Άρθρο
Κράτος και Επανάσταση

Το εσωτερικό του εργοστασίου Πουτίλοφ που απα

Ο Λέανδρος Μπόλαρης υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Λένιν για το κράτος είναι και σήμερα απαραίτητη για την Αριστερά. 

Στις Θέσεις του Απρίλη ο Λένιν υπογράμμιζε ότι τα σοβιέτ, τα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων, όχι μόνο έπρεπε να πάρουν την εξουσία, αλλά και ότι: 

«αναπαράγουν εκείνο τον τύπο του κράτους που επεξεργάστηκε η Κομμούνα του Παρισιού και που ο Μαρξ τον ονόμασε ‘πολιτική μορφή που ανακαλύφθηκε επιτέλους, και με την οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική απελευθέρωση των εργαζομένων’».

Και συμπέρανε:

«Όχι κοινοβουλευτική δημοκρατία -επιστροφή από τα σοβιέτ των εργατών βουλευτών σε αυτή θα ήταν βήμα προς τα πίσω- αλλά δημοκρατία των σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης και των αγροτών βουλευτών σε όλη τη χώρα, από τα κάτω ως τα πάνω. Κατάργηση της αστυνομίας, του στρατού, της υπαλληλίας. Η αμοιβή όλων των υπαλλήλων, που θα είναι όλοι τους αιρετοί και ανακλητοί σε κάθε στιγμή, να μην ξεπερνά τη μέση αμοιβή ενός καλού εργάτη».1

Οι Θέσεις του Απρίλη έβαλαν το κόμμα των μπολσεβίκων στο δρόμο που θα οδηγούσε στον Κόκκινο Οκτώβρη και την εργατική εξουσία. Για το μεγαλύτερο μέρος των «παλιών μπολσεβίκων» ήταν ένα σοκ και μια ρήξη με τις στρατηγικές αντιλήψεις που είχαν διαμορφώσει τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια. Όμως, οι Θέσεις δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, δεν ξεπήδησαν έτοιμες από το μεγαλοφυή νου του Λένιν στις καυτές συνθήκες μιας επανάστασης που εξελισσόταν. Ήταν προϊόν μιας σχετικά μακρόχρονης θεωρητικής εργασίας και προβληματισμού. 

Ο καρπός αυτής της εργασίας ήταν ένα βιβλίο που έγραψε ο Λένιν τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη του 1917. Ήταν οι πιο κρίσιμοι μήνες γεμάτους σημαντικά γεγονότα που σηματοδότησαν την ηγεμονία των μπολσεβίκων στα σοβιέτ (και γι’ αυτό το λόγο εκδόθηκε τελικά καθυστερημένα, το 1918). Ο τίτλος του βιβλίου είναι Κράτος και Επανάσταση. 

Σπάνια ένα βιβλίο ταυτίζεται τόσο πολύ με ένα γεγονός τόσο κοσμοϊστορικό όσο η Ρώσικη Επανάσταση. Εκατό χρόνια πριν, η εργατική τάξη στην Ρωσία έφτασε πιο μακριά από το να βάλει μερικούς «δικούς της» υπουργούς να διαχειρίζονται το κράτος. Έγινε η ίδια «κράτος» δηλαδή, δηλαδή έχτισε τη δική της δημοκρατική εξουσία των συμβουλίων και άρχισε να αλλάζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις με προοπτική την απελευθέρωση της κοινωνίας από την εκμετάλλευση και κάθε είδους καταπίεση. 

Αυτή την προοπτική βάζει κι ο Λένιν στο βιβλίο του. Μ’ αυτή την έννοια η συζήτηση για την επικαιρότητα της Ρώσικης Επανάστασης σήμερα είναι και συζήτηση για την επικαιρότητα του Κράτος και Επανάσταση.

Τί είναι το κράτος;

Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι το κράτος είναι το σύνολο των λειτουργιών που εξασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας, από τη δημόσια υγιεινή μέχρι την εκπαίδευση και την άμυνα του έθνους. Με άλλα λόγια το κράτος είναι «όλων μας», ιδιαίτερα σε μια δημοκρατία όπου οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν και να εκφράζονται ελεύθερα. Αν εξυπηρετεί κάποια ιδιαίτερα συμφέροντα, των πλούσιων και των ισχυρών οικονομικά, τότε πρόκειται για μια παρέκκλιση που μπορεί και πρέπει να διορθωθεί. 

Ο Λένιν ξεκινάει το βιβλίο του αναδεικνύοντας την κριτική σε αυτή την άποψη που είχαν ασκήσει ο Μαρξ κι ο Ένγκελς. Το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός που λειτουργεί προς όφελος όλης της κοινωνίας. Από την στιγμή που η κοινωνία έχει χωριστεί σε ανταγωνιστικές τάξεις, το κράτος υπάρχει για να διαιωνίζει την κυριαρχία της τάξης που ελέγχει τα μέσα παραγωγής. Όπως γράφει2, το κράτος είναι:

«όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μίαν άλλη, είναι δημιουργία του ‘κατεστημένου’ εκείνου, που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση, μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων».

Από όλες τις λειτουργίες που εκπληρώνει ένα κράτος, η βασική, ο λόγος ύπαρξής του, είναι η «νομιμοποίηση» και η «στερέωση» της εξουσίας της οικονομικά κυρίαρχης τάξης και η διασφάλιση των γενικών συμφερόντων της. 

Το κράτος μπορεί να επιτελεί αυτό το ρόλο γιατί διαθέτει το «μονοπώλιο της βίας», ή όπως το είχε θέσει ο Ένγκελς τον οποίο παραθέτει ο Λένιν, «ιδιαίτεροι σχηματισμοί ένοπλων ανθρώπων» (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια και φυλακές) ή όλο αυτό το σύμπλεγμα που σήμερα συχνά είναι γνωστό ως το «βαθύ κράτος». Είναι ιεραρχικά οργανωμένοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί που από την ίδια τους τη φύση και λειτουργία δεν υπόκεινται σε κανένα ουσιαστικό δημοκρατικό έλεγχο και εντολή από τα κάτω. Δεν εκλέγουμε τους στρατηγούς όπως δεν εκλέγουμε τους τραπεζίτες και τους διευθύνοντες συμβούλους των επιχειρήσεων. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αστική τάξη εξασφαλίζει την κυριαρχία της με την ωμή βία σε κάθε βήμα. Σε «ήρεμες» περιόδους η μεγάλη πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων αποδέχονται ως κάτι κανονικό την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Όμως σε περιόδους έντονης κοινωνικής κρίσης τα πράγματα αλλάζουν: σε περιόδους δηλαδή που οι άρχουσες τάξεις διχάζονται οι ίδιες, αντιμετωπίζουν την απειλή από τα κάτω ή από τα έξω (από μια άλλη άρχουσα τάξη) το «τελευταίο επιχείρημα» είναι οι μηχανισμοί καταστολής που βγαίνουν στο προσκήνιο για να εξασφαλίσουν την «εύρυθμη λειτουργία» του συστήματος. Η χούντα του 1967 -φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια- είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό ελληνικό παράδειγμα. 

Κράτος και κεφάλαιο

Στο Κράτος και Επανάσταση ο Λένιν υποστηρίζει ότι και τα κράτη όπου επικρατεί η πιο υποδειγματική κοινοβουλευτική δημοκρατία («ρεπουμπλικανική δημοκρατία» στο κείμενο) είναι κι αυτά «όργανα ταξικής κυριαρχίας». Γράφει ότι:

«Η παντοδυναμία του ‘πλούτου’ γι’ αυτό ακριβώς είναι η πιο σίγουρη στη ρεπουμπλικανική δημοκρατία, γιατί δεν εξαρτιέται από μερικά ελαττώματα του πολιτικού μηχανισμού, από ένα κακό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού. Η ρεπουμπλικανική δημοκρατία είναι το καλύτερο δυνατό πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και γι’ αυτό το κεφάλαιο, κατακτώντας… αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια, με τόση σιγουριά, πού καμιά αλλαγή ούτε προσώπων, ούτε θεσμών, ούτε κομμάτων μέσα στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα δεν κλονίζει αυτή την εξουσία».

«Στην καπιταλιστική κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι αναπτύσσεται όσο το δυνατό πιο ευνοϊκά, έχουμε στο δημοκρατικό πολίτευμα ένα λίγο-πολύ πλήρη δημοκρατισμό. Ο δημοκρατισμός αυτός όμως συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και έτσι μένει πάντα στην ουσία δημοκρατισμός για τη μειοψηφία, μόνο για τίς εύπορες τάξεις, μόνο για τούς πλούσιους. Η ελευθερία της καπιταλιστικής κοινωνίας μένει πάντα περίπου ή ίδια, όπως ήταν η ελευθερία στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες: ελευθερία για τους δουλοκτήτες».

Σε ένα πιο γνωστό απόσπασμα του βιβλίου γράφει:

«Να αποφασίζεις μία φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα καταπιέζει, θα καταπνίγει το λαό στη Βουλή-να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού, όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές -συνταγματικές μοναρχίες, αλλά στα πιο δημοκρατικά πολιτεύματα».

Επίσης:

«το καθαυτό ‘κρατικό’ έργο διεξάγεται στα παρασκήνια και το εκτελούν οι διευθύνσεις των υπουργείων, τα γραφεία και τα επιτελεία. Στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με τον ειδικό σκοπό να ξεγελούν τον ‘απλό λαό’».

Απέναντι σε αυτή την άποψη έχουν διατυπωθεί μια σειρά αντιρρήσεις και διαφορετικές γνώμες από τότε μέχρι σήμερα. Μια από αυτές είναι ότι ο Λένιν υποτιμάει το ρόλο και τη βαρύτητα που έχουν θεσμοί όπως το κοινοβούλιο και οι εκλογές, στο κράτος και τη λειτουργία του. Το τι νόμους ψηφίζει για παράδειγμα ένα κοινοβούλιο έχει άμεση επίπτωση στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, δεν είναι απλά «φλυαρία». Το εργατικό κίνημα πάντοτε πάλευε και παλεύει και σήμερα να ψηφίζονται αντεργατικά μέτρα π.χ. τα μνημόνια αλλά αντίθετα, νόμοι και μέτρα που κατοχυρώνουν διεκδικήσεις του κόσμου που παλεύει. 

Όμως, ο Λένιν δεν λέει ότι οι εκλογές και το κοινοβούλιο είναι μια απάτη. Ο ίδιος και οι άλλοι επαναστάτες δεν αδιαφόρησαν ποτέ για τη μορφή του πολιτεύματος, γιατί πάντα είχαν κριτήριο τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να οργανώνεται και να παλεύει όσο πιο ελεύθερα γίνεται. Ούτε θεωρεί ότι είναι ασήμαντο. Αυτό που τονίζει στο Κράτος και Επανάσταση (και σε άλλα κείμενα) είναι ότι τα κλειδιά της εξουσίας δεν τα κρατάνε οι υπουργοί ακόμα και αν έχουν τις καλύτερες προθέσεις αλλά οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί που έχουν μια συμβιωτική σχέση με τους καπιταλιστές και το καπιταλισμό συνολικά. 

Ποια είναι η αιτία που υποχρεώνει το κράτος να λειτουργεί με αυτό τον τρόπο; Μια εξήγηση που έχει δοθεί είναι αυτή που έχει ονομαστεί «εργαλειακή». Στην ουσία της υποστηρίζει ότι το κράτος γίνεται όργανο της άρχουσας τάξης γιατί το πολιτικό προσωπικό, οι «κρατικές ελίτ» που το διαχειρίζονται προέρχονται από τους κόλπους της αστικής τάξης ή από «μεσαία στρώματα» που έχουν το εισόδημα, την εκπαίδευση και τις κατάλληλες διασυνδέσεις να παίξουν αυτό το ρόλο. Πράγματι, τα παραδείγματα είναι άπειρα από αυτή την άποψη. Μια ματιά στα κοινοβούλια –το ελληνικό δεν είναι εξαίρεση- αρκεί για να διαπιστώσουμε ότι η κοινωνική προέλευση της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών τους είναι ακριβώς αυτή. Αν κοιτάξουμε τον πιο ισχυρό του πλανήτη, τις ΗΠΑ, θα δούμε στη θέση του προέδρου έναν δισεκατομμυριούχο, τον Τραμπ, περιτριγυρισμένο από υπουργούς και συμβούλους που προέρχονται από τράπεζες και πολυεθνικές. 

Όμως, αυτό που «δένει» τον καπιταλισμό με το κράτος δεν είναι απλά αυτές οι υπαρκτές σχέσεις. Είναι και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο, ανταγωνιστικό σύστημα. Το κεφάλαιο μπορεί να υπάρξει μόνο ως «πολλά κεφάλαια» έγραφε ο Μαρξ, που τα ενώνει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αλλά τα χωρίζει ο ανταγωνισμός για το κέρδος. Κι αυτή η πραγματικότητα επιβάλει μια σχέση «δομικής αλληλεξάρτησης»3 ανάμεσα στα κράτη και τα «κεφάλαια». Οι καπιταλιστές χρειάζονται το δικό τους κράτος για να εξασφαλίσουν όχι μόνο την «κανονικότητα» της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αλλά το πλαίσιο που θα τους εξασφαλίζει την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους στα παζάρια, τις συμμαχίες και τους ανταγωνισμούς τους σε διεθνές επίπεδο. Από την άλλη η κρατική ισχύς, που σε τελευταία ανάλυση ανάγεται στην στρατιωτική, έχει ανάγκη μια «δικιά» της οικονομική βάση, απ’ την οποία θα αντλεί πόρους και άλλες δυνατότητες. 

Το κράτος δεν είναι λοιπόν απλά ένα εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει κάποιος/α με καλό ή κακό σκοπό, είτε για να το λειτουργήσει υπέρ των καπιταλιστών είτε για να αλλάξει την κοινωνία υπέρ των εργατών. Για να απελευθερωθεί η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει την αστική κρατική μηχανή επιμένει ο Λένιν.

Κομμούνα

Όμως με τι θα την αντικαταστήσει; Η απάντησή του ήταν: με τη δική της κρατική εξουσία, με τη «δικτατορία του προλεταριάτου». Η λέξη «δικτατορία» ξενίζει και φέρνει στο μυαλό εικόνες καταπίεσης, μονοκομματικών καθεστώτων. Στην πραγματικότητα, τη φράση την είχε χρησιμοποιήσει ο Μαρξ για να σηματοδοτήσει την πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης4 όχι μια εξουσία ξέχωρη από την εργατική τάξη που θα κυβερνά «στο όνομά της» (και εναντίον της). Η εργατική τάξη χρειάζεται την κρατική εξουσία, εξηγεί ο Λένιν για δυο λόγους: για να καταστείλει την αντίδραση της άρχουσας τάξης που δεν πρόκειται να παραδοθεί αμαχητί αλλά και για να οδηγήσει τη μεγάλη πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων στρωμάτων στην οργάνωση μιας νέας κοινωνίας. 

Το πρότυπο για μια τέτοια «δικτατορία» έγινε η Κομμούνα του Παρισιού του 1871.5 Αυτή τη μαρξιστική παράδοση ξεθάβει ο Λένιν στο βιβλίο του για να περιγράψει τι σημαίνει εργατική εξουσία, που διαφέρει από το αστικό κράτος. 

Το «όραμα» του Λένιν είναι, καταρχήν, βαθιά δημοκρατικό: 

«Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δεν βρίσκεται φυσικά στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπία σέ ‘εργαζόμενα’ σώματα».

Δηλαδή συγχώνευε στη λειτουργία της τα καθήκοντα και της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Στα αστικά κοινοβούλια οι βουλευτές ψηφίζουν νόμους (χωρίς να τους διαβάσουν μερικές φορές) και η υλοποίησή τους περνάει σε ένα τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό. Στη Κομμούνα οι εργάτες νομοθετούσαν, εφάρμοζαν τις αποφάσεις τους και επιδοκίμαζαν ή απέρριπταν τους αντιπροσώπους τους ανάλογα με τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους.

Σε άλλο σημείο γράφει:

«Έτσι λοιπόν η Κομμούνα σαν να αντικατάστησε τη συντριμμένη κρατική μηχανή ‘απλώς’ με μια πιο ολοκληρωμένη δημοκρατία: κατάργηση του μόνιμου στρατού, πλήρης αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των δημόσιων λειτουργών. Στην πραγματικότητα όμως αυτό το ‘απλώς’ σημαίνει αντικατάσταση σε γιγάντια κλίμακα ενός είδους θεσμών με θεσμούς θεμελιακά διαφορετικού είδους. 'Εδώ βλέπουμε ακριβώς μια από τις περιπτώσεις ‘μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα’: η δημοκρατία, εφαρμοσμένη με τη μέγιστη γενικά νοητή πληρότητα και συνέπεια, μετατρέπεται από αστική δημοκρατία σε προλεταριακή, από κράτος (ιδιαίτερη δύναμη για την καταπίεση μιας ορισμένης τάξης) σε κάτι που δεν είναι πια καθαυτό κράτος».

Υπάρχει μια βαθιά ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην αστική και την εργατική («προλεταριακή») δημοκρατία». Η δεύτερη δεν είναι μια απλή προέκταση της πρώτης. Η αστική τάξη μπορεί να συνεχίζει να είναι η κυρίαρχη τάξη, ακόμα και αν οι καπιταλιστές δεν κατέχουν τις θέσεις-κλειδιά στο κράτος. Στην ιστορία του καπιταλισμού έχουν υπάρξει πολιτικά καθεστώτα όπου οι καπιταλιστές δεν ελέγχουν άμεσα τον κρατικό μηχανισμό, αλλά αυτός συνεχίζει να λειτουργεί για τα συμφέροντα της τάξης τους συνολικά. 

Η εργατική τάξη, αντίθετα, δεν μπορεί να γίνει η κυρίαρχη τάξη χωρίς να έχει ταυτόχρονα και την πολιτική και την οικονομική δύναμη στα χέρια της. Χωρίς να ελέγχει δηλαδή και την παραγωγή και τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή όλης της κοινωνίας και χωρίς να έχει τη δύναμη να επιβάλλει αυτές τις αποφάσεις. 

Η απονέκρωση του κράτους

Στον καπιταλισμό, συνοψίζει ο Λένιν «έχουμε κράτος με την καθαυτό έννοιά του, μια ιδιαίτερη μηχανή για την καθυπόταξη μιας τάξης από μίαν άλλη και μάλιστα της πλειοψηφίας από τη μειοψηφία». Η εργατική τάξη χρειάζεται το κράτος (της) στη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις και εκμετάλλευση. Αλλά αυτό το κράτος είναι «μεταβατικό», κράτος «τύπου Κομμούνας», «μισο-κράτος»: 

«Ο ιδιαίτερος μηχανισμός, η ιδιαίτερη μηχανή καταπίεσης, το ‘κράτος’ είναι ακόμη αναγκαίο, αλλά πρόκειται πιά για κράτος μεταβατικό, δεν είναι πια κράτος με την καθαυτό έννοιά του, γιατί ή καθυπόταξη της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών από την πλειοψηφία των χθεσινών μισθωτών δούλων είναι ένα σχετικά τόσο εύκολο, απλό και φυσικό έργο, που θα στοιχίσει πολύ λιγότερο αίμα απ’ όσο η κατάπνιξη των εξεγέρσεων των δούλων, των δουλοπάροικων, των μισθωτών εργατών, έργο πού θα στοιχίσει πολύ φτηνότερα στην ανθρωπότητα». 

Όμως, αυτό δεν είναι το τέλος του δρόμου. Η προοπτική της εργατικής τάξης είναι να καταργήσει την εκμετάλλευση και να δημιουργήσει μια κοινωνία «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών», όπως είχε γράψει ο Μαρξ, δηλαδή να καταργήσει τον ίδιο της τον εαυτό σαν τάξη. Αυτό σημαίνει και απονέκρωση του κράτους της. 

«Εμείς βάζουμε για τελικό μας σκοπό την κατάργηση του κράτους, δηλαδή κάθε οργανωμένης και συστηματικής βίας, κάθε βίας πάνω στους ανθρώπους γενικά. Δεν περιμένουμε να έρθει μια τέτοια κοινωνική τάξη πραγμάτων, όπου δεν θα τηρείται η αρχή της υποταγής της μειοψηφίας στην πλειοψηφία. Αλλά τείνοντας προς το σοσιαλισμό, έχουμε πεποίθηση ότι θ’ αρχίσει να μετεξελίσσεται σέ κομμουνισμό και σέ συνδυασμό μ' αυτό θα εξαφανίζεται κάθε ανάγκη άσκησης βίας πάνω στους ανθρώπους γενικά, η ανάγκη της υποταγής του ενός ανθρώπου στον άλλο, της μιας μερίδας του πληθυσμού πάνω στην άλλη μερίδα, γιατί οι άνθρωποι θα συνηθίσουν να τηρούν τούς στοιχειώδεις όρους της κοινωνικής ζωής δίχως βία και δίχως υποταγή».

Και θυμίζει τα λόγια του Φ. Ένγκελς από το Αντι-Ντίρινγκ:

«Η κοινωνία, που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση της ελεύθερης και ισότιμης ένωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί, όπου θα είναι τότε η πραγματική θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και στο μπρούντζινο τσεκούρι».

Το πλαίσιο 

Το Κράτος και Επανάσταση ήταν το προϊόν μιας ολόκληρης εργασίας που δεν έγινε σε ήρεμες συνθήκες. Το καθοριστικό πλαίσιο ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος που είχε ξεσπάσει το 1914. Στην Αριστερά της εποχής υπήρχε έντονα η άποψη ότι οι εξοπλισμοί και οι κρατικοί ανταγωνισμοί που οδήγησαν στον πόλεμο δεν είχαν σχέση με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Στις τρεις δεκαετίες που είχαν προηγηθεί από το ξέσπασμα του πολέμου είχε εκδηλωθεί αυτό που σήμερα μερικές φορές αποκαλείται «πρώτο κύμα της παγκοσμιοποίησης»: μια εντυπωσιακή επέκταση της παγκόσμιας αγοράς, κατακόρυφη άνοδος του διεθνούς εμπορίου, ελεύθερη διακίνηση χρηματικού κεφαλαίου και διεθνοποίηση των τραπεζών. Σε τέτοιες συνθήκες έμοιαζε λογική η άποψη που έλεγε ότι τα κράτη που κάνουν εξοπλισμούς και πολέμους είναι απομεινάρια μιας παλιότερης εποχής, οι ανταγωνισμοί τους είναι «δυναστικοί». 

Ο Λένιν -και ο Μπουχάριν σχεδόν την ίδια εποχή- απάντησαν σε αυτές τις απόψεις υποστηρίζοντας ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ένα νέο στάδιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, όχι ένα φαινόμενο ξέχωρο, «έξω» από το σύστημα. Πρόκειται για την «σύμφυση» των κρατών με τα εθνικά κεφάλαια, αυτό που ο Λένιν και ο Μπουχάριν ονόμαζαν «κρατικο-μονοπωλιακό» ή «κρατικό» καπιταλισμό.6 Οι αντιπαραθέσεις για τον ιμπεριαλισμό έδιναν μια πιεστική επικαιρότητα στην συζήτηση για το ρόλο του κράτους και την σχέση του με τον καπιταλισμό.

Την αφορμή για να καταπιαστεί ο Λένιν με τη «διδασκαλία του μαρξισμού για το κράτος και τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση» (ο υπότιτλος του βιβλίου) την έδωσε η συζήτηση που είχε ανοίξει ένα άρθρο του Ν. Μπουχάριν με τίτλο Προς μια Θεωρία του Ιμπεριαλιστικού Κράτους γραμμένο τον Ιούλη του 1916.7 Ο Λένιν αρχικά διαφωνούσε με τις «μισο-αναρχικές» όπως τις αποκάλεσε, θέσεις του Μπουχάριν. Ρίχτηκε στη μελέτη του Μαρξ και του Ένγκελς -στη βιβλιοθήκη της Ζυρίχης όπου βρισκόταν εκείνο το διάστημα-για να συγκεντρώσει το υλικό για την απάντησή του. Και στην πορεία αυτών των μελετών και σημειώσεων, που τις συγκέντρωσε στο περίφημο «μπλε τετράδιο»8 τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1917. 

Σ’ αυτές τις σημειώσεις ο Λένιν καταγράφει την «ανακάλυψη» του γνήσιου μαρξισμού: είναι γεμάτες αποσπάσματα και σχόλια από την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη που έγραψε ο Μαρξ το 1852, τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Γαλλία που καταπιάνεται με τα διδάγματα της Παρισινής Κομμούνας, το Αντι-Ντίρινγκ και άλλα έργα του Ένγκελς. Εκεί που μερικούς μήνες πριν ο Λένιν εκτιμούσε ως «μισο-αναρχική» τη θέση ότι η εργατική τάξη πρέπει να «τσακίσει» το αστικό κράτος, ανακάλυπτε ότι αυτή ακριβώς ήταν η θέση των κλασσικών του μαρξισμού. «Ανακάλυπτε» την κριτική που ασκούσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στους ρεφορμιστές της εποχής τους για την «δεισιδαιμονία του κράτους» που τους κατείχε και την σύγκρινε με την ίδια δεισιδαιμονία και τη δουλικότητα των ρεφορμιστών της δικιάς του εποχής. Συνόψιζε:

«Το καθήκον της προλεταριακής επανάστασης: ‘Zerbrechen’, να τσακίσει αυτή τη μηχανή, να την αντικαταστήσει με την πιο πλήρη αυτοδιοίκηση προς τα κάτω, κατά τόπους, και με την άμεση εξουσία του ενόπλου προλεταριάτου, με τη δικτατορία του, προς τα πάνω».

Τέτοιες εκφράσεις, που μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες στο Κράτος και Επανάσταση και σε άλλα άρθρα και θέσεις το 1917, έκαναν τους πολιτικούς του αντιπάλους μέσα στην Αριστερά να τον κατηγορούν ότι είχε γίνει «αναρχικός». 

Όμως, ο Λένιν έκανε κάτι πολύ περισσότερο από «απλά» να διασώσει και να αναστήσει την επαναστατική κληρονομιά του μαρξισμού. Στις ίδιες σημειώσεις, κάνει ένα γιγάντια βήμα πιο μακριά από εκεί που είχε φτάσει πχ ο Μπουχάριν, ο Πάνεκοκ και άλλοι επαναστάτες στο πρόσφατο παρελθόν. Γιατί συνδέει τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος με την επαναστατική εμπειρία της ίδιας της εργατικής τάξης στην Ρωσία. Κι αυτή η εμπειρία είχε πάρει μορφή και όνομα στην επανάσταση του 1905. Ήταν το σοβιέτ, το συμβούλιο των εργατών αντιπροσώπων στην Πετρούπολη.9

Για παράδειγμα στο τμήμα των σημειώσεων που αφορούν τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία του Μαρξ, ο Λένιν αναφέρεται στην Κομμούνα και παρατηρεί ότι υπό μία έννοια η επανάσταση του 1905 απέκτησε πιο πλατιά βάση από την Κομμούνα:

«έδειξε πιο πλατιά τα ‘Σοβιέτ των βουλευτών των εργατών’, ‘των βουλευτών των σιδηροδρομικών’, ‘των βουλευτών των στρατιωτών και των ναυτών’, ‘των βουλευτών των αγροτών’. Σ’ αυτό Nota bene [δώστε προσοχή]»

Και σε ένα άλλο σημείο συμπυκνώνει την σύνδεση ανάμεσα στην Κομμούνα ως την εναλλακτική απέναντι στο κράτος με τα σοβιέτ, ως εξής:

«Μπορούμε, ίσως, σύντομα, εύστοχα, να εκφράσουμε όλο το ζήτημα έτσι: αντικατάσταση της παλιάς («της έτοιμης») κρατικής μηχανής και των κοινοβουλίων με τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών και με τους πληρεξουσίους τους. Αυτή είναι η ουσία!».

Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1917, πριν το ξέσπασμα της επανάστασης και πριν την εμφάνιση των σοβιέτ σε κλίμακα γιγάντια σε σχέση με την επανάσταση του 1905. Ο Λένιν δεν «ανακάλυψε» τα σοβιέτ μετά την επανάσταση. Χωρίς το θεωρητικό διάλογο και αντιπαράθεση, την εργασία για τη μαρξιστική θεωρία του κράτους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει το σύνθημα: Όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Επίσης, χωρίς το κόμμα που θα μπορούσε να συζητήσει και να αφομοιώσει την ιστορική εμπειρία της τάξης και να την επεξεργαστεί θεωρητικά, αυτό το σύνθημα δεν θα γινόταν πράξη. 

Σήμερα;

Είναι επίκαιρο σήμερα το Κράτος και Επανάσταση, ή έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις στον καπιταλισμό που έχουν αλλάξει και το χαρακτήρα του κράτους; Το ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» στις διαφορετικές εκδοχές του έκανε μια τέτοια κριτική στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Το βασικό στην κριτική ήταν ότι το κράτος που περιέγραφε ο Λένιν σαν «γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό» έξω από τις «μάζες» δεν υπήρχε πια. Υποτίθεται ότι η επέκταση των πεδίων που κάλυπτε η κρατική δραστηριότητα μετέφερε την ίδια την ταξική πάλη στο εσωτερικό του και έδινε στην Αριστερά τη δυνατότητα να διεκδικήσει την «ηγεμονία» σε μια σειρά μηχανισμούς του, με επιστέγασμα τους μετασχηματισμούς που θα έφερνε μια αριστερή κυβέρνηση. 

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τέτοιες αντιρρήσεις είχαν προβληθεί ήδη από την εποχή που δημοσιεύτηκε το Κράτος και Επανάσταση, δεν είναι τωρινές. Ο Καρλ Κάουτσκι, για παράδειγμα έγραφε το 1918 σε μια μπροσούρα με τίτλο Η Δικτατορία του Προλεταριάτου ότι η «κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας» θα περάσει από διαφορετικούς δρόμους σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία «οι πολιτικές ελευθερίες έχουν κατακτηθεί εδώ και δεκαετίες ακόμα και αιώνες και οι κυρίαρχες τάξεις έχουν μάθει να τις σέβονται» και σε «κοινότητες όπου κυριαρχεί ο στρατιωτικός δεσποτισμός και απολαμβάνει απεριόριστη ισχύ πάνω στο λαό».10 

Στην πραγματικότητα, η «κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας» από την εργατική τάξη δεν ήρθε πουθενά με τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Όσο για τις δημοκρατικές ελευθερίες που «έχουν μάθει να τις σέβονται οι κυρίαρχες τάξεις» αρκεί να θυμηθούμε την αιματοβαμμένη ιστορία της Χιλής του Αλιέντε το 1973.

Η επέκταση μηχανισμών όπως η δημόσια εκπαίδευση, η δημόσια υγεία, γενικά αυτού που έχει ονομασθεί «κράτος πρόνοιας» δεν έχει κάνει το αστικό κράτος ούτε περισσότερο «κοινωνικό» ούτε περισσότερο δημοκρατικό. Τέτοιες «κοινωνικά ωφέλιμες λειτουργίες» είναι προϊόν δυο διαδικασιών: από τη μια της ανάγκης του σύγχρονου καπιταλισμού να αφιερώνει περισσότερους πόρους στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης – να διαθέτει μια εργατική τάξη που να μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. 

Είναι επίσης κατακτήσεις των αγώνων του εργατικού κινήματος. Αυτοί οι αγώνες δεν εκτυλίχτηκαν στο «στρατηγικό πεδίο του κράτους», αλλά στο δρόμο, στα εργοστάσια και στους χώρους δουλειάς. Αυτές τις κατακτήσεις αγωνίζεται να διατηρήσει και να διευρύνει σήμερα μια εργατική τάξη πολύ μεγαλύτερη και πιο οργανωμένη από την εποχή του Λένιν· αυτό δείχνουν οι αγώνες που ξεσπάνε σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία.

Μια άλλη κριτική είναι ότι πλέον στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το «εθνικό κράτος» έχει χάσει το κεντρικό ρόλο που έπαιζε στην εποχή του Λένιν κι αυτό που μετράει είναι η παρέμβαση και η αλλαγή συσχετισμών στο επίπεδο θεσμών όπως η ΕΕ. Πρόκειται για τη μεταφορά της στρατηγικής του «δημοκρατικού» κοινοβουλευτικού δρόμου για την κοινωνική αλλαγή από το εθνικό κράτος στο διεθνές επίπεδο. Αυτή την κληρονομιά την κληρονόμησε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον παλιό Συνασπισμό και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα στην πλήρη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα και με το «δικό μας» αστικό κράτος αλλά και με τους εκβιασμούς της ΕΕ. 

Στην πραγματικότητα η σημασία των κρατών δεν έχει εξασθενίσει, αλλά έχει δυναμώσει στη σημερινή εποχή. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έδειξε ανάγλυφα αυτή την πραγματικότητα: χρειάστηκε η τεράστια κρατική παρέμβαση πχ του αμερικάνικου κράτους για να μην κατρακυλήσει ο αμερικάνικος καπιταλισμός σε μια ύφεση των διαστάσεων της δεκαετίας του ’30. Επίσης, ο ρόλος του αστικού κράτους στους οικονομικούς, στρατιωτικούς, πολιτικούς ανταγωνισμούς, συμμαχίες και μισο-συμμαχίες, δυναμώνει αντί να αδυνατίζει.

Η αστική τάξη χρειάζεται το κράτος της, γιατί θέλει ένα μηχανισμό που θα την υπερασπίζει από την αμφισβήτηση των «από κάτω» και θα την εκπροσωπεί στα παζάρια και τους ανταγωνισμούς με τις άλλες άρχουσες τάξεις. Αυτή είναι η εικόνα του σύγχρονου καπιταλισμού των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, των «περιφερειακών δυνάμεων» που διαγκωνίζονται για να περισώσουν ή να κερδίσουν επιρροή σε ολόκληρες περιοχές. Κι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της μεγάλης εικόνας: το αστικό κράτος υπογράφει μνημόνια και την ίδια στιγμή διεκδικεί ρόλο στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή στο πλευρό του Τραμπ. 

Ο Λένιν υποστήριζε το 1917 ότι η εργατική τάξη και όλοι οι καταπιεσμένοι δεν πρόκειται να κερδίσουν «ειρήνη, γη, ψωμί» χωρίς να περάσει «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», χωρίς να επιβάλλουν το δικό τους έλεγχο στην οικονομία και σε όλη την κοινωνία. Δηλαδή χωρίς να ανατρέψουν το αστικό κράτος και να χτίσουν ένα «μισο-κράτος» «προορισμένο να απονεκρωθεί». Αυτή την στρατηγική, που τη διαπερνάει η βαθιά πίστη στη δύναμη και τη δημιουργικότητα των «από κάτω» που παλεύουν, χρειάζεται η Αριστερά σήμερα.  

 

Σημειώσεις

1. Β.Ι Λένιν, Οι Θέσεις του Απρίλη, Σύγχρονη Εποχή 2012, σ.σ. 52 και 12.

2. Όλα τα αποσπάσματα από το Κράτος και Επανάσταση προέρχονται από τον 33ο Τόμο των Απάντων του Λένιν, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σ.σ. 1-120.

3. Όπως την έχει αποκαλέσει ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του Καπιταλισμός Ζόμπι Η Παγκόσμια Καπιταλιστική Κρίση και η επικαιρότητα του Μαρξ, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2011, σελ. 147. 

4. Για μια παρουσίαση της ιστορίας του όρου γενικά και στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς συγκεκριμένα βλέπε Hal Draper, Marx and the Dictatorship of the Proletariat (Summer 1962), https://www.marxists.org/archive/draper/1962/xx/dictprolet.html 

5. Για μια σύντομη παρουσίαση βλέπε Λ. Μπόλαρης «145 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα», Εργατική Αλληλεγγύη 1215, http://ergatiki.gr/article.php?id=13423 

6. Για μια παρουσίαση βλέπε Λ. Μπόλαρης, Εκατό Χρόνια Ιμπεριαλισμός, Σοσιαλισμός από τα Κάτω 115 (Μάρτης-Απρίλης 2016), http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=846 

7. Nikolai Bukharin, «Toward a Theory of the Imperialist State», https://www.marxists.org/archive/bukharin/works/1915/state.htm 

8. Ο τίτλος εργασίας που έβαλε ο Λένιν είναι «Ο μαρξισμός και το κράτος». Περιλαμβάνεται στον 33ο τόμο των Απάντων του, σ.σ. 126-306.

9. Για μια περιγραφή αυτού του «εμβρύου μιας εργατικής κυβέρνησης» βλέπε Τόνι Κλιφ, Τρότσκι 1879-1917: Προς τον Οκτώβρη, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2009, κεφάλαιο έβδομο «Η Επανάσταση του 1905». 

10. Patrick Goode (ed) Karl Kautsky, Selected Political Writings, McMillan 1983, σ.σ.