Τζων Μπέργκερ: Ο Εβδομος Ανθρωπος
Η Ιστορία Του Μετανάστη Εργάτη Στην Ευρώπη
Τιμή 40 €, 240 σελίδες
Εκδόσεις Καστανιώτη, 1979
«Όπλο των φτωχών στη κόλαση»
«Στην Γερμανία (και την Βρετανία) ένας στους εφτά χειρώνακτες εργάτες είναι μετανάστης». Έτσι αρχίζει το βιβλίο που συνδυάζει την φωτογραφική καταγραφή από τον φωτογράφο Τζην Μορ, με την πολιτική ερμηνεία και την προσωπική εμπειρία του μετανάστη μέσα από τη ματιά του Τζων Μπέργκερ.
Ο Τζων Μπέργκερ (1926-2017) είναι γνωστός κατεξοχήν ως κριτικός τέχνης και μυθιστοριογράφος. Ο Μπέργκερ έχει στέρεο πολιτικό μαρξιστικό υπόβαθρο που φροντίζει να προβάλλει πάντα με ιδιαίτερα αιχμηρό τρόπο. Καταφέρνοντας να ενσωματώσει την πολιτική αντίληψη με την ανθρώπινη εμπειρία, εμπλουτίζει το επαναστατικό όραμα με έναν τρόπο που σπάνια βρίσκει κανείς μετά τον Τρότσκι.
Το 1972 ταράζει τα νερά με την επαναστατική σειρά «η Εικόνα και το Βλέμμα» που προβάλλεται στο BBC. Έχει αφετηρία το εμβληματικό κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν «Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής του». Ακόμα και σήμερα ανατρέπει τον τρόπο που βλέπουμε και ερμηνεύουμε όχι μόνο την τέχνη, αλλά τον κόσμο γύρω μας. Όταν την ίδια χρονιά κερδίζει ένα βραβείο μυθοπλασίας, δίνει το μισό ποσό στους Μαύρους Πάνθηρες και με το υπόλοιπο ξεκινάει έρευνα για την μετανάστευση στην Ευρώπη. Προϊόν αυτής της έρευνας είναι ο «Έβδομος Άνθρωπος».
Ο Μπέργκερ συνεργάζεται σε αρκετά έργα του με άλλους δημιουργούς. Οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύει περιγράφουν συχνά τη συνεργασία μαζί του σαν ένα δώρο. Τα έργα είναι προϊόν δυναμικής συνεργασίας και όχι συγκόλληση ολοκληρωμένου υλικού, όπως αναφέρει ο Τζην Μόρ, φωτογράφος των περισσότερων εικόνων του βιβλίου και συνεργάτης του Μπέρτζερ σε μια σειρά ακόμα έργων. Ο Μορ είναι γνωστός κυρίως για το διάρκειας 50 χρόνων έργο του, φωτογραφικής αποτύπωσης των Παλαιστίνιων προσφύγων, ξεκινώντας από το 1949 και περιλαμβανομένου του «πολέμου των έξι ημερών» το 1967.
Το βιβλίο δεν ανήκει σε ορισμένο είδος. Δεν είναι ούτε δοκίμιο, ούτε μυθοπλασία και δεν είναι αμιγώς πολιτικό ή ποιητικό κείμενο. Το αντικείμενο του βιβλίου ηθελημένα επικεντρώνεται στο μεταναστευτικό ρεύμα στην Ευρώπη την περίοδο 1955-1973 από τον ευρωπαϊκό Νότο στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Κατά τον συγγραφέα, το συγκεκριμένο ρεύμα μετανάστευσης έχει σε σύγκριση με παλαιότερες ροές ορισμένα χαρακτηριστικά. Αφορά τον αντρικό πληθυσμό με στόχο την προσωρινή και όχι μόνιμη μετανάστευση, είναι οργανωμένη από τις χώρες υποδοχής, ενώ ο πληθυσμός προέρχεται κατεξοχήν από αγροτικές περιοχές (κάτι που φαίνεται να ισχύει και για την ροή από την Ελλάδα στη Γερμανία).
Το κείμενο εκτυλίσσεται ρυθμικά ταλαντούμενο ανάμεσα στην γενική εικόνα που δεν είναι άλλη από τον καπιταλισμό και τις συνθήκες που γεννούν την ανάγκη μεταφοράς εργατικού δυναμικού, και την βιωματική πρόσληψη της συνθήκης του μετανάστη. Ο Μπέργκερ έχει ως αφετηρία την θεωρία της συνδυασμένης και ανισόμετρης ανάπτυξης. Στις επιμέρους εκτιμήσεις του για την υπανάπτυξη και την αναμενόμενη οικονομική πορεία των χωρών του Νότου, χωρών προέλευσης των μεταναστών, θα μπορούσε να προβάλει κανείς αρκετές ενστάσεις (πολλές από τις χώρες αυτές εντάχθηκαν λίγο αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Ωστόσο το κείμενο και πολύ περισσότερο το βιβλίο δεν διεκδικεί να παίξει τον ρόλο μιας πολιτικής ανάλυσης.
Είναι ανεκτίμητη η παρουσίαση του μετανάστη μέσα από τη ματιά του Μπέργκερ. Ακολουθεί τα βήματά του. Από τη στιγμή της διαλογής, όταν ταπεινωτικά πρέπει να σταθεί στη σειρά γυμνός μπροστά στους ξένους γιατρούς με την αγωνία της επιλογής, έρχεται η στιγμή του αποχωρισμού. Μετά το μακρύ ταξίδι. Ύστερα η δουλειά, ο κενός χρόνος μεταξύ της βάρδιας και της επόμενης βάρδιας και η επιστροφή. Κοινός παρονομαστής η αποξένωση. Δεν είναι μόνο οι συνθήκες δουλειάς και οι συχνά επαναλαμβανόμενες κινήσεις που τον κάνουν στο τέλος του 8ωρου να αισθάνεται ακόμα και τα μέλη του ξένα, αυτονομημένα από αυτόν τον ίδιο, στοιχείο κοινό για τον ντόπιο και μετανάστη εργάτη. Είναι το γεγονός ότι ο μετανάστης ζει σε ένα παρόν που δεν του ανήκει. Αφού χτυπήσει την κάρτα στο τέλος της βάρδιας γυρίζει σε έναν κενό χρόνο. Ζει για την επιστροφή.
«Για να μπορέσεις να καταλάβεις την εμπειρία ενός άλλου, πρέπει να αποσυνθέσεις τον κόσμο που συνήθισες να βλέπεις από την δική σου σκοπιά και να τον ξανασυνθέσεις, όπως ακριβώς θα φαινόταν από την σκοπιά του άλλου». Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της ματιάς του συγγραφέα και στην αρχή της αλληλεγγύης. Όπως είχε πει σε κάποια συνέντευξη, η αλληλεγγύη είναι το όπλο των φτωχών στην κόλαση. Οι πλούσιοι δεν την χρειάζονται. Στην επανακυκλοφορία της αγγλικής έκδοσης το 2010, αναφερόμενος στους εν δυνάμει νέους αναγνώστες γράφει: «…θα αναγνωρίσουν τον ηρωισμό, την αυτοεκτίμηση και την απόγνωση των πρωταγωνιστών του, που θα μπορούσαν να είναι και γονείς τους. Αυτή η αναγνώριση θα τους βοηθήσει να κρατηθούν στις στιγμές πανικού, αλλά και ανάποδα, θα τους γεμίσει με ακατάβλητο θάρρος». Για τις μάχες που έρχονται.
Αξίζει να αναφερθεί η εκδοτική ιστορία του έργου στα ελληνικά. Αρχικά κυκλοφόρησε το 1979 από τις εκδόσεις Καστανιώτη διατηρώντας την σελιδοποίηση της αγγλικής έκδοσης, στοιχείο σημαντικό για την επικοινωνία κειμένου-εικόνας. Εξαντλήθηκε σχετικά σύντομα και επανακυκλοφόρησε το 2012 στην σημερινή διαθέσιμη έκδοση από την antifascripta.