Άρθρο
Κόκκινη Αμερική

Ένοπλοι απεργοί στα ορυχεία του Κολοράντο

 

Συνέντευξη του Κώστα Καρπόζηλου στο Λέανδρο Μπόλαρη για το καινούριο βιβλίο του.

Το βιβλίο σου είναι γεμάτο από στιγμιότυπα των βιωμάτων και των αγώνων του ελληνικού στοιχείου μιας πολυεθνοτικής εργατικής τάξης, από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Μπορείς να εντοπίσεις κάποια κομβικά σημεία σε αυτή τη διαδρομή;

Στην Κόκκινη Αμερική εστιάζω σε τρεις ιστορικές στιγμές, που η καθεμία φωτίζει διαφορετικές εμπειρίες της πολυεθνοτικής εργατικής τάξης. Η πρώτη αναφέρεται στις μεγάλες απεργίες των μεταναστών εργατών της δεκαετίας του 1910 και τον τρόπο που αυτές διαπλέκονταν με την αναμόρφωση της αμερικανικής αριστεράς στον απόηχο του παγκόσμιου 1917. Η δεύτερη σχετίζεται με τη Μεγάλη Ύφεση και την ανάδυση των μαχητικών βιομηχανικών συνδικάτων η δυναμική των οποίων άφησε το ίχνος της στην αμερικανική πολιτική και οικονομική ζωή για δεκαετίες. 

Λίγοι μετανάστες και μετανάστριες όταν έφταναν στις Ηνωμένες Πολιτείες κουβαλούσαν στις αποσκευές τους ιδέες και πρακτικές του ελληνικού εργατικού και του σοσιαλιστικού κινήματος. Άρα η ριζοσπαστικοποίηση εργατικών στρωμάτων είναι σε μεγάλο βαθμό μια «αμερικανική» ιστορία. Την ίδια στιγμή όμως οι εργάτες και εργάτριες μεταναστευτικής καταγωγής εξακολουθούσαν να επικοινωνούν στη δική τους ιδιαίτερη γλώσσα –στην προκειμένη περίπτωση στα ελληνικά-, να συναντιούνται εντός και εκτός δουλειάς, να συγκροτούν κοινότητες και κοινωνικότητες βασισμένες στην κοινή τους καταγωγή. Η ικανότητα των εργατικών συνδικάτων να προτείνουν την κοινή γλώσσα της εργατικής ενότητας, διατηρώντας όμως τις ιδιαίτερες γλώσσες (όπως στην περίπτωση των μεταναστευτικών εφημερίδων) της κάθε κοινότητας. Έτσι, η οργάνωση των Ελλήνων εργατών και εργατριών στα «γουναράδικα» στηρίχθηκε στην ιδέα της «ελληνικής οργάνωσης» στο πλαίσιο όμως ενός συνδικάτου που ενοποιούσε τα συμφέροντα όλων των εργατών και εργατριών ανεξαρτήτως καταγωγής.

Η τρίτη συμπυκνώνει το τέλος της ιστορίας αυτής: τις μεγάλες μεταβολές της μεταπολεμικής οικονομίας και το αναγεννημένο Αμερικανικό Όνειρο που σήμανε, σε συνδυασμό με τα διεθνή νήματα του αντικομμουνιστικού αγώνα, την παρακμή της μεταναστευτικής και εργατικής αριστεράς. 

Πόσο μεγάλη τομή ήταν η κρίση για την ελληνοαμερικάνικη αριστερά; 

Η κρίση υπήρξε τεράστια τομή για την αμερικανική κοινωνία και την αμερικανική αριστερά ταυτόχρονα. Αυτό που προσπάθησα να διερευνήσω είναι ο τρόπος που οι μεγάλες μεταβολές που ξέρουμε διαπλέκονταν με την καθημερινότητα μίας μεταναστευτικής κοινότητας όπως η ελληνική. Εκεί, η ιστορία της δραχμοποίησης –που υπήρξε απόρροια των πολιτικών του ελληνικού κράτους- συναντάει την ιστορία των τραπεζιτικών πανικών στις ΗΠΑ που εξανέμισαν κυρίως καταθέσεις λαϊκών και μεταναστευτικών στρωμάτων. Η ελληνοαμερικανική αριστερά μπόρεσε να συνομιλήσει με τις μεταβολές που συντελούνταν στο εσωτερικό των κοινοτήτων, όπως στο παράδειγμα των συμβουλίων των ανέργων ή τις επιτροπές για την ενίσχυση των εργατικών συνδικάτων. Πρόκειται για μία ιστορία επιτυχίας αν δει για παράδειγμα κανείς την ενίσχυση της επιρροής της ελληνοαμερικανικής αριστεράς. Από την άλλη, η επιτυχία αυτή συμβάδισε με μια σημαντική ιδεολογική μεταβολή: την εγκατάλειψη του στόχου της επανάστασης προς όφελος των άμεσων προτεραιοτήτων του Λαϊκού Μετώπου.

Το κεφάλαιο για την περίοδο 1935-1940 έχει το τίτλο «Πόλωση και Συμβιβασμοί». Τι σηματοδότησε αυτή η παράλληλη διαδικασία για την αμερικάνικη και ελληνοαμερικάνικη Αριστερά; 

Η πόλωση αναφέρεται σε δύο αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες. Η πρώτη σχετίζεται με την εσωτερική κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες και ειδικότερα τη μεγάλη αντιπαλότητα που πυροδοτεί το αυθόρμητο εργατικό κίνημα του 1934-1935 και στη συνέχεια οι μεγάλες εκστρατείες των βιομηχανικών συνδικάτων για την οριστική εκπόρθηση του άβατου της βαριάς βιομηχανίας. Εκεί, βλέπει κανείς την πόλωση σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και την πόλωση στο εσωτερικό κάθε μονάδας. Έτσι για παράδειγμα προσπαθώ να δω σε μια συγκεκριμένη χαλυβουργία πώς οι εργάτες –ανάμεσά τους πολλοί ελληνοαμερικανοί- διχάστηκαν γύρω από την ιδέα της εργατικής οργάνωσης, ενώ η καθημερινότητα της εργασίας ήταν κατάστικτη από επεισόδια, ξυλοδαρμούς και απειλές προς εκείνους που εμφανίζονταν με το σήμα του βιομηχανικού συνδικάτου στο πέτο. Η δεύτερη ιστορία αφορά την παγκόσμια αντιπαράθεση με την άνοδο του φασιστικού φαινομένου και τον τρόπο που αυτή αντιπαράθεση διαπλέκεται με εσωτερικές μεταβολές και στρατεύσεις στις μεταναστευτικές κοινοτητες των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο παράδειγμα των ελληνοαμερικανών για παράδειγμα τους τρόπους που η άνοδος του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία τροφοδότησε αποκλίνουσες αντιλήψεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε το λόγο που το αμερικανικό εθελοντικό σώμα στον Ισπανικό Εμφύλιο ήταν από τα πολυπληθέστερα στις Διεθνείς Ταξιαρχίες; Αν δει κανείς τους βιογραφικούς φακέλους των εθελοντών πολλοί προέρχονταν από τις μεταναστευτικές κοινότητες και ένιωθαν ότι φτάνοντας στην Ισπανία πολεμούσαν τον φασισμό τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στις χώρες καταγωγής των ιδίων ή των γονέων τους. 

Την ίδια στιγμή το κομμουνιστικό κίνημα αποφάσιζε να απομακρυνθεί από τις επαναστατικές πολιτικές της δεκαετίας του 1920 προς όφελος μιας μετριοπαθούς πολιτικής που μπορούμε να τη δούμε ως μια αμερικανική εκδοχή του Λαϊκού Μετώπου. Αναμφίβολα αυτή η επιλογή ήταν συμβιβαστική. Δεν πρόκειται όμως για μια επιλογή μίας σκοτεινής ηγεσίας που αποπροσανατολίζει τις –το λέω σχηματικά- αγνές, επαναστατικές διαθέσεις των ριζοσπαστικοποιημένων εργατών. Πρόκειται για μια πιο σύνθετη πορεία, η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μια πραγματικότητα: ο πολιτικός αναπροσανατολισμός προς τις θέσεις του Λαϊκού Μετώπου φάνταζε να εγγυάται την μαζικοποίηση της αριστεράς, την ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος και την αναστολή του φασιστικού κινδύνου. Προφανώς σήμερα ξέρουμε ότι αυτή η προσδοκία διαψεύστηκε. Η δουλειά όμως του ιστορικού δεν είναι να δικάζει πολιτικές στρατηγικές, αλλά να αναδεικνύει τους τρόπους που αυτές εμφανίζονται ως λογικές τη στιγμή που κυριαρχούν. 

Τελικά, γιατί προκαλεί τόσο ιδιαίτερη αίσθηση σήμερα η αναφορά, από τον τίτλο κιόλας, στην «Κόκκινη Αμερική»; Μήπως εκτός από την κυρίαρχη εικόνα για την παλιά ελληνική μετανάστευση στην Αμερική η Αριστερά έχει να ξεπεράσει και στερεότυπα για την αμερικάνικη εργατική τάξη του παρελθόντος και του παρόντος;

Σίγουρα. Έχουμε να αναμετρηθούμε με συσσωρευμένα στερεότυπα που εκκινούν από τα γνωστά περί της «Αμερικής που δεν έχει ιστορία» και φτάνουν στα πιο διαδεδομένα στην αριστερά για τα «αμερικανάκια» και την παντοδυναμία του «αμερικανικού κεφαλαίου». Ίσως όμως το πιο προβληματικό είναι η επιμονή μας να προσπαθούμε να φορέσουμε στην αμερικανική πραγματικότητα τις δικές μας εμπειρίες και παραστάσεις. Έτσι συχνά ακούω απόψεις που συμπυκνώνονται στη γνωστή δοξασία «αν υπήρχε ένα επαναστατικό κόμμα στην Αμερική, όλα θα ήταν αλλιώς». Απλά θα πρέπει πρώτα να συζητήσουμε και να καταλάβουμε τι σημαίνει κόμμα σε μια αχανή και πολυπληθή χώρα, ποια η εθνοτική σύνθεση της εργατικής τάξης, και εν τέλει το πώς το πολυκεντρικό πολιτικό σύστημα τροφοδοτεί τοπικές πρωτοβουλίες, κινήσεις και κινήματα που δεν ομοιάζουν με το φανταστικό «κόμμα» που έχουμε στο μυαλό μας. Η ελληνική αριστερά νομίζω θα έπρεπε να προβληματιστεί για τη δική της ιστορική αδυναμία να συνομιλήσει με τις πολυπληθείς εργατικές-μεταναστευτικές κοινότητες στη χώρα, την αδιαφορία της για τη μεταμόρφωση της εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1990 και την αντοχή ρατσιστικών αντιλήψεων για τους μετανάστες «που δεν μπορούν να καταλάβουν». Οι απόψεις αυτές δεν είναι καινούριες. Με τον ίδιο τρόπο ορισμένοι αγγλοσάξονες σοσιαλιστές έβλεπαν εκείνους που έφταναν στις ΗΠΑ από τις «καθυστερημένες» περιοχές του πλανήτη ως τα θύματα μίας καπιταλιστικής συνωμοσίας, τα οποία δεν ήταν δυνατό να αντιληφθούν τις ιδέες της ταξικής πάλης. Ευτυχώς η ιστορική εξέλιξη είναι συνήθως πιο ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη από τα στερεότυπά μας.

 

Το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου «Κόκκινη Αμερική – Έλληνες μετανάστες και τα οράματα ενός Νέου Κόσμου» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Είναι, καταρχήν, ένα βιβλίο γεμάτο στιγμιότυπα από μια άγνωστη ιστορία: εκείνη των μεταναστών εργατών από την Ελλάδα που συναντήθηκαν στις ΗΠΑ με τους αγώνες του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς και έγραψαν τις δικές τους σελίδες σε αυτούς τους αγώνες. Εργάτριες και εργάτες στη «γουναρομαρκέτα» της Ν. Υόρκης δηλαδή στις μικρές εργολαβικές βιοτεχνίες του κλάδου της ένδυσης, στα «ατσαλάδικα» -τις χαλυβουργίες- των μεσοδυτικών Πολιτειών, ναυτεργάτες, γκαρσόνια και ξενοδοχοϋπάλληλοι, κατέβηκαν σε απεργίες, οργανώθηκαν και οργάνωσαν συνδικάτα όπως το περίφημο «Λόκαλ 70» στη Ν. Υόρκη, και πύκνωσαν τις γραμμές της Αριστεράς, κυρίως του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά κα άλλων οργανώσεων. Ο Κ. Καρπόζηλος παρουσιάζει αυτή τη διαδρομή από τα πρώτα βήματά της στη δεκαετία του 1910, στην ακμή της στη δεκαετία του ’30 μέχρι το τέλος της στις αρχές της δεκαετίας του ’50.