Άρθρο
Λίβανος: Ιστορία επεμβάσεων και αντίστασης

Εξώφυλλο του τευχους 59

Ο Νίκος Λούντος παρουσιάζει την ιστορία των επεμβάσεων και της Αντίστασης σε αυτή την χώρα.

 

Οι 2.000 Γάλλοι στρατιώτες που πηγαίνουν αυτές τις μέρες στο Λίβανο εκτός από τα φονικά τους όπλα κουβαλάνε μαζί τους και μια βρόμικη ιστορία. Ο γαλλικός στρατός πρώτη φορά έκανε απόβαση στο Λίβανο, το 1860, πριν από 150 χρόνια. Και τότε πήγαινε ως «ειρηνευτική δύναμη», για να σώσει υποτίθεται τους Μαρωνίτες χριστιανούς από τις σφαγές των Δρούζων. Στην πραγματικότητα πήγαινε για να υπερασπίσει τα συμφέροντα του γαλλικού καπιταλισμού. Η Γαλλία είχε υποχρεώσει ήδη την Οθωμανική Αυτοκρατορία να παραχωρήσει ειδικά προνόμια και φοροαπαλλαγές στους χριστιανούς εμπόρους και μεσάζοντες του Λιβάνου, οι οποίοι αποκτούσαν «ειδική σχέση» με τη Γαλλία.

 

Οι ευρωπαίοι παπάδες αλώνιζαν στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρυαν σχολεία, έκαναν εκδόσεις στα γαλλικά, και έδιναν τα πρώτα μαθήματα γαλλικής ισλαμοφοβίας. Προσπαθούσαν να καθαρίσουν τις «μολύνσεις» που είχε υποστεί ο χριστιανισμός από την επαφή του με την αραβική παράδοση και προπαγάνδιζαν γελοίες θεωρίες όπως ότι οι Μαρωνίτες του Λιβάνου δεν ήταν Αραβες αλλά απόγονοι των αρχαίων Φοινίκων. Ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων είχε μεταφερθεί στο Λίβανο και καθώς οι Γάλλοι έψαχναν συμμάχους στους Μαρωνίτες, οι Αγγλοι υποστήριζαν τους Δρούζους φεουδάρχες, ενώ οι Ρώσοι είχαν σχέσεις με τους Ορθόδοξους χριστιανούς.

Με παρέμβαση της Αυστρίας η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε μοιράσει την περιοχή στα δύο, ανάμεσα στους Δρούζους και τους Μαρωνίτες. Ο χωρισμός αύξησε τους ανταγωνισμούς και το 1860 η Γαλλία βρήκε την ευκαιρία να επέμβει. Ηθελε να διατηρήσει μόνιμη φρουρά αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει το 1861. Αφησε πίσω της όμως προνομιακές σχέσεις με ένα στρώμα της χριστιανικής ελίτ, το οποίο θα ξανασυναντούσε αργότερα, στα χρόνια της αποικιοκρατίας. Αντίστοιχες προσπάθειες, με «πρωτοπόρους» τους παπάδες, έκαναν και άλλοι. Το πανεπιστήμιο που σήμερα ονομάζεται Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο Βηρυτού ιδρύθηκε από ιεραπόστολους το 1866.

Μέσω της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της παρέμβασης των Ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε αρχίσει να εμφανίζεται το «διαίρει» στο Λίβανο. Ομως για κάποιες δεκαετίες ακόμη το «βασίλευε» παρέμεινε στον Οθωμανό Σουλτάνο και έτσι διασφαλίστηκε η σταθερότητα στο Λίβανο.

Γαλλική αποικιοκρατία

Το «βασίλευε» θα το έπαιρνε η Γαλλία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχαν προηγηθεί δύσκολα χρόνια κρίσης για το Λίβανο. Πολλοί από τους μη Ευρωπαίους επιβάτες που πνίγηκαν στο ναυάγιο του Τιτανικού το 1912 ήταν Αιβανέζοι που προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική.

Στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι Μεγάλες Δυνάμεις έβλεπαν την περιοχή σαν ένα από τα σημαντικότερα λάφυρα εν όψει του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται ο αραβικός εθνικισμός, τον οποίο εκμεταλλεύονται οι Αγγλοι, υποσχόμενοι την ανεξαρτησία των Αράβων, αν πολεμήσουν κατά των Οθωμανών. Παράλληλα είχε κάνει την εμφάνιση του και ένας ξεχωριστός λιβανέζικος εθνικισμός, κυρίως από Μαρωνίτες που ήθελαν να βλέπουν το Λίβανο σα μια «χριστιανική χώρα».

Το 1917 το γαλλικό κράτος αρχίζει να συντονίζει τη δράση των Μαρωνιτών λιβανέζων εθνικιστών για να τους αντιπαραθέσει απέναντι στους παναραβιστές. Οι υποσχέσεις που είχαν δώσει οι Αγγλοι στους Αραβες έρχονταν σε σύγκρουση με τα σχέδια των λιβανέζων εθνικιστών. Ομως οι Αγγλοι και οι Γάλλοι είχαν ήδη μοιράσει μεταξύ τους το χάρτη της Μέσης Ανατολής με τις συμφωνίες Σάικς-Πικό. Ο Λίβανος και η Συρία θα περνούσαν υπό γαλλική κυριαρχία. Ο Φεϊζάλ -που ετοιμαζόταν από τους Αγγλους για βασιλιάς των Αράβων με έδρα τη Δαμασκό της Συρίας- μεταφέρθηκε άρον άρον στη Βαγδάτη και έγινε βασιλιάς του Ιράκ.

Στη διάρκεια του πολέμου οι Σύμμαχοι είχαν δείξει πόσο ενδιαφέρονται για τον απλό κόσμο. Είχαν επιβάλει αποκλεισμό του Λιβάνου με σκοπό να λιμοκτονήσουν τα οθωμανικά στρατεύματα. Τα οθωμανικά στρατεύματα επιβίωσαν αλλά 300-350 χιλιάδες άνθρωποι στη Συρία και το Λίβανο έχασαν τη ζωή τους από την πείνα, που μόνη αιτία είχε τον Αποκλεισμό των Συμμάχων.

Μέχρι και το τέλος του Πολέμου, η λέξη Λίβανος σήμαινε κυρίως το Ορος του Λιβάνου, ένα μικρό μέρος δηλαδή της χώρας που σήμερα λέγεται Λίβανος. Σ' αυτό το σημείο ήταν συγκεντρωμένες και οι δύο μειονότητες της περιοχής, οι Μαρωνίτες και οι Δρούζοι. Η Βηρυτός, η κοιλάδα Μπεκάα, η Τρίπολη, η Σιδώνα και η Τύρος θεωρούνταν αναπόσπαστα τμήματα της Συρίας.

Η εντολή που πήρε όμως η Γαλλία από την Κοινωνία των Εθνών (τον ΟΗΕ της εποχής) ξεπερνούσε τα πιο τρελά όνειρα των λιβανέζων εθνικιστών. Στον «Μεγάλο Λίβανο» εντάχθηκαν όλες αυτές οι περιοχές, στην ουσία κλάπηκαν από τη Συρία τα πιο σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου και τμήμα της εύφορης κοιλάδας Μπεκάα. Ηταν ο φόβος του αραβικού εθνικισμού και ενός επικείμενου ξεσηκωμού του κόσμου που οδήγησε τους Γάλλους εκεί. Προσπαθούσαν να φτιάξουν μια ισχυρή βάση στο Λίβανο για να μπορούν να ελέγξουν και την πιο «δύσκολη» Συρία. Η απογραφή του 1922 δείχνει πόσο αριστοτεχνική φαινόταν η μοιρασιά. Στο «μεγάλο Λίβανο» ζούσαν 330.000 Χριστιανοί, 275.000 Σουνίτες και Σιίτες, 43.000 Δρούζοι, 3.500 Εβραίοι και 20.000 αλλοδαποί. Εκοψαν δηλαδή όση περιοχή χρειάζονταν για να διατηρήσουν οι Μαρωνίτες το πάνω χέρι. Οι Γάλλοι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης με την ηγεσία των Μαρωνιτών. Οι Γάλλοι τους είχαν ανάγκη για να έχουν υποστήριξη στο Λίβανο. Οι Μαρωνίτες είχαν ανάγκη τα γαλλικά όπλα για να διατηρούν τη θέση τους.

Ηταν εκείνα τα χρόνια που άφησαν την πιο άσχημη κληρονομιά διχασμού των κοινοτήτων. Η σημαία του «Μεγάλου Λιβάνου» ήταν γαλλικού τύπου «τρικολόρ», τα γαλλικά έγιναν υποχρεωτικά στο σχολείο και τις δημόσιες υπηρεσίες, η εξωτερική πολιτική του Λιβάνου καθοριζόταν από το γαλλικό κράτος. Τα συμβούλια που έπαιζαν το ρόλο κυβέρνησης καθορίζονταν από τις θρησκευτικές ηγεσίες με βάση τις αναλογίες της κάθε θρησκείας στην περιοχή. Ετσι η κάθε θρησκευτική κοινότητα έπρεπε να βλέπει την άλλη κοινότητα σαν ανταγωνιστή στο πολιτικό σκηνικό.

Παρόλα τα μαγειρέματα, οι Γάλλοι δεν γλίτωσαν από τις εξεγέρσεις. Το 1925 μια μεγάλη εξέγερση ενάντια στην αποικιοκρατία καταστάλθηκε μόνο αφού οι Γάλλοι βομβάρδισαν δύο φορές τη Δαμασκό. Μετά την καταστολή, ένιωθαν αναγκασμένοι να διαφυλάξουν καλύτερα την κυριαρχία τους στο Λίβανο και έφτιαξαν Σύνταγμα, το οποίο έκανε ακόμα πιο αυστηρούς τους διαχωρισμούς ανάμεσα στις κοινότητες και δεν επέτρεπε τη «διακοινοτική συνεργασία» σε κανένα επίπεδο.

Το αποικιοκρατικό κράτος των Γάλλων άντεξε, αλλά η παράνοια των πληθυσμιακών ισορροπιών άρχισε να αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο, καθώς οι Μαρωνίτες έπαυαν να είναι η πλειονότητα. Ο Μαρωνίτης Πιέρ Τζεμαγέλ, που συμμετέχει μαζί με έναν αθλητικό όμιλο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, εντυπωσιάζεται από τους ναζί και ιδρύει τη «Φάλαγγα». «Πήγαμε στο Βερολίνο και είδα την πειθαρχία και την τάξη. Και αναρωτήθηκα: «Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο στο Λίβανο;», περιέγραφε δεκαετίες αργότερα.

Οι Γάλλοι θα αποσύρουν οριστικά από το Λίβανο τα στρατεύματα τους το 1946 μετά από μια εξέγερση σε Λίβανο και Συρία. Εχοντας δει την κατάσταση να φεύγει από τα χέρια τους μετά το '43 οι «Ελεύθεροι Γάλλοι» του ντε Γκολ είχαν συλλάβει τον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό του Λιβάνου ενώ είχαν βομβαρδίσει για άλλη μια φορά τη Δαμασκό.

Τα σύνορα του Λιβάνου ήταν ένα αποικιοκρατικό πείραμα. Κι όμως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό το πείραμα γίνεται πραγματικότητα. Πλέον έχουν αναδειχθεί κομμάτια και της μουσουλμανικής ελίτ που στηρίζουν τη διατήρηση ενός ξεχωριστού λιβανέζικου κράτους. Επιβλήθηκε μια κατανομή εξουσιών ώστε ο πρόεδρος να είναι πάντα Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός Σουνίτης και ούτω καθεξής.

Ριζοσπαστικό Κύμα

Σε απάντηση αυτών των συμβιβαστικών κυβερνήσεων αναπτύσσονται νέα ριζοσπαστικά κόμματα, όπως το παν-αραβικό Μπάαθ, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, αποκτώντας μέλη στην υφαντουργία, στις μεταφορές, στα ναυπηγεία και ιδιαίτερη σχέση με τους ναυτεργάτες της Βηρυτού και τους λιμενεργάτες της Τρίπολης.

Η μεγάλη ευκαιρία για τον κόσμο έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του '50. Η εθνικοποίηση του Σουέζ από τον Νάσερ δίνει τεράστια έμπνευση και ακολουθεί η ίδρυση της Ενωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, μιας ομοσπονδίας της Αιγύπτου με τη Συρία. Οταν το κίνημα των Ελεύθερων Αξιωματικών του Ιράκ παίρνει κι αυτό την εξουσία το 1958, 14 χιλιάδες Αμερικάνοι πεζοναύτες κάνουν απόβαση στη Βηρυτό για να διαφυλάξουν το Λίβανο από «την απειλή του κομμουνισμού». Η ένωση Αιγύπτου και Συρίας οδηγούσε τον περισσότερο κόσμο στο Λίβανο να θεωρεί ως φυσική εξέλιξη την ένταξη και της χώρας του ο' αυτήν την προσπάθεια. Τελικά η ένωση διαλύθηκε το 1961, καθώς η συριακή άρχουσα τάξη τρομοκρατήθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του Νάσερ.

Ο παν-αραβισμός θα διατηρήσει την αίγλη του μέχρι το 1967. Η συντριβή των αραβικών στρατών από το Ισραήλ στον πόλεμο των Εξι Ημερών οδηγεί τους πιο ριζοσπαστικοποιημένους Παλαιστίνιους στις γραμμές της Φατάχ του Γιάσερ Αραφάτ. Οσο η αίγλη των ανταρτών «φενταγίν» αυξάνει, τόσο καταφέρνουν να γίνονται σημείο αναφοράς για όλους τους αγανακτισμένους με τα καθεστώτα. Η κύρια δράση έχει σα βάση της την Ιορδανία, όμως το "Μαύρο Σεπτέμβρη" του 1970 ο βασιλιάς Χουσεϊν σφάζει τους Παλαιστίνιους που νιώθει πως απειλούν το καθεστώς του. Το κέντρο δράσης του παλαιστινιακού αντάρτικου μεταφέρεται στο Λίβανο και στο καθεστώς του Λιβάνου μεταφέρεται η αγωνία πώς θα αντιμετωπίσει το παλαιστινιακό κίνημα.

Οι Παλαιστίνιοι ήδη από το 1948 είχαν γίνει παράγοντας «αστάθειας» για το καθεστώς του Λιβάνου. Ο πρώτος λόγος ήταν πληθυσμιακός. Οι Μαρωνίτες φοβούνται πως η μαζική εισροή των στην πλειοψηφία τους σουνιτών, Παλαιστίνιων θα ανατρέψει την κυριαρχία τους. Γι' αυτό προσπαθούν και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν να επιβάλουν ένα ιδιότυπο «απαρτχάιντ» σε βάρος των Παλαιστίνιων στο Λίβανο. Οι Παλαιστίνιοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορούσαν να γίνουν μέλη σε λιβανέζικα κόμματα, δεν έπαιρναν κάρτα μόνιμης εργασίας. Ομως μετά το 1967 και το δεύτερο κύμα Παλαιστίνιων προσφύγων η «αστάθεια» που προκαλούν είναι πολιτική, παρότι η γραμμή της ηγεσίας της PLO ήταν να μην ανακατεύεται στα εσωτερικά των αραβικών χωρών. Οι Παλαιστίνιοι αντάρτες εξαπολύουν επιθέσεις στο Ισραήλ από το νότο του Λιβάνου και το Ισραήλ απαντάει με μαζικούς βομβαρδισμούς στα χωριά. Ενας λόγος που το Ισραήλ ένιωθε άνετα με αυτή την «δυσανάλογη απάντηση» ήταν πως τα χωριά του Νότου ήταν στην πλειοψηφία τους σιιτικά. Οι Σιίτες χωρικοί ήταν το πιο φτωχό κομμάτι του Λιβάνου και δεν είχαν μια ελίτ, αντίστοιχη όπως οι Σουνίτες και οι χριστιανοί που να παίζει ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή του Λιβάνου. Καθώς τους Σιίτες του Νότου τους είχαν όλοι ξεγραμμένους, αυτοί άρχισαν να βρίσκουν στήριγμα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στις παλαιστινιακές και στις ριζοσπαστικές εθνικιστικές οργανώσεις.

Το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου και οι ισορροπίες ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες ήταν πιο εξωφρενικές από τη Συμφωνία της Ζυρίχης για την Κύπρο ή τις αντίστοιχες μοιρασιές στη Βόρεια Ιρλανδία. Κι όμως ο Λίβανος παρέμεινε σταθερός για περισσότερα χρόνια και μάλιστα μέχρι τον εμφύλιο του 1975 ονομαζόταν Ελβετία της Μέσης Ανατολής και η Βηρυτός ήταν το Παρίσι της Μέσης Ανατολής. Από μια μεριά αυτό ήταν αποτέλεσμα της στήριξης των ιμπεριαλιστών, μιας και ήταν μια χώρα που το καθεστώς της δεν ανατράπηκε όπως η Αίγυπτος, η Συρία, το Ιράν ή το Ιράκ. Από την άλλη οφειλόταν στην οικονομική ανάπτυξη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι άρχουσες τάξεις των θρησκευτικών κοινοτήτων έκριναν πως είχαν περισσότερο συμφέρον στην ειρήνη παρά στον πόλεμο.

Αυτή η ανάπτυξη όμως έφερνε ταυτόχρονα αλλαγές που δεν τις περίμεναν. Ο αγροτικός τομέας συμπιεζόταν, οι αγρότες γίνονταν όλο και πιο φτωχοί, όλο και περισσότερος κόσμος μετανάστευε στις πόλεις. Ο τομέας των υπηρεσιών μεγάλωσε πολύ αλλά πολλαπλασιάστηκαν και οι φτωχοί στις πόλεις. Η μαζική εισροή «πετροδολαρίων» μετά την κρίση του 1972 οδήγησε τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών στα ύψη και την ίδια στιγμή που η τουριστική βιομηχανία και οι τράπεζες θησαύριζαν, οι μισθωτοί δεν είχαν να φάνε.

Στις πόλεις οι θρησκευτικές κοινότητες ήρθαν πιο κοντά. Το δυνάμωμα του συνδικαλιστικού και του φοιτητικού κινήματος αντανακλά αυτή την εξέλιξη. Τα συνδικάτα ακόμη και στη διάρκεια του εμφύλιου που ακολούθησε παρέμειναν οι μόνοι «θεσμοί» που διατήρησαν την ενότητα πάνω από θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι επιτυχίες των συνδικάτων είχαν αυξήσει το κύρος τους και μαζικοποιήθηκαν. Το 1980 έφτασε ένας στους τέσσερις εργαζόμενους να είναι συνδικαλισμένος.

Οι αρχές της δεκαετίας του '70 ήταν το σημείο όπου η ταυτόχρονη δραστηριοποίηση στα Πανεπιστήμια και στους χώρους δουλειάς μαζί με τη ριζοσπαστικοποίηση των αγροτών στο Νότο και την ένταση του παλαιστινιακού αντάρτικου μετατράπηκε σε εκρηκτικό μείγμα.

Στις 1 1 Νοέμβρη 1972 μια απεργία στη σοκολατοβιομηχανία Γαντούρ αντιμετωπίζεται ένοπλα από την αστυνομία και τρεις εργάτες δολοφονούνται. Στις αρχές του 1973 για να τσακίσει μια απεργία καθηγητών η κυβέρνηση απολύει 2.600 απεργούς. Την ίδια περίοδο, οι καπνοπαραγωγοί στη Ναμπατίγια, στο νότο, οργανώνουν με τη συμπαράσταση της Αριστεράς και του φοιτητικού κινήματος μια μεγάλη διαδήλωση. Οταν προσπαθούν να φτάσουν στα γραφεία της κρατικής εταιρίας, η αστυνομία ανοίγει πυρ και αφήνει τρεις διαδηλωτές νεκρούς και δεκατρείς τραυματίες.

Το Μάρτη του 1974, περίπου 15.000 διαδηλωτές ξεχύνονται στη Βηρυτό για να διαμαρτυρηθούν για την αύξηση της τιμής του ψωμιού.

Ολόκληρη η περίοδος 1971-74 καθορίστηκε από την παράλληλη δράση του φοιτητικού κινήματος που πάλευε ενάντια στις αυξήσεις στα δίδακτρα, για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, για κατάργηση των προνομίων και των διαχωρισμών. Αίτημα που ενοποιούσε όλους τους αγώνες ήταν να σταματήσει η κυβέρνηση να πιέζει τους Παλαιστίνιους αντάρτες να περιορίσουν τη δράση τους. Το φοιτητικό κίνημα, ιδιαίτερα στο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού είχε αναδειχθεί σε συνδετικό κρίκο όλων των αγώνων, δίνοντας το πολιτικό στίγμα.

Οι φτωχές γειτονιές της Βηρυτού που βομβαρδίστηκαν το καλοκαίρι του 2006 από το Ισραήλ, στα μέσα της δεκαετίας του '70 αποτελούσαν το «κόκκινο στεφάνι» της πόλης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αλλά και άλλες κομμουνιστικές ομάδες αύξησαν την επιρροή τους ανάμεσα στους φτωχούς. Οι εργατικοί και φοιτητικοί αγώνες πόλωναν το πολιτικό σκηνικό. Παρά τους δεσμευτικούς εκλογικούς νόμους, στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1972 νασερικοί και μπααθικοί υποψήφιοι καταφέρνουν να εκλεγούν στη Βουλή, αφήνοντας απέξω τους παραδοσιακούς «εθνοπατέρες» που είχαν αποκτήσει μονιμότητα στη Βουλή μετά την ανεξαρτησία. Το κόμμα των Δρούζων του Καμάλ Τζουμπλάτ προσπαθεί να παίξει το ρόλο της Σοσιαλδημοκρατίας υποστηρίζοντας τους εργατικούς αγώνες, εντός του πολιτικού σκηνικού. Το 1974 ιδρύεται το Κίνημα των Απόκληρων (που έμεινε γνωστό κυρίως από το όνομα της πολιτοφυλακής του Αμάλ) με σκοπό να εκφράσει τους φτωχούς Σιίτες αγρότες. Το Κίνημα των Απόκληρων συνεργάζεται με τους αντάρτες της Φατάχ αλλά και με την παλαιστινιακή Αριστερά.

Το καθεστώς τρομοκρατείται από τη ριζοσπαστικοποίηση και μπαίνει σε κρίση. Οι διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης προσπαθούν να οργανώσουν την αντεπίθεση τους απέναντι στην Αριστερά και τους Παλαιστίνιους και έτσι εξοπλίζονται, οργανώνοντας πολιτοφυλακές. Την πιο ισχυρή πολιτοφυλακή θα οργανώσει η Φάλαγγα του Τζεμαγέλ, στα πρότυπα των χιτλερικών ομάδων, όντας η μόνη οργάνωση της άρχουσας τάξης που είχε προσπαθήσει να αποκτήσει μαζική βάση. Οταν το λιβανέζικο κράτος αποφάσισε να περάσει σε ανοιχτή καταστολή των αγώνων, ο Τζεμαγέλ έστειλε ένα γράμμα στον Πρόεδρο του Λιβάνου: «Ευχαριστούμε το θεό που το κράτος αποφάσισε να πάρει αποφασιστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει την πρόκληση. Υποστηρίζουμε εσάς και την στάση σας» και συμπλήρωνε: «Αν το κράτος αποτύχει στα καθήκοντα του, ή αποδυναμωθεί ή διστάσει, τότε κ. Πρόεδρε, εμείς θα αναλάβουμε δράση, θα αντιμετωπίσουμε τις διαδηλώσεις με μεγαλύτερες διαδηλώσεις, τις απεργίες με πιο εκτεταμένες απεργίες, τη σκληρότητα με σκληρότητα και την ισχύ με ισχύ».

Ο εμφύλιος δε χρειαζόταν παρά μια αφορμή και ξέσπασε στα μέσα του 1975. Ο πόλεμος κλιμακώνεται με τον ερχομό του 1976, καθώς πολιτοφυλακές της Δεξιάς έχουν αρχίσει να επιτίθενται σε καταυλισμούς Παλαιστίνιων προσφύγων ενώ το Μαύρο Σάββατο του Δεκέμβρη του 1975 είχαν σφαγιαστεί 200 άμαχοι. Ο στρατός του Λιβάνου καταρρέει το Φλεβάρη του 1976, καθώς πολλές μονάδες αρνούνται να υπακούσουν σε εντολές που στρέφονται κατά των Παλαιστίνιων και της Αριστεράς. Οι αντικυβερνητικές δυνάμεις αποφασίζουν μετά από δισταγμούς ενός χρόνου να περάσουν σε αντεπίθεση και να ανακαταλάβουν τα τμήματα της Βηρυτού που βρίσκονται στον έλεγχο της Φάλαγγας. Μέσα σε λίγες βδομάδες οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν υποστεί ισχυρά πλήγματα και φαινόταν να χάνουν. Ο πρόεδρος του Λιβάνου, Φράντζι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το προεδρικό μέγαρο την ώρα που βομβαρδιζόταν.

Ανάμεσα στους πολλούς που ανησύχησαν με αυτή την πετυχημένη ανάκαμψη του κινήματος ήταν η Συρία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υποστήριζε τις αντικυβερνητικές δυνάμεις, στοχεύοντας να ισχυροποιήσει το ρόλο της μετά τον εμφύλιο. Δεν ήθελε όμως με τίποτα να αποσταθεροποιηθεί το κράτος και να νικήσει η Αριστερά. Δίνει γραμμή στους υποστηρικτές της στο Λίβανο να διαχωριστούν και έρχεται σε επαφή με την κυβέρνηση του Λιβάνου.

Μετά από έξι μήνες συγκαλυμένης υποστήριξης στην κυβέρνηση, η Συρία θα προχωρήσει σε ανοιχτή επέμβαση με το στρατό της να μπαίνει στο Λίβανο με επίσημη πρόσκληση της κυβέρνησης για να «βάλει τάξη». Μπορεί 30 χρόνια αργότερα, το 2005, οι Αμερικάνοι να φωνασκούσαν ενάντια στο στρατό κατοχής της Συρίας, αλλά το 1976, όταν τα τανκς έμπαιναν στο Λίβανο, ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση. Με τις πλάτες του συριακού στρατού, οι χριστιανικές πολιτοφυλακές κατάφεραν να ανακάμψουν και να κλιμακώσουν τις σφαγές. Τον Απρίλη του 1978 συριακός στρατός περικύκλωσε τον παλαιστινιακό καταυλισμό Τελ αλ-Ζατάρ, δίνοντας την άνεση στη Φάλαγγα και στην ακόμα πιο ακραία φασιστική πολιτοφυλακή, τους Φρουρούς των Κέδρων, να δολοφονήσουν σχεδόν 3.000 Παλαιστίνιους, στην πλειονότητα τους αμάχους.

Ισραηλινή Κατοχή

Καθώς οι καθεστωτικές δυνάμεις έπαιρναν το πάνω χέρι με τη βοήθεια της Συρίας, το Ισραήλ έβλεπε ευκαιρία να ξεμπερδεύει μια για πάντα με τους Παλαιστίνιους στο Λίβανο. Από την αρχή του εμφυλίου πολέμου είχε αρχίσει να εκπαιδεύει και να εξοπλίζει ολόκληρες μονάδες των δεξιών παραστρατιωτικών. Στο νότιο Λίβανο, ένα κομμάτι του λιβανέζικου στρατού που έσπασε το 1976, υπο την ηγεσία του στρατηγού Χαντάντ, μετατράπηκε στον «Στρατό του Ελεύθερου Λιβάνου» που δεν ήταν παρά μακρύ χέρι του ισραηλινού στρατού.

Το 1982, το Ισραήλ αποφασίζει να περάσει σε άμεση δράση. Εισβάλλει στο νότιο Λίβανο και ταυτόχρονα βομβαρδίζει τη Βηρυτό. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο στρατηγός, τότε Υπουργός Αμυνας και μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, ο οποίος πριν ξεκινήσει την επιχείρηση επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον.

Οι περιγραφές των εγκλημάτων της εισβολής του 1982 γεμίζουν χιλιάδες σελίδες. Οι πιο «συντηρητικές» εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 19.000 νεκρούς και πάνω από 30.000 τραυματίες. Οι καταυλισμοί του νότου ισοπεδώθηκαν. Στους έφηβους και άντρες που επιβίωναν φορούσαν κουκούλες και τους συλλάμβαναν. Κάποιοι από τους φυλακισμένους για τους οποίους η Χεζμπολάχ σήμερα ζητάει ανταλλαγή με τους ισραηλινούς αιχμάλωτους βρίσκονται στα μπουντρούμια του Ισραήλ από τότε, 24 ολόκληρα χρόνια.

Νοσοκομεία και ιδρύματα βομβαρδίζονταν κατ' επανάληψη. Οχτώ από τα εννιά ορφανοτροφεία της Βηρυτού καταστράφηκαν. Ενα ίδρυμα για παιδιά με νοητική καθυστέρηση βομβαρδίστηκε, το προσωπικό αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει και τα περισσότερα παιδιά πέθαναν από ασιτία. Στα νοσοκομεία του νότου, οι Ισραηλινοί συλλάμβαναν τους γιατρούς και το προσωπικό και άφηναν τους ασθενείς στην τύχη τους. Στη Βηρυτό, σε μια προσπάθεια να δολοφονήσει τον Αραφάτ, το Ισραήλ κατεδαφίζει μια πολυκατοικία σκοτώνοντας με ένα χτύπημα 100 αμάχους.

Το πιο μεγάλο έγκλημα ήταν η σφαγή στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα στη Βηρυτό. Ο ισραηλινός στρατός περικύκλωσε τους καταυλισμούς καθώς έρχονταν τα καμιόνια που ξεφόρτωναν τις φασιστικές συμμορίες, τη Φάλαγγα και το στρατό του Χαντάντ. Οι δολοφόνοι μπήκαν στις 4 το απόγευμα της 15ης Σεπτέμβρη, εφοδιασμένοι με όπλα, μαχαίρια και τσεκούρια. Μέσα σε 36 ώρες είχαν σφάξει 2.000 αμάχους. Στη διάρκεια της νύχτας τα ισραηλινά ελικόπτερα φώτιζαν τον καταυλισμό για να μη μειωθεί ο ρυθμός της σφαγής.

Το Ισραήλ κατάφερε να τσακίσει τις παλαιστινιακές οργανώσεις. Η ηγεσία της Φατάχ κατέφυγε στην Τυνησία. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες δεν υπήρχαν οργανωμένες επιθέσεις σε βάρος του Ισραήλ από γειτονική χώρα. Μακροπρόθεσμα όμως, είχε δημιουργήσει το σημερινό νεκροθάφτη του, τη Χεζμπολάχ. Ο κόσμος στο νότο, οι πιο φτωχοί και καταπιεσμένοι του Λιβάνου άρχισαν να οργανώνονται για να αντιμετωπίσουν τον ισραηλινό στρατό και τους ντόπιους συμμάχους του. Τμήματα της Αμάλ που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί και από την ιρανική επανάσταση του 1979 ίδρυσαν τη Χεζμπολάχ. Από τη μια μεριά η στρατιωτική αντίσταση, από την άλλη η κοινωνική της δράση μαζικοποιούν τη νέα οργάνωση.

Ο εμφύλιος θα λήξει επίσημα το 1989, όμως και ο στρατός της Συρίας και του Ισραήλ θα παραμείνουν στο Λίβανο. Η Χεζμπολάχ το 2000 θα καταφέρει την πιο σημαντική ήττα στην ως τότε ιστορία του Ισραήλ, αναγκάζοντας το να αποσυρθεί μονομερώς από το μεγαλύτερο μέρος των κατεχόμενων. Το κύρος της Χεζμπολάχ αυξήθηκε κατακόρυφα, όχι μόνο στο Λίβανο αλλά σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.

Η «νέα Μέση Ανατολή» που οραματιζόταν ο Μπους μετά τις 1 1 Σεπτέμβρη δεν μπορούσε να περιλαμβάνει τη Χεζμπολάχ. Το 2005, η δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι θα δώσει ευκαιρία στις ΗΠΑ να πιέσουν τη Συρία και μέσω αυτής τη Χεζμπολάχ. Η «επανάσταση των Κέδρων», στις αρχές του 2005 έβγαλε όλες τις φιλοαμερικάνικες δυνάμεις του Λιβάνου στο δρόμο να απαιτούν την αποχώρηση του συριακού στρατού. Η Συρία αποχώρησε, όμως οι διαδηλώσεις που κάλεσε η Χεζμπολάχ συγκέντρωσαν ένα εκατομμύριο κόσμο, εκμηδενίζοντας τις διαδηλώσεις της «επανάστασης». Οι εκλογές που ακολούθησαν έφεραν στην εξουσία μια πιο φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση, υπό τον Σινιόρα. Ταυτόχρονα όμως έφεραν και περισσότερα μέλη της Χεζμπολάχ στη βουλή και δύο υπουργούς της Χεζμπολάχ στην κυβέρνηση.

Ηταν δεδομένο για το Ισραήλ ότι κάποια στιγμή θα χρησιμοποιούσε την πολεμική του μηχανή για να ολοκληρώσει την πίεση πάνω στη Χεζμπολάχ που είχε μείνει στο επίπεδο της πολιτικής. Το ίδιο δεδομένο ήταν και για τη Χεζμπολάχ ότι ερχόταν μια τέτοια επίθεση. Ιδιαίτερα όσο το Ιράν και η Συρία, που διατηρούν σχέσεις με τη Χεζμπολάχ δέχονταν όλο και περισσότερες απειλές, ως κράτη του «άξονα του Κακού». Ετσι φτάσαμε στην κρίση του καλοκαιριού και στην εισβολή του Ισραήλ. Αυτό που δεν ήταν δεδομένο για κανέναν ήταν η συντριπτική ήττα που υπέστη το Ισραήλ από την Αντίσταση στο νότιο Λίβανο.