Διαδήλωση για τη συμμετοχή των γυναικών στο ε
Η μεγάλη Επανάσταση του 1917 ξεκίνησε από τις εργάτριες της Πετρούπολης. Η Δήμητρα Κυρίλλου εξετάζει τη διαλεκτική ανάμεσα στην Απελευθέρωση των Γυναικών και την εργατική επανάσταση.
«Ένα πλήθος από γυναίκες … κατευθύνθηκε προς τη Δούμα για να ζητήσει ψωμί. Ήταν σαν να ζητούσαν γάλα από ένα κριάρι. Σε διάφορες συνοικίες εμφανίστηκαν κόκκινες σημαίες και οι επιγραφές τους μαρτυρούσαν ότι οι εργάτες ζητούσαν ψωμί, μα δε θέλανε πια ούτε αυταρχία ούτε πόλεμο».1
Η επανάσταση του Φλεβάρη του ’17 ξεκίνησε απρόβλεπτα στην Πετρούπολη στις 23 Φλεβάρη (8 Μάρτη με το Δυτικό ημερολόγιο -ημέρα της Γυναίκας), με απεργία και διαδήλωση από ένα τμήμα του προλεταριάτου που ζούσε κάτω από τις χειρότερες συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης, τις γυναίκες της υφαντουργίας. Τα αριστερά κόμματα πιάστηκαν κυριολεκτικά στον ύπνο. Καμιά οργάνωση δεν είχε ρίξει το σύνθημα της απεργίας για εκείνη τη μέρα.
Μέχρι σήμερα συντηρείται μια κυρίαρχη άποψη που υποβαθμίζει τον ρόλο των γυναικών στην επαναστατική διαδικασία που εγκαινιάστηκε τον Φλεβάρη του ’17, θεωρώντας μια άμορφη – αδιαμόρφωτη μάζα που κινήθηκε αυθόρμητα και μετά αποσύρθηκε αναθέτοντας τα πολιτικά καθήκοντα στους άντρες. Επιπλέον, η τελική απώλεια της επανάστασης από τον σταλινισμό κληροδότησε κι άλλες στρεβλές αντιλήψεις που κρίνοντας από το αποτέλεσμα μιλάνε ανοιχτά για αποτυχία των Μπολσεβίκων και συνακόλουθα του Μαρξισμού να κατανοήσει και να δώσει διέξοδο στο γυναικείο ζήτημα.
Κι όμως. Οι γυναίκες της Ρωσίας είχαν μια μακρυά πορεία αγώνων προς τη χειραφέτηση. Η Ρώσικη επανάσταση υπήρξε η κορύφωση κοινωνικών διεργασιών που εξελίσσονταν για περισσότερα από πενήντα χρόνια, ενώ με την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων επιχειρήθηκε για πρώτη φορά να εξαλειφθεί η γυναικεία και γενικά η έμφυλη καταπίεση. Αξίζει να ανατρέξουμε σ’αυτή την πλούσια παράδοση.
Το γυναικείο κίνημα τον 19ο αιώνα
Το γυναικείο ζήτημα στη Ρωσική αυτοκρατορία εμφανίζεται τη δεκαετία του 1860, όταν στη σκιά της ήττας στον πόλεμο της Κριμαίας, επιχειρήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις από τα πάνω, όπως η κατάργηση της δουλοπαροικίας. Στη Δυτική Ευρώπη, οι γυναίκες είχαν ήδη κάνει τα πρώτα τους βήματα στον απόηχο της Μεγάλης Γαλλικής επανάστασης και αργότερα, μετά τους αγώνες του 1830-40 εμφανίστηκε το κίνημα για το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο (Σουφραζέτες). Η Ρώσικη κοινωνία παροουσίαζε χαρακτηριστικά συνδυασμένης και ανισόμετρης ανάπτυξης. Παράλληλα με τη ραγδαία ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού στα αστικά κέντρα, οι αχανείς αγροτικές εκτάσεις της αυτοκρατορίας βούλιαζαν στη φτώχεια, την απομόνωση και την υπανάπτυξη, η αστική τάξη αδύναμη, δεν είχε κατακτήσει την αστική δημοκρατία, τα δικαιώματα και τις εκλογές ούτε για τον αντρικό πληθυσμό. Το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης γεννήθηκε στα σαλόνια των γυναικών της αριστοκρατίας και της καπιταλιστικής τάξης και είχε σαν κέντρο το αίτημα για πρόσβαση των γυναικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κάτι σχεδόν αδιανόητο για τα δεδομένα της εποχής. Η αυτομόρφωση και το φιλανθρωπικό έργο ήταν τα βασικά μέσα των γυναικών αυτών, που το 1859 έκδοσαν το περιοδικό «Αυγή».2
Μια ριζοσπαστική διέξοδος γεννήθηκε με το μυθιστόρημα του Νικολάι Τσερνισέφσκι «Τι να κάνουμε;», που κυκλοφόρησε το 1863 και έμελλε να επηρεάσει βαθειά τις επόμενες γενιές αγωνιστών και διανοούμενων –ανδρών και γυναικών- της Ρωσίας (και τον ίδιο τον Λένιν, που ονόμασε έτσι το ομότιτλο βιβλίο του). Η ηρωίδα του Τσερνισέφσκι, Βέρα Πάβλοβνα, συγκρούεται με τα ήθη της εποχής και την οικογένειά της και ζει μια διαφορετική ζωή κάνοντας έναν λευκό γάμο και ανοίγοντας ένα συνεταιριστικό ραφτάδικο, κάτι σαν κοινόβιο με γνώμονα το συμφέρον του λαού, ώστε «κανείς ποτέ να μην είναι φτωχός και δυστυχισμένος». Η έμπνευση προερχόταν από τις σοσιαλιστικές ιδέες των ουτοπιστών (Όουεν, Φουριέ). Το όνειρο της Βέρας είναι μια αγροτική κοινωνία αφθονίας αγαθών, όπου όλοι εργάζονται, τρώνε, ζουν και διασκεδάζουν μαζί. Ουσιαστικά αποτελούσε την απάντηση του ρεύματος του Μηδενισμού (Nihilism) απέναντη στην τυραννία του τσαρισμού και σε αντιπαλότητα με την τότε ανερχόμενη αστική τάξη. Το βιβλίο ήταν απαγορευμένο μέχρι το 1905 (άλλωστε όταν γράφτηκε ο συγγραφέας του βρισκόταν στη φυλακή του Τσάρου), όμως από τον Μηδενισμό ξεπήδησαν οργανώσεις που θα πρωταγωνιστούσαν τα επόμενα χρόνια, όπως η «Λαϊκή θέληση» (Ναρόντναγια Βόλυα)3 που ιδρύθηκε το 1879 από την ομάδα «Γη και Ελευθερία». Ανάπτυξαν μια πολιτική παράδοση με αναφορά την αγροτιά και υποκείμενο τον εαυτό τους, γι’αυτό και διακρίθηκαν για δράσεις μεμονωμένης τρομοκρατίας, με πιο γνωστή την εκτέλεση του τσάρου Αλέξανδρου Β’΄ και την απόπειρα κατά του διαδόχου του, Αλέξανδρου Γ’.4 Η Σοφία Περόφσκαγια που συμμετείχε στην εκτέλεση το 1881 απαγχονίστηκε από το καθεστώς και ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στη Ρωσία. Οι Ναρόντνικοι μιλούσαν για ανατροπή του συστήματος μέσα από την ατομική μόρφωση και την διδασκαλία, ένας ιδεαλιστικός τρόπος που όπως αποδείχτηκε άφησε τελείως αδιάφορο το κοινωνικό στρώμα στο οποίο απευθύνονταν, τους αγρότες.
Η κληρονομιά τους ωστόσο καθόρισε τη διανόηση, τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του 19ου αιώνα, την πολιτική συζήτηση μέσα από κύκλους αυτομόρφωσης. Σε αυτούς έκαναν τα πρώτα τους βήματα οι επαναστάτριες που πρωταγωνίστησαν στη Ρώσικη επανάσταση. Γυναίκες που συμμετείχαν σε τρομοκρατικές ενέργειες κατά των εκπροσώπων του τσαρισμού απέκτησαν τεράστιο κύρος.
Εν τω μεταξύ, ο Ρώσικος καπιταλισμός αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Στη στροφή του 20ου αιώνα, η βαριά βιομηχανία και το σιδηροδρομικό δίκτυο είχαν μετατρέψει τις πόλεις σε πολυπληθή κέντρα συσσώρευσης κεφάλαιου και εργατών, που συνέρρεαν από τις επαρχίες. Στους σοσιαλιστικούς κύκλους του Μπρούσνεφ (1889-92) αναφέρεται ότι λάμβαναν μέρος εργάτριες από τα υφαντουργεία και τα βαφεία, ράφτρες, υπηρέτριες και τρόφιμοι ορφανοτροφείων.5 Αν και ο αριθμός τους ήταν μικρός, οι γυναίκες αυτές λειτουργούσαν σαν οργανώτριες στους χώρους τους. Οι συνθήκες ζωής των εργατριών ήταν φρικτές. Πληρώνονταν περίπου το ένα τρίτο με ένα δεύτερο του μισθού των αντρών, γεγονός που τις οδηγούσε σε ακραία φτώχεια, στην ανάγκη εκπόρνευσης για να επιβιώσουν, στην εξάρτηση από τους άντρες της οικογένειάς τους. Αντιμετώπιζαν την επιφυλακτικότητα των αντρών εργατών που φοβόντουσαν ότι θα τους εκτόπιζαν από τις ειδικότητές τους και τη σεξουαλική παρενόχληση από τους προϊστάμενους και τους επιστάτες. Οι αρρώστιες θέριζαν, για περίθαλψη και ασφάλιση ούτε λόγος, το 80% δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει ενώ μόλις το 3% είχε φοιτήσει στο γυμνάσιο. Συνακόλουθα, η συμμετοχή των γυναικών στα συνδικάτα και τον δημόσιο βίο ήταν περιορισμένη. Ωστόσο στις στιγμές ανόδου του κινήματος, περνούσαν στην πρώτη γραμμή. Οι γυναίκες εργάτριες είχαν συμμετάσχει ενεργά στις απεργίες του 1894-95 στα υφαντουργεία του Γιάροσλαβ,6 κομμάτι ενός γενικότερου ξεσηκωμού που γνώρισε την καταστολή και την ήττα.
Οι μαρξιστικές ιδέες κερδίζουν σταδιακά έδαφος και αρκετές γυναίκες των κύκλων διδασκαλίας και αυτομόρφωσης έλκονται από την ακτινοβολία της εργατικής τάξης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα κόμματα της αριστεράς είχαν βάλει το γυναικείο ζήτημα στην ατζέντα τους. Το στέλεχος του Γερμανικού SPD, Α.Μπέμπελ είχε γράψει το «Γυναίκες και σοσιαλισμός» (1878), όπου αναφέρεται στη διπλή καταπίεση των γυναικών από τον καπιταλισμό και από την θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία, ενώ από το 1891 λειτουργούσε στο κόμμα «Γραφείο για το Γυναικείο ζήτημα» με ευθύνη της Κλάρα Τσέτκιν. Το 1901 η Νάντια Κρούπσκαγια δημοσιεύει το δοκίμιο «Η εργάτρια», βασισμένο στην εμπειρία της από τους μορφωτικούς εργατικούς κύκλους που είχε συμμετάσχει. Από τους κύκλους ανάγνωσης έργων του Τολστόι η Κρούπσκαγια πέρασε στον Μαρξισμό πριν γνωρίσει τον Λένιν και συνδεθεί μαζί του. Το 1898 ιδρύθηκε το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ).
1905 - Φεμινίστριες και Μαρξίστριες
Η επανάσταση του 1905 ήταν μια πρώτη γεύση εξέγερσης στην αυλή του τσαρισμού. Γνώρισε την καταστολή, αλλά ανάγκασε το καθεστώς σε περιορισμένες παραχωρήσεις, μεταξύ των οποίων μια μίνι βουλή, η δούμα, όπου οι εκπρόσωποι θα εκλέγονταν από τους πολίτες. Μέσα στον γενικό κοινωνικό αναβρασμό, οι φεμινίστριες πέρασαν από το φιλανθρωπικό έργο στη διεκδίκηση της γυναικείας ψήφου και βρήκαν ανταπόκριση.7 Για πρώτη φορά οι φεμινιστικές οργανώσεις μαζικοποιήθηκαν και βρήκαν πλατύ ακροατήριο, αλλά δρούσαν σε καθαρά γυναικεία – διαταξική βάση, κι ακόμα κι όταν απευθύνονταν στις γυναίκες της εργατικής τάξης, το έκαναν με πατερναλιστικό τρόπο, με πιο ακραίο παράδειγμα αστές που απευθύνονταν στις οικιακές βοηθούς τους!8 Από την άλλη μεριά οι εργάτριες μιλούσαν για άδειες, επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και είχαν κάνει προχωρήματα. Αγωνίστριες όπως η Άννα Μπολντίρεβα και η Βέρα Καρέλινα έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη «Ματωμένη Κυριακή» και εκλέχτηκαν στο Σοβιέτ της Πετρούπολης.9 Το στέλεχος του ΡΣΔΕΚ Αλεξάνδρα Κολλοντάι έγραφε «δεν υπήρχε γωνιά που να μην άκουγες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια γυναικεία φωνή να μιλάει και να απαιτεί δικαιώματα».10
Η Κολλοντάι και οι συντρόφισές της από το ΡΣΔΕΚ συγκρούστηκαν με τις φεμινίστριες, πολλές φορές με οξύ τρόπο. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ τους στον πυρήνα τους είναι επίκαιρες και σήμερα. Δεν διαφωνούσαν με τα αιτήματα για δικαιώματα και για την ψήφο, αλλά έδιναν καθαρή προτεραιότητα στην ταξική διάσταση των αγώνων των γυναικών και την προοπτική της συνολικής απελευθέρωσης της κοινωνίας, ενώ οι φεμινίστριες επεδίωκαν την ενότητα όλων των γυναικών, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση με βασικό στόχο την ψήφο. Οι γυναίκες του Μπολσεβίκικου κόμματος δεν συμμετείχαν στις φεμινιστικές οργανώσεις, ωστόσο ήθελαν να αναδείξουν τα γυναικεία ζητήματα που αντιμετώπιζαν οι εργάτριες μέσα στο φόντο της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας. Είχαν προσπαθήσει να οργανώσουν κομματικούς ομίλους γυναικών, συχνά προκαλώντας την εχθρότητα των ανδρών του κόμματος.
Όταν το καθεστώς σταθεροποιήθηκε, όχι μόνο δεν έδωσε την πολυπόθητη γυναικεία ψήφο, αλλά άρχισε να ψαλιδίζει τις προηγούμενες παραχωρήσεις του. Πριν ξεφουσκώσει τελείως, το φεμινιστικό κίνημα οργάνωσε το πρώτο «Πανρωσικό Συνέδριο Γυναικών», στην Πετρούπολη το 1907. Ήταν ένα μαζικό πολιτικό γεγονός που απασχόλησε χιλιάδες γυναίκες και συμπύκνωσε τα πολιτικά ζητήματα και τις αντιπαραθέσεις της προηγούμενης περιόδου. Η πλειοψηφία των συνέδρων ήταν γυναίκες της διανόησης και της αφρόκρεμας της «καλής κοινωνίας» και μόνο ένα 5% προέρχονταν από την εργατική τάξη. Το ΡΣΔΕΚ είχε διασπαστεί σε Μπολσεβίκικο και Μενσεβίκικο κόμμα, με το δεύτερο να είναι υπέρ της συνεργασίας με τα δημοκρατικά κομμάτια των φεμινστριών, ενώ οι Μπολσεβίκοι δεν ήθελαν καμιά συνεργασία. Η Κολλοντάι πίστευε ότι έπρεπε να γίνουν σαφείς οι διαφορές. Στην ομιλία της, που διαβάστηκε από μια συντρόφισά της γιατί η ίδια είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Ρωσία εξηγούσε:
«Ο κόσμος της γυναίκας διαιρείται, όπως ακριβώς ο κόσμος των ανδρών σε δυο στρατόπεδα. Τα συμφέροντα και οι προσδοκίες μιας ομάδας γυναικών τη φέρνουν κοντά στην τάξη των αστών, ενώ η άλλη ομάδα έχει στενή σύνδεση με το προλεταριάτο, και τα αιτήματά του για απελευθέρωση αγκαλιάζουν την πλήρη λύση του γυναικείου ζητήματος. Οπότε αν και τα δυο στρατόπεδα ακολουθούν το γενικό σύνθημα της «απελευθέρωσης των γυναικών», οι στόχοι και τα συμφέροντα διαφέρουν. Κάθε ομάδα ασυνείδητα έχει αφετηρία τα συμφέροντα της δικής της τάξης, κι αυτή χρωματίζει τους στόχους και τα καθήκοντα που βάζει... Όσο εμφανώς ριζοσπαστικά τα αιτήματα των φεμινιστριών, δεν πρέπει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι οι φεμινίστριες δεν μπορούν, εξ’αιτίας της ταξικής τους θέσης να παλέψουν για τον ριζικό μετασχηματισμό της σύγχρονης οικονομικής και κοινωνικής δομής της κοινωνίας, χωρίς την οποία η απελευθέρωση των γυναικών δεν μπορεί να είναι πλήρης... Αν σε συγκεκριμένες συνθήκες, τα βραχυπρόθεσμα καθήκοντα των γυναικών όλων των τάξεων συμπίπτουν, οι τελικοί στόχοι των δυο στρατοπέδων, οι οποίοι μακροπρόθεσμα καθορίζουν την κατεύθυνση του κινήματος και την τακτική, διαφέρουν κάθετα. Ενώ για τις φεμινίστριες η επίτευξη ίσων δικαιωμάτων στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο αποτελεί αυτοσκοπό, ίσα δικαιώματα σήμερα για τις προλετάριες είναι μόνο ένα μέσον για το προχώρημα του αγώνα ενάντια στην οικονομική υποδούλωση της εργατικής τάξης.»11
Οι γυναίκες και το ‘17
Τα προχωρήματα των εργατριών της Πετρούπολης ήταν καρπός της όξυνσης των ταξικών και πολιτικών αγώνων και της αντίστασης στο σφαγείο του Α’΄Παγκόσμιου πολέμου, όπου Μπολσεβίκοι και Μπολσεβίκες είχαν παίξει ηγεμονικό ρόλο. Αυτή τη φορά οι φεμινίστριες βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο: όχι μόνο στήριξαν τις πολεμικές επιχειρήσεις του τσάρου, αλλά είχαν προσπαθήσει -χωρίς επιτυχία- οργανώσουν σώμα γυναικών στο μέτωπο, πιστεύοντας ότι έτσι θα βελτιωνόταν η εικόνα της γυναίκας στην κοινωνία!12
Για τους Μπολσεβίκους η κατάληψη της εξουσίας από τα εργατικά συμβούλια τον Οχτώβρη του ‘17 ήταν μόνο η αρχή για την οικοδόμηση μιας διαφορετικής κοινωνίας. Η πάλη ενάντια στη γυναικεία καταπίεση ήταν κεντρικό σημείο του επαναστατικού τους σχέδιου. Για την αντίληψή τους, το μέτρο του πόσο προοδευτική είναι μια κοινωνία είναι ο βαθμός χειραφέτησης των γυναικών σ’αυτή. Ήδη οι γυναίκες έπαιζαν βασικό ρόλο στην παραγωγή, ήταν σχεδόν η μισή ενεργή εργατική τάξη. Πολλές εργάτριες είχαν οργανωθεί στο κόμμα των Μπολσεβίκων, σημαντική αλλαγή από το 1905, που είχε επηρεάσει θετικά και την αυτοπεποίθησή τους.13 Πώς όμως θα ερχόταν η απελευθέρωση;
Κατ’αρχήν νομοθετικά: Λίγες βδομάδες μετά την Οχτωβριανή επανάσταση, με διάταγμα καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος σαν υποχρεωτικός (με απλή δήλωση στο ληξιαρχείο), δίνοντας μάλιστα το δικαίωμα επιλογής του επωνύμου (του άντρα ή της γυναίκας – ο Τρότσκι επέλεξε το όνομα της γυναίκας του). Επίσης το αυτόματο (μονομερές) διαζύγιο, η αναγνώριση και προστασία της μητρότητας μέσα στο γάμο αλλά και εκτός, όπως στους λεγόμενους «de facto» γάμους – συμβιώσεις, με χορήγηση αδειών και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Δόθηκε το δικαίωμα καθολικής ψήφου, καθιερώθηκε η ισότητα στην εργασία.14 Με τον οικογενειακό κώδικα του 1918 καταργήθηκαν τα αδικήματα της μοιχείας της αιμομειξίας και ομοφυλοφιλίας. Αναφέρονται τουλάχιστον δυο ομοφυλόφιλοι άντρες σε κυβερνητικές θέσεις (Γκριγκόρι Τσιτσέριν και Γκριγκόρι Μπάτκις). Οι λεσβίες αν και λιγότερο ορατές, ήταν αποδεκτές, με γνωστό το παράδειγμα του Λεβ Ρόζενσταϊν, διευθυντή του Ινστιτούτου για την Νευροψυχιατρική Προφύλαξη στην Μόσχα, που κάλεσε «ένστολες Λεσβίες, γυναίκες της πολιτοφυλακής και του Κόκκινου Στρατού, να μιλήσουν στους φοιτητές για την ζωή τους» και ανακοίνωσε ότι «οι γυναίκες στην Σοβιετική Ρωσία μπορούν νόμιμα να πάρουν ονόματα ανδρών και να ζήσουν σαν άντρες».15 Με αντίστοιχο διάταγμα (1920) νομιμοποιήθηκαν οι εκτρώσεις χωρίς όρους και προϋποθέσεις και μάλιστα δωρεάν στα δημόσια νοσοκομεία.
Η επαναστατική Ρωσία υπήρξε πρωτοπόρα σε δημοκρατικά δικαιώματα που στις αστικές δημοκρατίες της Δύσης χρειάστηκαν δεκαετίες για να κατακτηθούν. Δεν είχε καθόλου να κάνει με κάποια φιλελεύθερη διάθεση των Μπολσεβίκων, αλλά με το σπάσιμο της υλικής βάσης της γυναικείας καταπίεσης και σ’αυτήν η πυρηνική οικογένεια κατείχε κεντρικό ρόλο. Ήταν ο θεσμός που κρατούσε τις γυναίκες δεμένες με το νοικοκυριό, το μεγάλωμα των παιδιών αλλά και με τις κοινωνικές και ατομικές συμβάσεις της αστικής ηθικής. Οι Μπολσεβίκοι με τα μέτρα τους προσπάθησαν να χτυπήσουν τα θεμέλια της πυρηνικής οικογένειας: να ελαφρύνουν τις εργάτριες από το φορτίο της δουλειάς στο σπίτι και να ελευθερώσουν το χρόνο τους για συμμετοχή στα κοινά. Γι’ αυτό μετέφεραν πόρους από τα κληρονομικά δικαιώματα στη χρηματοδότηση κρατικών θεσμών και κοινοτικών υπηρεσιών που αναλάμβαναν το μαγείρεμα, το πλύσιμο, το ράψιμο αλλά και τη φροντίδα των παιδιών. Όλα αυτά δεν ήταν υποχρεωτικά αλλά δυνατότητες για μια διαφορετική οργάνωση του ελεύθερου χρόνου, της κοινωνικότητας, του έρωτα, της σεξουαλικότητας. Ο Λένιν και ο Τρότσκι έδωσαν βαρύτητα στην εξήγηση αυτών των αναγκαίων τομών. Η Κολλοντάι χαρακτηριστικά έλεγε: «Ο διαχωρισμός της κουζίνας από τον γάμο δεν είναι λιγότερο σημαντικός από τον χωρισμό εκκλησίας – κράτους...».16
Αρκούσαν οι νομοθετικές ρυθμίσεις για να αλλάξουν θεσμοί και βαρίδια αιώνων; Ασφαλώς όχι. Δεν υπήρχε κανένας αυτόματος τρόπος ώστε μια κοινωνία με τις καθυστερήσεις της Ρωσίας να κινηθεί με τον τρόπο που έβαζε το επαναστατικό καθεστώς, πόσο μάλλον που το ποσοστό των γυναικών στα σοβιέτ, στα συνδικάτα, ακόμα και στο κόμμα παρέμενε μικρό. «Η απελευθέρωση των γυναικών της εργατικής τάξης είναι έργο των ίδιων», έλεγε ο Λένιν.17 Οι επαναστάτριες έπρεπε να ανοιχτούν στις γυναίκες.
Τον Νοέμβρη του 1918 οργανώθηκε στην Αίθουσα των Συνδικάτων του Κρεμλίνου το πρώτο Παν-ρωσικό Συνέδριο των Εργαζόμενων γυναικών. Ήταν μια προσπάθεια της κυβέρνησης να μετατρέψει σε πράξη τα επαναστατικά μέτρα και να επικοινωνήσει με τις μάζες των γυναικών από τη Βαλτική ως τη Σιβηρία. Την οργανωτική επιτροπή απάρτιζαν οι Ινέσα Αρμάντ, Α. Κολλοντάι, Κλάβδια Νικολάεβα και Γ. Σβερντλόφ (τότε γραμματέας των Μπολσεβίκων). Η επιτυχία ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Περίμεναν 300 συνέδρους και τελικά ήρθαν πάνω από 1.000 γυναίκες –κυρίως εργάτριες, φορούσαν κόκκινα μαντήλια, προβιές, πολύχρωμες τοπικές ενδυμασίες, στρατιωτικά αμπέχωνα και έκαναν απίστευτο θόρυβο. Οι Μπολσεβίκοι ανέλυσαν τις θέσεις της κυβέρνησης για τη θέση της γυναίκας, τα νέα διατάγματα, την οικογένεια στο κομμουνιστικό κράτος, ενώ συχνά διακόπτονταν από κραυγές όπως «εμείς δεν θα παρατήσουμε τα παιδιά μας!»18 Η ομιλία του Λένιν έκανε τεράστια αίσθηση. Ποτέ στο παρελθόν αρχηγός κράτους δεν είχε κάνει παρέμβαση για το γυναικείο ζήτημα. Τι συνέβη; Είχε αλλάξει γνώμη υπέρ αυτόνομων γυναικείων οργανώσεων; Αυτό που είχε αλλάξει ήταν η συγκυρία. Το νεοσύστατο εργατικό κράτος έπρεπε να πάρει τις γυναίκες με το μέρος του και ενώ είχε πολιτική πρόταση, δεν είχε την οργανωτική δύναμη να την υλοποιήσει, χρειαζόταν μια ζωντανή συλλογικότητα.
Το Ζενοτντέλ
Έτσι ιδρύθηκε το Ζενοτντέλ (Γραφείο Γυναικών), που ανέλαβε να οργανώσει τη δουλειά για το γυναικείο, να μεταφέρει τα μηνύματα σε κάθε γωνιά της Ρωσίας και να πείσει τις γυναίκες να τα κάνουν πραγματικότητα. Πρώτη επικεφαλής εκλέχτηκε η Ινέσα Αρμάντ (μετά το θάνατό της το 1920, αντικαταστάθηκε από την Κολλοντάι). Πλαισιωνόταν από ένα δίκτυο γυναικείων στελεχών και ομάδες εθελοντριών σε τοπικά γραφεία στις μεγάλες πόλεις. Κάθε χώρος είχε να εκλέξει αντιπροσώπους για μια θητεία στο Ζενοτντέλ (κατά το πρότυπο των σοβιέτ). Οι εκλεγμένες συμμετείχαν στις κεντρικές συνεδριάσεις και μετέφεραν την εμπειρία τους πίσω στους χώρους τους. Σταδιακά ξεπερνούσαν τον φόβο και τις αναστολές που συχνά καθηλώνουν πολλές γυναίκες στη σιωπή και εκπαιδεύτηκαν στον δημόσιο λόγο.
Έγιναν προπαγανδιστικές αποστολές με τρένα και πλοία, αρχικά για την υποστήριξη του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο που είχε ξεσπάσει, με αποτέλεσμα το κέρδισμα χιλιάδων γυναικών στα μετόπισθεν και σε μικρό αριθμό στην πρώτη γραμμή. Το σύνθημα ήταν «να πάμε στο λαό», εκεί που αυτός ζούσε: στους χώρους δουλειάς, στα σπίτια, στα δημόσια λουτρά. Ετσι χιλιάδες γυναίκες κάθε φυλής και θρησκείας συμμετείχαν σε συνελεύσεις και ήρθαν σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες. Αναφέρονται περιστατικά γυναικών που έσχιζαν επιδεικτικά τις μαντήλες τους σε δημόσιους χώρους, σαν ένδειξη χειραφέτησης ενάντια στη θρησκευτική τους παράδοση!19
Σημαντική αποστολή ήταν η καταπολέμιση του αναλφαβητισμού που στις γυναίκες έφτανε σε τρομακτικά επίπεδα. Η Νάντια Κρούπσκαγια που είχε διδάξει παλιότερα, έπαιξε κεντρικό ρόλο στα μαθήματα που οργανώθηκαν για ενήλικες.
Η «Κομμουνίστρια» ήταν το μηνιαίο περιοδικό του Ζενοτντέλ, συνεχίζοντας τη συστηματική παρέμβαση που είχε επιχειρηθεί νωρίτερα με την «Εργάτρια» (Robotnitsa) – γυναικείο έντυπο των Μπολσεβίκων- όχι όμως το μοναδικό. Αναφέρονται 18 περιοδικές εκδόσεις με συνολική κυκλοφορία που έφτανε 670.000 φύλλα.20
Το Ζενοτντέλ δεν είχε μόνο συμπάθειες. Υπήρχαν περιπτώσεις που στελέχη του καταδιώχτηκαν ή και δολοφονήθηκαν, ειδικά στις αγροτικές περιοχές, κυρίως από άντρες που απέρριπταν την επηρροή της οργανωμένης παρέμβασης στη δική τους οικογένεια/σχέση. Υπήρξαν περιπτώσεις γυναικών που έγιναν αποδέκτες της χειρότερης βίας όταν κερδήθηκαν έμπρακτα στην πολιτική δράση. Επικριτές του Ζενοτντέλ υπήρχαν και μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα. Όμως η τύχη του εγχειρήματος της γυναικείας χειραφέτησης στη Ρωσία κρίθηκε από πολύ πιο σκληρούς παράγοντες, από την εξέλιξη της εργατικής εξουσίας μέσα στο πρώτο σοβιετικό κράτος.
Η Ρώσικη κοινωνία βγήκε από τον εμφύλιο με διαλυμένη την παραγωγή, τα σοβιέτ, την οικονομία και με 9 εκατομμύρια νεκρούς, κυρίως από τις πόλεις και από το προλεταριάτο, την κοινωνική δύναμη που θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα τα επαναστατικά μέτρα της σοβιετικής κυβέρνησης. Η Νέα Οικονομική Πολιτική που ακολούθησε τον Πολεμικό Κομμουνισμό οδήγησε σε υψηλή ανεργία, με πρώτα θύματα τις γυναίκες. Τα φιλόδοξα σχέδια για κοινοτικές υπηρεσίες ξέμειναν από χρηματοδότηση. Η ισότητα έμεινε στα χαρτιά και αντί για την οικονομική αυτονομία, οι γυναίκες εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από τους άντρες. Συνακόλουθα, το αυτόματο διαζύγιο μετατάπηκε σε πλεονέκτημα των ισχυρότερων (ανδρών) κατά των γυναικών. Εκατομμύρια παιδιά εγκαταλελημμένα από τους γονείς τους (besprizorniki), τριγύριζαν άστεγα στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων. Στην ύπαιθρο τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα: Η προοπτική ανεξαρτησίας των γυναικών έγινε εφιάλτης για τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά που είχαν μάθει να επιβιώνουν σε οικογενειακή βάση. Τελικά η οικογένεια παρέμεινε το ατομικό καταφύγιο του καθενός και της καθεμιάς.
Η αντεπανάσταση
Όλα αυτά τα πισωγυρίσματα δεν συγκρίνονται με το Θερμιδώρ που ακολούθησε τη βίαιη κολλεκτιβοποίηση και την αντεπανάσταση τη δεκαετία του ’30. Ο σταλινισμός ανέτρεψε βίαια τις περισσότερες κατακτήσεις της επανάστασης: Το 1934 η ομοφυλοφυλία θεωρήθηκε αδίκημα με ποινή έως 8 χρόνια φυλάκισης και ξεκίνησαν καμπάνιες ενάντια στην έκκλυση των ηθών, και τη μοιχία! Οι αμβλώσεις απαγορεύτηκαν με νόμο το 1936, ενώ το διαζύγιο έγινε δυσκολότερο και εξαιρετικά δαπανηρό. Με τα πεντάχρονα πλάνα οι εργάτριες επέστρεψαν μαζικά στην παραγωγή αλλά οι περισσότερες θέσεις ήταν στη βαριά βιομηχανία και η ισότητα με τους άντρες εφαρμόστηκε προς τα κάτω. Ο αναδυόμενος κρατικός καπιταλισμός χρειαζόταν την πυρηνική οικογένεια και όχι την ελευθερία και τους κοινωνικούς πειραματισμούς της δεκαετίας του ’20, γι’αυτό ενθάρρυνε τον συντηρητισμό και τον κονφορμισμό, βράβευε τις πολύτεκνες γυναίκες και επέκρινε τις άτεκνες. Το Ζενοτντέλ διαλύθηκε το 1930 με κρατική δήλωση ότι «είχε εκπληρώσει τους στόχους του για τη θέση των γυναικών»!
Τα μέτρα της Οχτωβριανής επανάστασης έχουν εκ των υστέρων δεχτεί κριτικές από αντίθετες πλευρές. Κομμάτια του φεμινισμού τα υποτιμούν, θεωρώντας τα απρόθυμες προσπάθειες ενάντια στην γυναικεία καταπίεση, συχνά με ψυχολογικές ερμηνείες με βάση την προσωπικότητα ή αποσπασματικές δηλώσεις συγκεκριμένων Μπολσεβίκων ηγετών. Παρόμοια είναι η αντίληψη ότι στη Σοβιετική Ρωσία δεν υπήρχε ενδιαφέρον για τα έμφυλα ζητήματα, αλλά μόνο για την ανάπτυξη της κρατικής οικονομίας.
Υπάρχουν και επικρίσεις για «αχαλίνωτη σεξουαλική επανάσταση και χυδαίο υλισμό» που χρεώνονται στη μαρξιστική παράδοση του ιστορικού υλισμού. Ωστόσο η θεώρηση της σταλινικής αντεπανάστασης σαν κάποιου είδους «διορθωτικής κίνησης» απέναντη στη φρενίτιδα της επανάστασης είναι ολότελα λαθεμένη. Χρειάζεται να θυμηθεί κανείς ότι στην ανάπαυλα του μεσοπολέμου είχαν αναπτυχθεί διεθνώς κινήσεις σεξουαλικής χειραφέτησης, από το Βερολίνο και το ινστιτούτο του Μάγκνους Χίρσφελντ μέχρι την προδευτική περίοδο του Βίλχελμ Ράιχ σε σχέση με τη σεξουαλικότητα με τη Ρωσία να κρατά την πιο «ανοιχτή» στάση από όλους.
Οι επαναστατικές προσπάθειες για τη χειραφέτηση των γυναικών δεν μπορούν να αναχθούν σε κώδικα συμπεριφοράς, ούτε σε «οδηγίες προς ναυτιλομένους» γιατί ο αντίχτυπος των μέτρων στην προσωπική ζωή και τις ατομικές σχέσεις εξαρτάται όχι μόνο από τις αντιλήψεις που κουβαλάει ο καθένας και η καθεμιά από το παρελθόν, αλλά από τη γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση, την πορεία της επαναστατικής διαδικασίας και το πώς στέκεται κανείς απένατη στις αλλαγές που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Άποψη υπήρχε για την κοινωνική οργάνωση, δεν υπήρχε όμως μία μοναδική απάντηση για το πώς θα την οργάνωνε και θα την ζούσε ο καθένας στην προσωπική του ζωή, παρά μόνο μια ηθική πυξίδα. Τα γραπτά της Κολλοντάι και του Τρότσκι εκείνης της περιόδου εκφράζουν το μεταίχμιο στο οποίο βρισκόταν η επαναστατική Ρωσία.21
Η στάση και τα μέτρα των Μπολσεβίκων αποτέλεσαν την πρώτη σοβαρή προσπάθεια να δοθεί τέλος στη γυναικεία καταπίεση και τις συνέπειές της στην καθημερινή ζωή των ανδρών και των γυναικών, σαν μέρος της διαδικασίας συνολικής απελευθέρωσης της κοινωνίας και σαν τέτοια αξίζουν κάθετη υπεράσπιση, έχουμε να εμπνευστούμε από αυτές. Εκατό χρόνια από τότε, η γυναικεία καταπίεση εξακολουθεί να υπάρχει και η μάχη για να την παλέψουμε βρίσκεται μπροστά μας.
Σημειώσεις
1. Λέον Τρότσκι, Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, Εκδόσεις Αλλαγή, 1984. Τόμος Ι, σελ. 101
2. Richard Stites, The women’s liberation movement in Russia (1860-1930), Princeton University Press, 1978, σελ.37
3. Μετεξέλιξή της ήταν το κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών
4. Ο αδελφός του Λένιν, Αλεξάντερ Ουλιάνοφ εκτελέστηκε για τη συμμετοχή του, το 1887.
5. Jane Macdermid and Anna Hillyar, Midwives of the revolution, Verso 1999, σελ. 33
6. Alexandra Kollontai https://www.marxists.org/archive/ kollonta/1919/history.htm
7. Η «Ένωση Γυναικών για ίσα δικαιώματα από το 1905 μέχρι το 1906 αύξησε τα μέλη της από 30 σε 8000. Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 42.
8. Rothschild-Goldberg, The Russian Women’s Movement: 1859–1917, Ph.D. Thesis, University of Rochester, 1976, αναφέρεται στο Tony Cliff “Class Struggle and Women’s Liberation”, http://www.marxists.de/gender/cliff/06-marxrus.htm
9. Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 33-34
10. Αναφέρεται στο Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ. π. σελ. 47.
11. Alexandra Kollontai «The Social Basis of the Woman Question», https://www.marxists.org/archive/kollonta/1909/social-basis.htm
12. Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 179-180
13. Jane Macdermid and Anna Hillyar, οπ.π. σελ. 82
14. Richard Stites, οπ.π. σελ. 366-70
15. Dan Healey, Homosexual desire in revolutionary Russia, University of Chicago Press, 2001, σελ. 141
16. Αναφέρεται στο Tony Cliff, οπ.π.
17. Lenin, on the emancipation of women, Progress Publishers, 1977, σελ.72
18. Richard Stites, οπ.π. σελ. 330
19. Richard Stites, οπ.π. σελ. 340
20. Richard Stites, οπ.π. σελ. 336
21. Κολλοντάι, «Ο έρωτας των εργατριών μελισσών», Ελεύθερος Τύπος, 1980. Τρότσκι, «Προβλήματα της καθημερινής ζωής», Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2007