Άρθρο
Αναρχικοί και Μπολσεβίκοι

Τσιμερβαλντ 1915 - Η αντιπολεμική Συνδιάσκεψη

Ο Βίκτορ Σερζ και ο Άλφρεντ Ροσμέρ είναι ίσως οι πιο γνωστοί αναρχικοί που ενώθηκαν με τους Μπολσεβίκους, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Ο Λέανδρος Μπόλαρης θυμίζει τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις των δύο επαναστατικών ρευμάτων

 

Τον Αύγουστο του 1919 ο Λένιν έγραφε στην Αγγλίδα επαναστάτρια Σίλβια Πάνκχερστ:

«Πάρα πολλοί έργάτες αναρχικοί γίνονται τώρα οι πιο ειλικρινείς οπαδοί της Σοβιετικής εξουσίας, και μια και είναι έτσι, αποδεικνύεται ότι αυτοί είναι οι καλύτεροί μας σύντροφοι και φίλοι, οι καλύτεροι επαναστάτες που ήταν εχθροί του μαρξισμού μόνο από παρανόηση, ή σωστότερα, όχι από παρανόηση, άλλα γιατί ο επίσημος σοσιαλισμός πού κυριαρχούσε στην εποχή της ΙΙ Διεθνούς (1889-1914) πρόδωσε το μαρξισμό, έπεσε στον οπορτουνισμό, διαστρέβλωσε την επαναστατική διδασκαλία του Μαρξ γενικά και τη διδασκαλία του σχετικά με τα διδάγματα της Κομμούνας του Παρισιού του 1871 ειδικότερα. Έγραψα γι' αυτό λεπτομερειακά στο βιβλίο Κράτος και Επανάσταση και γι’ αυτό δεν στέκομαι περισσότερο στο ζήτημα αυτό».1

Ο Λένιν δεν υπέρβαλλε. Η έλξη που ασκούσαν σε ρεύματα αναρχικών και «αναρχοσυνδικαλιστών» η νικηφόρα εργατική επανάσταση στην Ρωσία και η Τρίτη Διεθνής (Κομιντέρν) που είχε ιδρυθεί λίγους μήνες πριν, βρισκόταν στο απόγειό της. Η περίπτωση του Βίκτορ Σερζ που είχε έρθει στην Ρωσία τον Γενάρη του 1919 και τον Μάη είχε ενταχτεί στο κόμμα των μπολσεβίκων είναι η πιο γνωστή, αλλά σε καμιά περίπτωση η μοναδική.

Δεν ήταν, επίσης, τυχαία. Το υπόβαθρό της ήταν οι θεωρητικές επεξεργασίες και οι πολιτικές επιλογές και πρωτοβουλίες που σημάδεψαν την πορεία του Λένιν και του μπολσεβίκικου κόμματος από το 1914 όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, μέχρι την Επανάσταση του 1917 και μετά. Μάχες αντιπολεμικές για την συγκρότηση της αντιπολεμικής αριστεράς και της επαναστατικής της πτέρυγας. Ρήξη με τον ρεφορμισμό της Δεύτερης Διεθνούς που τότε σκεπαζόταν ακόμα τον μανδύα του μαρξισμού, στο επίπεδο της θεωρίας και της πολιτικής αλλά και της οργάνωσης που συμπύκνωνε αυτά τα δυο.

«Αυτός ο πόλεμος δεν είναι ο δικός μας»

Τον Σεπτέμβρη του 1915 έγινε η Συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ. Αριθμητικά ήταν ένα μικρό γεγονός: μόλις σαράντα αντιπρόσωποι και παρατηρητές από έντεκα ευρωπαϊκά κόμματα και ομάδες, κάποιες πολύ μικρές. Πολιτικά, όμως, ο αντίκτυπός της ήταν τεράστιος. Ήταν η πρώτη συντονισμένη κίνηση της αντιπολεμικής Αριστεράς στην Ευρώπη και τα νέα της έδωσαν ελπίδα σε χιλιάδες αγωνιστές.

Η «κίνηση του Τσίμερβαλντ» συσπείρωσε διαφορετικά ρεύματα. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων ανήκε σε αυτό που ονομάστηκε «Δεξιά του Τσίμερβαλντ». Οι θέσεις που υποστήριζαν δεν πήγαιναν πιο μακριά από εκκλήσεις για μια «δίκαιη ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις». Οι μπολσεβίκοι παρόλα αυτά συμμετείχαν ενεργά και στην προετοιμασία και στις εργασίες της Συνδιάσκεψης, και μάλιστα ψήφισαν, παρά τις διαφωνίες τους, το τελικό κείμενο γιατί ήταν «κάλεσμα σε δράση».

Ταυτόχρονα αυτό που ονομάστηκε «Αριστερά του Τσίμερβαλντ», γύρω από τον Λένιν, κατέθεσε το δικό της κείμενο που έβαζε ξεκάθαρα την προοπτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε «εμφύλιο πόλεμο» δηλαδή την εργατική επανάσταση και την οργανωτική ρήξη με τα ρεφορμιστικά κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς που είχαν προδώσει τις αντιπολεμικές διακηρύξεις τους. Η «αριστερά του Τσίμερβαλντ» καλούσε για τη δημιουργία μιας νέας «Τρίτης» και γνήσια επαναστατικής Διεθνούς. Κι αυτό το κάλεσμα προκαλούσε συζήτηση και έβρισκε ανταπόκριση.

Δεν ήταν μόνο οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες που είχαν προδώσει όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Το ίδιο ισχύει και για ένα μεγάλο κομμάτι του αναρχικού ρεύματος. Ο Σερζ αναφέρει στην αυτοβιογραφία του: «η ξαφνική μεταστροφή των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, των συνδικαλιστών, των Γάλλων σοσιαλιστών και αναρχικών στον πατριωτισμό μέσω της αδελφοκτονίας, μας φαινόταν ακατανόητη. Δεν πίστευαν λοιπόν σε τίποτε απ’ όσα έλεγαν την προηγούμενη;»2 Η μεταστροφή της γαλλικής CGT από σημείο αναφοράς του ρεύματος του «επαναστατικού συνδικαλισμού» ή «αναρχοσυνδικαλισμού» σε πυλώνα της «ιεράς ένωσης» («l'union sacrée») με την άρχουσα τάξη ήταν ένα ισχυρό σοκ. Το ίδιο ήταν η προσχώρηση διάσημων αναρχικών όπως ο Πιοτρ Κροπότκιν ή ο Ζαν Γκραβ στο στρατόπεδο των υποστηρικτών του πολέμου.

Δεν ήταν είναι παράξενο λοιπόν ότι το Τσίμερβαλντ λειτούργησε σα μαγνήτης για τα ρεύματα του αναρχισμού που έμειναν πιστά στις αντιπολεμικές και διεθνιστικές αρχές τους. Στην ίδια την Συνδιάσκεψη συμμετείχαν δυο συνδικαλιστές από την Γαλλία, ο Αλφόνς Μερχέμ και ο Αλμπέρ Μπερντερόν. Κι οι δυο προέρχονταν από το ρεύμα του αναρχισμού που είχε επιλέξει την παρέμβαση στα συνδικάτα από το τέλος του 19ου αιώνα και κατείχαν ηγετικές θέσεις στην CGT.3 Τον Αύγουστο του 1915, κυριολεκτικά στις παραμονές του Τσίμερβαλντ, στο συνέδριο της συνομοσπονδίας είχαν καταθέσει ένα σχέδιο απόφασης που δήλωνε ότι «αυτός ο πόλεμος δεν είναι ο δικός μας πόλεμος». Πήρε 22 ψήφους έναντι των 79 της πατριωτικής πλειοψηφίας.4

Οι δυο αυτοί συνδικαλιστές ανήκαν στην ομάδα γύρω από το περιοδικό La Vie Ouvriére (Εργατική Ζωή) που εξέδιδαν από το 1909 ο Αλφρέντ Ροσμέρ και ο Πιερ Μονάτ, δυο αγωνιστές με πολύχρονη παρουσία στους εργατικούς αγώνες και επηρεασμένοι βαθιά από τον αναρχισμό. (ο Μονάτ είχε συμμετάσχει στο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο του 1907 Άμστερνταμ, και εκεί είχε διαφωνήσει με τον Ενρίκο Μαλατέστα, τον παλαίμαχο Ιταλό αναρχικό, για το ζήτημα της σχέσης των αναρχικών με τον «επαναστατικό συνδικαλισμό»). Ο Λέον Τρότσκι που τότε ζούσε στο Παρίσι συνδέθηκε με στενούς προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς με την ομάδα της La Vie Ouvriére και ιδιαίτερα με τον Ροσμέρ. Η μικρή παμφλέτα που έγραψε ο Ροσμέρ για το Τσίμερβαλντ κυκλοφόρησε παράνομα σε χιλιάδες αντίτυπα στην Γαλλία. Κι ενώ ο Μερχέμ τάχτηκε με την «δεξιά» του Τσίμερβαλντ, ο Ροσμέρ, ο Μονάτ και πολλοί άλλοι στράφηκαν στ’ αριστερά: το 1920 θα πρωτοστατούσαν στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας.

Από τον Απρίλη του 1916 άρχισε να κυκλοφορεί η εφημερίδα Ce qu 'il faut dire (Τι πρέπει να πούμε) που παρά το κυνήγι της λογοκρισίας συνέχισε να εκδίδεται μέχρι τον Δεκέμβρη του 1917. Τυπωνόταν σε 20 χιλιάδες φύλλα και είχε 3 χιλιάδες συνδρομητές στα τέλη του 1916 και την επόμενη χρονιά γύρω της λειτουργούσαν περίπου πενήντα ομάδες υποστήριξης. Η εφημερίδα εκδιδόταν από μια ομάδα «αναρχοκομμουνιστών», που όμως είχαν ανοίξει τις σελίδες της σε αντιπολεμικούς σοσιαλιστές και συνδικαλιστές.

Η επιρροή των επιχειρημάτων της επαναστατικής Αριστεράς του Τσίμερβαλντ ήταν εμφανής στις σελίδες της. Ένας από τους πρωτεργάτες της ήταν ο Μαυρίκιος (Μορίς Βαντάμ), που όπως ο Σερζ προερχόταν από την «ατομικιστική» πτέρυγα του αναρχισμού και ακολούθησε μια παρόμοια διαδρομή με αυτόν. Απ’ τις σελίδες αυτής της εφημερίδας τον Μάη του 1917 υποστήριξε την συγκρότηση μιας «Τρίτης Διεθνούς» που θα συσπείρωνε τα επαναστατικά στοιχεία από τον προπολεμικό σοσιαλισμό, αναρχισμό και συνδικαλισμό. Τον Νοέμβρη του 1917 έγραφε:

«Δηλώνω ανοιχτά ότι ο Τρότσκι, ο Λένιν, ο Λήμπνεχκτ, ο Άντλερ, ο Ρίλε και πολλοί άλλοι διάσημοι και πολλοί άλλοι αδιάλλακτοι σοσιαλιστές, μου ταιριάζουν περισσότερο, ότι νιώθω πιο κοντά στις πράξεις τους -παρά τις διαφορές στις απόψεις μας, και ότι θα ήμουν ευτυχέστερος να συνεργαστώ μαζί τους, παρά με την ορδή των άξεστων, ασυνάρτητων μηδενικών που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν τον αναρχισμό».

Στο τελευταίο φύλλο της, 22 Δεκέμβρη του 1917 η εφημερίδα δημοσίευσε στο πρωτοσέλιδό της ένα άρθρο του Τρότσκι για την γαλλική αστική τάξη. Τον παρουσίαζε με αυτά τα λόγια: «Σύντροφός μας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, απ’ τον οποίο όλοι οι σύντροφοί έχουν τις καλύτερες αναμνήσεις».5

«Η αρχή μιας νέας εποχής»

Όταν ξέσπασε η Ρώσικη Επανάσταση τον Φλεβάρη του 1917 πυροδότησε ένα κύμα ενθουσιασμού σε όλον τον κόσμο. Η αναρχική εφημερίδα Libertaire που κυκλοφόρησε παράνομα τον Ιούνη έγραφε ότι «ήταν η αρχή μιας νέας εποχής.. ανοίγει το δρόμο για το προλεταριάτο το σκλαβωμένο απ’ τον καπιταλισμό και τις αστικές κυβερνήσεις». Οι εργάτριες και οι εργάτες της Πετρούπολης είχαν ανατρέψει την πιο βάρβαρη απολυταρχία. Το ερώτημα που έμπαινε ήταν αν αυτό ήταν μονάχα το πρώτο βήμα της επανάστασης ή το τελευταίο. Για τους αναρχικούς που είχαν κρατήσει ψηλά την σημαία του διεθνισμού, η επανάσταση δεν είχε τελειώσει, έπρεπε να γίνει από πολιτική, κοινωνική. Όμως, με ποιο τρόπο θα γινόταν αυτό;

Την απάντηση δεν την είχαν οι αναρχικοί, μέσα κι έξω από την Ρωσία. Την απέκτησαν όμως οι μπολσεβίκοι. Η μάχη που έδωσε ο Λένιν όταν επέστρεψε στην Ρωσία, με τις περίφημες Θέσεις του Απρίλη, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο. Ο Λένιν δήλωσε αντίθετος στον πόλεμο παρόλο που πλέον τον διεξήγαγε μια κυβέρνηση προϊόν της επανάστασης του Φλεβάρη. Επίσης έβαζε στόχο την ανατροπή της ίδιας αυτής της κυβέρνησης και το πέρασμα όλης της εξουσίας στα συμβούλια (σοβιέτ) των εργατών και των φαντάρων:

«Όχι κοινοβουλευτική δημοκρατία-επιστροφή από τα σοβιέτ των εργατών βουλευτών σε αυτή θα ήταν βήμα προς τα πίσω- αλλά δημοκρατία των σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης και των αγροτών βουλευτών σε όλη τη χώρα, από τα κάτω ως τα πάνω. Κατάργηση της αστυνομίας, του στρατού, της υπαλληλίας. Η αμοιβή όλων των υπαλλήλων, που θα είναι όλοι τους αιρετοί και ανακλητοί σε κάθε στιγμή, να μην ξεπερνά τη μέση αμοιβή ενός καλού εργάτη».6

Όταν ο Λένιν πρωτοδιάβασε αυτές τις Θέσεις σε μια ανοιχτή σύσκεψη, οι αντιρρήσεις έπεσαν σαν βροχή, ιδιαίτερα η κατηγορία ότι ο Λένιν είχε γίνει αναρχικός. Ένας αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει την αντίδραση ενός πρώην μπολσεβίκου, του Ι. Π Γκόλντεμπεργκ: «Ο Λένιν έβαλε υποψηφιότητα για ένα ευρωπαϊκό θρόνο που έχει μείνει κενός εδώ και τριάντα χρόνια, το θρόνο του Μπακούνιν! Οι νέες φράσεις του Λένιν αντηχούν κάτι παλιό, τις γερασμένες αλήθειες του πρωτόγονου αναρχισμού».7 Αυτή η κατηγορία θα αντηχούσε ακόμα πιο δυνατά τους επόμενους μήνες.

Βέβαια ο Λένιν δεν είχε υποκύψει στη γοητεία της αναρχίας. Αυτό που έκανε, κι όχι μόνος του, ήταν να πείσει το κόμμα των μπολσεβίκων να μπει μπροστά στις μάχες που άνοιγαν «εξηγώντας υπομονετικά». Έτσι κέρδισαν την πλειοψηφία στα σοβιέτ και τα οδήγησαν στην κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβρη. Το πρώτο εργατικό κράτος («δικτατορία του προλεταριάτου» όπως το ονόμαζαν ο Μαρξ και ο Λένιν) μετά τη Παρισινή Κομμούνα του 1871 ήταν γεγονός και παράδειγμα προς μίμηση.

Είναι εντυπωσιακό ότι τον Δεκέμβρη του 1917 η Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων της Καταλονίας όχι μόνο χαιρέτισε την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και τη «δικτατορία του προλεταριάτου»8, -έννοια ανάθεμα για το αναρχικό κίνημα τότε και σήμερα.

Η Ισπανία το 1918-1920 ζούσε την trieno bolchevista την «μπολσεβίκικη τριετία» της. Ένα κύμα απεργιών που ξεκίνησε απ’ τους ακτήμονες αγρότες του Νότου απλώθηκε στο βορρά και στην Καταλονία, με την συγκλονιστική γενική απεργία του Μάη του 1919. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, στο Δεύτερο Εθνικό Συνέδριο της CNT στη Μαδρίτη:

«Η επανάσταση των μπολσεβίκων χαιρετίστηκε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό. Το συνέδριο κάλεσε όλους τους ισπανούς εργαζομένους στον τομέα του στρατιωτικού εξοπλισμού να μην παράγουν όπλα που θα προορίζονταν εναντίον του Κόκκινου Στρατού και απείλησε να καλέσει σε γενική απεργία, αν η Ισπανία έστελνε στρατεύματα στην Ρωσία. Αφού δήλωσαν ανοιχτά την προσήλωσή τους στις αρχές του Μπακούνιν, όπως εκφράστηκαν κατά την Α’ Διεθνή, οι αντιπρόσωποι ψήφισαν την προσωρινή ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή».9

Η CNT στην πραγματικότητα απαντούσε σε ένα ανοιχτό κάλεσμα από τη μεριά των μπολσεβίκων. Ο Τρότσκι στην επίσημη πρόσκληση για το ιδρυτικό συνέδριο της Κομιντέρν τον Μάρτη του 1919 πρότεινε «…ένα μπλοκ με εκείνα τα στοιχεία του επαναστατικού εργατικού κινήματος τα οποία, παρόλο που τυπικά δεν ανήκουν σε σοσιαλιστικά κόμματα, τάσσονται πλέον σε γενικές γραμμές υπέρ της προλεταριακής δικτατορίας με τη μορφή της σοβιετικής εξουσίας. Κύρια ανάμεσά τους είναι τα συνδικαλιστικά στοιχεία του εργατικού κινήματος»10 (εννοώντας τα ρεύματα του «επαναστατικού συνδικαλισμού»).

Κράτος και Επανάσταση

Ένα χρόνο μετά, στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν, συμμετείχαν αντιπροσωπείες από την CNT, την ιταλική USI (τον Δεκέμβρη του 1919 είχε ψηφίσει υπέρ της προσχώρησης στην Κομιντέρν), τους Αμερικάνους IWW, την επαναστατική πτέρυγα της CGT γύρω από την ομάδα της La Vie Ouvriére που πρωταγωνιστούσε στη δράση της «Επιτροπής για την Τρίτη Διεθνή».11 Ο Αλφρέντ Ροσμέρ που εκπροσωπούσε αυτό το τελευταίο ρεύμα, έχει αφήσει μια πολύτιμη μαρτυρία για αυτές τις διεργασίες στο βιβλίο του Η Μόσχα του Λένιν.

Ο Ροσμέρ εξηγεί ότι σημαντικό ρόλο στην έλξη που ασκούσαν οι μπολσεβίκοι ήταν το βιβλίο του Λένιν Κράτος και Επανάσταση, που ήδη είχε μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Κάποια αντίτυπά του:

«Είχαν φτάσει στην Γαλλία στις αρχές του 1919. Ήταν ένα εκπληκτικό βιβλίο με μια παράξενη μοίρα. Ο Λένιν, μαρξιστής και σοσιαλδημοκράτης, αντιμετωπιζόταν ως απόβλητος από τους θεωρητικούς των σοσιαλιστικών κομμάτων που ισχυρίζονταν ότι ήταν μαρξιστικά. ‘Δεν είναι μαρξισμός’, ούρλιαζαν, ‘είναι μίγμα αναρχισμού και μπλανκισμού’…Από την άλλη, για επαναστάτες που βρίσκονταν έξω από την επικρατούσα τάση του ορθόδοξου μαρξισμού, τους συνδικαλιστές και τους αναρχικούς, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν είχαν ακούσει ποτέ μια τέτοια γλώσσα από τους μαρξιστές που γνώριζαν. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν αυτή την ερμηνεία του Μαρξ, η οποία τους ήταν πολύ άγνωστη».

Ο Ροσμέρ κάνει μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου του Λένιν που αποκαθιστά τις πραγματικές απόψεις του Μαρξ και του ‘Ένγκελς για το κράτος. Και συγκεκριμένα ότι η εργατική επανάσταση δεν θα «καταλάβει» την αστική κρατική μηχανή αλλά θα την τσακίσει, θα την «ανατινάξει» και στη θέση της θα βάλει ένα «μισο-κράτος», «τύπου Κομμούνας» προορισμένου να απονεκρωθεί στον κομμουνισμό. Κι όπως γράφει ο Ροσμέρ:

«Πέρα από αυτά τα κείμενα, στα οποία μπορούσαν να βρουν μια γλώσσα οικεία, μια αντίληψη για τον σοσιαλισμό που προσέγγιζε τη δική τους, αυτό που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τους επαναστάτες με αναφορά στη συνδικαλιστική και αναρχική παράδοση και τους έλκυε στον μπολσεβικισμό, ήταν η ανελέητη καταδίκη του οπορτουνισμού. Κι όχι μόνο των βαμμένων οπορτουνιστών, των σοσιαλσωβινιστών που είχαν υποστηρίξει τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις του στη διάρκεια του πολέμου, αλλά και εκείνων που έμεναν στη μέση, που κριτικάριζαν τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά δεν έβγαζαν τα λογικά συμπεράσματα της κριτικής τους».

Έλξη και προσέγγιση δεν σήμαινε και ταύτιση απόψεων. Κάθε άλλο. Πάλι ο Ροσμέρ εξηγεί ότι:

«Φυσικά υπήρχαν διαφωνίες ανάμεσα στον Λένιν και τους νέους υποστηρικτές του. Αν και υπήρχε συμφωνία πάνω στο ζήτημα της απονέκρωσης του κράτους, υπήρχε ακόμα το ζήτημα της μεταβατικής περιόδου κατά την οποία θα έπρεπε να διατηρηθεί με τη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όμως, οι Ρώσοι σοσιαλιστές δεν είχαν διστάσει να κάνουν τις αναθεωρήσεις που ήταν επιβεβλημένες από την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας. Από την πλευρά τους, οι συνδικαλιστές έπρεπε να λάβουν υπόψη την εμπειρία, του πολέμου όπου ο συνδικαλισμός είχε εν μέρει καταρρεύσει, και της Ρώσικης Επανάστασης. Μέχρι τότε δεν είχαν κάνει μια σοβαρή μελέτη του ζητήματος της μεταβατικής περιόδου. Το βιβλίο του Λένιν και ακόμα περισσότερο οι πράξεις του μπολσεβικισμού στην εξουσία είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα ευνοϊκό για συμφιλίωση».12

Η περιγραφή του Ροσμέρ επιβεβαιώνεται από πολλές κατευθύνσεις. Η συζήτηση που είχε προηγηθεί στο συνέδριο της CNT είναι μια απ’ αυτές. Το ζήτημα της αναγκαιότητας του εργατικού κράτους (αυτό σημαίνει δικτατορία του προλεταριάτου) είχε απασχολήσει έντονα τους συνέδρους. Ο Εουσέμπιο Καρμπό, ένας αναρχικός δημοσιογράφος και αγωνιστής της CNT με μεγάλο κύρος θύμισε στους συνέδρους ότι η συζήτηση δεν είναι αφηρημένη, ότι στην Ρωσία εξελίσσεται η αντεπανάσταση και ο εμφύλιος πόλεμος. «Πράγματι, η επιδοκιμασία της δικτατορίας του προλεταριάτου σημαίνει την επίκληση του κράτους, του ιστορικού αντιπάλου [των αρχών στις οποίες στηριζόταν η συνομοσπονδία] της πολιτικής αιτίας της σκλαβιάς των εργατών. Είναι συνεπώς οι συνδικαλιστές φυσικοί εχθροί της δικτατορίας; Από άποψη αρχών, ναι. Από την άποψη της επείγουσας, αναπόδραστης πραγματικότητας, όχι». Και συνέχισε: «Δικαιολογούμε την δικτατορία, τη θαυμάζουμε, την ποθούμε… αν πρέπει να επιστρατευθεί για να εγκαθιδρύσει το βασίλειο της δικαιοσύνης με μια συγκεκριμένη μορφή σ’ αυτόν τον κόσμο, την τραγουδάμε και την υμνούμε, αγαπάμε τη δικτατορία του προλεταριάτου».13

Ακόμα πιο εντυπωσιακές ήταν οι διεργασίες στους κόλπους των αναρχικών της Γαλλίας. O Αντρέ Ζιράρντ σε ένα άρθρο του στο περιοδικό l' Avenir International (Το Διεθνές Μέλλον) τον Γενάρη του 1920, έθετε το ερώτημα: Πώς μπορεί μια αντικαπιταλιστική επανάσταση να υπερασπίσει τον εαυτό της απέναντι σε μια αστική αντεπανάσταση ιδιαίτερα στις αρχές της; «Πως μπορούμε να υπερασπίσουμε την επανάσταση παρά επιστρατεύοντας τον εξαναγκασμό ενάντια σε όλους όσους προσπαθήσουν να εμποδίσουν την επιτυχία της; Με το πρόσχημα ότι υπερασπίζουμε την ελευθερία… θα τους επιτρέψουμε να καταστρέψουν τη νέα κοινωνία;». Το άρθρο είχε τον τίτλο «Ο οργανωμένος Κομμουνισμός: για την κοινωνική δικτατορία του προλεταριάτου» -που μιλάει από μόνος του.14 Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση απ’ την ανάλυση του Λένιν για το «κράτος τύπου Κομμούνας», το «μισο-κράτος» της «μεταβατικής περιόδου».

Κόμμα και τάξη

Χωρίς το κόμμα των μπολσεβίκων δεν θα υπήρχε Οκτώβρης του 1917. Αυτό, ακριβέστερα η ηγεσία του, πήρε την απόφαση, κινητοποίησε τις δυνάμεις, κατέστρωσε και υλοποίησε το σχέδιο για την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης. Αυτό το κόμμα δεν «προέκυψε» στο οχτάμηνο απ’ τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη απ’ τη σύγκλιση αγωνιστών/τριών που ήθελαν η επανάσταση να πάει μπροστά. Χτιζόταν επί χρόνια μέσα σε πολιτικές μάχες κατά τις οποίες και διδασκόταν αλλά και δίδασκε τα πιο πρωτοπόρα και μαχητικά τμήματα της τάξης που έκανε την επανάσταση.

Η ίδρυση της Κομιντέρν είχε σκοπό να επιταχύνει τη δημιουργία αντίστοιχων κομμάτων και μάλιστα σε συνθήκες που το επαναστατικό κύμα έμοιαζε ασυγκράτητο. Ταυτόχρονα άνοιξε και μια πολύπλευρη και έντονη συζήτηση. Η έλξη που ασκούσε το κόμμα των μπολσεβίκων και η νέα Διεθνής δεν απαντούσε από μόνη της το ερώτημα τι είδους οργάνωση χρειαζόταν οι επαναστάτες. Οι απαντήσεις ποίκιλλαν.

Ο Ανχέλ Πεστάνα, αντιπρόσωπος της CNT στο δεύτερο συνέδριο της Κομιντέρν, υποστήριξε την άποψη ότι η προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας το 1914 ήταν η απόδειξη ότι η ανάμιξη στην πολιτική οδηγεί στους ταξικούς συμβιβασμούς. Ο Πεστάνα ταύτιζε τα πολιτικά κόμματα με τον κοινοβουλευτισμό και την συμμετοχή στις εκλογές και τα αστικά κοινοβούλια με τον ρεφορμισμό και τις προδοσίες του. Η εναλλακτική λύση, υποστήριξε, ήταν τα συνδικάτα «φτάνει να είναι επαναστατικά και να έχουν μαχητικό πνεύμα».15

Οι μπολσεβίκοι μπήκαν σε αυτή τη συζήτηση για να πείσουν με βάση την εμπειρία και τους κοινούς τόπους, όχι για να καταγγείλουν. Χαρακτηριστική απ’ αυτή την άποψη είναι η παρέμβαση του Τρότσκι στη συζήτηση για το κόμμα. Ξεκίνησε ασκώντας κριτική όχι στους αναρχοσυνδικαλιστές ή στους αναρχικούς, αλλά στον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, τον Πάουλ Λέβι. Αυτός είχε δηλώσει ότι το συνέδριο δεν είχε κανένα λόγο να μπει σε τέτοια συζήτηση μιας «και η ιστορία έχει λήξει το θέμα εδώ και καιρό για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων ακόμα και των Αμερικάνων εργατών».

Το ζήτημα είναι με ποιους συζητάς και ποιους θέλεις να πείσεις, απάντησε ο Τρότσκι: «Είναι αυταπόδεικτο, ότι αν έχουμε να κάνουμε με τους κ. Σάιντεμαν ή Κάουτσκι ή τους Άγγλους ομοϊδεάτες τους, θα ήταν βέβαια περιττό να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε ότι το πολιτικό κόμμα είναι απαραίτητο για την εργατική τάξη. Έχουν δημιουργήσει ένα κόμμα για την εργατική τάξη και το παρέδωσαν στην υπηρεσία των αστών και της καπιταλιστικής κοινωνίας». Γι’ αυτό το λόγο, συνέχισε ο Τρότσκι «προτιμώ να συζητώ με τους Ισπανούς, Γάλλους, Αμερικάνους συντρόφους που σε αντίθεση με τον Σάιντεμαν θέλουν να ξεριζώσουν το κεφάλι της αστικής τάξης».

Ο Τρότσκι έκανε αναφορά στις επεξεργασίες του ρεύματος του επαναστατικού συνδικαλισμού στην Γαλλία και συγκεκριμένα του Μονάτ και του Ροσμέρ για την «ενεργητική μειοψηφία» (minorité agissante) στα συνδικάτα της CGT δηλαδή μια μειοψηφία: «επαναστατών αγωνιστών που θα κέρδιζε επιρροή στις ηγετικές της επιτροπές. Αυτή η ‘πρωτοπορία μέσα στην πρωτοπορία’ θα έπαιζε ένα κρίσιμο ρόλο για να πείθει τα μέλη για την ανάγκη της επαναστατικής αλλαγής και για να προστατέψει την οργάνωση από τον κίνδυνο του ρεφορμισμού».16

Παρόλο που, όπως επεσήμανε κι ο Τρότσκι «οι Γάλλοι συνδικαλιστές δεν είχαν και πολύ ξεκάθαρο τι σήμαινε αυτή η μειοψηφία», η ανάλυσή τους ήταν ένας «οιωνός των μελλοντικών εξελίξεων». Και κατέληγε εξηγώντας τι είναι στην ουσία του το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης: «Τι σημαίνει μια τέτοια μειοψηφία; Είναι το διαλεχτό τμήμα της γαλλικής εργατικής τάξης, ένα τμήμα με ξεκάθαρο πρόγραμμα και δική του οργάνωση, μια οργάνωση στην οποία συζητάει όλα τα ζητήματα, κι όχι μόνο συζητάει αλλά επίσης αποφασίζει και που είναι δεμένη με μια ορισμένη πειθαρχία».17

O Τρότσκι δεν έπεισε ούτε τον Πεστάνα ούτε γενικότερα την CNT, που διέκοψε τις σχέσεις με την Κομιντέρν οριστικά το 1922. Όμως, μέσα από τέτοιες σκληρές αλλά συντροφικές αντιπαραθέσεις χιλιάδες αγωνιστές/τριες σε όλο τον κόσμο, από τον Καναδά μέχρι την Κίνα, κερδήθηκαν στις γραμμές των επαναστατικών κομμάτων και της Κομιντέρν.

Τί έγινε στην Ρωσία;

Οι αναρχικοί στην Ρωσία έπαιξαν ρόλο στην Επανάσταση. Αγωνιστές από αυτό το ρεύμα έπαιξαν ρόλο στις διαδηλώσεις του Ιούνη και του Ιούλη του 1917, εκλέχτηκαν στα σοβιέτ ή στο κεντρικό συμβούλιο των εργοστασιακών επιτροπών στην Πετρούπολη. Στην Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή του Σοβιέτ της Πετρούπολης που οργάνωσε την κατάληψη της εξουσίας τον Οκτώβρη, δίπλα στους 48 μπολσεβίκους και 14 αριστερούς εσέρους, συμμετείχαν ενεργητικά και 4 αναρχικοί. Ο πιο γνωστός ήταν ο Μπιλ (Βλαδιμήρ) Σάτοφ, που είχε γίνει αναρχικός στις ΗΠΑ και είχε επιστρέψει στην Ρωσία τον Ιούλη. Όταν τον Δεκέμβρη του 1917 η μπολσεβίκικη κυβέρνηση αποφάσισε να διαλύσει την Συντακτική Συνέλευση, την απόφαση την υλοποίησε η φρουρά της Ανακτόρου της Ταυρίδας στη Μόσχα. Ήταν ο αναρχικός ναύτης Ζελάζνιακοφ, επικεφαλής της φρουράς που είπε απλά στο πρόεδρο της Συντακτικής: «Η φρουρά είναι κουρασμένη, ώρα να διαλυθείτε».

Ωστόσο οι αναρχικοί δεν κατόρθωσαν ποτέ να γίνουν ένα ισχυρό και υπολογίσιμο ρεύμα στη διάρκεια της επανάστασης. Ένας από τους σημαντικούς λόγους γι’ αυτή την αποτυχία βρισκόταν στις αντιφάσεις που διατρέχουν τον αναρχισμό σαν θεωρία. Το διάβασμα του βιβλίου που έγραψε ο Ρώσος αναρχικός Βολίν με τίτλο Η Άγνωστη Επανάσταση τις αναδεικνύει.

Ο Βολίν βάζει πρώτη στη σειρά των αιτιών για «την ήττα των αναρχικών ιδεών», την «γενική πνευματική κατάσταση των λαϊκών μαζών» και δεύτερη την «προκατάληψη περί Κράτους» που ήταν «σχεδόν έμφυτη». Από τη μια η επανάσταση είναι έργο των μαζών χωρίς ηγεσίες που είναι «εξουσιαστικές» από την άλλη οι «μάζες» είναι πολύ καθυστερημένες να το καταλάβουν. Μια από τις πιο κοινές κατηγορίες που εκτοξεύουν οι αναρχικοί ενάντια στους μπολσεβίκους είναι ότι υφάρπαξαν τα σοβιέτ, τα καπέλωσαν και τα κατέστειλαν, η εξέγερση της Κρονστάνδης τον Μάρτη του 1921 είχε σαν σύνθημα τα «ελεύθερα σοβιέτ».18 Είναι εντυπωσιακό να διαβάζει κανείς στο βιβλίο του Βολίν ότι για τους αναρχικούς το σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» ήταν «μια κούφια φράση» επειδή ο «όρος εξουσία καθιστούσε το σύνθημα διφορούμενο, ύποπτο, παράλογο και δημαγωγικό».19

Όπως γράφει ο αναρχικός ιστορικός Πολ Άβριτς:

«Σύντομα διαμορφώθηκε μια ολόκληρη γκάμα από γνώμες, που ξεκινούσε από την ενεργητική αντίσταση στους μπολσεβίκους, περνούσε στην παθητική ουδετερότητα και κατέληγε στην πρόθυμη συνεργασία. Κάποιοι αναρχικοί μάλιστα εντάχτηκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Τελικά, μια μεγάλη πλειοψηφία στήριξε -σε διάφορους βαθμούς- το πολιορκημένο καθεστώς».

Ο Βίκτορ Σερζ που έφτασε στην Ρωσία στις αρχές του 1919 βρήκε ένα αναρχικό κίνημα κατακερματισμένο και αποδυναμωμένο. Στο Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης, ο Σερζ διηγείται τις πρώτες πράξεις καταστολής που εφάρμοσε η κυβέρνηση των μπολσεβίκων (στην οποία συμμετείχαν οι αριστεροί εσέροι) την άνοιξη του 1918 στην Μόσχα, ενάντια στην αναρχική Μαύρη Φρουρά και εξηγεί την αναγκαιότητά τους.20

Για ένα κομμάτι των αναρχικών η συνέχεια ήταν η ανοιχτή και ένοπλη αντιπαράθεση με τους μπολσεβίκους και τον Κόκκινο Στρατό. Ο Βολίν βρέθηκε στο επιτελείο του αντάρτικου στρατού του Νέστωρ Μαχνό στο νότο της Ουκρανίας. Ο Μαχνό, όπως και η Κρονστάνδη, στην αναρχική μυθολογία εκφράζει το πραγματικό «ελευθεριακό» πνεύμα της ρώσικης επανάστασης, που πολέμησε ενάντια στον αντεπαναστατικό στρατό του Ντενίκιν αλλά οι «κρατιστές» μπολσεβίκοι τον καταδίωξαν όταν δεν τον χρειάζονταν. Πρόκειται για ένα μύθο.

Ο ίδιος ο Μαχνό και πολλοί απ’ τους στενούς του συμμαχητές ήταν πράγματι αναρχικοί με μακρά θητεία. Αλλά ο στρατός που ηγούνταν κοινωνικά έκφραζε τους ευκατάστατους αγρότες του νότου της Ουκρανίας που μπορεί να μισούσαν τους παλιούς γαιοκτήμονες, αλλά δεν είχαν τίποτα το «κομμουνιστικό» στην πρακτική τους. Η ένταξή τους στις τάξεις της «μαχνοβτσίνα» είχε περισσότερο να κάνει με την εχθρότητα στους μπολσεβίκους που είχαν αναγκαστεί να κατάσχουν το πλεόνασμα της σοδειάς για να θρέψουν τις πόλεις και τον στρατό.

Οι «κομμούνες» του Μαχνό δεν συσπείρωσαν ποτέ περισσότερες από μερικές εκατοντάδες άτομα. Στα «ελεύθερα σοβιέτ» δεν είχαν εκλογές, η πολιτική δράση απαγορευόταν και οι «αντιεξουσιαστικές» αρχές πήγαιναν περίπατο όταν επρόκειτο για τη δράση των δυο μυστικών αστυνομιών του Μαχνό, της Kontrrazvedka («σωφρονιστική επιτροπή») και της Kommissiya Protivma­khnovskikh Del (επιτροπή καταπολέμηση αντι-μαχνοβιτικών ενεργειών).21 Δεν είναι τυχαίο ότι το κίνημά δεν κατάφερε ποτέ να βρει απήχηση στους εργάτες των πόλεων. Δεν είχε να τους προσφέρει τίποτα, παρά κατασχέσεις και επιδρομές.

Η ρήξη με τους μπολσεβίκους τον Μάη-Ιούνη του 1919 δεν ήρθε επειδή ο «δικτάτορας» Τρότσκι μισούσε τους αναρχικούς, αλλά επειδή η ταξιαρχίες του Μαχνό πρώτα υποχώρησαν μπροστά στην αντεπίθεση του Ντενίκιν και μετά ενόσω το επιτελείο του Κόκκινου Στρατού προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει το μέτωπο, στασίασαν, διευκολύνοντας την προέλαση των στρατιών του Ντενίκιν που σε λίγους μήνες έφτασαν να απειλούν την Μόσχα.

Οι σκληρές επιλογές των μπολσεβίκων από το καλοκαίρι του 1918 και μετά δεν οφείλονταν σε κάποια «κρατιστικά» κουσούρια που κουβαλούσε ο μαρξισμός τους. Επιβλήθηκαν από τις συνθήκες της οικονομικής κατάρρευσης που είχε φέρει ο πόλεμος, τη ένοπλης αντεπανάστασης και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης.

Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε το ρεύμα του «σοβιετικού αναρχισμού» ή των «αναρχο-γραφειοκρατών» όπως τους αποκαλούσαν οι αντίπαλοί τους. Για παράδειγμα ο Μπιλ Σάτοφ, ανέλαβε την ασφάλεια της Πετρούπολης και πολέμησε στη 10η Στρατιά του Κόκκινου Στρατού. Κι όπως εξηγεί πάλι ο Άβριτς:

«Ο Σάτοφ ήταν μόνο ένας από τους πολλούς γνωστούς αναρχικούς που πολέμησαν απ’ τις τάξεις του Κόκκινου Στρατού. Πολλοί βρήκαν το θάνατο πολεμώντας· ανάμεσά τους ο Ιουστίν Ζουκ και ο Ανατόλι Ζελάζνιακοφ που η όλη τους διαδρομή είχε σημαδευτεί από τη βία και την εξέγερση (ο Ζελάζνιακοφ, διοικητής ενός θωρακισμένου τρένου σκοτώθηκε από πυρά πυροβολικού του Ντενίκιν κοντά στο Εκατερίνοσλαβ τον Ιούλη του 1919). Ο Αλεξάντρ Γκε, μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ δολοφονήθηκε με σπαθιές από τους Λευκούς στον Καύκασο, όπου δρούσε σαν υψηλόβαθμο στέλεχος της Τσεκά... Ο Βλαδιμήρ Ζαμπρέζνεφ (κάποτε μέλος της ομάδας Ψωμί και Ελευθερία22 στο Λονδίνο) έφτασε να ενταχτεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα και έγινε γραμματέας της εφημερίδας Ισβέστια στη Μόσχα. Το ίδιο έκανε ο Δανιήλ Νοβομίρσκι και έγινε στέλεχος της Κομιντέρν».23

Στην Ρωσία του 1919-20 δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Είτε με τους Λευκούς είτε με τους Κόκκινους. Οι μπολσεβίκοι εκφράζανε τη μόνη πραγματική εναλλακτική στην αντεπανάσταση και την ελπίδα ότι αν το καθεστώς τους άντεχε την πολιορκία, θα επιτάχυνε την επανάσταση στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Γερμανία. 

 

Σημειώσεις

1. Λένιν, Άπαντα, τόμος 39, σελ. 161. 

2. Βίκτορ Σερζ, Αναμνήσεις Ενός Επαναστάτη (1905-1941), Scripta 2008, σ.σ. 82-83. 

3.

4. R. Craig Nation, War on War: Lenin, the Zimmerwald Left, and the Origins of Communist Internationalism, Duke University Press 1989, σελ. 52.

5. David Berry, A history of the French anarchist movement, 1917-1945, Greenwood Press 2002, σελ. 64 και 35. 

6. Λένιν, Οι Θέσεις του Απρίλη, Σύγχρονη Εποχή 2012, σελ. 12. 

7. Τόνι Κλιφ, Λένιν-Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 1997, σελ. 148. Ο Ιωσήφ Πέτροβιτς Γκόλντεμπεργκ ήταν για χρόνια μέλος της Κ.Ε. των μπολσεβίκων και επικεφαλής της παράνομης δουλειάς στην Ρωσία. Προσχώρησε στους μενσεβίκους το 1917 αλλά επέστρεψε στους μπολσεβίκους το 1920. Πέθανε το 1922. 

8. Jason Garner, “Separated by an 'Ideological Chasm': The Spanish National Labour Confederation and Bolshevik Internationalism, 1917-1922”, Contemporary European History Vol. 15, No. 3 (Aug., 2006), pp. 293-326. 

9. Μάρεϊ Μπούκτσιν, Οι Ισπανοί Αναρχικοί – Τα ηρωικά χρόνια 1868-1936, Βιβλιοπέλαγος 2011, σελ. 314. 

10. J. Degras (ed.), The Communist International, 1919–1943: Documents: Vol 1 (London: 1956), p. 3.

11. Wayne Westgard Thorpe, Revolutionary Syndicalist Internationalism 1913-1923: The Origins of International Working Men’s Association, University of British Columbia (1979), σ.σ. 131-132. 

12. Alfred Rosmer, Lenin’s Moscow, Bookmarks 1987, σ.σ. 54, 56-7.

13. Thorpe, οπ, σελ. 129.

14. Berry, οπ, σελ. 40. 

15. Ντανκαν Χάλας, Κομιντέρν, ….

16. Ralph Darlington, Syndicalism and the Transition to Communism – An International Comparative Analysis, Ashgate 2008, σ.σ. 265-66. 

17. Leon Trotsky, «Speech on Comrade Zinoviev’s Report on the Role of the Party» στο The First Five Years of the Communist International Vol. 1New Park Publications 1973, σ.σ. 125-129, επίσης https://www.marxists.org/archive/trotsky/1924/ffyci-1/ch11.htm 

18. Λέανδρος Μπόλαρης, «Ιστορία: Η εξέγερση της Κρονστάνδης», Εργατική Αλληλεγγύη 1213, http://ergatiki.gr/article.php?issue=1213&id=13341 

19. Βολίν, Η Άγνωστη Επανάσταση Τόμος ΙΙ, Διεθνής Βιβλιοθήκη 1976, σ.σ. 

20. Victor Serge, Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2017, σ.σ. 335-344. 

21. Colin Darch, “The Myth of Nestor Makhno”, Economy and Society Vol. 14 No 4, November 1985 http://www.colindarch.info/docs/19851100_Myth_of_Makhno.pdf Για τις μυστικές αστυνομίες, από μια ουκρανική αναρχική πηγή, βλέπε V. Azarov, Kontrrazvedka - The Story of the Mabhnovist Intelligence Service, Black Cat Press 2008, https://libcom.org/files/Kontrrazvedka%20-%20The%20Story%20of%20the%20Makhnovist%20Intelligence%20Service%20-%20V.%20Azarov.pdf 

22. Της ομάδας που είχε ιδρύσει ο Κροπότκιν. 

23. Avrich, οπ, σ.σ. 196, 198 και 199.