστευε ότι ο πόλεμος ήταν ένα ατύχημα, και ότι η ειρήνη μπορούσε να έρθει αν επικρατούσαν οι πιο σώφρονες και ρεαλιστικές φωνές μέσα στις κυβερνήσεις. Στόχος του κινήματος θα έπρεπε να είναι η άσκηση πίεσης στις κυβερνήσεις προκειμένου να πρυτανεύσει η λογική, και να υπογραφεί μια «δίκαιη ειρήνη».

Απέναντι σε αυτές τις αντιλήψεις, άρχισε να σφυρηλατείται πανευρωπαϊκά ένα επαναστατικό ρεύμα. Οι Μπολσεβίκοι ήταν το μόνο μεγάλο σοσιαλιστικό κόμμα που είχε ταχθεί εξαρχής κατά του πολέμου: στις υπόλοιπες χώρες υπήρχαν μικρές ομάδες επαναστατών που συμμερίζονταν τις ίδιες αντιλήψεις, όπως ο Καρλ Λήμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία.11 Οι αναλύσεις του Λένιν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις αναζητήσεις της επαναστατικής πτέρυγας του αντιπολεμικού κινήματος. Για τον Λένιν ο πόλεμος δεν ήταν ένα ατύχημα: ήταν αποτέλεσμα της φύσης του καπιταλισμού ως παγκόσμιου συστήματος και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το μοίρασμα του κόσμου. Ο Λήμπκνεχτ είχε διακηρύξει ότι «ο εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα». Το σύνθημα αυτό χάρασσε μια στρατηγική που συνέδεε την οικονομική πάλη των εργατών με την πολιτική πάλη ενάντια στον πόλεμο: το τέλος του πολέμου μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από την επανάσταση, με τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε ταξικό πόλεμο και τη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατών.

Αυτό το καθήκον δεν μπορούσε να προωθηθεί όσο οι επαναστάτες συνυπήρχαν οργανωτικά σε κόμματα που οι ηγεσίες τους είχαν ξεδιάντροπα συνθηκολογήσει με την αστική τάξη. Οι επαναστάτες έπρεπε να δημιουργήσουν ανεξάρτητα επαναστατικά κόμματα, που θα προσπαθούσαν να τραβήξουν τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια του εργατικού και αντιπολεμικού κινήματος: η χρεωκοπία της Β’ Διεθνούς και η ανάγκη συντονισμού και διεθνιστικής αλληλεγγύης απαιτούσαν τη δημιουργία μιας νέας, επαναστατικής Διεθνούς.

Αυτή η στρατηγική βρήκε δραματική επιβεβαιώση από τα γεγονότα. Το Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία μια αυθόρμητη διαδήλωση των γυναικών για το ψωμί οδήγησε σε εξέγερση των εργατών. Η προσπάθεια του Τσάρου να τσακίσει στρατιωτικά την επανάσταση τινάχτηκε στον αέρα όταν οι φαντάροι αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές και προσχώρησαν με τη μεριά της επανάστασης. Μπορεί οι εξεγερμένοι να εναπόθεσαν αρχικά τις ελπίδες τους στην Προσωρινή κυβέρνηση των αστών, αλλά αυτή συνέχισε τη σφαγή στα χαρακώματα. Ο Λένιν υποστήριζε ότι χρειαζόταν μια δεύτερη επανάσταση που θα ανέτρεπε την αστική τάξη, θα πέρναγε την εξουσία στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών, και θα κήρυσσε την άμεση και μονομερή κατάπαυση του πολέμου, καλώντας ταυτόχρονα διεθνιστικά τους εργάτες των άλλων χωρών της Ευρώπης να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις τους και να δώσουν τέλος στη φρίκη του πολέμου και του καπιταλισμού. Το κόμμα των μπολσεβίκων κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία των εργατών σε αυτή την προοπτική, και τον Οκτώβρη του 1917 πήραν την εξουσία.

Η μονομερής κατάπαυση του πολέμου σήμαινε ότι οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να κάνουν τεράστιες εδαφικές παραχωρήσεις στους Γερμανούς προκειμένου να λήξει ο πόλεμος. Αυτό φαινόταν απλά να ενισχύει τη Γερμανία, που μπορούσε να μεταφέρει τα όλα τα στρατεύματα του ανατολικού μετώπου στο δυτικό και να κερδίσει τον πόλεμο. Στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, όπου υπογράφηκε η συνθηκολόγηση με τη Γερμανία, οι Γερμανοί στρατηγοί έβλεπαν έκπληκτοι τον εκπρόσωπο των μπολσεβίκων Ράντεκ να τους προσπερνάει και να μοιράζει προκηρύξεις στους Γερμανούς φαντάρους. Αυτή η διεθνιστική απεύθυνση των μπολσεβίκων έδειχνε ποιά ήταν η δύναμη που μπορούσε να σταματήσει τον πόλεμο· ο σπόρος έμελλε να ριζώσει σύντομα.

Το Νοέμβρη του 1918 το Γερμανικό επιτελείο έδωσε εντολή στο στόλο να συγκρουστεί με το Αγγλικό ναυτικό. Οι ναύτες γνώριζαν ότι επρόκειτο για αποστολή αυτοκτονίας. Τα πρώτα περιστατικά ανυπακοής έγιναν γρήγορα κύμα. Μέσα σε λίγες μέρες οι Γερμανοί φαντάροι εξεγείρονταν και ανέτρεπαν τον Κάϊζερ. Παντού ξεφύτρωναν συμβούλια στρατιωτών και εργατών, όπως τα σοβιέτ στη Ρωσία. Η Γερμανική επανάσταση ήταν πια πραγματικότητα, και η κατάπαυση των εχθροπραξιών ακολούθησε λίγο αργότερα.

Η στρατηγική του Λένιν για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε ταξικό είχε πετύχει, και το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά επαναστάσεις που συγκλόνισαν την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Η εργατική αντίσταση και το μαζικό αντιπολεμικό κίνημα είχαν δημιουργήσει ένα τεράστιο ακροατήριο για τις επαναστατικές ιδέες. Το κρίσιμο ερώτημα της περιόδου 1917-1923 ήταν αν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα δημιουργούνταν κόμματα όπως αυτό των μπολσεβίκων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες στη νίκη. Το στοίχημα αυτό τελικά χάθηκε· αλλά η εμπειρία της εργατικής αντίστασης τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό και της δημιουργίας ενός μαζικού επαναστατικού ρεύματος είναι μια πολύτιμη κληρονομιά για την εποχή μας, που οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις, η καπιταλιστική κρίση και η εργατική αντίσταση έχουν επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη. n

 

Σημειώσεις

1. Σ. Κοντογιάννης, «1914: Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 104, 2014, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=139.

2. C. Harman, The Lost Revolution: Germany 1918 to 1923, Λονδίνο, 1997, 23.

3. Κ. Βλασόπουλος, «Η σοσιαλδημοκρατία πριν το 1914», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 106, 2014, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=398.

4. Σ. Κοντογιάννης, «Από τα χαρακώματα στην επανάσταση», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 105, 2014, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=145.

5. C. Fuller, ‘The mass strike in the First World War’, International Socialism, 145, 2015, http://isj.org.uk/the-mass-strike-in-the-first-world-war/.

6. Fuller, ο.π.

7. G. Paizis, Marcel Martinet: Poet of the Revolution, Λονδίνο, 2007, 40.

8. Harman, ο.π., 27-9.

9. Fuller, ο.π.

10. P. Brouet, The German Revolution, 1917-1923, Σικάγο, 2006, 73-87.

11. Λ. Μπόλαρης, «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η γέννηση της επαναστατικής αριστεράς», Σοσιαλισμός από τα κάτω, 105, 2014, http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=147.