Μάριος Θρασυβούλου: Ο εθνικισμός των ελληνοκυπρίων
Από την Αποικιοκρατία στην Ανεξαρτησία (Όψεις, τάσεις και ο ρόλος της Αριστεράς)
Τιμή 18€, 392 σελίδες
Εκδόσεις Επίκεντρο, 2016
Μια ιστορική αναδρομή
Η πιο πρόσφατη κρίση στις δικοινοτικές διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό προήλθε από ένα θέμα... ιστορίας. Η ελληνοκυπριακή Βουλή ψήφισε μετά από πρόταση της Χρυσής Αυγής Κύπρου (του ΕΛΑΜ), με τις ψήφους των “απορριπτικών” κομμάτων και την ανοχή του κυβερνητικού Δημοκρατικού Συναγερμού, τον γιορτασμό στα σχολεία του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950. Ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Μουσταφά Ακιντζί χρησιμοποίησε αυτή την αιτιολογία για να αποσυρθεί από τις διαπραγματεύσεις. Στην Ελλάδα, που η κυρίαρχη αφήγηση του Κυπριακού ξεκινάει από την “τουρκική εισβολή και κατοχή” του 1974, η κρίση αυτή μοιάζει ακατανόητη, αν δεν είναι άλλο ένα “πανούργο παιχνίδι της Άγκυρας” κατά το δημοσιογραφικό στερεότυπο. Ευτυχώς, το βιβλίο του Μάριου Θρασυβούλου “Ο εθνικισμός των ελληνοκυπρίων” είναι ένα ισχυρό αντίδοτο σ' αυτή την κυρίαρχη εθνικιστική αφήγηση.
Ο Θρασυβούλου επιλέγει να πει την ιστορία του ελληνικού και ελληνοκυπριακού εθνικισμού πριν τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959. Η βασική αντίφαση που εντοπίζει ο συγγραφέας του βιβλίου είναι η εξής. Η Κύπρος, ένα νησί με πλειοψηφικά χριστιανικό/ελληνικό πληθυσμό και μια μικρή αλλά υπαρκτή μουσουλμανική/τουρκική μειονότητα, είχε να αντιμετωπίσει, τόσο ως ύστερη οθωμανική κτήση όσο και ως αποικία της Μεγάλης Βρετανίας, τα ζητήματα κοινωνικού μετασχηματισμού από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό και μετέπειτα τον ιμπεριαλισμό.
Όμως ο ελληνικός εθνικισμός, από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε πάψει να αποτελεί μια επαναστατική ιδεολογία ριζοσπαστικής αλλαγής, μετατρεπόμενος ολοένα και περισσότερο σε εθνικιστικό, κρατικό αλυτρωτισμό. Έτσι το φρούτο της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας που μεταφυτεύτηκε ποικιλότροπα στην Κύπρο από την “μητέρα-πατρίδα” ήταν εξαρχής δηλητηριασμένο. Και η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, αντί να παίξει τον ιστορικό της ρόλο, έσπευσε να παραχωρήσει την πρωτοβουλία των πολιτικών κινήσεων στην Εκκλησία, δηλαδή σε μια κατεξοχήν συντηρητική – κοινωνικά και ιδεολογικά – δύναμη.
Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια ότι ο αντι-αποικιακός αγώνας, που ξεκίνησε ειρηνικά από τη δεκαετία του '20 και κλιμακώθηκε σε ένοπλη αντίσταση τη δεκαετία του '50, πήρε χαρακτήρα κινήματος Ένωσης με την Ελλάδα και ηγεμονεύτηκε από την Εκκλησία με ηγέτη τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, την εθνικιστική Δεξιά και τέλος την ΕΟΚΑ. Η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών) δημιουργήθηκε από τον φασίστα αξιωματικό Γεώργιο Γρίβα, γνωστό μας από την αντικομμουνιστική οργάνωση Χ που έδρασε στην Ελλάδα κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ τη δεκαετία του '40. Έτσι, όμως, όσο περισσότερο δυνάμωνε το κίνημα υπέρ της Ένωσης, τόσο περισσότερο αποξενώνονταν οι δυο μεγαλύτερες κοινότητες του νησιού, με τους εθνικιστές να παίρνουν και στις δύο το κεφάλι.
Μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν διαφορετικά; Με το αίτημα της Ένωσης, όχι, απαντάει ο Θρασυβούλου. Οι Τουρκοκύπριοι αποκλείεται να συναινούσαν σε ένα αίτημα αμιγούς ελληνοποίησης του νησιού και ένταξής του στο ελληνικό κράτος (δηλαδή στο μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος της δεκαετίας του '50 και του '60 ή μετέπειτα στη Χούντα, για να μην ξεχνιόμαστε...). Οι Βρετανοί αποικιοκράτες έβαλαν βέβαια το χέρι τους για να μεγαλώσουν τη διαίρεση ανάμεσα στις δύο κοινότητες, αξιοποιώντας τους Τουρκοκύπριους στην καταστολή της αντίστασης της ΕΟΚΑ. Τη δυναμική της διαίρεσης θα μπορούσε να την αποτρέψει μόνο ένα ενιαίο αντι-αποικιακό, αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Η κοινωνική δύναμη για κάτι τέτοιο θα ήταν οι εργάτες και οι αγρότες των δύο κοινοτήτων και βάθρο του κινήματος θα ήταν τα κοινά ταξικά τους συμφέροντα.
Όμως η Αριστερά του νησιού αρνήθηκε να οργανώσει αυτή την προοπτική. Στο σημείο αυτό ο Θρασυβούλου επιμένει πολύ στην πολιτική του ΑΚΕΛ, του απογόνου του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Η σταλινική πολιτική των σταδίων σήμανε ότι η ηγεσία αυτού του κόμματος υπέταξε τα κοινά συμφέροντα των από κάτω στην “εθνική ενότητα” με την ελληνοκυπριακή άρχουσα τάξη, μετατρεπόμενο έτσι σε ουρά της Εκκλησίας και του ελληνικού εθνικισμού. Ο συγγραφέας δίνει αρκετή έμφαση και χώρο στην πολιτική του ΑΚΕΛ, που είναι πολύ σημαντική για να καταλάβουμε πώς κατόρθωσαν ο Μακάριος και ο Γρίβας – δυο δηλαδή εκδοχές της εθνικιστικής δεξιάς – να πρωταγωνιστήσουν και να σπείρουν το ζιζάνιο του διχασμού που μετατράπηκε σε εθνοτικές συγκρούσεις τη δεκαετία του ‘60 και ανοιχτό ελληνοτουρκικό πόλεμο τη δεκαετία του ‘70.
Ο Θρασυβούλου θα είχε κάνει μια μεγάλη χάρη στο βιβλίο του αν απέφευγε να επαναλαμβάνει ρητά το θεωρητικό του σχήμα στην αφήγηση των ιστορικών γεγονότων. Αν και έχει γνώση της βιβλιογραφίας και έχει κάνει πρωτογενή έρευνα (συνεντεύξεις, κλπ), η εργασία του αδυνατίζει από την διαρκή – σχεδόν μονότονη – επανάληψη των συμπερασμάτων του, όχι ανά κεφάλαιο αλλά σχεδόν ανά παράγραφο. Αυτή βέβαια είναι μια παρατήρηση επί της μορφής του κειμένου του, μιας και κομμάτι του προβλήματος είναι το ίδιο το περιεχόμενο. Για τον Θρασυβούλου ο εθνικισμός είναι ένα σύνολο από λάθος ιδέες με ελάχιστο, αν όχι ανύπαρκτο, υλικό αντίκρυσμα. Η πολιτική οικονομία του εθνικισμού απουσιάζει από το βιβλίο του. Για παράδειγμα, όταν καλείται να εξιστορήσει τον ελληνικό εθνικισμό, παρουσιάζει τη “Μεγάλη Ιδέα” όχι ως στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης, αλλά ως ένα λάθος, μια εμμονή του Τύπου, των διανοούμενων της εποχής και κάποιων πολιτικών που επιθυμούσαν να είναι αρεστοί, σε μια κοινωνία που ρέπει προς τον “λαϊκισμό” (εμφανής εδώ ο ιστορικός αναχρονισμός).
Ωστόσο το βιβλίο του δεν παύει να είναι χρήσιμο. Τόσο για την υπενθύμιση του ιστορικού βάθους του Κυπριακού προβλήματος, πέραν από τις ευκολίες των εθνικιστικών αφηγήσεων. Όσο και για την ανάλυση του ρόλου και των καθηκόντων της Αριστεράς. Που για να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις δεν πρέπει απλώς να προτιμήσει τον εθνικισμό των ρεαλιστών απέναντι στον εθνικισμό των απορριπτικών. Αλλά πρέπει να βάλει ξανά στο κέντρο της πολιτικής της τα αυτόνομα ταξικά συμφέροντα των απλών ανθρώπων, των εργαζόμενων και των φτωχών της Κύπρου ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή. Αυτό είναι και το μόνο κλειδί για τη “λύση” του Κυπριακού προβλήματος.