Με το εργστικό κίνημα να αντιστέκεται στον κατήφορο προς το τέταρτο Μνημόνιο, η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί οι επιλογές της Αριστεράς θα είναι καθοριστικές.
Στροφή προς το χειρότερο είναι η απόφαση της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει σε συμφωνία με τους “θεσμούς” για ένα νέο (τέταρτο) μνημόνιο μετά το 2018. Μέχρι πρόσφατα ακόμα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έλεγε ότι πρέπει να ολοκληρώσει την υλοποίηση του τρίτου μνημόνιου γιατί αυτό θα σημάνει το τέλος της λιτότητας, την επιστροφή της ανάπτυξης και τη δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές χωρίς την εποπτεία της Τρόικας.
Ξαφνικά, όλα αυτά είναι στον αέρα. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου μνημόνιου έχει σαν προϋπόθεση τη συμφωνία για ... ένα ακόμη μνημόνιο. Και το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας είναι τόσο σκληρό όσο όλα τα μνημόνια που έχουν προηγηθεί. Καμιά ταχυδακτυλουργία για “ένα ευρώ δίνεις, ένα ευρώ παίρνεις” δεν μπορεί να κρύψει αυτή την πραγματικότητα.
Και μόνο οι δυο βασικοί πυλώνες της νέας συμφωνίας που ήδη έχουν γίνει αποδεκτοί από την κυβέρνηση είναι αρκετοί για να δείξουν τη χειροτέρευση. Τα κλιμάκια των “θεσμών” βρίσκονται στην Αθήνα για να συγκεκριμενοποιήσουν πόσο θα κατέβει το αφορολόγητο όριο και πόσο γρήγορα θα μειωθούν ξανά οι συντάξεις. Ο συνδυασμός αυτών των δυο ρυθμίσεων μεταφράζεται σε νέες απώλειες ύψους ενός μηνιάτικου για τους μισθωτούς και μιας σύνταξης για τους συνταξιούχους.
Σύμφωνα με πρώτους υπολογισμούς μια μείωση του αφορολόγητου από τα 9000 ευρώ περίπου που βρίσκεται σήμερα στα 6000 ευρώ (που ήδη συζητιέται) θα σημαίνει επιπλέον φόρο 650 ευρώ το χρόνο για όσους ήδη βρίσκονταν πάνω από το όριο. Και θα αρχίσουν να πληρώνουν φόρο και όσοι έχουν μηνιάτικο επιπέδου 500 ευρώ! Για κάθε 100 ευρώ που θα μειώνεται η έκπτωση φόρου για μισθωτούς και συνταξιούχους, το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού θα αυξάνεται κατά 300 εκατομμύρια ευρώ! Θηριώδης μηχανισμός για να επιτυγχάνεται ο στόχος για πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Η συγκεκριμενοποίηση για το αν η περικοπή των συντάξεων θα γίνει με κατάργηση της “προσωπικής διαφοράς” που είχε καθιερώσει ο νόμος Κατρούγκαλου ως αμορτισέρ για τους παλιούς συνταξιούχους απομένει να διευκρινιστεί. Στο μεταξύ, όμως, η διάδοχος του Κατρούγκαλου, η κυρία Έφη Αχτσιόγλου με επιστολή της στην εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς1 επισημαίνει ότι το ΔΝΤ λανθασμένα ισχυρίζεται ότι "οι συντάξεις απαιτούν ετήσιες μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό της τάξης του 11% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Μετά την εφαρμογή του νέου νόμου για τις συντάξεις το περασμένο έτος, η συνολική κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων προβλέπεται να είναι χαμηλότερη από 9% του ΑΕΠ". Και έπεται συνέχεια, σύμφωνα με την υπουργό, αφού “η ελληνική κυβέρνηση εισήγαγε μια συνολική μεταρρύθμιση που εγγυάται την εξοικονόμηση της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018".
Έτσι, λοιπόν, η κυβέρνηση “αντιστέκεται” στις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ υλοποιώντας τες βήμα-βήμα.
Και βέβαια ο κατήφορος δεν τελειώνει σε αυτό το σημείο. Οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πλέον ανοιχτά υιοθετήσει τη νεοφιλελεύθερη συλλογιστική ότι όλα αυτά βρίσκουν τη δικαίωσή τους στη “βελτίωση του επενδυτικού κλίματος” που θα φέρει το κλείσιμο της συμφωνίας. Με αυτή την οπτική, όλα τα βήματα ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών μεταφράζονται σε “επενδυτικές ευκαιρίες”. Η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων δεν είναι πλέον αναγκαστική συμμόρφωση με τις υποδείξεις των δανειστών, είναι κυβερνητική “αναπτυξιακή” επιλογή. Έτσι η ΕΥΔΑΠ “πρέπει” να δώσει μέρισμα, οι συγκοινωνίες (Μετρό-ΗΣΑΠ-Τραμ) να δίνουν κέρδη από την αξιοποίηση των δημόσιων χώρων που κατέχουν, η ΔΕΗ να πουλήσει μονάδες.
Πόσο βιώσιμο
είναι τελικά το χρέος;
Όλη αυτή η στροφή προς το χειρότερο ξεκίνησε με τους μύδρους που έριξε το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του τη Δευτέρα 6 Φλεβάρη, συζήτησε για πρώτη φορά με τόσο επίσημο τρόπο την εκτίμηση ότι δεν είναι βιώσιμο. Όχι απλά "μη βιώσιμο" αλλά "εκρηκτικό" είναι το χρέος. Το 2022 θα αντιστοιχεί στο 164% του ΑΕΠ. Ύστερα, όμως, θα αρχίσει να ανεβαίνει και να ανεβαίνει. Το 2060, λέει το ΔΝΤ, θα έχει φτάσει στο 275%. Εξίσου εκρηκτικό θα είναι και το κόστος της εξυπηρέτησής του: 16% του ΑΕΠ το 2024, 20% το 2031, 33% το 2040. Πρόκειται για εφιαλτικά νούμερα.
Οι εκπρόσωποι των χωρών μελών της ΕΕ που συμμετέχουν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ διαφώνησαν με αυτές τις εκτιμήσεις. Και για πρώτη φορά στα χρονικά, άφησαν να γίνουν γνωστές οι διαφωνίες στο κορυφαίο όργανο του ΔΝΤ. Ο επικεφαλής του “ευρωπαϊκού ΔΝΤ”, ο Κλάους Ρέκλινγκ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) έγραψε τρεις μέρες μετά ένα άρθρο στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς με τίτλο “Η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα θα καταστήσει το χρέος της βιώσιμο”.2 Εκεί χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα τη μεγάλη εμπλοκή του ESM στην Ελλάδα (“έχουμε δώσει ήδη 174 δις ευρώ και δεν θα τα δίναμε αν δεν νομίζαμε ότι θα πάρουμε τα λεφτά μας πίσω” και “ο ESM θα κατέχει τα δυο τρίτα του ελληνικού χρέους για τουλάχιστο 30 χρόνια ακόμη”) για να πείσει ότι η βιωσιμότητα μπορεί να αργήσει αλλά τελικά θα εξασφαλιστεί.
Ωστόσο ούτε οι ίδιοι οι διεθνείς “επενδυτές” δεν πείστηκαν. Την ίδια μέρα που δημοσίευσαν το άρθρο του Ρέκλινγκ, οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς είχαν πρωτοσέλιδο τίτλο ότι οι χρηματαγορές ξεφορτώνονταν τα ελληνικά ομόλογα και ανέβαζαν τα επιτόκια κοντά στο 10%, δηλαδή σε επίπεδα απαγορευτικά για τα σενάρια περί επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το Euro Working Group που συνεδρίαζε εκείνη τη μέρα με τη παρουσία εκπροσώπων του ΔΝΤ και χωρίς την συμμετοχή του Χουλιαράκη που θα εκπροσωπούσε την ελληνική κυβέρνηση, διαμόρφωσε το τελεσίγραφο για τα έξτρα μέτρα που απαιτεί πέρα από το 2018. Λίγες μέρες μετά, ο Τσακαλώτος έδωσε την πολιτική συμφωνία της κυβέρνησης και άρχισε η διαδικασία συγκεκριμενοποίησης του νέου μνημόνιου.
Αυτή η διαδρομή είναι από μόνη της διαφωτιστική για την κατάσταση που επικρατεί. Εφτά χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο τίποτα δεν έχει λυθεί και το μόνο που έχουν πετύχει οι συνταγές που επέβαλαν ΔΝΤ-ΕΕ άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας μεταξύ τους είναι η απογείωση της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από τα επίσημα όρια της φτώχειας κυμάνθηκε ανάμεσα στο 23 και στο 25% από το 2010 μέχρι σήμερα στην ΕΕ σαν σύνολο. Για την Ελλάδα, τα στοιχεία δείχνουν εκτίναξη από το 28% στο 36% την ίδια περίοδο.
Βέβαια, δεν περιμέναμε από τα επιτελεία της ΕΕ να ομολογήσουν την αποτυχία τους. Χιλιάδες άνθρωποι στην Ελλάδα, όμως, είχαν (και πολλοί έχουν ακόμα) την απαίτηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτό το γεγονός. Δεν είναι μόνο το ΔΝΤ που επισημαίνει ότι τα μνημόνια δεν έκαναν το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Είναι μεγάλα τμήματα των πληθυσμών της Ευρώπης που φτάνουν οργισμένα στο συμπέρασμα ότι η λιτότητα δεν έβγαλε την οικονομία από την κρίση, ούτε μείωσε τις ανισότητες πουθενά.
Οι κυβερνήσεις στην καρδιά της ΕΕ αντιμετωπίζουν δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις αυτή την περίοδο. Ενώ πλησιάζει η επέτειος των 60 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης που δημιούργησε την ΕΟΚ τον Μάρτη του 1957, η κατάσταση δεν σηκώνει πανηγυρισμούς. Ο Ολλανδός επικεφαλής του Eurogroup, ο Γενς Ντάισελμπλουμ βλέπει το κόμμα του να καταρρέει παραμονές των εκεί εκλογών. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας ήρθε στην Αθήνα να διαβεβαιώσει για πολλοστή φορά ότι όλα θα πάνε καλά αν η ελληνική κυβέρνηση τηρήσει τις δεσμεύσεις της, αλλά δεν τον πιστεύει ούτε ένα μικρό κομμάτι από το Σοσιαλιστικό κόμμα που επίσης καταρρέει εκλογικά. Η ίδια η Μέρκελ που διαφημιζόταν ως η κολώνα σταθερότητας απέναντι στις αστάθειες του Brexit, της Ιταλίας, του Τραμπ, βρίσκεται στα στενά.
Όλοι αυτοί, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν αυτή τη στιγμή είναι μια στάση πληρωμών του ελληνικού χρέους. Δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν μια τέτοια εξέλιξη ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά. Αλλά ο Αλέξης Τσίπρας έχει αποκλείσει κάθε τέτοια κίνηση. Προτιμάει να επιβάλει τα εξουθενωτικά μέτρα που δεν οδηγούν πουθενά. Η αντίσταση είναι μονόδρομος περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η αντίσταση
Η κυβέρνηση ετοιμάζει σχέδια χωρίς τον ξενοδόχο και αυτή είναι η εργατική αντίσταση. Όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις μέχρι τώρα στήριξαν τις ελπίδες τους σε θεωρίες που έλεγαν ότι ο κόσμος θα κουραστεί. Ότι μετά από μια-δυο πανεργατικές θα δει ότι δεν βγαίνει τίποτα και θα πάει σπίτι του.
Με αυτούς τους υπολογισμούς πορεύτηκε το ΠΑΣΟΚ από την ψήφιση του πρώτου Μνημόνιου το 2010 μέχρι το φθινόπωρο του 2011, τότε που η 48ωρη πανεργατική απεργία τον Οκτώβρη του 11 έριξε τον ΓΑΠ και την κυβέρνησή του. Η κυβέρνηση Παπαδήμου που ακολούθησε δεν είχε καλύτερη μοίρα. Είχε τέσσερις μήνες ζωής για να υπογράψει το δεύτερο μνημόνιο και το περιβόητο PSI πριν καταρρεύσει μέσα σε συνθήκες που έμοιαζαν με εξέγερση. Στις 12 Φλεβάρη του 2012 η Αθήνα καιγόταν με τα συνδικάτα να απεργούν και τον κόσμο να περικυκλώνει τη Βουλή σε διαρκείς συγκρούσεις με τα ΜΑΤ.
Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη είχε από την αρχή απέναντί της ένα εργατικό κίνημα που είχε δείξει έμπρακτα τη δύναμή του με απεργίες και πολιτικές μάχες και προχωρούσε προς τα αριστερά. Ήδη από τις διπλές εκλογές του 12, τον Μάη και τον Ιούνη, η πλειοψηφία των εργατών ψήφισε με τη σκέψη μιας κυβέρνησης της αριστεράς και το γεγονός ότι αυτό δεν προέκυψε τότε δεν σταμάτησε ούτε τις αναζητήσεις προς τα αριστερά ούτε τους αγώνες. Ακόμη και η πρωτοφανής ρατσιστική εκστρατεία του Δένδια με τον “Ξένιο Δία” και την αστυνομική κάλυψη για τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής δεν κατάφερε να σπείρει τον φόβο και τον αποπροσανατολισμό. Αντίθετα, η κατάληψη της ΕΡΤ σήμανε ότι η “συγκυβέρνηση” έχασε το αριστερό της δεκανίκι με την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ και οι απεργίες απόχτησαν μια νικηφόρα σημαία. Κανένα “success story” δεν κατάφερε να ανακόψει την εργατική αντίσταση που έδωσε τη χαριστική βολή στους Σαμαροβενιζέλους το φθινόπωρο του 2014.
Η θεωρία ότι με κυβέρνηση της αριστεράς η αντίσταση θα εκτονωνόταν δεν κράτησε πολύ. Ακόμα και μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2015 ξέσπασαν απεργίες που διεκδικούσαν από τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους. Το δημοψήφισμα τον Ιούλη ήρθε να διαψεύσει με ένα σαρωτικό 62% όσους νόμιζαν (ή έλπιζαν) ότι πλέον το ρεύμα θα κινείται προς τα δεξιά. Το τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε από πολύ νωρίς να βρίσκει απέναντί του απεργίες.
Η πανεργατική στις 4 Φλεβάρη 2016 ήταν τόσο μεγάλη όσο και οι πανεργατικές του 2010-11. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ αποφάσισε ότι είναι επικίνδυνο να καλεί τον κόσμο σε πανεργατική απεργία και κατέβασε τα ρολά. Αλλά όσο ο Αλέξης Τσίπρας προχωρούσε στην υλοποίηση των μνημονιακών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, η αντίσταση άρχισε να παίρνει άλλες διαστάσεις. Κάθε κίνηση ιδιωτικοποίησης έχει σημάνει απεργία. Ο ΟΛΠ πουλήθηκε ύστερα από μια εικοσαήμερη απεργία αλλά το μήνυμα “μην αντιδράτε” δεν πέρασε. Απεργίες στην ΕΥΔΑΠ, σε Μετρό-ΗΣΑΠ-Τραμ και στην Εθνική Ασφαλιστική στέλνουν το αντίθετο μήνυμα.
Ακόμα πιο ανησυχαστική για την Τρόικα και την κυβέρνηση είναι η εξέλιξη με τις απεργίες, με κέντρο κύρια τα Νοσοκομεία, που απαιτούν προσλήψεις και όχι ανακύκλωση της ανεργίας με “εργολαβικούς”, απλήρωτους συμβασιούχους και απολύσεις. Τέτοιες κινητοποιήσεις, με αιχμή τα ¨Καραβάνια για την Υγεία”, απλώνονται σε όλο το δημόσιο και ενθαρρύνουν και τα κομάτια του ιδιωτικού τομέα που βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο μέσα από “κανόνια” όπως του Μαρινόπουλου ή του ΔΟΛ.
Το τελευταίο εξάμηνο όλη αυτή η εξέλιξη έχει γίνει κεντρική πολιτική μάχη με διαφορετικά χαρακτηριστικά από μια προηγούμενη περίοδο. Στο πρώτο μνημόνιο, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είχαν την πρωτοβουλία να καλούν πανεργατικές απεργίες για να ελέγξουν την οργή, τώρα βλέπουν τον έλεγχο τους να γλυστράει. Η ΑΔΕΔΥ αποφεύγει την κήρυξη πανεργατικής απεργίας (επικαλούμενη την ανάγκη συντονισμού με τη ΓΣΕΕ η οποία συνεχώς αναβάλει), αλλά αναγκάζεται να κηρύσει στάσεις εργασίας για να ανταποκριθεί σε κλάδους που απεργούν, όπως η ΠΟΕΔΗΝ και η ΟΕΝΓΕ.
Ίδια δυναμική ξεδιπλώνεται και στις ΔΕΚΟ και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μάχες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και ενάντια στα κλεισίματα αγκαλιάζουν μερικά από τα πιο μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης. Στον Μαρινόπουλο, στον ΔΟΛ, στο ξενοδοχείο Λήδρα, η εργοδοσία βρίσκεται μπροστά σε αντιστάσεις που δεν φαντάζονταν. Ο Μαρινόπουλος άφησε στο δρόμο 11 000 εργαζόμενους. Αντί για μαζική απόλυση και διάλυση, όμως, αυτό που ακολούθησε ήταν μια επιχείρηση “διάσωσης” με εξαγορά από τον Σκλαβενίτη κάτω από την πίεση κινητοποιήσεων. Μια μετωπική σύγκρουση αναβλήθηκε αλλά οι μάχες για να μην χαθούν δουλειές και εργασιακές σχέσεις είναι μπροστά.
Αντίστοιχα ισχύουν για το μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων. Η επιτάχυνσή τους είναι βασική απαίτηση όχι μόνο του ΔΝΤ και της ΕΕ αλλά και της Ένωσης Τραπεζών, του ΣΕΒ και της ΝΔ του Μητσοτάκη. Ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ έχει απόλυτη ανάγκη τα ποσά που έχουν εγγραφεί στο πρόγραμμα από τις ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά η επιτάχυνση έχει απέναντί της μια εργατική αντίσταση με ατμομηχανές συνδικάτα όπως στο νερό και στις συγκοινωνίες. Η μαχητικότητα της βάσης και οι εμπειρίες της δίνουν τη δυνατότητα σε αριστερούς συνδικαλιστές να πιέζουν για απεργίες που όταν υλοποιούνται έχουν 100% συμμετοχή. Παρά τις συκοφαντίες για “συντεχνιακές” απεργίες, ούτε ένας συρμός της ΣΤΑΣΥ δεν κινήθηκε.
Το πόσο δυνατά παραμένουν μεγάλα οργανωμένα τμήματα της τάξης φάνηκε και όταν οι ναυτικοί προχώρησαν σε απεργίες ενάντια στην απειλή αύξησης της φορολογίας των μισθών τους. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να δηλώσει ότι δεν υπήρχαν τέτοιες σκέψεις.
Πολιτική μάχη
Αυτές οι εξελίξεις δεν είναι απλά συνδικαλιστικές. Δεν υποτιμούμε τις αλλαγές σε συνδικαλιστικό επίπεδο, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου οι πιέσεις για χτύπημα του συνδικαλισμού και των εργασιακών σχέσεων είναι στην κορυφή της μνημονιακής ατζέντας. Δεν είναι μόνο το ΔΝΤ που απαιτεί να αλλάξει ο νόμος για τον συνδικαλισμό. Όλη η άρχουσα τάξη ξέρει ότι το κλειδί για το προχώρημα των μνημονιακών “μεταρρυθμίσεων” είναι το χτύπημα της οργάνωσης στους χώρους δουλειάς. Και βλέπει ότι σε αυτόν τον τομέα οι εξελίξεις είναι αρνητικές για το δικό τους στρατόπεδο. Πρώτα απ' όλα γιατί σε μεγάλους και σημαντικούς εργατικούς χώρους η βάση έχει την αυτοπεποίθηση να συσπειρώνεται όταν ανοίγει απεργιακή μάχη. Δεύτερο γιατί υπάρχουν μαχητικοί αριστεροί συνδικαλιστές που παίρνουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Και τρίτο γιατί κάθε χώρος που κάνει τέτοια βήματα βρίσκει μαζική συμπαράσταση. Οι πρωτοβουλίες για συντονισμό βρίσκουν ανταπόκριση ακριβώς σε αυτούς τους χώρους αυτή την περίοδο.
Αυτά τα χαρακτηριστικά συμβαδίζουν με πολιτικά προχωρήματα. Πριν από το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης, η πολιτική των “εύκολων” συμβιβασμών ήταν κυρίαρχη μέσα στα συνδικαλισμένα τμήματα της εργατικής τάξης. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες μπορούσαν να πείθουν ότι το “ζουμί” μιας κινητοποίησης βρισκόταν όχι στο πώς θα προχωρήσει αλλά στο πώς θα κλείσει με έναν συμβιβασμό του “κάτι θα πάρουμε”. Αυτό ήταν το υπόβαθρο της ηγεμονίας της ΠΑΣΚΕ και της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, αλλά τσακίστηκε με το πέρασμα στον αστερισμό των μνημονίων.
Μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης μετακινήθηκαν από τη σοσιαλδημοκρατία προς τα αριστερά και αυτό πήρε πολιτικά τη μορφή εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ με την προσδοκία μια πολιτικής λύσης απέναντι στα χτυπήματα της οικονομικής κρίσης. Το τέλος της πολιτικής των εύκολων συνδικαλιστικών συμβιβασμών συνδυάστηκε με τις αυταπάτες για διέξοδο μέσα από μια κυβέρνηση της αριστεράς.
Ήδη βρισκόμαστε στη φάση της διάψευσης αυτών των ελπίδων και το ρεύμα της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης μέσα στους εργατικούς χώρους αναζητάει τρόπους, μορφές οργάνωσης και πρωτοβουλίες για να αντισταθεί. Αυτά τα πολιτικά χαρακτηριστικά στηρίζουν τον απεργιακό “ανταρτοπόλεμο” που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα στην υλοποίηση του τρίτου-τέταρτου μνημόνιου.
Μέσα σε τμήματα της πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς υπάρχει υποτίμηση αυτών των διεργασιών. Προκρίνουν απογευματινά συλλαλητήρια και επιδείξεις διαμαρτυρίας -πολλές φορές μαχητικές- αντί να αγκαλιάσουν τις προσπάθειες εργατικών τομέων να οργανώσουν απέργίες. Ξεχνούν κάτι πολύ σημαντικό από την επαναστατική παράδοση που είχε επισημάνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Όπως έγραφε η Ρόζα, η δύναμη της εργατικής τάξης δεν βρίσκεται απλά σε διαδηλώσεις στους δρόμους, ακόμα και αν φτάνουν σε οδοφράγματα. Αυτά ήταν χαρακτηριστικά της κίνησής της στην εποχή των αστικών επαναστάσεων. Το πέρασμα στην εποχή των εργατικών επαναστάσεων σημαδεύεται από την οργάνωση της τάξης μέσα στους χώρους δουλειάς. “Εκεί που σφυρηλατούνται οι αλυσίδες της εκμετάλλευσης, εκεί μπορούν να σπάσουν”, όπως το διατύπωνε με τη δυνατή της πένα. Εκεί ενώνεται η οικονομική και η πολιτική πάλη σε μια δύναμη που ξεπερνάει τον κατακερματισμό σε κοινοβουλευτικές και συνδικαλιστικές μάχες.
Ο Λένιν διατύπωνε την ίδια ιδέα με διαφορετικό τρόπο όταν έγραφε για τους εργάτες της Ρωσίας το 1905 ότι απαιτούν “το οκτάωρο και ένα όπλο”. Σήμερα ο συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων εμφανίζεται με άλλους τρόπους. “Προσλήψεις και αλληλεγγύη στους πρόσφυγες” είναι μια κραυγή που συσπειρώνει τα καλύτερα κομμάτια της τάξης μας. Η πάλη ενάντια στον ρατσισμό και την ακροδεξιά, η δράση μαζί με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, οι διεκδικήσεις για ανοιχτά σύνορα, ανοιχτά σχολεία και πόλεις, για δουλειές για όλους ανεξάρτητα από προέλευση, χρώμα, θρησκεία – αυτά είναι όπλα για τη συγκρότηση του εργατικού κινήματος στα σημερινά του βήματα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη κι σε όλο τον κόσμο.
Η εναλλακτική πρόταση
Η συγκρότηση της εργατικής αντίστασης με αυτόν τον τρόπο δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία που προχωράει από μόνη της. Η Αριστερά πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει να παίξει ξεχωριστό ρόλο. Ήδη το προηγούμενο διάστημα είχε τη δική της συμβολή. Αλλά τώρα οι απαιτήσεις μεγαλώνουν.
Προφανώς αυτό απαιτεί κοινή δράση και ενωτική στήριξη για όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης που συγκρούονται με τις επιθέσεις της κυβέρνησης και της Τρόικας. Ταυτόχρονα, όμως, ανοίγει η συζήτηση για την πολιτική πρόταση που μπορεί να γενικεύει αυτούς τους αγώνες και να τους δίνει προοπτική και διέξοδο.
Ανοίγει ξανά η συζήτηση για τη ρήξη με το ευρώ και τι μπορεί να σημαίνει. Ο Κώστας Λαπαβίτσας και η ομάδα του κατέθεσαν μια πρόταση που έχει στο κέντρο της την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη συνδυάζει με τις δυνατότητες για υποτίμηση του εθνικού νομίσματος ώστε να βοηθήσει την οικονομία να γίνει ανταγωνιστική, με άνοδο των εξαγωγών, νέες επενδύσεις και χτύπημα της ανεργίας. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή είναι μια πρόταση που καλύπτει το χώρο της ΛΑΕ. Πάσχει, όμως, από σοβαρές αδυναμίες.
Ένα πρώτο λάθος είναι το γεγονός ότι αποδέχεται πως η κρίση είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτή είναι μια στενή αντιμετώπιση που χάνει από τα μάτια της την ευρύτερη εικόνα της κρίσης του καπιταλισμού συνολικότερα. Το σύστημα διεθνώς δεν αποτελείται από το άθροισμα των επιμέρους εθνικών οικονομιών και δεν μπήκε σε κρίση γιατί αυτές έπαψαν να είναι ανταγωνιστικές. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια δομική κρίση του συτήματος.
Αλλά ακόμη και σε σχέση με την ελληνική οικονομία, η υποτίμηση του νομίσματος δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν. Για την ακρίβεια, η διολίσθηση της δραχμής ήταν κυρίαρχη πολιτική για μεγάλο διάστημα μετά το πρώτο ξέσπασμα της κρίσης στη δεκαετία του 1970 και συνεχίστηκε με υποτιμήσεις ακόμη και την παραμονή της ένταξης στο ευρώ. Ποτέ δεν κατάφερε να σταματήσει την κρίση, ούτε τις φούσκες και τη διόγκωση του χρέους. Ευνόησε κατά καιρούς κάποιους τομείς του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά ποτέ την εργατική τάξη.
Η πιο σοβαρή αδυναμία αυτής της πρότασης είναι ότι ψάχνει τη διέξοδο σε ταξικές συμμαχίες πέρα από την εργατική τάξη και όχι στην αντικαπιταλιστική ανατροπή. Στα 100 χρόνια από τη Ρώσικη επανάσταση έχουμε πολλά να μάθουμε από τα μέτρα που έπαιρνε και τη συζήτηση που άνοιγε η εργατική δημοκρατία: ο εργατικός έλεγχος στα κλειδιά της οικονομίας, στις τράπεζες και στις μεγάλες επιχειρήσεις, η διαγραφή του χρέους και η κρατικοποίηση του εξωτερικού εμπορίου αποτέλεσαν το αντικείμενο των πρώτων διαταγμάτων της επαναστατικής κυβέρνησης.
Το διάταγμα για τον εργατικό έλεγχο συντάχθηκε από τον Λένιν και εκδόθηκε στις 14(27) Νοέμβρη του 1917 και έλεγε: “Για να εξασφαλιστεί η σχεδιασμένη οργάνωση της εθνικής οικονομίας εισάγεται ο εργατικός έλεγχος στην κατσκευή, αγορά, πώληση και αποθήκευση προϊόντων και πρώτων υλών και στην οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων σε όλες τις βιομηχανικές, εμπορικές, τραπεζικές, αγροτικές, συνεταιριστικές και άλλες επιχειρήσεις στις οποίες απασχολείται μισθωτή εργασία...”
Ακόμη και όταν χρειάστηκε να γίνουν υποχωρήσεις με τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), ο Λένιν έδωσε μάχες για την υπεράσπιση του κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο σαν θεσμό προστασίας της εργατικής τάξης από την κερδοσκοπία με τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων. Αυτές είναι πολύτιμες παρακαταθήκες και δεν μπορεί να τις προσπερνάει η αριστερά ελπίζοντας σε “παραγωγικές ανασυγκροτήσεις” χωρίς ταξικό πρόσημο.
Το ΚΚΕ από τη μεριά του ασκεί κριτική σε αυτές τις απόψεις, αλλά με έναν τρόπο που δεν βοηθάει. Λέει ότι η πρόταση για αποχώρηση από το ευρώ εκφράζει τμήματα της αστικής τάξης, κάτι που δεν είναι πραγματικό. Η Αριστερά δεν διατρέχει τον κίνδυνο ότι θα τρέξουν οι αστοί να την αγκαλιάσουν αν προχωρήσει σε ρήξη με το ευρώ. Το αντίθετο ισχύει. Θα αντιμετωπίσουμε λυσσαλέο πόλεμο και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για να μπορεί η εργατική τάξη να αντιμετωπίσει το οικονομικό σαμποτάζ των καπιταλιστών χωρίς ψεύτικες ελπίδες για μερίδες που θα είναι συνεργάσιμες σε μια “παραγωγική ανασυγκρότηση”.
Ουσιαστικά το ΚΚΕ υπεκφεύγει με αυτόν τον τρόπο τη συζήτηση για το συγκεκριμένο περιεχόμενο της δικής του πρότασης για “λαϊκή συμμαχία” και “λαϊκή οικονομία” και πόσο διαφορετική είναι από την αρχική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση της αριστεράς που θα έσκιζε τα μνημόνια και θα έφερνε φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις.
Η αριστερή εναλλακική πρόταση δεν είναι θέμα τεχνικής επεξεργασίας οικονομικών ρυθμίσεων ενός προγράμματος, είναι θέμα ρήξης με τη λογική ότι οι αλλαγές θα γίνουν από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που αυτή τη φορά θα μείνει πιστή στις προεκλογικές εξαγγελίες της. Αυτό το έργο το είδαμε και δεν χωράνε αυταπάτες ότι θα έχει διαφορετική εξέλιξη. Οι εκλογικές επιτυχίες της αριστεράς έχουν νόημα μόνο ως βήματα για να αποκτήσει η εργατική τάξη την οργάνωση και την αυτοπεποίθηση που απαιτείται για να επιβάλει με τις δικές της δυνάμεις τις ανατροπές που χρειάζονται για να βγούμε από την κρίση.
Εδώ βρίσκεται η αξία του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όσο πιο γρήγορα κάνει βήματα η Αριστερά προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο το καλύτερο για τις προοπτικές της εργατικής αντίστασης να νικήσει. n
Σημειώσεις
1. Financial Times, 17 February 2017, letters
2. Financial Times, 10 February 2017, Solidarity with Greece will render its debt sustainable.