Θωμάς Σλιώμης: Η τέχνη απέναντι στον ναζισμό
Τιμή 8.7€, 200 σελίδες
Εκδόσεις Πατάκη, 2016
Η αντίσταση της “εκφυλισμένης” μουσικής
Η Τερέζιενσταντ ή Τερεζίν είναι μια μικρή πόλη της Τσεχίας στα βόρεια της Πράγας. Έχει γίνει γνωστή για το ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης – γκέτο, που εγκατέστησαν οι ναζί κατακτητές της Τσεχοσλοβακίας και φυλάκισαν σε αυτό τον Εβραϊκό πληθυσμό της χώρας και αργότερα και άλλων ευρωπαϊκών περιοχών, αφού εκκένωσαν τους κατοίκους της. Το Τερεζίν δεν ήταν κυρίως στρατόπεδο εξόντωσης, αλλά καταναγκαστικής εργασίας. Στην πραγματικότητα υπήρξε ένας ενδιάμεσος σταθμός για χιλιάδες Εβραίους, πριν οδηγηθούν στην «τελική λύση», στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και του Μπιρκεναου.
Όμως το Τερεζίν υπήρξε αντικείμενο και μιας διαφορετικής συζήτησης: Οι ναζί το παρουσίαζαν σαν ένα υποδειγματικό στρατόπεδο, σαν «το χωριό που ετοίμασε ο φύρερ για τους Εβραίους», με ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, ψυχαγωγία και καλλιτεχνική δημιουργικότητα. Μάλιστα γύρισαν ένα φιλμ το 1944 λίγο μετά από επίσκεψη του Ερυθρού Σταυρού (προοριζόταν για ταινια προπαγάνδας, χωρίς να ολοκληρωθεί ποτέ), που δείχνει έναν τακτοποιημένο χώρο, φρεσκοβαμμένα κτήρια και κρατούμενους να συμμετέχουν μαζικά σε μουσικές παραστάσεις. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Στην Τερεζίν στιβάζονταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, διαχωρισμένοι ανά φύλο και ηλικία, σε οριακές συνθήκες κρύου και στερήσεων και δούλευαν εντατικά στον ανεφοδιασμό των ναζιστικών στρατευμάτων. Από τους 144.000 που πέρασαν, 33.000 πέθαναν μέσα στο στρατόπεδο από τις κακουχίες και αρρώστιες (ξέσπασε ακόμη και επιδημία τύφου από το μολυσμένο νερό), 90.000 μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εξόντωσης, ενώ επέζησαν 17.200.
Αυτό που διαφοροποιεί το Τερεζίν από τα άλλα στρατόπεδα δεν είναι η το μέγεθος της ναζιστικής θηριωδίας αλλά το καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μέσα στο στρατόπεδο με κύριο άξονα τη μουσική σαν μορφή αντίστασης στη βαρβαρότητα.Το βιβλίο του μουσικολόγου και συγγραφέα Θωμά Σλιώμη «Η τέχνη απέναντι στον ναζισμό» που πρόσφατα κυκλοφόρησε αφηγείται αυτή τη συγκλονιστική ιστορία.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την άνοδο του ναζιστικού φαινομένου σαν κομμάτι της κρίσης των κυριαρχων αστικών πολιτικών στην Ευρώπη. Ο συγγραφέας χτυπάει τις επιφανειακές θεωρίες που θεωρούν τον ναζισμό σαν μια ακραία παραφωνία στην ομαλή εξέλιξη της ιστορίας του μεσοπολέμου αλλά και την μονοδιάστατη ντετερμινιστική αντίληψη ότι επρόκειτο για αναπόφευκτη εξέλιξη. Ήταν μια υπόθεση που κρίθηκε και χάθηκε πολιτικά. Αναφέρεται στις ρατσιστικές διακρίσεις, τον εγκλεισμό και την ευγονική ενάντια στις «κατώτερες» φυλές σαν κεντρικά στοιχεία της ναζιστικής πολιτικής αλλά όχι σαν επινοήσεις του ναζισμού. Οι απόψεις αυτές κυριαρχούσαν ευρύτατα στην σκέψη διαφορων αστών θεωρητικών και στις πολιτικές πολλών καθεστώτων της Δύσης, με αποκορύφωμα την ιδεολογική στήριξη της αποικιοκρατίας κατά τον 19ο-20ο αιώνα.
Ακολουθεί αναφορά στην πολιτική του ναζισμού απέναντι στον πολιτισμό. Οι ναζί παράθεταν την κουλτούρα με την έννοια της παράδοσης, των άγραφων νόμων και μύθων της προ-μοντερνικής κοινότητας και του γοτθικού μυστικισμού απέναντι στον πολιτισμό σαν εποικοδόμημα του βιομηχανικού κόσμου που τότε εκφραζόταν από το καλλιτεχνικό ρεύμα του μοντερνισμού. Πατώντας σε θεωρητικές αναλύσεις που έβλεπαν με πεσιμισμό την απώλεια αυτής της παράδοσης μέσα στο χωνευτήρι των πόλεων και της καπιταλιστικής παραγωγής μετέτρεψαν τον «ρομαντικό αντικαπιταλισμό» σε διωγμό όχι βέβαια του καπιταλιστικού συστήματος αλλά των πολιτιστικών συμβόλων του: Της οικουμενικότητας, του μοντερνισμού, του κοσμοπολιτισμού, που υποτίθεται ότι διαρρήγνυαν την οργανική ενότητα της (άριας) φυλής. Οι Εβραίοι ήταν ο τέλειος αποδιοπομπαίος τράγος αυτής της θεωρίας και απόληξή της ο θεσμοποιημένος ρατσισμός με αποκορύφωμα το Ολοκάυτωμα. Όλα αυτά συνδυάστηκαν με θεαματικές επιθετικές κινήσεις όπως η απαγόρευση της «εκφυλισμένης τέχνης» και η καύση των «παρακμιακών» έργων, η θεατρικοποίηση των δημόσιων ομιλιών του Χίτλερ, το σινεμά της Λένι Ρίφενσταλ, η εθνικιστική Γερμανική μουσική.
Μετά από αυτή την πολύ χρήσιμη ανάλυση αναδεικνύεται η τεράστια σημασία των καλλιτεχνικών κινήσεων που αναπτύχθηκαν μέσα στο στρατόπεδο και που περιγράφονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Ξεκινώντας με συναντήσεις όπου τραγουδούσαν παραδοσιακά τσέχικα τραγούδια και τραγούδια καμπαρέ (δημοφιλές είδος ψυχαγωγίας), οι κρατούμενοι πέρασαν σε πιο οργανωμένες δραστηριότητες, όπου ορχήστρες και μουσικά σύνολα ερμήνευαν από όπερες μέχρι έργα κλασικής, σουίνγκ και τζαζ, δάσκαλοι οργάνωναν χορωδίες και δίδασκαν όργανα, φωνητική, αρμονία και θεωρία, συνθέτες έγραφαν μουσική.
Το δικαίωμα αυτό δεν παραχωρήθηκε από τον Γερμανό διοικητή ούτε από το Εβραϊκό Σιωνιστικό Συμβούλιο που διαχειριζόταν γραφειοκρατικά την εσωτερική λειτουργία της Τερεζίν. Κατακτήθηκε από τους ίδιους τους μουσικούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Είχαν μεταφέρει παράνομα μουσικά όργανα και παρτιτούρες, επισκεύασαν ένα σπασμένο πιάνο που βρέθηκε στα περίχωρα της κωμόπολης και διεκδίκησαν από νωρίς το δικαίωμα στην καλλιτεχνική ζωή και δραστηριότητα.
Δεν ήρθαν από το πουθενά. Αρκετοί ήταν μέλη αριστερών πολιτικών οργανώσεων και σωματείων και όχι σιωνιστές. Στηρίζονταν στην πλούσια μουσική παιδεία της Τσεχοσλοβακίας που είχε τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στο κέντρο της δημόσιας ζωής. Πριν τον εγκλεισμό στην Τερεζίν, είχαν διοργανώσει στην Πράγα εκατοντάδες μουσικές εκδηλώσεις, μυστικά σε ιδιωτικούς χώρους, σπάζοντας την απαγόρευση του συναθροίζεσται και τον «κατ’οίκο περιορισμό» που είχαν επιβάλει οι ναζί στους Εβραίους.
Η επίσημη άδεια που δόθηκε από τους ναζί για ορισμένες μουσικές δραστηριότητες κρίνεται σαν προϊόν συνεννόησης του Γερμανού διοικητή με το Εβραϊκό Συμβούλιο, που αποσκοπούσε στους δικούς τους χειρισμούς, κυρίως στην αποφυγή εξέγερσης λόγω των φριχτών συνθηκών διαβίωσης και των συνεχιζόμενων αφίξεων στο στρατόπεδο, που έφτασε να φιλοξενεί 60.000 ανθρώπους σε ένα χώρο όπου πριν έμεναν μόλις 6.000.
Από τη σκοπιά των Εβραίων κρατούμενων αυτό που άρχισε σαν συνειδησιακό-υπαρξιακό ερώτημα -να μην κοπεί το νήμα της πολιτιστικής ζωής, αποδείχτηκε νήμα κοινωνικό και συχνά ιδεολογικό-πολιτικό. Μέσα από την πολιτιστική δημιουργία έδιναν μάχη για να υπάρξουν. Και την κέρδισαν. Γι’αυτό είναι λάθος απόψεις που υποτιμούν αυτό το κίνημα ή χειρότερα το υποβιβάζουν σε προϊόν προπαγάνδας και «ξεπλύματος» των ναζιστών.
Στο Τερεζίν γράφτηκαν πρωτότυπα έργα όπως ο «αυτοκράτορας της Ατλαντίδας» των Κίεν-Ούλμαν, το «Γυάλινο βουνό» του Φραντς Κλάιν, η «Σουίτα του γκέτο» του Κάρλο Τάουμπε, το «Εμβατήριο της Τερεζίν», τζαζ μουσική από το σχήμα Γκέτο Σουίνγκερς και άλλα. Κάποια σώθηκαν σε χειρόγραφες παρτιτούρες που κρύφτηκαν επιμελώς σε κουφώματα και πατώματα, κάποια άλλα όχι. Διασώθηκαν και ξανα-ηχογραφήθηκαν μετά από έρευνες πολλά χρόνια αργότερα και από τις αναμνήσεις αυτών που επέζησαν. Ήταν ελάχιστοι. Οι πιο πολλοί και οι πιο πολλές εκτελέστηκαν στο Άουσβιτς.
Η αξία του κινήματός τους είναι ανεκτίμητη. Όχι μόνο γιατί συνέχισαν να τιμούν την «εκφυλισμένη» μουσική των Μάλερ, Μέντελσον, Μπεργκ και των Τσέχων Σμέτανα και Ντβόρζακ που απαγόρευαν οι ναζί. Ούτε γιατί έπαιζαν σε ένα «κοινό μελλοθάνατων» σύμφωνα με τη μαρτυρία του επιζήσαντα βιολιστή Κάρελ Φρέλιχ. Αλλά κύρια γιατί αρνήθηκαν να αποδεχτούν τον αφανισμό που τους επιφύλασσαν, αντιστάθηκαν με όπλο την τέχνη και αυτή τους η δράση δημιούργησε μια μοναδική τέχνη, μνημείο αντίστασης στον ναζισμό που αξίζει να θυμόμαστε και να ξανα-ανακαλύπτουμε ειδικά σήμερα που οι νοσταλγοί του επιχειρούν να σηκώσουν κεφάλι.