Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα. Πλήρη πρακτικά και ιστορικό των δικών Μπελογιάννη. Τα σήματα Βαβούδη.

Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα.
Πλήρη πρακτικά και ιστορικό των δικών Μπελογιάννη.
Τα σήματα Βαβούδη. 

Πρόλογος-επιμέλεια:Σπύρος Σακελλαρόπουλος

Τιμή 18 ευρώ, 528 σελίδες 
Eκδόσεις Τόπος, 2016. 


Τα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης «Νίκος Μπελογιάννης» που λειτουργεί στο σπίτι του εκτελεσμένου αγωνιστή στην Αμαλιάδα έγιναν αφορμή να χυθεί πολύ μελάνι για τα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη του εμφυλίου πολέμου 1946-1949. Σημαντική συμβολή σ’ αυτή τη συζήτηση αποτελεί το βιβλίο που επιμελήθηκε και προλογίζει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, βασίστηκε στην έρευνα του πατέρα του Γρηγόρη, και δίνει στη δημοσιότητα τα πρακτικά των δύο δικών του Μπελογιάννη και των συντρόφων του.

Το βιβλίο φωτίζει την περίοδο μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η οποία χαρακτηρίζεται από την πολιτική αστάθεια. Η αστική τάξη μπορεί να είχε κερδίσει μια συντριπτική νίκη στα πεδία των μαχών με τη βοήθεια των ΗΠΑ, δεν είχε καταφέρει όμως να ξεριζώσει την επιρροή της Αριστεράς στην εργατική τάξη, όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα της Δημοκρατικής Παράταξης το 1950 και της ΕΔΑ το 1951. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουσιαστικός νικητής των εκλογών του 1950 αναδείχτηκε η ΕΠΕΚ, που μόλις είχε ιδρυθεί από το στρατηγό Ν. Πλαστήρα και υποσχόταν αμνηστία, ειρήνευση και κοινωνική δικαιοσύνη. Ωστόσο, κάθε δειλό βήμα των κυβερνήσεων Πλαστήρα προς αυτήν την κατεύθυνση προκαλούσε την αντίδραση του κρατικού μηχανισμού, ιδίως του στρατού, αλλά και των ΗΠΑ μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Κορέα και την ένταση του Ψυχρού Πολέμου. Το κράτος απέναντι στην Αριστερά εμπιστευόταν μόνο την τρομοκρατία και την καταστολή. Έτσι, παρά τη λήξη του εμφυλίου, τα «έκτακτα μέτρα» που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκειά του σε βάρος των αγωνιστών της Αριστεράς και περιλάμβαναν μεταξύ άλλων εκτελέσεις, εξορίες, εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από τα «αντεθνικά στοιχεία», πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και στέρηση της ιθαγένειας παρέμειναν σε ισχύ, όπως και ο α.ν. 509/1947 που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ. 

Από την πλευρά της, η ηγεσία του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Ζαχαριάδη προσπάθησε να διαχειριστεί την ήττα προωθώντας μια πολιτική «φαινομενικά αντιφατική», όπως σωστά την χαρακτηρίζει ο Σ. Σακελλαρόπουλος. Έτσι, ενώ υποστήριζε ότι στόχος του κόμματος ήταν πλέον η αμνηστία και η ειρήνευση, ταυτόχρονα διακήρυσσε ότι ο ανταρτοπόλεμος συνεχιζόταν. Αυτά τα ζικ-ζακ έμοιαζαν με τη ρητορική του Ζαχαριάδη το 1946-7, όταν επικαλούνταν τις αντάρτικες ομάδες ως πίεση για να επιβάλει την «επιστροφή στην ομαλότητα» την ώρα που η κυρίαρχη τάξη και τα κόμματά της αρνούνταν κάθε συμβιβασμό και οργάνωναν αποφασιστικά τις δυνάμεις τους για την τελική σύγκρουση. Μετά την ήττα του 1949, οι διακηρύξεις για το όπλο «παρά πόδα» ήταν ανεδαφικές και χρησίμευαν μόνο στην ηγεσία για να αποφύγει την κριτική στις εγκληματικές επιλογές της που οδήγησαν στην ήττα το τεράστιο κίνημα της Αντίστασης. Από την άλλη πλευρά, όπως επισημαίνει ο Σ. Σακελλαρόπουλος, «παρότι η ηγεσία του ΚΚΕ στην πραγματικότητα δεν εννοούσε τα περί “τρίτου γύρου”, η αντίπαλη πλευρά είτε από φόβο είτε/και από υπολογισμό, τα χρησιμοποιούσε για να νομιμοποιήσει τα κατασταλτικά μέτρα απέναντι στα μέλη και τις επιρροές του ΚΚΕ. Σε αυτό ρόλο έπαιζε και η αποστολή των τηλεγραφημάτων για διάφορες στρατιωτικού χαρακτήρα κινήσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας» (σελ. 42). 

Σ’ αυτό το πλαίσιο διεξάχθηκαν οι δίκες του Μπελογιάννη, ο οποίος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα με αποστολή να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του ΚΚΕ και συνελήφθη τυχαία, και των συντρόφων του. Το Έκτακτο Στρατοδικείο της πρώτης δίκης έκρινε τους κατηγορούμενους με βασικά κριτήρια το εάν αποκήρυσσαν ή όχι το ΚΚΕ ως κόμμα «προδοτικό και αντεθνικό» και το εάν βοηθούσαν το έργο των διωκτικών αρχών προδίδοντας άλλους συντρόφους τους. Επειδή όμως οι θανατικές ποινές που επέβαλλε μετατράπηκαν σε ισόβια, το Διαρκές Στρατοδικείο ξαναδίκασε τον Μπελογιάννη και άλλους αγωνιστές, αυτή τη φορά για κατασκοπεία με βάση νόμο της δικτατορίας Μεταξά. Οχτώ από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο. Το κύμα συμπαράστασης στους καταδικασμένους ήταν μεγάλο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, και η κυβέρνηση Πλαστήρα βρέθηκε σε δύσκολη θέση αφού είχε υποσχεθεί να μην εκτελεστεί καμία θανατική ποινή. Τα παζάρια της κυβέρνησης με την αμερικανική πρεσβεία και το στρατό για την τύχη τους έκαναν Αμερικανό δημοσιογράφο να γράψει ότι στην Αθήνα «παίζεται ποδόσφαιρο με ανθρώπινα κεφάλια». Το αποτέλεσμα ήταν η εκτέλεση τεσσάρων από τους καταδικασμένους σε θάνατο (Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης, Καλούμενος) στις 30 Μάρτη του 1952. Η επιμονή της μετεμφυλιακής εξουσίας στις εκτελέσεις αποδίδεται συνήθως στις «ψυχώσεις του εμφυλίου πολέμου». Ωστόσο, ο ψυχολογικός παράγοντας είναι δευτερεύων σε σχέση με την ιστορική αναγκαιότητα την οποία εξυπηρετούσε η μετεμφυλιακή τρομοκρατία για την άρχουσα τάξη, που στερέωσε την κυριαρχία της δίνοντας ένα αιματηρό μάθημα σ’ όσους την είχαν αμφισβητήσει. Από αυτήν την άποψη, οι δίκες του Μπελογιάννη και των συντρόφων του ήταν η κορύφωση μιας εκστρατείας καταστολής με πολλές χιλιάδες (ανώνυμα στην πλειοψηφία τους) θύματα, που μόνο τους έγκλημα ήταν ότι είχαν τολμήσει να τα βάλουν με το φασισμό και να αγωνιστούν για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Συνολικά, το βιβλίο είναι απαραίτητο σε όσους ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν στη μελέτη εκείνης της εποχής, αφού το προλογικό σημείωμα προσφέρει μια πολύ κατατοπιστική εικόνα της περιόδου και τα πρακτικά των δικών αναδεικνύουν τον αντικομμουνισμό του μετεμφυλιακού κράτους στην πράξη. Είναι όμως χρήσιμο και σε όσους παλεύουν για να αλλάξουν τον κόσμο σήμερα, αφού συνιστά μια αυστηρή προειδοποίηση για τη βαρβαρότητα στην οποία φτάνει η κυρίαρχη τάξη όταν απειλείται η εξουσία της.