Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Ο Αριθμός 11

Τζόναθαν Κόου: Ο Αριθμός 11

Τιμή 20€, 528 σελίδες
Εκδόσεις Πόλις, 2016

 

Ο θυμός ο ίδιος

“Τα σιχαμένα πλάσματα μαζεύονταν, γεμίζοντας τα πεζοδρόμια και τους δρόμους, σκορπίζοντας την καταστροφή στο πέρασμά τους. Σκαρφάλωναν σε αυτοκίνητα, τα αναποδογύριζαν, ανέτρεπαν τις μακριές ουρές από παρκαρισμένα Range Rover, Porsche και Jaguar. Ανέβαιναν στους τοίχους των θεόρατων, υπεροπτικών σπιτιών, γκρεμίζοντας τα τούβλα, σπάζοντας το γυαλί. Η ιδιοκτησία ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος· μετά ακολουθούσαν οι άνθρωποι”.

Αν ψάχνετε για ένα πολιτικό μυθιστόρημα που να βουτάει στο σύγχρονο αποκρουστικό κόσμο του νεοφιλελευθερισμού και να συναρπάζει με την πλοκή του, τότε αυτό είναι το ενδέκατο βιβλίο του βρετανού συγγραφέα Τζόναθαν Κόου “Ο αριθμός 11” που κυκλοφόρησε πέρσι το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Πόλις.

Όταν το 1994 στο “Τι ωραίο πλιάτσικο”, ο Κόου εξόντωνε ένα προς ένα τα μέλη της μεγαλοαστικής οικογένειας Γουίνσο –και στο πρόσωπό τους την ιδεολογία του θατσερισμού– προφανώς δεν είχε στο μυαλό του ότι θα επανερχόταν πάνω από 20 χρόνια μετά για να ξαναπιάσει αυτό το νήμα. Η αδίστακτη απόγονος των μεγιστάνων Γουίνσο μπορεί να μην έχει τον πρώτο ρόλο στον “Αριθμό 11”, όμως ο απόγονος του θατσερισμού, ο νεοφιλελευθερισμός και η φρίκη που φέρνει στις ζωές των απλών ανθρώπων, κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο.

Ο Κόου στήνει το σκηνικό του στη σημερινή εποχή, ζωγραφίζοντας το φόντο ενός συστήματος σε βαθιά κρίση, με μια ένταση που πολλές φορές κάνει τους πρωταγωνιστές του να περνούν σε δεύτερο πλάνο. Πέντε συν μία διαφορετικές ιστορίες, που η κάθε μια τους οδηγεί με απροσδόκητο (;) τρόπο στις άλλες, γύρω από δυο φίλες που γνωρίζονται από παιδιά, τη Ρέιτσελ και την Άλισον.

Η θολή εικόνα της αυτοκτονίας (ή δολοφονίας) του βρετανού αξιωματούχου Ντέιβιντ Κέλλυ στον απόηχο του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ και η αποκάλυψη της γεμάτης κυνικά ψέματα φιλοπόλεμης πολιτικής του Μπλερ, χαράζεται στη μνήμη των δυο μικρών κοριτσιών. Θα είναι η πρώτη εμπειρία που αποκτούν από το πόσο βρώμικος και αδίστακτος είναι ο κόσμος που θα μεγαλώσουν.

Χρόνια μετά, η Βαλ, η μητέρα της Άλισον, παλιά ποπ τραγουδίστρια και τώρα εργαζόμενη ως βοηθός σε μια δημόσια βιβλιοθήκη, δεν έχει να πληρώσει ούτε λεφτά για θέρμανση. Για να βγάλει κάποια χρήματα παίρνει μέρος σε ένα ριάλιτι (ένα Survivor υποτίθεται για σελέμπριτις) που την κατακρεουργεί ψυχολογικά για χάρη μιας χυδαίας τηλεθέασης. Τριγυρνά άσκοπα στο Μπέρμινχαμ με το λεωφορείο αριθμός 11, που ήταν αυτό που έπαιρνε για να πάει παλιότερα στη δουλειά της. Η αλλοτρίωση στο ζενίθ της.

Η Ρέιτσελ, σαν φοιτήτρια στην Οξφόρδη γνωρίζει από μια καθηγήτριά της, τη Λώρα, το τι πραγματικά σημαίνει εκπαίδευση και πολιτισμός σε μια κοινωνία που τα πάντα υποτάσσονται στους ‘κανόνες’ της αγοράς. Η εμπορευματοποίηση κυριαρχεί σε κάθε πλευρά της ζωής.

Έδώ εισβάλλει η οικογένεια Γουίνσο με μια απόγονό της –δημοσιογράφο σε μια δεξιά εφημερίδα (του μπαμπά της, βέβαια)– που ψάχνει για ένα ‘πιασάρικο’ ρεπορτάζ καταγγελίας των κοινωνικών επιδομάτων που δίνει το κράτος σε ‘τεμπέληδες’ και έτσι σπαταλά τα λεφτά των φορολογουμένων. Και το βρίσκει. Ανακαλύπτει τυχαία ότι η Άλισον έχει αδήλωτο στην εφορία ένα μικροποσό. Είναι το καλύτερο υποψήφιο θύμα. Γιατί η Άλισον είναι μαύρη, είναι άνεργη, έχει χάσει το ένα της πόδι, είναι λεσβία …και παίρνει ένα μικρό κοινωνικό επίδομα. Την κάνει πρώτο θέμα στην εφημερίδα και της διαλύει τη ζωή.

Η πάμπλουτη οικογένεια Γκαν προσλαμβάνει την (σπουδαγμένη στην Οξφόρδη με μεταπτυχιακό) Ρέιτσελ για να προγυμνάζει τα δύο κοριτσάκια της στα μαθήματα. Το τεράστιο σπίτι είναι σαν εργοτάξιο, γιατί η κυρία Γκαν χτίζει 11 υπόγεια! Το 11ο δεν ξέρει τι θα το κάνει. Οι πλούσιοι αγοράζουν σπίτια και συνεχώς τα ανακατασκευάζουν απλά για γκλαμουριά και για μεταπωλητική αξία. Την αναγκάζουν να βγάζει βόλτα τα σκυλιά της οικογένειας. Γνωρίζει τη Λύβια, μια μετανάστρια από τη Ρουμανία.

“Λέγομαι Λύβια και κατάγομαι από το Βουκουρέστι. Ζω στο Λονδίνο πάνω από πέντε χρόνια και η δουλειά μου είναι να βγάζω τα σκυλιά πάμπλουτων ανθρώπων για την καθημερινή τους βόλτα. Αλλά δεν κάνω μόνο αυτό… Η εκδίκησή μου παίρνει πολλές μορφές. Το σώμα μου παίρνει πολλές μορφές… Δεν είμαι θυμωμένη. Είμαι ο θυμός ο ίδιος”.

Ο Κόου στον “Αριθμό 11” (σαφής η αναφορά και στην πρωθυπουργική κατοικία στο Λονδίνο) παίρνει θέση. Είναι με τη μεριά των από κάτω. Όπως ήταν με τις εργάτριες που απεργούσαν στο Γκράνγουικ και με τους αντιρατσιστές πιτσιρικάδες της δεκαετίας του ‘70 (“Η λέσχη των τιποτένιων”), όπως γκρέμιζε από τα παλάτια τους τούς Γουίνσο της δεκαετίας του ’80 (“Τι ωραίο πλιάτσικο”), όπως πονούσε μαζί με τον καταθλιπτικό πλασιέ της δεκαετίας του 2000 (“Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ”).

Και στο τελευταίο αυτό το βιβλίο του η κάθαρση έρχεται από τα κάτω. Για την ακρίβεια, από τα έγκατα του Λονδίνου. Από τον θυμό της μετανάστριας εργάτριας που εκρήγνυται, με μια εξωπραγματική καταστροφική μανία που δεν χωράει στη λογική των από πάνω, μόνο στα “σιχαμένα πλάσματα” που επινοεί ο Κόου και που “η ιδιοκτησία είναι ο πρωταρχικός τους στόχος”.