Η Λένα Βερδέ και ο Γιώργος Πίττας γράφουν για το σήμερα και το χθες του κινήματος και της Αριστεράς στις ΗΠΑ
Ολόκληρος ο κόσμος συγκλονίστηκε από τα τεράστια συλλαλητήρια στις ΗΠΑ που σημάδεψαν την ορκωμοσία του Τραμπ. Τα πλήθη των διαδηλωτών ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη, ακόμα και την πιο αισιόδοξη. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες και κανάλια διεθνώς μίλησαν για δυόμισι με τρία εκατομμύρια ανθρώπους που πλημμύρισαν τους δρόμους κάθε μικρής και μεγάλης αμερικανικής πόλης. Από τις 15 Φλεβάρη 2003, όταν βγήκε στους δρόμους συντονισμένα το αντιπολεμικό κίνημα, είχαμε να δούμε τέτοιο ξέσπασμα εκατομμυρίων.
Όλες οι αναλύσεις μετά το αποτέλεσμα του Νοέμβρη για την δεξιά στροφή της αμερικανικής κοινωνίας διαψεύστηκαν παταγωδώς. Ο Τραμπ δεν αναλαμβάνει την προεδρία μέσα σε έναν ωκεανό «συντηρητικών ψηφοφόρων» αλλά σε ένα περιβάλλον οργισμένο, το οποίο εκμεταλλεύτηκε για να εκλεγεί αλλά μπορεί να του σκάσει στο πρόσωπο πολύ γρήγορα. Ήδη η απόφασή του να κλιμακώσει την ισλαμοφοβική εκστρατεία απαγορεύοντας την είσοδο στις ΗΠΑ σε μουσουλμάνους από μια σειρά χώρες, αντί να αποτελέσει επίδειξη πυγμής του νέου πλανητάρχη απέναντι στους διαδηλωτές που ξεφτίλισαν την ορκωμοσία του, πυροδότησε νέο γύρο πρωτοφανέρωτων διαδηλώσεων στα αεροδρόμια της Αμερικής.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι διαδηλώσεις δεν έχουν σταματήσει. Αντίθετα, το κίνημα απλώνεται και κάνει βήματα μπροστά μετατρέποντας τις κινητοποιήσεις σε απεργιακές. «Ο καλύτερος τρόπος για να παλέψουμε τον Τραμπ είναι να μην πάμε για μια μέρα στη δουλειά» ήταν το σκεπτικό της πρόσφατης «Πανεθνικής Απεργίας» που συσπείρωσε χιλιάδες σε πολλές πόλεις και έκλεισε μια σειρά επιχειρήσεις. Το ίδιο και η «Ημέρα χωρίς Μετανάστες» που προηγήθηκε αλλά και η αντίστοιχη πρωτοβουλία της οργάνωσης Women's March, που πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις κατά της ορκωμοσίας Τραμπ, για απεργία στις 8 Μάρτη, τη Διεθνή Ημέρα Γυναικών, σε μια «Ημέρα χωρίς Γυναίκες». Η αμερικάνικη εργατική τάξη ανακαλύπτει ξανά το πιο ισχυρό της όπλο. Είναι ανοιχτή η δυνατότητα η μάχη ενάντια στον Τραμπ να περάσει από τους δρόμους στους χώρους δουλειάς.
Το αντιπολεμικό κίνημα
Το κίνημα που βλέπουμε να ξεχύνεται σήμερα στους δρόμους των ΗΠΑ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Κουβαλάει μια σειρά από μάχες και εμπειρίες.
Τον Νοέμβρη του 1999, στη «Μάχη του Σιατλ» όπως έμεινε στην ιστορία, 60.000 διαδηλωτές παρά τη θηριώδη καταστολή πέτυχαν να ακυρώσουν τη° συνεδρίαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ανοίγοντας το δρόμο για το νέο αντικαπιταλιστικό κίνημα που συντάραξε την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας σε όλο τον κόσμο.
Η νίκη του Σιάτλ αποτέλεσε βασική καμπή για το κίνημα στις ΗΠΑ. Γιατί ένωσε στο δρόμο το εργατικό με το νεολαιϊστικο κίνημα. Γιατί έβαλε στο στόχαστρο τις πολυεθνικές και τον μεγάλο καπιταλισμό των ΗΠΑ. Γιατί ήταν μια ζωντανή επίδειξη ότι το κίνημα μπορεί να πετυχαίνει νίκες.
Αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν που το κράτησαν ζωντανό και του έδωσαν τη δυνατότητα να αντεπιτεθεί, όταν ο πρόεδρος Μπους και τα γεράκια του κήρυξαν τον πόλεμο στην «τρομοκρατία». Το κίνημα του Σιατλ έγινε η μαγιά για το αντιπολεμικό κίνημα που ξέσπασε στις ΗΠΑ με ορμή που θύμιζε το κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στα αντιπολεμικά συλλαλητήρια. Τα πανεπιστήμια καταλήφθηκαν. Στην πρώτη γραμμή του αγώνα βρέθηκαν, όπως και το ’60, οι βετεράνοι του πολέμου.
Η αντίσταση στο Ιράκ και το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ οδήγησαν σε συνολική απαξίωση της κυβέρνησης και του νεοσυντηρητικού «δόγματος Μπους». Αλλά το 2008 στο μίγμα ήρθε να προστεθεί ένα νέο ποιοτικό στοιχείο, η κερδοσκοπική φούσκα που έσκασε με πάταγο το 2008. Η εκλογή του Ομπάμα με συντριπτικά ποσοστά τον ίδιο χρόνο έκφρασε την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να αλλάξει για τον απλό φτωχό κόσμο. Μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. Αλλά αυτό δεν έβαλε ταφόπλακα στο κίνημα.
Το Σεπτέμβρη του 2011 το κίνημα των πλατειών έφτασε στη Νέα Υόρκη. Το “Ocuppy”- (“Καταλάβετε”) κατασκήνωσε στη Γουόλ Στριτ και βδομάδα τη βδομάδα οι εκατοντάδες έγιναν δεκάδες χιλιάδες. Οι καταλήψεις δημόσιων χώρων άρχισαν να σαρώνουν τις μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ. Βασικό σύνθημα: «Είμαστε το 99%».
Μαζί τους δειλά-δειλά και η εργατική τάξη. Στο Οχάιο τα συνδικάτα συνδέθηκαν με το τοπικό Occupy κέρδισαν αναλογία 2 προς 1 ένα δημοψήφισμα με θέμα την κατάργηση του δικαιώματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων των δημόσιων υπαλλήλων. Στο Όκλαντ, μια συνέλευση 2000 ανθρώπων κάλεσε τα σωματεία να κηρύξουν γενική απεργία σαν απάντηση στον βαρύ τραυματισμο από την αστυνομία ενός βετεράνου του πολέμου στο Ιράκ. Αν και ανοργάνωτα, τη μέρα της απεργίας, δεκάδες χιλιάδες διαδήλωσαν και ενώθηκαν με τους λιμενεργάτες κλείνοντας το τέταρτο σε μέγεθος λιμάνι των ΗΠΑ.
Η κορύφωση ήταν το Γουινσκόνσιν. Η κατάληψη με συμμετοχή των συνδικάτων του τοπικού κοινοβουλίου κράτησε τρεις βδομάδες ενάντια στην επίθεση που είχε ξεκινήσει ένας ρεμπουπλικανός γερουσιαστής στα ασφαλιστικά δικαιώματα και τις συλλογικές συμβάσεις, πετυχαίνοντας τη δεύτερη βδομάδα με απεργία την κινητοποίηση πάνω από 100.000 εργαζόμενων σε όλη την πολιτεία. Τον Απρίλη του 2016 το συνδικάτο των 30.000 εκπαιδευτικών του Σικάγο κατέβηκε σε απεργία ενάντια στις περικοπές στα σχολεία κερδίζοντας τη συμπαράσταση ολης της πόλης. Το 2012 είχαν πραγματοποιήσει εννιαήμερη απεργία.
Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι στις ΗΠΑ έχουν αρχίσει να οργανώνονται κομμάτια που πριν ήταν ασυνδικάλιστα, πάνω σε αιτήματα όπως του κατώτατου μισθού 15 δολάρια την ώρα. Στις 29 Νοέμβρη του 2016, χιλιάδες εργαζόμενοι σε φαστ φουντ έκαναν απεργία και διαδήλωσαν σε δεκάδες πόλεις σε όλες τις ΗΠΑ. Ήταν αποτέλεσμα μια οργανωμένης συστηματικής προσπάθειας, χώρο το χώρο.
Η Nequasia LeGrand, 22 χρονών, εργαζόμενη σε KFC στη Νέα Υόρκη, που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του σωματείου περιγράφει: «Σήμερα είναι η έκτη μου απεργία. Πρώτη φορά απήργησα το Νοέμβρη το 2012. 200 άνθρωποι σε 30 μαγαζιά, μέσα στο κρύο να διαδηλώνουμε. Αυτή η εμπειρία με άλλαξε. Πήγαμε για συμπαράσταση σε άλλους χώρους. Ένας εργαζομενος να μιλάει σε έναν άλλο δεν συγκρίνεται με τίποτα». Τον Νοέμβρη του 2015, 2.000 εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις, στις αποσκευές, στον καθαρισμό και αντίστοιχες υπηρεσίες των αεροδρομίων κατέβηκαν σε απεργία δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στις πτήσεις - και μάλιστα τη Μέρα των Ευχαριστιών.
Το κίνημα Black Live Matters, «Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε», ένα πραγματικό κίνημα βάσης με διάρκεια που κινητοποιεί σε μόνιμη βάση με επιτροπές σε τοπικό επίπεδο, δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους από όλες τις κοινότητες ενάντια στις καθημερινές ρατσιστικές δολοφονίες της Αστυνομίας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν θα βρει κανείς εύκολα έστω και μια πόλη στις ΗΠΑ που να έχει μείνει αναπάντητη η προκλητικότητα της αστυνομίας.
Μια νέα Αριστερά
Η πιο σημαντική εξέλιξη είναι ότι πρόκειται για μέτωπα, αγωνιστές και πρωτοβουλίες που βρίσκονται μαζί στο δρόμο και τέμνονται και στη δράση και τα αιτήματα: Από τους αγώνες στους χώρους δουλειάς στα πανεπιστήμια, από το lgbtq και το γυναικείο κίνημα στο κίνημα ενάντια στην ισλαμοφοβία και το ρατσισμό, από τα περιβαλλοντικά κινήματα μέχρι τους αυτόχθονες Αμερικάνους Σιου που πρόσφατα νίκησαν με την υποστήριξη χιλιάδων βετεράνων του πολέμου, ενάντια στον αγωγό πετρελαίου.
Αυτός ο κόσμος έχει αρχίσει να αναζητά μια νέα πολιτική έκφραση. Η εξέλιξη της σύγκρουσης του Μπέρνι Σάντερς με την Χίλαρι Κλίντον, ένα άπληστο γεράκι του πολέμου, για το ποιος θα πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών ήταν ενδεικτική από αυτήν την άποψη. Δημιουργήθηκε μια τεράστια πολιτική πόλωση στη διάρκεια της οποίας εκατοντάδες χιλιάδες χιλιάδες άνθρωποι πίστεψαν ότι υπήρχε η ελπίδα όχι μόνο να μην γίνει η Κλίντον υποψήφια των Δημοκρατικών, αλλά να πάει υποψήφιος για την προεδρία ένας πολιτικός που τολμάει να δηλώνει ανοιχτά -μέσα στις ΗΠΑ-σοσιαλιστής. Kάτι τέτοιο είχε να γίνει από την δεκαετία του ’30.
Η υποψηφιότητα Σάντερς συσπείρωσε τους φτωχούς και τα κινήματα. Στην προεκλογική του εκδήλωση στο φτωχό νότιο Μπρονξ μαζεύτηκαν πάνω από 18 χιλιάδες άνθρωποι, στο Μπρούκλιν, 28 χιλιάδες. Συσπείρωσε τους νέους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια μελέτη που έκανε το Xάρβαρντ στους λεγόμενους «millennials», δηλαδή τους νέους μεταξύ 18 και 29 χρονών, το 51% δήλωνε ότι είναι ενάντια στον καπιταλισμό και ένα 33% υπέρ του σοσιαλισμού. Έτσι μια υποψηφιότητα που δεν είχε τη στήριξη του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ κατάφερε να πάρει 13,2 εκατομμύρια ψήφους στις εκλογές για το χρίσμα.
Χαρακτηριστικό αυτής της ριζοσπαστικής διάθεσης ήταν η μαζική πίεση που υπήρξε πάνω στο Σάντερς να κατέβει σαν ανεξάρτητος υποψήφιος για την προεδρία όταν έχασε το χρίσμα – με τον τελευταίο να χαρίζει απογοήτευση δηλώνοντας νομιμοφροσύνη στην Κλίντον και τον Ομπάμα. Για ένα μεγάλο κομμάτι κόσμου αυτό ήταν μια νέα διάψευση και γι’ αυτό αρνήθηκε να ευθυγραμμιστεί και δεν πήγε να ψηφίσει την Κλίντον. Η Jill Stein, η υποψήφια των Πρασίνων πήρε σχεδόν 1,5 εκατομμύριο ψήφους, τριπλάσιο αριθμό από αυτόν που είχε πάρει το 2012.
Πολλοί θεώρησαν ότι η νίκη Τραμπ θα επέφερε την απόλυτη απογοήτευση πάνω σε αυτόν τον κόσμο, όμως συμβαίνει το αντίθετο. Η ατζέντα Τραμπ έρχεται να κάνει ακόμα πιο προφανή την ανάγκη για κοινή ενιαία δράση και να βαθύνει τη ριζοσπαστικοποίησή του. Κόντρα στις προτροπές της Κλίντον να αποδεχτούν το αποτέλεσμα και τις νουθεσίες του Μπίλι Σάντερς να αφήσουν πρώτα τον Τραμπ να δείξει το πραγματικό του πρόσωπο, ο κόσμος των κινημάτων και της αριστεράς βρίσκεται σε κατάσταση ανοιχτού πολέμου με την διακυβέρνηση Τραμπ από την πρώτη μέρα. Και αναζητά πια πολιτικές λύσεις έξω από τα πλαίσια της ριζοσπαστικής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος.
Μέσα από τις ποσοτικές και ποιοτικές αυτές αλλαγές στο κίνημα στις ΗΠΑ, έχει αρχίσει σήμερα να αναδεικνύεται μια νέα κινηματική, κοινωνική –αλλά και με οργανωτικές αναζητήσεις πια- Αριστερά. Πρόκειται για μια εξέλιξη που βγάζει μάτι σε τέτοιο σημείο ώστε, το Al Jazeera ήδη της έχει κάνει δύο αφιερώματα. Γράφει ο αρθρογράφος Πατρικ Στρικλαντ του Αl Jazeera:
«Ο Connor Southard, 26 χρονών από τη Νέα Υόρκη δεν είχε ποτέ του οργανωθεί σε κάποια πολιτική οργάνωση- μέχρι την εκλογή του Τραμπ. Αμέσως μετά έγινε μέλος στην οργάνωση DSA (Δημοκράτες Σοσιαλιστές των ΗΠΑ)... Ήταν ολοφάνερα καιρός να αναμιχθώ μας είπε...
Ο David Duhalde στέλεχος του DSA εξηγεί ότι τα μέλη της οργάνωσης έχουν φτάσει τα 16.000 έχοντας υπερδιπλασιαστεί από το Μάη του 2016... Περίπου 50 νέα τοπικά τμήματα του DSA έχουν φτιαχτεί τους τελευταίους μήνες σε κοινότητες και σχολές... Το Socialist Alternative, (Σοσιαλιστική Εναλλακτική), ένα τροτσκιστικό κόμμα, υποστηρίζει ότι τα μέλη του έχουν αυξηθεί κατά 30% μετά την εκλογή του Τραμπ... Παρόλο που οι αριθμοί τους παραμένουν μικροί συγκριτικά με τα μέλη του Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού κόμματος, η ανάπτυξή τους είναι σημαντική...
Ο Κόνορς Κιλπατρικ, από τη συντακτική επιτροπή του σοσιαλιστικού περιοδικού Jacobine της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι οι αποτυχίες των δύο μεγάλων κομμάτων έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της αριστεράς...».
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων που ξεδιπλώνονται, είναι το Σιατλ στην άλλη πλευρά των ΗΠΑ, όπου το 2014, η υποψήφια της οργάνωσης «Socialist Alternative» και μετανάστρια Kshama Sawant, εκλέχθηκε στο δημοτικό συμβούλιο παίρνοντας 88.222 ψήφους και ξεπερνώντας τον Δημοκρατικό υποψήφιο κατά 200 ψήφους. Όπως δήλωσε στον αρθρογράφο του Αλ Τζαζίρα: «Στο αεροδρόμιο του Σιατλ υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν διαδηλώσει ξανά και ξέρουμε ότι αυτές οι διαμαρτυρίες ήταν καθοριστικές για να κλείσουν τα αεροδρόμια και να παγώσει η απαγόρευση (των μουσουλμάνων)... Πρέπει να συνδέσουμε τα αιτήματα για δικαιώματα των μεταναστών με τα αιτήματα των εργαζομένων συνολικά...».
Οι συνδέσεις γίνονται. “Bρισκόμαστε μπροστά στην μάχη τη ζωής μας” γράφει η Κίρστιν Ρόμπερτς από το Συνδικάτο Εκπαιδευτικών του Σικάγο σε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Φωνές Αντίστασης» της εφημερίδας Σοσιαλιστής Εργάτης, της οργάνωσης ISO. Και συνεχίζει: «Εμείς στο Συνδικάτο Εκπαιδευτικών του Σικάγο πιστεύουμε ότι ταυτόχρονα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να υπερασπιστούμε τους μαθητές μας από κάθε είδους επιθέσεις...Καλέσαμε μια μέρα δράσης μαζί με τους συλλόγους γονέων με δράσεις στον άνοιγμα και του κλείσιμο των σχολείων ενάντια στην ατζέντα ιδιωτικοποίησης. Συμμετείχαν 1500 σχολεία. Σε μερικά, μαθητές, εκπαιδευτικοί και οι γονείς βγήκαμε έξω, ενώσαμε τα χέρια μας και περικυκλώσαμε τα σχολεία για να δηλώσουμε ότι δεν πρόκειται να ανεχτούμε εκπροσώπους της κυβέρνησης να ζητάνε λίστες παιδιών προσφύγων και μουσουλμάνων...».
Έστω και καθυστερημένα, έχουν γίνει βήματα απο την εποχή του Σιατλ όταν κομμάτια της αμερικάνικης αριστεράς σνόμπαραν και πρακτικά απείχαν από το νέο κίνημα, επειδή δεν τους έμοιαζε τόσο «καθαρό» όσο «θα έπρεπε».
«Μετά την εκλογή του Τραμπ, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν βγει στους δρόμους. Παλιότεροι αγωνιστές λένε ότι είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό μετά την δεκαετία του '60. Η ανάγκη για την αριστερά να ηγηθεί είναι επείγουσα, για να βαθύνει τις διαδηλώσεις και να τραβήξει τα εργατικά συνδικάτα στη δράση. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Δεδομένης της έκτασης της αποστροφής προς τον Τραμπ, όμως, είναι απολύτα δυνατό και αναγκαίο, για να καταφέρουμε να τον σταματήσουμε», γράφει ο Γιάννης Δελατόλας, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την AKNY (Αριστερή Κίνηση Νέας Υόρκης).
Το πρώτο ζητούμενο για το κίνημα στις ΗΠΑ σήμερα είναι να συνεχίσει κλιμακώσει τις δράσεις του ενάντια σε κάθε πρωτοβουλία του Τραμπ. Βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει οτιδήποτε άλλο, είναι αυτό το κίνημα να υπάρχει.
Αυτό προϋποθέτει τη μαζική κοινή δράση όλων των κινημάτων και πολιτκών αποχρώσεων, από τους οπαδούς του Σάντερς στην αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος μέχρι όσους δηλώνουν επαναστατική αριστερά.
Βασικός στόχος μιας τέτοιας μαζικής δράσης πρέπει να είναι να βάλει στο κέντρο της την αμερικάνικη εργατική τάξη, την τεράστια αυτή δύναμη, τον νο1 εχθρό του αμερικάνικου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, από την εποχή του Σικάγο. Υπάρχουν σήμερα αυτές οι δυνατότητες και το δείχνουν οι μικρές νίκες που έχουν αρχίσει να πετυχαίνουν οι εργατικοί αγώνες είτε οργανωμένοι σε νέα συνδικάτα είτε σε παλιά, στα οποία η εργοδοτικές ή γραφειοκρατικές ηγεσίες χάνουν τον απόλυτο έλεγχο.
Μέσα σε αυτήν την κοινή δράση μπορεί να ανοίξει πλατιά ο διάλογος πάνω στο ζήτημα ότι η Αριστερά στις ΗΠΑ πρέπει να βρει τη δική της αυτόνομη έκφραση, έξω από το Δημοκρατικό Κόμμα, που με συνέπεια και απο πάντα ήταν και θα είναι ένα κόμμα του κατεστημένου και της κυρίαρχης τάξης. Αλλά και πάνω στο ζήτημα ότι ο μόνος δρόμος για μια τέτοια μαζική νέα Αριστερά είναι αυτός της αντικαπιταλιστικής ρήξης και ανατροπής, στην ίδια την καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Το εργατικό κίνημα
Για πολλά χρόνια η αμερικανική εργατική τάξη είχε αποκτήσει τη φήμη της πιο «καθυστερημένης» ιδεολογικά, της πιο «υποταγμένης» πολιτικά και της πιο «ενσωματωμένης» κοινωνικά εργατικής τάξης του κόσμου. Παρά τα κατά καιρούς αυθόρμητα ξεσπάσματα και κινήματα, ακόμα και στην αριστερά κυριαρχούσε η άποψη ότι δεν θα ‘πρεπε κανείς να βασίζεται ή να περιμένει κάτι από τους Αμερικάνους εργάτες και εργάτριες.
Η για δεκαετίες απόλυτη κυριαρχία των δύο αστικών δυνάμεων, των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και η ανυπαρξία ενός μαζικού αριστερού εργατικού κόμματος, έστω ρεφορμιστικού ή στα πρότυπα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, πρόσφερε το έδαφος για τέτοιου είδους αναλύσεις. Το ίδιο η κατάσταση των συνδικάτων. Οι ηγεσίες των AFL-CIO, των δύο ενωμένων Συνομοσπονδιών της χώρας, συγκαταλέγονται στις πιο συντηρητικές, γραφειοκρατικές, αντιδημοκρατικές και διεφθαρμένες του πλανήτη. Η εικόνα μιας εργατικής τάξης, στην πλειοψηφία της τουλάχιστον, παθητικής, απολίτικης, συντηρητικής και ανίκανης για οποιαδήποτε αριστερή στροφή έμοιαζε αδιαμφισβήτητη.
Αυτοί είναι οι λόγοι που και σήμερα πολύ λίγοι πιστεύουν ότι η έκρηξη ενάντια στο Τραμπ θα πάρει μια πιο μόνιμη και οργανωμένη μορφή που θα μπορέσει να την αγκαλιάσει και να την κινητοποιήσει. Κι όμως, αν γυρίσει κανείς στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ θα διαπιστώσει πόσο λάθος είναι οι παραπάνω απόψεις. Η απεργία για το οχτάωρο με τους «μάρτυρες του Σικάγο» το 1886 που μας χάρισε τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς είναι βέβαια γνωστή σε κάθε αγωνιστή, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Στον 20ο αιώνα η αμερικανική εργατική τάξη πέτυχε εντυπωσιακές νίκες απέναντι στα αφεντικά της χρησιμοποιώντας με απαράμιλλο ηρωισμό και αυτοθυσία κάθε μορφή πάλης, από το σαμποτάζ στη δουλειά μέχρι την απεργιακή φρουρά και την κατάληψη. Οι πολιτικές ιδέες που ανέπτυξε και οι δυνάμεις που τις εξέφραζαν αναμετρήθηκαν με την πιο ισχυρή και αδίστακτη άρχουσα τάξη του κόσμου.
Οι αγώνες για συνδικαλιστική οργάνωση όλων των εργατών ανεξάρτητα από ειδικότητα, φύλο, γλώσσα, έθνος ή θρησκεία σε κόντρα με τις διασπαστικές μεθόδους των αφεντικών και των ηγεσιών της AFL χαρακτηρίζουν την πορεία της ήδη από δεκαετία του 1910. Η απεργία είκοσι χιλιάδων εργατριών στα υφαντουργεία της Νέας Υόρκης το 1908 που ενέπνευσε τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Γυναικών στις 8 Μάρτη, η πεντάμηνη απεργία εικοσιπέντε χιλιάδων κύρια μεταναστών εργατών κλωστοϋφαντουργίας το 1912 στο Λόρενς της Μασαχουσέτης με κεντρικό σύνθημα «Θέλουμε ψωμί και τριαντάφυλλα», η απεργία εννιά χιλιάδων ανθρακωρύχων της εταιρίας του Ροκφέλερ το 1913 στο Λάντλοου που κράτησε επτά ολόκληρους μήνες, είναι από τα ορόσημα εκείνης της περιόδου.
Από τότε χρονολογούνται και οι πρώτες απόπειρες διάδοσης των σοσιαλιστικών και επαναστατικών ιδεών στις γραμμές της. Κεντρικό ρόλο σε αυτές τις διεργασίες παίζουν οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW), οι επαναστάτες συνδικαλιστές που ηγούνται όχι μόνο στις απεργίες και την προσπάθεια οργάνωσης όλων των εργατών αλλά και στο σπάσιμο του εθνικισμού. Οι αντιπολεμικές προκηρύξεις και αφίσες τους για τον Α’ ΠΠ δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αυτές των μπολσεβίκων.
Η ύφεση του ‘30
Τη δεκαετία του ’30, στην καρδιά της Μεγάλης Ύφεσης, το θερμόμετρο των ταξικών αγώνων στις ΗΠΑ έφτασε στο ψηλότερο σημείο της ιστορίας τους. Με βασικό αίτημα την αναγνώριση των συνδικάτων κατά χώρο και κλάδο, οι εργατικοί αγώνες χτύπησαν και λύγισαν επιχειρήσεις - κολοσσούς απ' άκρη σ' άκρη της χώρας.
Τίποτα δεν έγινε αυτόματα, ειρηνικά ή αναίμακτα. Οι συσχετισμοί δε θα μπορούσαν να είναι πιο αρνητικοί για την εργατική τάξη. Το Κραχ του 1929 είχε οδηγήσει δεκαεπτά εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, τριακόσιους χιλιάδες εργάτες γης σε εσωτερική μετανάστευση, πάνω από μισό εκατομμύριο στους δρόμους, ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού σε μερική απασχόληση. Ενώ, από τη δεκαετία του ’20, η άρχουσα τάξη είχε εξαπολύσει μια λυσσαλέα επίθεση για να τσακίσει το κύμα των αγώνων των προηγούμενων χρόνων και τις δυνάμεις που το στήριξαν.
Τα συνδικάτα βρίσκονταν σε καθεστώς ημι-παρανομίας και η αριστερά είχε γίνει στόχος υστερικών εκστρατειών ενάντια στους «μπολσεβίκους» και την «κόκκινη απειλή». Οι εργατικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζονταν με σκληρή καταστολή ως και δολοφονική βία από την αστυνομία, συχνά με τη συνδρομή φασιστικών οργανώσεων. Τα αφεντικά ξόδευαν αμύθητα ποσά σε ιδιωτικές μυστικές αστυνομίες και γραφεία ντετέκτιβ που παρακολουθούσαν συνδικαλιστές και εργαζόμενους, ενίοτε ξυλοκοπούσαν αγωνιστές και χτυπούσαν απεργιακές φρουρές. Τα δικαστήρια είχαν σχεδόν καταργήσει το δικαίωμα στην απεργία. Οι ηγεσίες της AFL εξακολουθούσαν να απορρίπτουν τη μαχητική δράση, να είναι εχθρικές με την αριστερά, να αρνούνται να εντάξουν την πλειοψηφία των εργατών στα συνδικάτα. Ο ρατσισμός με άγρια πογκρόμ και λυντσαρίσματα μαύρων που έμεναν ατιμώρητα ήταν γενικό φαινόμενο.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η αντεπίθεση της αμερικανικής εργατικής τάξης αποτελεί πρότυπο για όλους τους προλετάριους του πλανήτη. Το βιβλίο του John Newsinger «Η αμερικάνικη εργατική τάξη τη δεκαετία του ’30 – Αντεπίθεση» που κυκλοφορεί από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, είναι από αυτή την άποψη αναντικατάστατο.
Σε επίπεδο αγώνων, δεν υπάρχει αντίστοιχο απεργιακό κύμα. Οι τρεις επικές μάχες, των Τήμστερς (των οδηγών φορτηγών) στη Μινεάπολις, των εργατών στην αυτοκινητοβιομηχανία του Τολέδο και των λιμενεργατών στο Σαν Φρανσίσκο το 1934 που απέκτησαν, υπό την καθοδήγηση ριζοσπαστών και κομμουνιστών, διαστάσεις εξέγερσης, είναι οι πιο γνωστές αλλά δεν είναι οι μόνες. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες απεργούν, διαδηλώνουν, οργανώνουν απεργιακές φρουρές, συγκρούονται με την αστυνομία, συνοδεύουν τους νεκρούς τους και κλιμακώνουν.
Σε επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, σημειώνεται μια πρωτοφανής μαζικοποίηση των συνδικάτων, αλλά και μια τεράστια κρίση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που οδηγεί σε ένα σχίσμα στους κόλπους της και τη δημιουργία του Κογκρέσου Βιομηχανικών Οργανώσεων (CIO) -μιας νέας συνομοσπονδίας που έθεσε στόχο να οργανώσει τους μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους, όπως την αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά με ριζικά διαφορετικό από τον επίσημο τρόπο.
Σε επίπεδο πολιτικοποίησης, οι οικονομικές μάχες συνδέονται με τις πολιτικές με μαζικές αντιρατσιστικές διαδηλώσεις -όπως αυτή των εξήντα χιλιάδων μαύρων και λευκών εργατών στο Σικάγο το 1931- αλλά και απεργίες -όπως των 18.000 εργατών γης το 1933 στις φυτείες βαμβακιού στην Κοιλάδα Χοακίν που κράτησε 27 μέρες και απλώθηκε σε μια ακτίνα 161 χιλιομέτρων στην οποία Μεξικανοί, λευκοί, έγχρωμοι εργάτες ζούσαν, έτρωγαν, περιφρουρούσαν και πήγαιναν μαζί φυλακή ξεχνώντας όλες τις ρατσιστικές προκαταλήψεις.
Το 1937, έχοντας τη στήριξη της CIΟ, η απεργία σε συνδυασμό με την κατάληψη λύγισαν με κέντρο το Φλιντ του Μίσιγκαν, τον μεγαλύτερο εργοδότη του κόσμου, τη General Motors. Τη νίκη στη General Motors ακολούθησε μια εργατική έκρηξη που άγγιξε όλους τους κλάδους και όλους τους εργάτες, είτε ήταν μέλη της AFL, είτε της CIO, είτε ανοργάνωτοι. Πολλοί εργοδότες έσπευδαν να κάνουν προκαταβολικές παραχωρήσεις για να αποφύγουν τη σύγκρουση. Μέχρι τον Οκτώβρη του 1937, η CIO ξεπερνούσε τα τέσσερα εκατομμύρια μέλη. Ο συνδικαλισμός «τρύπωσε» σε όλους τους χώρους δουλειάς, από τα μεγάλα εργοστάσια του Ντιτρόιτ μέχρι τα πολυκαταστήματα και τα θέατρα της Νέας Υόρκης.
Σε επίπεδο ιδεών, η χώρα στράφηκε προς τ’ αριστερά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της. Η ανυποχώρητη δράση των Κομμουνιστών, παρά την καταστολή και τις «περιποιήσεις» της «Ομάδας Δίωξης Κομμουνιστών», κέρδιζε τα μυαλά και τις καρδιές εκατοντάδων χιλιάδων εργατών. Όπως το συμπύκνωνε ένας αγωνιστής «Οι κομμουνιστές στις εργατογειτονιές έβγαζαν τη δυστυχία στο φως. Την έφερναν στους δρόμους με οργισμένα αιτήματα... Με άλλα λόγια, τα έκαναν όλα άνω-κάτω». Από επτά περίπου χιλιάδες μέλη το 1930, το ΚΚ εκτινάχτηκε στις είκοσι οχτώ χιλιάδες το 1934 και μέχρι το 1938 είχε φτάσει στις ογδόντα χιλιάδες. Τα ίδια χρόνια, οι τροτσκιστές ξεκίνησαν με όχι πάνω από 130 μέλη και έφτασαν τις τρεις χιλιάδες. Η επιρροή τους ήταν πολύ μεγαλύτερη.
Η άνοδος των Δημοκρατικών και του Ρούσβλετ στην εξουσία είχε διαψεύσει τις ελπίδες που έφερνε το περίφημο New Deal, οδηγώντας την οικονομία σε νέα ύφεση. Τότε, για πρώτη φορά άνοιξε τόσο πλατιά μέσα στο εργατικό κίνημα η συζήτηση για ένα νέο, στα αριστερά των Δημοκρατικών, κόμμα που να εκπροσωπεί τους εργάτες. Ενώ οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τόσο της AFL όσο και της CIO έδιναν όλες τις δυνάμεις τους για την επανεκλογή του Ρούσβελτ εν όψει των εκλογών του 1936, στα συνέδριά τους το 1935 και το 1936 οι προτάσεις για τη δημιουργία ενός νέου εργατικού κόμματος κέρδισαν σημαντική υποστήριξη. Το 1936, στο συνέδριο του Συνδικάτου της Αυτοκινητοβιομηχανίας οι σύνεδροι καταψήφισαν την πρόταση για υποστήριξη του Ρούσβελτ.
Η μεγαλύτερη δύναμη που θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο, το ΚΚ, δεν αξιοποίησε την ευκαιρία. Για το ΚΚ η επαναστατική ανατροπή δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη κι αυτό σήμαινε ότι, μπορεί να πρωταγωνιστούσε στους αγώνες, αλλά μέσα εκεί επιχειρηματολογούσε ότι η τάξη έπρεπε να ελπίζει σε λύσεις «από τα πάνω», από το κοινοβούλιο, από μια «προοδευτική» κυβέρνηση. Η κατάληξη ήταν η στήριξη του Ρούσβελτ.
Παρόλα αυτά, η άρχουσα τάξη είχε πάρει το μήνυμα. Ακόμα και στη διάρκεια του Β’΄ΠΠ, κόντρα στη συμφωνία εργοδοτών και συνδικαλιστικών ηγεσιών να μη γίνονται απεργίες, 6,7 εκατομμύρια εργάτες απέργησαν. Όταν τελείωσε ο πόλεμος ξέσπασε μια εργατική εξέγερση από τα κάτω με 3,5 εκατομμύρια απεργούς και 38 εκατομμύρια «χαμένες» ώρες εργασίας το 1945 και 4,6 εκατομμύρια απεργούς και 116 εκατομμύρια «χαμένες» ώρες εργασίας το 1946. Η περίοδος του «Μακαρθισμού» και των αντικομμουνιστικών διώξεων στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και των αρχών της δεκαετίας του ’50 είχαν στόχο να εμποδίσουν την προοπτική «εμπειριών» ανάλογων του ’30. Η επιτυχία της εκστρατείας ήταν προσωρινή.
«Το Γούντστοκ του εργάτη»
Το 1970 έγινε η μεγαλύτερη «άγρια απεργία» (έτσι ονομάζονταν οι απεργίες που δεν είχαν την έγκριση των ηγεσιών των συνδικάτων) στην ιστορία των ΗΠΑ. Περισσότεροι από 200.000 ταχυδρόμοι και υπάλληλοι στα ταχυδρομεία κατέβηκαν σε μια απεργία δύο εβδομάδων ενάντια στους χαμηλούς μισθούς και τις απαίσιες συνθήκες εργασίας. Αψηφώντας την Εθνοφρουρά και τις μονάδες του στρατού που στάλθηκαν να τη σπάσουν, η παράδοση επιταγών (με τους μισθούς και τις συντάξεις), των φύλλων πορείας για το στρατό (ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχιζόταν), της αλληλογραφίας των κυβερνητικών υπηρεσιών, των επιχειρήσεων, όλα παρέλυσαν. Ακόμα και το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης παραλίγο να κλείσει εξαιτίας της απεργίας.
Το 1972 και το 1973 σημαδεύτηκαν επίσης από σειρά απεργιών χιλιάδων εργατών και εργατριών σε όλη τη χώρα, από τη Βόρεια Καλιφόρνια και τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Δυτική Βιρτζίνια, το Ντιτρόιτ. Χιλιάδες νέοι και χωρίς «παραδόσεις» μαχητικότητας εργάτες στη General Motors στο Λορντστάουν έκλεισαν για τρεις βδομάδες το εργοστάσιο. Ο πρόεδρος του τοπικού παραρτήματος του συνδικάτου, 29 χρονών ο ίδιος, περιέγραψε με τα εξής λόγια την κατάσταση «Είναι το Γούντστοκ του εργάτη».
Οι παράγοντες που τροφοδοτούσαν αυτές τις απεργίες είχαν τις ρίζες τους στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Αυτά τα χρόνια, μια νέα εργατική τάξη είχε γεννηθεί δίπλα στην «παλιά». Νέοι φοιτητές και φοιτήτριες είχαν μπει στα πανεπιστήμια, νέοι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, σε μεγάλα ποσοστά μαύροι, είχαν μπει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στην υγεία, σε παλιούς και νέους κλάδους. Η αντίσταση των μαύρων απέναντι στις ρατσιστικές πολιτικές ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 είχαν παίξει ρόλο στο να ξεσπάσουν μια σειρά «άγριες απεργίες» ενάντια στην εντατικοποίηση και για αυξήσεις στους μισθούς.
Αυτά τα κινήματα ξανάφερναν στο προσκήνιο πρακτικές και ιδέες που είχε θάψει ο μακαρθισμός. Το κλίμα της εξέγερσης των μαύρων στο Ντιτρόιτ το 1967 έφτασε στους μαύρους εργάτες στις αυτοκινητοβιομηχανίες της πόλης το 1969. Το πιο ριζοσπαστικό εγχείρημα που έδινε βάρος στην οργάνωση και τη δράση της εργατικής τάξης, το Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα της Dodge (εργοστάσιο της Chrysler) DRUM οργάνωσε μια σειρά «άγριες απεργίες» με αποτέλεσμα αντίστοιχες οργανώσεις να συγκροτηθούν και σε άλλους χώρους δουλειάς. Όχι τυχαία, στις αρχές του 1970 η εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς δημοσίευε ένα άρθρο που ξεκινούσε ως εξής: «Η νέα γενιά που ήδη έχει ταρακουνήσει τις πανεπιστημιουπόλεις, τώρα δείχνει σημάδια ανησυχίας και κινητικότητας στα εργοστάσια της βιομηχανικής Αμερικής».
Νεοφιλελευθερισμός
Στις 3 Αυγούστου του 1981 το PATCO, το συνδικάτο των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας στις ΗΠΑ κάλεσε τα 16.000 μέλη του να κατέβουν σε απεργία κλείνοντας τα αεροδρόμια σε όλες τις πολιτείες απέναντι στην κυβέρνηση Ρέιγκαν που μόλις ένα χρόνο πριν είχε εκλεγεί πρόεδρος. Η απεργία τους βγήκε παράνομη και ο Ρέιγκαν με μια επίθεση κατά μέτωπο επιστράτευσε τους διευθυντές και στρατιωτικούς ελεγκτές για να κρατήσει τα αεροδρόμια ανοιχτά. Τους δόθηκε διορία 48 ωρών με την απειλή ότι αν δεν επιστρέψουν στις δουλειές τους θα απολυθούν δια παντός. Η πλειοψηφία τους, 13.000 απήργησαν και μόνο 3000 πήγαν για δουλειά. Αλλά η απεργία τους έσπασε.
Ήταν ένα γεγονός που αποδείχτηκε σημείο καμπής για το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ. Μετά από τις άγριες δεκαετίες του ’60 και του ’70 η κυρίαρχη τάξη επεδίωκε να πάρει ξανά τη ρεβάνς και αυτό ακριβώς έκφραζε η ισχυροποίηση του νεοφιλελευθερισμού και η ανάδειξή του σε κυρίαρχη πολιτική, ξεκινώντας από το Ρέιγκαν στις ίδιες τις ΗΠΑ. Μαζί με την επίθεση στους εργαζόμενους πήγαινε η νέα ένταση του ψυχρού πολέμου και των εξοπλιστικών ανταγωνισμών με τη Σοβιετική Ένωση στο λεγόμενο «πόλεμο των άστρων». Και δίπλα σε αυτά η επίθεση στα δικαιώματα των μαύρων, των γυναικών και γενικότερα όλων των προοδευτικών κατακτήσεων στις οποίας είχε υποχρεωθεί το κατεστημένο τα προηγούμενα χρόνια.
Το 1992 χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας, της ένοπλης Εθνοφρουράς της Καλιφόρνια, της 7ης Μεραρχίας Πεζικού και της 1ης Μεραρχίας Πεζοναυτών για να κατασταλεί η εξέγερση και οι ταραχές που ξέσπασαν στο Λος Άτζελες μετά την αθώωση τεσσάρων μπάτσων που είχαν ξυλοκοπήσει άγρια μπροστά στις κάμερες ένα μαύρο, τον Ρόντνεϊ Κινγκ, για υπερβολική ταχύτητα. Η οργή των μαύρων, των λατίνων, των φτωχών λευκών, κυρίως της νεολαίας ξεχύθηκε στους δρόμους και χρειάστηκαν έξι μέρες, 55 νεκροί, 2000 τραυματίες και συνολικά 11.000 συλλήψεις για να τη σταματήσουν. Ταξική οργή ενάντια σε μια ζωή χωρίς μέλλον, σταθερή δουλειά, ασφάλιση, ακόμα και στέγη.
Το καλοκαίρι του 1997 ήρθε η σειρά της οργανωμένης εργατικής τάξης. Οι Τίμστερς για ακόμα μια φορά ταρακούνησαν τις ΗΠΑ με την ιστορική απεργία στον κολοσσό UPS. 180.000 εργαζόμενοι προχώρησαν σε απεργία διαρκείας για 16 μέρες παραλύοντας την εταιρία που έχασε 600 εκατομμύρια δολάρια. Η απεργία έκλεισε νικηφόρα με υπογραφή νέας σύμβασης που περιλάμβανε αυξήσεις στους μισθούς, εξασφάλιση των παροχών τους και μέτρα ασφαλείας κατά την εργασία. Η απεργία ήταν επιτυχημένη 100% γιατί στηρίχτηκε στην οργάνωση της βάσης, ενώ ένα χρόνο πριν η διεφθαρμένη ηγεσία είχε χάσει τον έλεγχο του συνδικάτου.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Νοέμβρη του 1999 οι Τίμστερς θα ήταν δίπλα στους λιμενεργάτες, τους εργαζόμενους των νοσοκομείων και τους μεταλλεργάτες ένα από τα συνδικάτα που θα συμμετείχαν μαζί με αντιρατσιστικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις στη «Μάχη του Σιατλ». Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, τα συνδικάτα των ΗΠΑ βρέθηκαν να διαδηλώνουν μαζί με μια σειρά οργανώσεις ακτιβιστών ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και την Παγκόσμια Τράπεζα.