Γιουτζίν Ρόγκαν: Η πτώση των Οθωμανών- Ο Μεγάλος Πόλεμος στη Μέση Ανατολή 1914-1920
Τιμή:30 ευρώ, 504 σελίδες
Eκδόσεις Αλεξάνδρεια
«Ήρθε η ώρα να αποκαταστήσουμε το οθωμανικό μέτωπο στη θέση την οποία δικαιούται στην ιστορία τόσο του Μεγάλου Πολέμου όσο και της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. Γιατί, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο μετέτρεψε την ευρωπαϊκή σύγκρουση σε παγκόσμιο πόλεμο... Επιπλέον οι μάχες στη Μέση Ανατολή ήταν συχνά οι πιο διεθνείς μάχες του πολέμου, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, ποικίλες εθνοτικές ομάδες της νότιας Ασίας, Βορειοαφρικανοί, Σενεγαλέζοι και Σουδανοί πολέμησαν μαζί με Γάλλους, Άγγλους, Ουαλούς, Σκωτσέζους και Ιρλανδούς στρατιώτες εναντίον Τούρκων, Αράβων, Κούρδων, Αρμενίων και Κιρκάσιων στρατιωτών του οθωμανικού στρατού και των Γερμανών και Αυστριακών συμμάχων τους. Το οθωμανικό μέτωπο ήταν πραγματικός Πύργος της Βαβέλ, πρωτοφανής σύγκρουση ανάμεσα σε διεθνή στρατεύματα».
Παρέθεσα αυτό το εκτενές απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιουτζίν Ρόγκαν στην «Πτώση των Οθωμανών», που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη 2016, γιατί πραγματικά δίνει το στίγμα του βιβλίου του. Με εξαίρεση το καταπληκτικό βιβλίο του D. Fromkin «A peace to end all peace» (1989), που δυστυχώς δεν υπάρχει στα ελληνικά, οι συνήθεις καταγραφές του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου αφορούν κυρίως στα ευρωπαϊκά μέτωπα. Κι όμως, τα πολεμικά μέτωπα στην περιοχή της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την περίοδο είναι εξίσου σημαντικά για δυο λόγους: από τη μια, όντως, είναι κυρίως αυτά που μετέτρεψαν τον ευρωπαϊκό πόλεμο σε παγκόσμιο, και από την άλλη, διαμόρφωσαν το χάρτη της σύγχρονης Μέσης Ανατολής και βρίσκονται στη ρίζα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που ταλανίζουν τους λαούς της για έναν αιώνα. Η διεθνοποίηση του σημερινού πόλεμου στη Συρία με τις δεκάδες εμπλεκόμενες στρατιωτικές κρατικές και μη δυνάμεις, οι πρόσφατοι βομβαρδισμοί του Τραμπ, οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί στην Ανατολική Μεσόγειο, προσδίδουν στο βιβλίο ακόμα μεγαλύτερη επικαιρότητα.
Ο Ρόγκαν ξεκινά με την παρατήρηση ότι επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 –με ηγετική τριανδρία τους Ενβέρ, Τζεμάλ και Ταλάτ– αν και προκάλεσε έναν πολιτικό μετασχηματισμό της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν έλυσε τα οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα «τους πρώτους έξι μήνες μετά την επανάσταση εργάτες ακτιβιστές οργάνωσαν πάνω από εκατό απεργίες στις οποίες η κυβέρνηση αντέδρασε με μέτρα καταστολής των εργατών». Το 1911 βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα κρίση στη Μεσόγειο. Είχαν χάσει ήδη τις επαρχίες της Αλγερίας και της Τυνησίας από τους Γάλλους και της Αιγύπτου από τους Βρετανούς, όταν η Ιταλία εισέβαλε στη Τριπολίτιδα (Λιβύη). Όμως, παρά τη σημαντική τους υπεροπλία οι Ιταλοί βρέθηκαν στα πρόθυρα της ήττας από ενωμένη αντίσταση των αράβων και του μικρού Οθωμανικού στρατού υπό τον Ενβέρ. Σύμφωνα με τον Ρόγκαν, ανίκανοι να νικήσουν στη Λιβύη οι Ιταλοί προκάλεσαν ένα νέο μέτωπο στα Βαλκάνια ενθαρρύνοντας το Μαυροβούνιο να κηρύξει τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και γνωρίζοντας ότι μετά απ’ αυτό, το ίδιο θα έκαναν και η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία, που όλες διεκδικούσαν Οθωμανικά εδάφη. Η ήττα των Οθωμανών στη Λιβύη και τα Βαλκάνια βύθισε την Αυτοκρατορία σε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική κρίση.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Οθωμανική ηγεσία, αν και αρχικά διασπασμένη, τελικά αποφασίζει το Νοέμβρη του 1914 να μπει στον πόλεμο με τη μεριά των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανών και Αυστριακών). Βασικός παράγοντας σε αυτήν την επιλογή ήταν η περικύκλωσή της από τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλογάλλοι) που καραδοκούσαν για το διαμελισμό της Αυτοκρατορίας και την αρπαγή των πλούσιων σε πετρέλαιο εδαφών της Μέσης Ανατολής, αλλά και οι ρωσικές πιέσεις στα βορειοανατολικά της σύνορα στον Καύκασο. «Οι δυνάμεις της Αντάντ πίστευαν πως η Τουρκία ήταν ο αδύναμος κρίκος στη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων… και ότι θα υπέκυπτε γρήγορα υπό τις συνδυασμένες επιθέσεις Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας». Και πραγματικά υπέστησαν καταστροφικές ήττες στον Καύκασο το 1915 από τους Ρώσους και στη Μεσοποταμία (Ιράκ) το 1915 από τους Βρετανούς. Στην τελευταία περίπτωση «ο στρατηγός Μάρεϋ προμηθεύτηκε μερικά από τα τρομερότερα όπλα του βρετανικού οπλοστασίου. Συγκέντρωσε 4.000 οβίδες δηλητηριωδών αερίων για τον αρχικό βομβαρδισμό των οθωμανικών θέσεων... Πριν από την επίθεση δόθηκαν στους Βρετανούς στρατιώτες αντιασφυξιογόνες μάσκες. Φυσικά, οι Οθωμανοί στρατιώτες δεν είχαν αντιασφυξιογόνες μάσκες».
Ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες τους οι Σύμμαχοι αποφασίζουν να χτυπήσουν κοντά στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και οργανώνουν την εκστρατεία στη χερσόνησο της Καλλίπολης, στα Δαρδανέλια. Κινητοποιούνται για την απόβαση συνολικά 500.000 Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες απέναντι σε λιγότερους από 300.000 Τούρκους. Βάση για τις επιχειρήσεις της Αντάντ είναι το λιμάνι του Μούδρου στη Λήμνο που το «δανείζονται» από την ελληνική κυβέρνηση που ακόμα δεν συμμετέχει στον πόλεμο. Η περιοχή μετατρέπεται σε ένα ατέλειωτο σφαγείο. Κάθε μάχη στοιχίζει χιλιάδες νεκρούς και από τις δυο πλευρές χωρίς κανείς τους να προωθείται ούτε ένα βήμα. Απίστευτες θηριωδίες και από τις δυο πλευρές, αλλά ταυτόχρονα και πράξεις συμπόνιας μεταξύ των αντιμαχόμενων, που ο Rogan δεν παραλείπει να περιγράψει και να τονίσει. Τελικά, η όλη επιχείρηση εξελίχθηκε σε μια πανωλεθρία για τους Συμμάχους της Αντάντ. Τα δυο κεφάλαια για την εκστρατεία στην Καλλίπολη είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα πιο δυνατά του βιβλίου.
Ο Ρόγκαν πολύ αναλυτικά αναφέρεται σε όλες τις πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, από το Σινά και την Παλαιστίνη, μέχρι το Άντεν και τη Βασόρα. Ο εξαιρετικά λεπτομερειακός τόνο που περιγράφει τις μάχες πολλές φορές κουράζει –και αυτό γενικά ίσως είναι το αδύναμο σημείο του βιβλίου. Αλλά ταυτόχρονα, δίνει και την εικόνα του τι σήμαινε το «μοίρασμα» της Οθωμανικής Μέσης Ανατολής ανάμεσα σε Βρετανία και Γαλλία, ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ατέλειωτες διπλωματικές μανούβρες, ψεύτικες και υποκριτικές υποσχέσεις για «ανεξαρτησία» στους ηγέτες των αραβικών λαών που ήθελαν να προσεταιριστούν, την ώρα που οι Αγγλογάλλοι υπέγραφαν μεταξύ τους τη διαβόητη μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό με την οποία χώρισαν με ευθείες γραμμές την περιοχή σε σφαίρες επιρροής και προτεκτοράτα (τη συμφωνία, που αποκάλυψαν οι μπολσεβίκοι όταν νίκησε στη Ρωσία η εργατική επανάσταση τον Οκτώβρη του 1917 και έβγαλε τη χώρα από το σφαγείο του ιμπεριαλιστικού πολέμου).
Ένα άλλο στοιχείο που ο συγγραφέας επισημαίνει είναι ο κυνικός τρόπος με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις (κύρια η Βρετανία και η Γαλλία) έσυραν τους λαούς των αποικιών τους να σκοτωθούν στα πεδία των μαχών της Ευρώπης, της Καλλίπολης και των αραβικών ερήμων. Περίπου ενάμιση εκατομμύριο Ινδοί μετακινήθηκαν σαν στρατιώτες ή βοηθητικό προσωπικό, 300.000 Αφρικανοί, ακόμα και Μαορί από τη Νέα Ζηλανδία. Πάρα πολλοί από αυτούς βρήκαν το θάνατο πολεμώντας για τη δόξα των ίδιων τους των καταπιεστών αποικιοκρατών.
«Η πτώση των Οθωμανών», που τελειώνει με το διαμελισμό των υπολειμμάτων της Αυτοκρατορίας με τη Συνθήκη των Σεβρών και το ξεκίνημα του απελευθερωτικού αγώνα υπό τον Κεμάλ ενάντια στους εισβολείς, είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο για όσους θέλουν να δουν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την οπτική γωνία εκείνης της ηττημένης δύναμης που συνήθως απουσιάζει από τις περιγραφές και τις αναλύσεις: της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, όμως, προσφέρει κι ένα πανόραμα του πόλεμου, των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και επεμβάσεων που στις αρχές του προηγούμενου αιώνα χάραξαν με αίμα τη μοίρα της γειτονιάς μας.